Παρασκευή 25 Απριλίου 2025

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 25 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2025

Άγιος Μάρκος ο Απόστολος και Ευαγγελιστής
 

Σύροντες εἰς γὴν Μᾶρκον οἱ μιαιφόνοι,
Πρὸς οὐρανοὺς πέμποντες αὐτὸν ἠγνόουν.
Εἰκάδι πέμπτῃ Μᾶρκον ἑνὶ χθονὶ ἄφρονες εἷλκον.

Ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος Β’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

 
Ἐκστάς, Μακεδόνιε, τοῦ φθαρτοῦ θρόνου,
Ὑμνεῖς τὸ Θεῖον σὺν Σεραφὶμ καὶ θρόνοις.

Ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος ὑπηρέτησε προηγουμένως ὡς πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ σκευοφύλακας τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἡ ἀνατροφή του ἔγινε μὲ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ θείου του, Πατριάρχου Γενναδίου τοῦ Α’ (458 – 471 μ.Χ.), τὸν ὁποῖο ὁ χρονογράφος Ἐφραίμιος ἀποκάλεσε τύπο εὐσέβειας καὶ κάθε καλοῦ.

Ὁ Μακεδόνιος ὁ Β’ διαδέχθηκε τὸν Πατριάρχη Εὐφήμιο (489 – 496 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος καθαιρέθηκε στὰ μέσα τοῦ 496 μ.Χ. ἀπὸ Σύνοδο ποὺ συγκλήθηκε μὲ πρωτοβουλία τοῦ αὐτοκράτορα Ἀναστασίου. Μολονότι ὁ Εὐφήμιος ἦταν ἄνδρας ποὺ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶχε ἐπισύρει ἐναντίων του ἄγρια καὶ χωρὶς ἔλεος τὴ δυσμένεια τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοκράτορα, ἐχθροῦ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Χαλκηδόνα. Ὁ Μακεδόνιος ὁ Β’ δὲν δίστασε νὰ προσέλθει στὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ ζητήσει ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἀσφάλεια τῆς ζωῆς τοῦ Πατριάρχου Εὐφημίου, κατὰ τὴν ἐξορία του στὰ Εὐχάιτα μετὰ τὴν καθαίρεση. Ὁ Ἀναστάσιος ὁ Δίκορος (491 – 518 μ.Χ.) ἄκουσε μὲ δυσαρέσκεια τὴν παράκληση τοῦ Μακεδονίου. Ἔκρινε ὅμως καλὸ νὰ τὴν δεχθεῖ. Καὶ ὁ Μακεδόνιος, τοῦ ὁποίου ἡ ἀγαθὴ ψυχὴ συμμεριζόταν τὴν θλίψη τοῦ ἀδικημένου προκατόχου του, ἔσπευσε ἀμέσως πρὸς τὸν Εὐφήμιο, τὸν ἀγκάλιασε ἀδελφικά, τὸν ἐφοδίασε δὲ καὶ μὲ χρήματα. Συμπεριφορὰ τόσο περισσότερο ἀξιέπαινη, διότι ὁ Μακεδόνιος ἦταν φτωχὸς καὶ τὰ χρήματα ἐκεῖνα τὰ εἶχε δανεισθεῖ.

Ἡ ἀνάρρηση τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου τοῦ Β’ στὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα ἔγινε τὸ 496 μ.Χ. Διακρίθηκε γιὰ τὸν ἀνεπίληπτο χαρακτήρα του, τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν ἄμεμπτη καθαρότητα τοῦ ἰδιωτικοῦ του βίου, ἀφοῦ ἔζησε κατὰ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ εἶναι γενικὴ ἡ ἀναγνώριση τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ἁγιότητάς του. Ἀλλὰ ὡς καὶ πρὸς τὸ δογματικὸ μέρος, ἐπιτέλεσε τὸ καθῆκον του, μολονότι ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος πολλαπλῶς τὸν πίεσε νὰ φανεῖ εὐνοϊκὸς πρὸς τοὺς ἐχθροὺς τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀνώτερος ὅμως ὁ Μακεδόνιος ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἐπιρροή, δήλωνε μὲ παρρησία ὅτι καὶ σεβόταν καὶ ἀποδεχόταν τὸ ἔργο τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, ἐξέφρασε δὲ τὴ λύπη του γιὰ ἐκείνους τοὺς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι χαριζόμενοι στὸν αὐτοκράτορα ἀποκήρυτταν τὴ Σύνοδο.

Ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος ἔφερε βαρύτατα τὴν ἀνεξάρτητη καὶ ἱεροπρεπὴ αὐτὴ διαγωγὴ τοῦ Μακεδονίου τοῦ Β’, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε ἐλπίσει ὅτι θὰ ἦταν ὑποχείριό του, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη του τὴν καθαίρεση καὶ τὴν ἐξορία τοῦ Εὐφημίου. Δὲν φανέρωνε ὅμως τὴν δυσαρέσκεια καὶ τὴν ὀργή του, καθὼς ἐκείνη τὴν περίοδο ἦταν ἀναγκασμένος νὰ μεριμνᾶ γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τοῦ ἐαυτοῦ του καὶ τῆς δυναστείας του ἀπὸ ἐπίμονες στάσεις καὶ συχνοὺς κινδύνους. Ἡ ἀνάγκη αὐτὴ ἐξέλιπε ἀπὸ τὸ ἔτος 507 μ.Χ. καὶ τότε ὁ αὐτοκράτορας ποὺ ἐμπνεόταν ἀπὸ τὴν αἵρεση, ἀφοῦ ἀπέρριψε κάθε ἐπιφύλαξη, διατύπωσε ἔντονα καὶ πολὺ ἀπαιτητικὰ τὶς ἀξιώσεις του πρὸς τὸν Πατριάρχη. Ὁ Πατριάρχης ὡστόσο ἀντέδρασε. Ἀπὸ τότε τὰ ἀνάκτορα ἔγιναν συστηματικὸ χαλκεῖο τῶν πλέον εὐτελῶν ἀντιδράσεων κατὰ τοῦ Μακεδονίου τοῦ Β’. Ἕνας αὐτοκράτορας βρίσκει πάντοτε ὄργανα τῶν σκοπῶν του καὶ τῶν ὀρέξεών του καὶ τέτοιοι ἀσεβεῖς καὶ ἀνόσιοι ὑπηρέτες παρεῖχαν καθημερινὲς ἐνοχλήσεις στὸν Ἅγιο Μακεδόνιο. Πληρωμένοι ἄνθρωποι πείραζαν τὸν Πατριάρχη καθ’ ὁδόν. Ἕνας δέ, ἐπιτέθηκε ἐναντίον του μὲ μαχαίρι.

Ἀκόμη καὶ κατὰ τοῦ ἁγνοῦ καὶ ἀκηλίδωτου βίου τοῦ Πατριάρχη, ζήτησε ὁ αὐτοκράτορας νὰ κινήσει ὑποψίες. Διάφοροι συκοφάντες περιδιάβαιναν, πλάθοντας τὶς πλέον ψευδεῖς κατηγορίες ἐναντίων τοῦ ἁγίου ἐκείνου ἀνδρός.

Καὶ ἄλλο ἐπεισόδιο ὅμως κατέστησε σφοδρότερη τὴν ἔνταση μεταξὺ τοῦ Πατριάρχη καὶ τοῦ αὐτοκράτορα. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἔλθει στὴν Κωνσταντινούπολη κάποιος Ξεναΐας, ποὺ παρουσιάσθηκε ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἱεραπόλεως καὶ ἦλθε μὲ πρόσκληση αὐτοκρατορική. Ὁ Ξεναΐας αὐτός, Πέρσης στὴν καταγωγὴ ἀλλὰ καὶ στὸ θρήσκευμα, εἶχε οἰκειοποιηθεῖ τὸ σχῆμα Χριστιανοῦ ἱερέα καὶ ἔτσι περιδιάβαινε τῆς Ἐκκλησίες τῆς Ἀντιόχειας, διαδίδοντας αἱρετικὰ φρονήματα καὶ κηρύττοντας ὅτι καμιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀγγέλων δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει στοὺς ἱεροὺς ναούς. Ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Καλανδίων ἔδιωξε τὸν Ξεναΐα ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του. Ὁ Πέτρος ὅμως, ὁ Κναφεὺς χειροτόνησε τὸν ἀβάπτιστο Πέρση, Ἐπίσκοπο Ἱεραπόλεως καὶ τὸν μετονόμασε Φιλόξενο. Καὶ ὅταν ἔμαθε κατόπιν ὅτι ἦταν ἀβάπτιστος ὁ Ἐπίσκοπός του, θέλησε νὰ τὸ δικαιολογήσει διὰ τῆς θεωρίας ὅτι ἡ χειροτονία ἀναπληρώνει τὸ βάπτισμα. Ὁ Φιλόξενος αὐτός, ἐρχόμενος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ κυριότερα ὄργανα τῶν ἐνεργειῶν ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου καὶ τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Πατριάρχης, γνωρίζοντας τὴν φαυλότητα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, ἀρνήθηκε νὰ τὸν δεχθεῖ σὲ ἐκκλησιαστικὴ σχέση. Τὸ αἴσθημα αὐτὸ καὶ τὴν ἄποψη τοῦ Πατριάρχου συμμερίζονταν καὶ οἱ μοναχοί, ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαός. Παραλίγο δὲ νὰ ἐκραγεῖ στάση. Ὁ Ἀναστάσιος ἀντιλήφθηκε τὸν κίνδυνο καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ἀπομακρύνει τὸν Φιλόξενο ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα.

Ἀλλὰ τὰ πράγματα δὲν ἡσύχασαν. Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἡ τυφλότητα τῶν συμβούλων του ἄναβαν καθημερινὰ καὶ κορύφωναν τὴν διάσταση μεταξὺ τοῦ Πατριαρχείου καὶ τῶν Ἀνακτόρων. Ἰδίως κατὰ τὸ ἔτος 510 μ.Χ. ἡ ἀγανάκτηση τοῦ λαοῦ καὶ τῶν μοναχῶν κατὰ τοῦ βασιλέως, ἐκδηλώθηκε ἀποφασιστικὴ καὶ ἀσυγκράτητη. Ἄπειρα πλήθη ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν, ὑπὸ τὶς ὁδηγίες τολμηρότατων μοναχῶν, προέβησαν σὲ σφοδρὴ διαδήλωση ὑπὲρ τοῦ Πατριάρχου. Περιεχόμενοι μὲ ἔξαψη καὶ ἀποφασιστικότητα τὴν πόλη φώναζαν: «Εἶναι ἡ ὥρα, Χριστιανοί, γιὰ μαρτύριο. Κανεὶς ἂς μὴν ἐγκαταλείψει τὸν Πατέρα». Καὶ προχωρώντας παρακάτω κατήγγειλαν τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Πατριάρχου, ὀνομάζοντάς τους αἱρετικοὺς καὶ ἀνάξιους νὰ κυβερνοῦν. Οἱ προσωπικὲς σχέσεις τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τοῦ Πατριάρχη ἀπὸ πολὺ καιρὸ βρίσκονταν στὴν μεγαλύτερή τους ἔνταση. Οὔτε κὰν βλέπονταν. Καὶ ὁ αὐτοκράτορας ὁρκιζόταν ὅτι δὲν θὰ ἀνεχόταν νὰ τὸν δεῖ πλέον στὸ πρόσωπο. Ἀλλὰ πρὶν τὴν λαοπλημμύρα ἐκείνη καὶ τὴν τόσο ἀπειλητικὴ ἐξέγερση, προσῆλθε σὲ συνεννόηση μὲ τὸν Πατριάρχη. Μάταια ὅμως.

Ὄργανα τῆς αὐλῆς τοῦ αὐτοκράτορος πῆραν τὴν πρωτοβουλία καὶ ἔπεισαν δύο φαύλους νὰ κινήσουν ἐναντίον τοῦ Πατριάρχη, αἰσχρὲς κατηγορίες. Μάταια ὁ Μακεδόνιος διαμαρτυρήθηκε καὶ ζήτησε νὰ δικασθεῖ. Ὁ Ἀναστάσιος μὲ στρατιωτικὴ βία τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὰ Πατριαρχεῖα νύχτα καὶ τὸν ἐξόρισε κατὰ τὸ ἔτος 511 μ.Χ. στὴν Χαλκηδόνα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Εὐχάιτα, ὅπως καὶ τὸν προκάτοχό του Εὐφήμιο. Ἀλλὰ ἡ ἐξορία δὲν ἦταν ἀρκετή, ἡ δὲ ἐκδίωξη τοῦ Μακεδονίου ἀπὸ τὸν θρόνο χωρὶς καθαίρεση ἀποτελοῦσε σκάνδαλο ἐκκλησιαστικό, τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ οἰκονομηθεῖ. Γι’ αὐτὸ ὁ αὐτοκράτορας, σὲ σύμπραξη μὲ τὸν Τιμόθεο Α’ (511 – 518 μ.Χ.) τὸν ἐπονομαζόμενο Κήλωνα, ποὺ ἦταν διάδοχος τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου, συγκάλεσε Σύνοδο Ἐπισκόπων ποὺ εἶχαν τὴν ἴδια αἱρετικὴ ἄποψη καὶ ἡ ὁποία Σύνοδος, δυστυχῶς, καθαίρεσε τὸν Ἅγιο Μακεδόνιο.

Στὰ Εὐχάιτα ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος ἔμεινε μέχρι τὸ ἔτος 515 μ.Χ. Τότε οἱ Οὗννοι ἔκαναν ἐπιδρομὲς στὴ Γαλατία, τὸν Πόντο καὶ τὴν Καππαδοκία. Ὁ Μακεδόνιος ἀναγκάσθηκε γι’ αὐτὸ νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὰ Εὐχάιτα στὴ Γάγγρα, ὅπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 516 μ.Χ.

Σύμφωνα μὲ κάποια παράδοση, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχη, ἕνας ἀπὸ τοῦ ὑπηρέτες του τὸν εἶδε στὸ ὄνειρό του. Ἡ ἐμφάνιση θορύβησε τὸν ὑπηρέτη, ὅταν στὰ αὐτιά του ἀντήχησαν οἱ ἑξῆς λόγοι ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου: «Πήγαινε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πὲς στὸν αὐτοκράτορα ὅτι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τοὺς Πατέρες μου, τῶν ὁποίων τὴν πίστη φύλαξα. Θὰ περιμένω δὲ νὰ ἔλθει ἐνώπιον τοῦ Δεσπότου μου καὶ νὰ δικασθοῦμε ἀπὸ αὐτόν».

Στὰ χρόνια τῆς πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου Μακεδονίου ἄρχισε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ μεγαλοπρεπέστερη τέλεση τῆς ἑορτῆς τῶν κορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος ἀναδείχθηκε ἀληθινὸς Ἐπίσκοπος, ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐλευθερίας ἐνάντια στὶς αὐτοκρατορικὲς αὐθαιρεσίες.

Μνήμη ἐγκαινίων τοῦ Ἀποστολείου τοῦ πανευφήμου Ἀποστόλου Πέτρου

Ὁ ναὸς αὐτὸς τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἔκειτο πλησίον τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολη.

Ἡ Ἁγία Νίκη ἡ Μάρτυς

 
 
Νίκης βραβεῖα τῇ τετμημένῃ Νίκῃ,
Νίκης βραβεὺς δίδωσιν, ὡς νικηφόρῳ.

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Νίκη πίστεψε στὸν Χριστὸ διὰ τῶν θαυμάτων ποὺ συνέβησαν κατὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, ἐπὶ Διοκλητιανοὺ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ ὑπέστη τὸν διὰ ξίφους μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ ἔτος 303 μ.Χ.


Οἱ Ἅγιοι ὀκτὼ Ὁσιομάρτυρες καὶ Ἀναχωρητὲς

Ὀκτὼ συνεκκόπτουσιν ἀνδρῶν αὐχένας,
Ὑπὸ ζυγὸν τὸν σὸν δαμασθέντων, Λόγε.

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ὀκτὼ Ὁσιομάρτυρες ἦταν μοναχοὶ καὶ τελειώθηκαν διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Μαουγάλδιος Ἐπίσκοπος τῆς νήσου τοῦ Ἀνθρώπου

 
Ὁ Ἅγιος Μαουγάλδιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ ἦταν στὸν πρότερό του βίο, ληστής. Στὴν ὀρθόδοξη πίστη τὸν ὁδήγησε ὁ Ἅγιος Πατρίκιος. Διὰ τοῦ βαπτίσματος ἔγινε νέος ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγει τοὺς κινδύνους ἀπὸ τὶς κακὲς συναναστροφὲς καὶ τοὺς πειρασμούς, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ νῆσο τοῦ Ἀνθρώπου. Στὸ νησὶ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Πατρίκιος εἶχε ἀποστείλει τὸν Ἅγιο Γερμανό, ὅταν τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο. Ὁ Ἅγιος Μαουγάλδιος ἔφθασε στὸ νησὶ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ. Τὸ ἔτος 498 μ.Χ. ἐξελέγη ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, Ἐπίσκοπος τῆς ἐκεῖ τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀνάλωσε τὸν ἑαυτὸ του στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τῆς πίστεως.
Ὁ Ἅγιος Μαουγάλδιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Ἀννιανὸς Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας

Ὁ Ἅγιος Ἀννιανός, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, Ἐπίσκοπος καὶ διάδοχός του στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὑπῆρξε κατὰ τὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο Καισαρείας «ἀνὴρ θεοφιλὴς καὶ κατὰ πάντα θαυμάσιος». Σύμφωνα μὲ τὶς ἁγιολογικὲς εἰδήσεις ἐξασκοῦσε ὡς εἰδωλολάτρης τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ὑποδηματοποιοῦ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἀποβιβάσθηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο στὴν πόλη αὐτή, ἀπευθύνθηκε στὴν Ἀννιανὸ γιὰ νὰ τοῦ ἐπιδιορθώσει τὰ χαλασμένα του ὑποδήματα. Ὁ τελευταῖος, ἐπάνω στὴν ἐργασία του, τραυμάτισε μὲ τὸ ἐργαλεῖο τὸ ἀριστερό του χέρι. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ συμβὰν ὁ Ἀπόστολος Μᾶρκος τοῦ ζήτησε νὰ πιστέψει στὸν Θεὸ γιὰ νὰ θεραπευθεῖ. Καὶ ἀμέσως ἔκανε πηλὸ ἀπὸ τὸ πτύσμα του καὶ μὲ αὐτὸ ἐπάλειψε τὸ χέρι τοῦ Ἀννιανοῦ, ἐπικαλούμενος τὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ τὸ χέρι τοῦ ὑποδηματοποιοῦ ἔγινε καλά. Ὁ Ἀννιανὸς μετὰ τὸ θαῦμα, βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Μᾶρκο καὶ τὸν διαδέχθηκε στὸν Ἀλεξανδρινὸ θρόνο. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 82 μ.Χ. Κατὰ ἄλλη μαρτυρία τελεύτησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Δομετιανοῦ, δηλαδὴ τὸ ἔτος 85 μ.Χ. Ἄλλη ὅμως παράδοση Ἀνατολικῆς προελεύσεως ἀναφέρει ὅτι ποίμανε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξάνδρειας ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 86 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος ὁ ἐκ Ρωσίας
 

 
Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος τῆς Ὀμπνόρα, γεννήθηκε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία εἶχε ἐσωτερικὰ τὸν πόθο νὰ μονάσει. Ἔτσι ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ κατάφυγε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπου ὑπῆρξε δόκιμος καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονὲζ († 5 Ἰουλίου). Ἀφοῦ παρέμεινε ἐκεῖ γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα καὶ πρόκοψε στὴν ὑπακοή, ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος ἔλαβε τὴν εὐλογία γιὰ νὰ μείνει μόνος στὴν ἔρημο καὶ νὰ συνεχίσει ἐκεῖ τὸν ἀσκητικό του ἀγῶνα.

Μέσα στὸ πυκνὸ δάσος, δίπλα στὸν ποταμὸ Ὀμπνόρα ὁ ὁποῖος συνεχίζει τὴν ροή του στὸν ποταμὸ Κοστρομά, ἔστησε ἕνα σταυρὸ στὸ σημεῖο ὅπου διάλεξε καὶ ξεκίνησε ἀπὸ ἐκεῖ τὸν πνευματικό του ἀγώνα. Γιὰ μία μεγάλη χρονικὴ περίοδο κανεὶς δὲν ἤξερε τίποτα γιὰ τὸν Ἅγιο ἐρημίτη. Τὸ κελλί του ἀποκαλύφθηκε τυχαία ἀπὸ ἕναν χωρικό, ὁ ὁποῖος εἶχε χάσει τὸν δρόμο του. Αὐτὸς εἶπε στὸν ἐνοχλημένο ἐρημίτη ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν δεῖ λαμπρὲς ἀκτίνες καὶ ἕνα στρῶμα νεφέλης ἐπάνω ἀπὸ τὴν κατοικία του. Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος ξέσπασε τότε σὲ δάκρυα πικρίας, ἐπειδὴ τὸ μέρος τῆς ἀπομονώσεώς του εἶχε ἀνακαλυφθεῖ. Ὁ προσκυνητὴς παρακάλεσε ἐπίμονα τὸν Ὅσιο νὰ τοῦ μιλήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του.

Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος εἶπε ὅτι ἐκεῖ ἔμενε γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα, τρώγοντας φλοιοὺς δένδρων καὶ ρίζες. Στὴν ἀρχὴ ἦταν ἀδύναμος χωρὶς ψωμὶ καὶ μία φορὰ ἔπεσε στὸ ἔδαφος ἀπὸ τὴν ἀδυναμία του. Τότε, ἕνας Ἄγγελος μὲ τὴ μορφὴ ἐνὸς θαυμάσιου ἄνδρα ἐμφανίσθηκε μπροστά του καὶ τὸν ἄγγιξε στὸ χέρι. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ Ὅσιος δὲν ἔνιωσε ξανὰ ἀδυναμία.

Ἄλλη μία φορὰ ὁ χωρικὸς πῆγε πάλι στὸν Ὅσιο καὶ τοῦ ἔφερε ψωμὶ καὶ ἀλεύρι, γιὰ νὰ ἔχει προμήθειες.

Αὐτὴ ἡ μοναδικὴ συνάντηση ἦταν ἀρκετή, ὥστε νὰ μαθευτοῦν σὲ πολλοὺς τὰ πνευματικὰ κατορθώματα τοῦ Ὁσίου. Σύντομα, χωρικοὶ ξεκίνησαν νὰ ἔρχονται σὲ αὐτὸν ἀπὸ τοὺς γύρω οἰκισμούς. Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος τοὺς ἐπέτρεψε νὰ χτίσουν κελλιὰ κοντὰ στὸ δικό του κελλί.

Ὅταν πλέον εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἀρκετοὶ ἀδελφοὶ στὴ σκήτη, ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος πῆγε στὴ Μόσχα καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου († 12 Φεβρουαρίου), γιὰ νὰ κατασκευάσει ἕνα ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης ἔδωσε στὸν Ὅσιο Σιλβέστρο ἕνα ἀντιμήνσιο γιὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τὸν ἔκανε ἡγούμενο τῆς νέας μονῆς.

Μὲ τὴν κατασκευὴ τῆς ἐκκλησίας ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀδελφῶν αὐξήθηκε γρήγορα καὶ ὁ Ὅσιος πολὺ συχνὰ ἀποσυρόταν στὸ κοντινὸ δάσος, ὥστε νὰ ἀπομονώνεται καὶ νὰ προσεύχεται. Αὐτὸς ὁ τόπος ἔλαβε τὸ ὄνομα «ἀπαγορευμένο ἄλσος», ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος διέταξε νὰ μὴν κοπεῖ ἀπὸ ἐκεῖ κανένα δένδρο. Σὲ αὐτὸ τὸ ἄλσος ὁ Ὅσιος ἔσκαψε τρία πηγάδια, ἐνῷ ἕνα τέταρτο πηγάδι ἔσκαψε στὴν πλευρὰ ἑνὸς λόφου στὸν ποταμὸ Ὀμπνόρα. Ὅταν ὁ Ὅσιος ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν ἀπομόνωσή του, τὸν περίμεναν πολλοὶ ἄνθρωποι στὸ μοναστήρι καὶ ὁ καθένας ἤθελε νὰ λάβει τὴν εὐλογία του καὶ νὰ ἀκούσει τὶς συμβουλές του.

Κάποια ἡμέρα ὁ Ὅσιος ἀρρώστησε ἀπὸ μία ἀνίατη ἀσθένεια καὶ οἱ ἀδελφοὶ τῆς μονῆς, ποὺ στεναχωροῦνταν ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι γιὰ ἀπομόνωση, τώρα ἦταν ἀκόμη πιὸ θλιμμένοι ἀναλογιζόμενοι τὸν ἐπικείμενο θάνατό του. «Μὴ στενοχωρεῖσθε μὲ αὐτό, ἀδελφοί», ἔλεγε ὁ Ὅσιος γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει, «γιατί τὰ πάντα εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀκολουθῆστε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ μὴ φοβηθεῖτε νὰ ὑποφέρετε ἀπὸ δοκιμασίες σὲ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἔτσι θὰ λάβετε ἀνταμοιβὴ στὸν Οὐρανό. Ἐὰν εὕρω παρρησία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ ἂν ἡ ζωή μου Τὸν εὐχαρίστησε, τότε αὐτὸς ὁ ἅγιος τόπος δὲν θὰ διαλυθεῖ μετὰ τὴν ἀποχώρησή μου. Προσευχηθεῖτε στὸν φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ στὴν πάναγνη Μητέρα Του, ὥστε νὰ ἐλευθερωθεῖτε ἀπὸ τὸν πειρασμό».
Ὁ Ὅσιος Σιλβέστρος κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1479 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν δεξιὰ πλευρὰ τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως.

Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ἡσυχαστὴς


Ὁ Ὅσιος Βασίλειος, ὁ Ἡσυχαστής, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1692 στὴ Ρουμανία. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ στὴν περιοχὴ Ποϊάνα Μαρουλούϊ τῆς Ρουμανίας. Ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Ὁσίου Παϊσίου (Βελιτσκόφσκϊυ) καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1767.
 
Σύναξη της Παναγίας της Φιλερήμου στην Ρόδο


Τῆς Φιλερήμου ἡ Εἰκὼν πελαγίζει,
Τοῖς προσιοῦσιν ἰαμάτων τὰ ῥεῖθρα.
Εἰκάδι τετάρτῃ Κούρην Φιλέρημον ὕδωρ.

Η σεβάσμια Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου της «Φιλερήμου» ή «των Χαρίτων» είναι έργο του 10ου αιώνα μ.Χ. Κατά την παράδοση έφθασε στη Ρόδο από τα Ιεροσόλυμα και τοποθετήθηκε στο Καθολικό της Μονής του λόφου Φιλερήμου, την ακρόπολη της αρχαίας πόλεως Ιαλυσού, από τον οποίο πήρε και την προσωνυμία. Κατά τη γνώμη μερικών ερευνητών την Εικόνα έφεραν στην Ρόδο οι Ιωαννίτες Ιππότες. Πιθανότερο είναι να υπήρχε πριν την άφιξη των Ιπποτών γιατί διαφορετικά δεν δικαιολογείται η τιμή που απολάμβανε, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, από το Ορθόδοξο πλήρωμα της νήσου ήδη από τα πρώτα χρόνια της Ιπποτοκρατίας.

Η Εικόνα παρέμεινε στη Ρόδο μέχρι το 1523 μ.Χ., έτος καταλήψεως της Ρόδου από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, όταν φεύγοντας οι Ιππότες προς την Δύση, μεταξύ των πολλών άλλων κειμηλίων, την πήραν μαζί τους. Αρχικά μεταφέρθηκε στην Ιταλία (1523 - 1527 μ.Χ.), κατόπιν στη Γαλλία (1527 - 1530 μ.Χ.) και ύστερα στη Μάλτα (1530 - 1798 μ.Χ.). Όταν ο Μέγας Ναπολέων κατέλαβε τη Μάλτα η Εικόνα φυγαδεύτηκε και μέσω της Τεργέστης έφθασε στη Ρωσία, όπου ο τσάρος Παύλος ο Α’ την υποδέχθηκε με μεγάλες τιμές και διέταξε να την καλύψουν με χρυσή επένδυση και να την κοσμήσουν με πολύτιμους λίθους.

Κατά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 μ.Χ., για να μην καταστραφεί η Εικόνα από τους άθεους, μεταφέρθηκε από τη Μόσχα στην Αγία Πετρούπολη και κατόπιν μέσω Εσθονίας έφθασε στην Κοπεγχάγη (1919 μ.Χ.) και παραδόθηκε, ως αυτοκρατορικός θησαυρός, στη μητέρα της τσαρίνας Μαρία Φιοντόροβνα, η οποία το 1928 μ.Χ. την παρέδωσε για να μεταφερθεί στο Βελιγράδι ή κατ’ άλλους στη Μονή Παντελεήμονος του Αγίου Όρους. Η Εικόνα, με ενδιάμεσο σταθμό τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία του Βερολίνου, έφθασε στο Βελιγράδι και παραδόθηκε στην βασιλική οικογένεια των Καρατζώρτζεβιτς. 

Στον Ναό των ανακτόρων του Βελιγραδίου παρέμεινε μέχρι την 6η Απριλίου 1941 μ.Χ., όταν, λόγω των βομβαρδισμών του Βελιγραδίου από τα Γερμανικά στρατεύματα, μεταφέρθηκε για ασφάλεια στην Μονή του Οστρόγου, απ’ όπου την πήρε η Κυβέρνηση του Μαυροβουνίου και την τοποθέτησε στο Εθνικό Θησαυροφυλάκιο (1952 μ.Χ.). Το 1978 μ.Χ. παραδόθηκε στο Εθνικό Μουσείο του Μαυροβουνίου, όπου και βρίσκεται, εντός ειδικά διαμορφωθέντος παρεκκλησίου.

Αντίγραφο της Εικόνας, το οποίο φιλοτεχνήθηκε από τον Μοναχό Λάζαρο, ύστερα από αίτημα του Μητροπολίτη Ρόδου Κυρίλλου, μεταφέρθηκε στη Ρόδο από τον Μητροπολίτη Μαυροβουνίου και Παραθαλασσίας Αμφιλόχιο και τοποθετήθηκε στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Φιλερήμου την 24 Σεπτεμβρίου του έτους 2008 μ.Χ.

Σήμερα ο ναός της Ιεράς Μονής Φιλερήμου λειτουργεί κάθε Κυριακή και εορτάζει της Ζωοδόχου Πηγής.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
῾Ως ἀπόρθητον τεῖχος, καὶ ἀκρόπολιν ἄσειστον, Ῥόδος ἡ περίφημος νῆσος, τὸν Ναόν σου ἐκτήσατο, ἐν ᾧ ὥσπερ ἐν θρόνῳ ὑψηλῷ, ἐνίδρυται ἡ θεία σου Εἰκών, ἀναβλύζουσα τῆς χάριτος μυστικῶς, τὰ ῥεῖθρα τοῖς ἐκβοῶσι· Δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις σου, δόξα Μῆτερ Φιλέρημε τῇ σῇ, πλουσίᾳ χρηστότητι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν θείαν Εἰκόνα σου, ὡς θησαυρὸν τιμαλφῆ, τοῦ πλούτου Φιλέρημε, τῆς μητρικῆς σου στοργῆς, τιμῶμεν οἱ δοῦλοί σου· βρύεις γὰρ ἀενάως, ἐξ αὐτῆς πᾶσι χάριν, τοῖς προσιοῦσι πόθῳ, καὶ πιστῶς ἐκβοῶσι· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῆς Φιλερήμου τῷ Ναῷ ἐν πίστει δράμωμεν, καὶ τὴν Εἰκόνα εὐλαβῶς αὐτῆς τιμήσωμεν εὐφραινόμενοι τῷ πνεύματι ἑορτίως· ὡς πηγὴ γὰρ ζωηφόρος βρύει πάντοτε, οἰκτιρμῶν τῆς Θεομήτορος τὰ νάματα, τοῖς κραυγάζουσι· Χαῖρε Ῥόδου τὸ καύχημα.

Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτηρ.
Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν
Εἰκόνι τῇ σεπτῇ, τῆς Ἁγνῆς Φιλερήμου, προσπέσωμεν πιστοί, ἐν θερμῇ κατανύξει, καρδίας ὑποκλίνοντες, καὶ τοῦ σώματος γόνατα, καὶ βοήσωμεν· Θεοχαρίτωτε Κόρη, σκέπε πάντοτε, ἐκ πειρασμῶν πολυτρόπων, τοὺς σὲ μακαρίζοντας.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν
Τὸ ἀντίτυπον τῆς σῆς, θείας Εἰκόνος Ἀγαθή, τῶν Ῥοδίων ὁ λαός, ὥσπερ ταμεῖον ἀληθῶς, τῶν δωρεῶν κεκτημένος τῆς χάριτός σου, ᾄδει σοι ᾠδήν, χαριστήριον, καὶ τὸν ἀσπασμόν, ἀναφέρει σοι, τοῦ Γαβριὴλ Φιλέρημε Παρθένε, μετ᾿ εὐφροσύνης κραυγάζων σοι· Χαῖρε Μαρία, Εὐλογημένη, σωτηρία τοῦ κόσμου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Η῾ Ῥόδος ἀγάλλεται, Μῆτερ Ἁγνὴ πανδημεί, τιμῶσα τὸ τύπωμα, τῆς θεαυγοῦς σου Μορφῆς, Φιλέρημε σήμερον. Ὅθεν αὐτὴν ὡς πλοῦτον, οἰκτιρμῶν κεκτημένη, ῥύου ταῖς μητρικαῖς σου, πρὸς Χριστὸν ἱκεσίαις, κινδύνων πολυτρόπων ἀεί, καὶ πάσης κακώσεως.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Η῾ Ῥοδόνησος ἀεί, χαίρει Παρθένε ἐπὶ σοί, ὥσπερ θεῖον θησαυρόν, τῶν μητρικῶν σου οἰκτιρμῶν, τῆς σῆς Εἰκόνος τὸ Ἔκτυπον κεκτημένη, καὶ ἐν τῷ Ναῷ, τῷ ἁγίῳ σου, σπεύδουσα πιστῶς, μακαρίζει σε, χαῖρε βοῶσα Ἄχραντε Μαρία, Εὐλογημένη Φιλέρημε· μὴ οὖν ἀπώσῃ, τῶν οἰκετῶν σου, τὰς ἐκ πόθου δεήσεις.

Ὁ Οἶκος
Τάγματα τῶν Ἀγγέλων, ἐν ὑψίστοις ὑμνοῦσι, τὴν δόξαν σου Φιλέρημε Μῆτερ· ἡμεῖς δὲ οἱ ἐν Ῥόδῳ πιστοί, τῇ εὐαγεῖ σου Εἰκόνι προστρέχοντες, εὐνοίας σου λαμβάνομεν, τὰς δωρεὰς ἀναβοῶντες·

Χαῖρε, τοῦ κόσμου ἡ σωτηρία·
χαῖρε, ἀνθρώπων ἡ προστασία.

Χαῖρε, παρθενίας εὐῶδες κειμήλιον·
χαῖρε, σωφροσύνης ὡραῖον παλάτιον.

Χαῖρε, ὅτι ἐσωμάτωσας τὸν φιλάνθρωπον Θεόν·
χαῖρε, ὅτι ἐθανάτωσας τὸν ἀρχέκακον ἐχθρόν.

Χαῖρε, τοῦ Φιλερήμου ἄνασσα πανολβία·
χαῖρε, Δωδεκανήσου θαυμαστὴ θυμηδία.

Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἰάσεις λαμβάνομεν·
χαῖρε, δι᾿ ἧς κινδύνων σῳζόμεθα.

Χαῖρε, πηγὴ ζωηφόρος θαυμάτων·
χαῖρε, ἀκτὶς φωτοφόρος χαρίτων.

Χαῖρε, Ρόδου τὸ καύχημα.

Μεγαλυνάριον
Βρύει τῶν θαυμάτων τοὺς ποταμούς, Φιλέρημε Κόρη, ἡ Εἰκών σου ἡ εὐαγής, πληροῦσα ἀῤῥήτου, χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, τοὺς κατασπαζομένους, αὐτὴν ἐκ πίστεως.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίρει ἡ Ῥοδόνησος ἐπὶ σοί, Φιλέρημε Μῆτερ, ὥσπερ χάριτος θησαυρόν, πλουτοῦσα ἐν κόλποις, τὴν θείαν σου Εἰκόνα, ἣν σκέπε ἐκ παντοίων, δεινῶν καὶ θλίψεων.

Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Εὐφραίνου καὶ ἀγάλλου, ἡ περίφημος Ῥόδος, καὶ τὰς πέριξ νήσους συγκάλεσον, πρὸς ἑόρτιον πανήγυριν, τῆς Κεχαριτωμένης Φιλερήμου· ἰδοὺ γὰρ σήμερον ἡ Θεόνυμφος, τὴν τιμιωτάτην Εἰκόνα αὐτῆς, ὡς σκεῦος μυστικοῦ ἁγιασμοῦ, διὰ πολλὴν εὐσπλαγχνίαν προβάλλεται, καὶ παρέχει δαψιλῶς, τῆς εὐλογίας πᾶσι τὰ δωρήματα. Δεῦτε οὖν πνευματικῶς, αὐτὴν ἀσπασώμεθα, ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος βοῶντες· Θεοτόκε Πανύμνητε, τῆς βοηθείας σου δίδου τὴν ἰσχύν, τῷ λαῷ σου ὡς φιλάγαθος.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Πνευματικὴ πανήγυρις σήμερον, εὐφροσύνης πρόξενος ἡμῖν, ὦ ἀδελφοὶ ἐπεδήμησε. Δεῦτε οὖν δαυϊτικῶς, εἰς οἶκον Κυρίου πορευσώμεθα, καὶ τῇ Εἰκόνι τῆς Ἁγνῆς Θεοτόκου, ἐν κατανύξει προσπέσωμεν· ὡς χρυσέα γὰρ μανναδόχος στάμνος, τὸ μάννα τῆς χάριτος παρέχει ἀεί, τοῖς εὐσεβῶς ἀναβοῶσι· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, Φιλέρημε Κυρία Θεονύμφευτε, τῆς Ῥόδου τὸ καύχημα, καὶ Ὀρθοδόξων τὸ κραταίωμα· μετὰ σοῦ ὁ Κύριος, ὁ διὰ σοῦ δωρούμενος ἡμῖν, τὸ μέγα καὶ πλούσιον ἔλεος.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β΄.
Δεῦτε σήμερον οἱ πιστοί, τῆς Φιλερήμου τὴν ἑόρτιον Σύναξιν, ἐν κατανύξει ἑορτάσωμεν, καὶ τὴν ὑπέρτιμον Εἰκόνα αὐτῆς, ἐν εὐλαβείᾳ τιμήσωμεν· τῶν ἰαμάτων γὰρ ἡμῖν, πηγὴ ἀστείρευτος δείκνυται, νόσους θεραπεύουσα, θλίψεις διασκεδάζουσα, δαίμονας ἀποδιώκουσα, καὶ τὰς δεήσεις πάντων ἐκπληροῦσα, τῶν ἐπ᾿ αὐτῇ πεποιθότων, καὶ ἐκ καρδίας βοώντων·

Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ἡ τῆς Ῥόδου ἀπόρθητος ἀκρόπολις, προστασία καὶ σκέπη, καὶ θεῖον καταφύγιον.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος πλ. δ΄.
᾿Εν εὐσήμῳ ἡμέρᾳ ἑορτῆς ἡμῶν σαλπίσωμεν, πνευματικῇ κιθάρᾳ, τῶν Ῥοδίων τὸ θεόλεκτον ποίμνιον· ἡ γὰρ Πανάχραντος Θεοτόκος, ηὐδόκησε τὴν νῆσον ἡμῶν, ὡς πολυτίμητον δῶρον, τὸ ἀντίτυπον τῆς Εἰκόνος αὐτῆς, ὡς εὔσπλαγχνος ἡμῖν δωρησάμενη. Ὅθεν βοήσωμεν αὐτῇ, σὺν τῷ Ἀρχαγγέλῳ Γαβριήλ, ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, Κυρία Φιλέρημε Θεόνυμφε, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου, ὅτι Σωτῆρα ἔτεκες τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Σύναξη της Παναγίας της Κεφαλαριώτισσας στην Αργολίδα


Ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Κεφαλαριώτισσας (Ζωοδόχου Πηγής) βρίσκεται στο χωριό Κεφαλάρι της Αργολίδας. Χτίστηκε κατά την παράδοση μετά το 1634 μ.Χ., όπου πιθανολογείται και η εύρεση της εικόνας της Παναγίας. Βρίσκεται ακριβώς πάνω από τις πηγές του Ερασίνου ποταμού, ο οποίος πηγάζει από τα έγκατα του όρους Χάον και στου οποίου στην κρημνώδη πλαγιά είναι κτισμένη η εκκλησία, ενώ δίπλα στην είσοδο της βρίσκονται δύο στόμια μιας μεγάλης σπηλιάς.

Δυστυχώς, ο αρχαιότατος και ιστορικός αυτός ναός κατεστράφη στις 18 Μαΐου 1918 μ.Χ. από μια τρομακτική έκρηξη πυρομαχικών που φυλάσσονταν σε στρατιωτικές αποθήκες οι οποίες βρίσκονταν κοντά στο Ναό. Από την τρομερή αυτή έκρηξη ο ναός έγινε σωρός καπνιζόντων ερειπίων και μόνο η Αγία Τράπεζα και η Χάρις Της έμειναν όρθιες. Ο σημερινός ναός ξανακτίσθηκε και εγκαινιάσθηκε το 1928 μ.Χ. στη θέση του κατεστραμμένου ναού από τους Αργείους και ιδιαίτερα με δαπάνες του Παναργειακού Συλλόγου «Ο Δαναός» που βρίσκεται στην Ατλάντα της Αμερικής.

Ἀπολυτίκιον
Ύδωρ το ζωήρρητον της πηγής, μάννα το προχέον, τον αθάνατον δροσισμόν, το νέκταρ το θείον, την ξένην αμβροσίαν, το μέλι το εκ πέτρας, πίστει τιμήσωμεν.

Σύναξη της Παναγίας της Τρυπητής στο Αίγιο




Aπό τα ωραιότερα και πρωτότυπα θρησκευτικά μνημεία της Ελλάδος είναι το Ιστορικό Προσκύνημα «Ζωοδόχος Πηγή» γνωστό σαν «Παναγία η Τρυπητή» του Αιγίου. Ευρίσκεται στην παραλία Αιγίου, κτισμένο σε απόκρυμνο βράχο ύψους 30μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, μέσα σε Σπήλαιο (τρύπα).

Όποιος επισκέπτεται για πρώτη φορά το προσκύνημα εντυπωσιάζεται από την ομορφιά του τοπίου: υψίκορμα κυπαρίσσια και σκιερά πεύκα δίνουν μία ξεχωριστή και υποβλητική μεγαλοπρέπεια. Μία κλίμακα με 150 σκαλοπάτια ενώνει το Ιερό Προσκύνημα με το δημόσιο δρόμο. Υπάρχει όμως και μία δεύτερη οδός από τον Κυπαρισσώνα. Μόλις ο επισκέπτης, πλησιάσει τα κράσπεδα του Ναού, παρατηρεί εντός του βράχου ένα μικρό σπήλαιο μήκους 3 μέτρων, πλάτους 2 μέτρων και ύψους πάλι 2 μέτρων. 

Το άνοιγμα είναι κτισμένο με πέτρες και έχει μία μικρή πόρτα και παράθυρο. Κατά την παράδοση εκεί ήταν το ασκητήριο του Καπετάνιου - Ναυαγού που βρήκε την εικόνα. Αν όμως ο θαυμασμός του προσκυνητή είναι μεγάλος από την ομορφιά του περιβάλλοντος χώρου, πολύ περισσότερο εντυπωσιάζεται και μένει έκθαμβος, όταν εισέρχεται στον Ιερό Ναό. Στη μαρμαρένια μετώπη του Ναού είναι χαραγμένο το παράγγελμα : «ΜΕΤΑ ΦΟΒΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ ΠΡΟΣΕΛΘΕΤΕ», για να υπενθυμίζει στους προσκυνητάς την ιερότητα του χώρου και την υποχρέωση τους να πλησιάζουν την θαυματουργό εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής με φόβο Θεού, πίστη και αγάπη στις καρδιές τους.

Στον πρόναο υπάρχει το Αγίασμα. Καλλιτεχνική μαρμάρινη κρήνη με σταυροειδές σχήμα. Από το στόμα τριών λαξευμένων Αγγέλων τρέχει συνέχεια το αγίασμα που χύνεται σε μαρμάρινη λεκάνη. Στην Κρήνη είναι χαραγμένη η γνωστή καρκινική επιγραφή (διαβάζεται και αντίστροφα) «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΝΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑ ΝΟΨΙΝ» δηλαδή καθάρισε πρώτα τα ανομήματά σου ειλικρινά με μετάνοια, και όχι την όψη σου επιφανειακά. Στην συνέχεια ο προσκυνητής ανερχεται στον κυρίως Ναόν - η ψυχή κατανύγεται από το υποβλητικό σύνολο του διακόσμου. Δεξιά στο σπήλαιο υπάρχει η εικόνα της Παναγίας με το γλυκύ πρόσωπο και τους δύο ζωηρούς και γεμάτους συμπάθεια οφθαλμούς, που σαγηνεύουν τον προσκυνητή, με το αριστερό της χέρι κρατεί το παιδίον Ιησού, το οποίο με το δεξί ευλογεί και εις το αριστερό κρατεί ειλιτάριο.

Σύμφωνα με την ευλαβή παράδοση - που στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αξιόπιστη - στα μέσα του ΙΣΤ αιώνα δηλαδή περί το 1550 μ.Χ., κάποιος ναυαγός του Κορινθιακού Κόλπου, διακρίνει - μέσα στη νύκτα - ένα φως παρηγοριάς, σημάδι πως βρίσκεται κοντά σε στεριά. Γεμίζει θάρρος και ελπίδα. Επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις για να φθάσει εκεί που λαμπυρίζει το φως. Το πλησιάζει και διαπιστώνει με πολλή έκπληξη, πως βρίσκεται μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, όπου φεγγοβολάει oλόκληρη και φωτίζει ολόγυρα.

Είναι η Χαριτόβρυτη εικόνα της Παναγίας κρυμμένη μέσα στο βραχώδες τούτο σπήλαιο, άγνωστο από πότε. Έτσι ανακαλύφθηκε η εικόνα της «Παναγίας της Τρυπητής». Ο ναυαγός με ευλάβεια και συγκίνηση γονατίζει και την προσκυνά. Την άλλη μέρα ειδοποίησε τις Αρχές της πόλης του Αιγίου. Κλήρος, λαός, άρχοντες ήλθαν, προσκύνησαν κάνοντας και Δοξολόγια.

Ο Ευρετής της εικόνας γίνεται ο πρώτος ασκητής και υπηρέτης της Παναγίας. Στη συνέχεια αρχίζει η μέριμνα για ανοικοδόμηση Ναού. Αρχικά αποφασίστηκε να γίνει ανατολικότερα του μέρους που βρέθηκε η Ιερά Εικόνα, επειδή το μέρος ήταν βράχος. Το βράδυ της πρώτης ημέρας που άρχισαν οι εργασίες οικοδομής, στο βράχο που είχε ευρεθεί η Εικόνα έγινε μία έκρηξη -κατά τρόπο θαυμαστό- και ο χώρος αναμορφώθηκε για μικρό ναό. Έτσι οι κάτοικοι θεώρησαν ότι η Παναγία «έφτιαξε το σπίτι της» και ο Ναός κτίστηκε μεγαλόπρεπα στη θέση που βρίσκεται σήμερα. 

Το κυρίως Σπήλαιο μπροστά στο οποίο ανηγέρθηκε ο Ναός έχει μήκος 11μ., πλάτος 7 μ. και ύψος 4 μ. Για να γίνει η Αγία Τράπεζα στη θέση που βρέθηκε η Ιερά Εικόνα, το Ιερό Βλημα είναι στραμμένο νοτιοανατολικά και όχι ανατολικά που επιβάλλει η Ορθόξη Παράδοση. Με την πάροδο του χρόνου το πρώτο ασκηταριό εξελίσσεται σε λαμπρή Μονή. Ο Ναός πήρε τη σημερινή του μορφή τον 19ο μ.Χ. αιώνα. Η μνημειακή, αναγεννησιακού τύπου, εξωτερική μαρμάρινη σκάλα, η οποία ενώνει τον παραλιακό δρόμο με τον Ναό, κατασκευάστηκε το έτος 1870 μ.Χ. με σχέδιο του μηχανικού Άγγελου Κορυζή.

Με Βασιλικό Διάταγμα της 8ης Μαϊου 1933 μ.Χ. η εορτή της Παναγίας της Τρυπητής καθιερώνεται σαν επίσημη Θρησκευτική Εορτή του Αιγίου. Την Παρασκευή της Διακαινησίμου τελείται η λιτάνευση της Ιερά Εικόνας με κάθε επισημότητα. Τέλος με την υπ' αριθ. 10/16-5-1970 κανονισμό της Ιερά Συνόδου της Ελλάδος αναγνωρίζεται σαν «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΙΕΡΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ» και χαρακτηρίζεται Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.

Με την ανακήρυξη της Παναγίας της Τρυπητής σε Πανελλήνιο Ιερό Προσκύνημα, επισημοποιήθηκε η ευλάβεια των πολυάριθμων ευσεβών Χριστιανών που αθρόα συρρέουν για προσκύνημα. Τα πολλά και εξαίσια Θαύματα της Παναγίας με την πάροδο του χρόνου αναδεικνύουν τον Ιερό τούτο τόπο σε μεγάλο πνευματικό κέντρο Πανελληνίου ακτινοβολίας.

Είναι πολύ συγκινητικό, - την Παρασκευή της Διακαινησίμου, - να βλέπεις χιλιάδες Χριστιανούς από όλη την Ελλάδα - κάθε ηλικίας - να ανεβαίνουν τη μεγάλη σκάλα (150 σκαλοπάτια), αρκετοί γονατιστοί, χωρίς υποδήματα, με δάκρυα στα μάτια και ευγνωμοσύνη στην καρδιά, προκειμένου να εκπληρώσουν το «Τάμα» τους στην Παναγία που τους άκουσε, και δέχθηκε την ικεσία τους και τους απάλλαξε από κάποια ανάγκη ή αρρώστια.

Πολλά είναι τα θαύματα της Παναγίας που έγιναν γνωστά από ομολογίες, επιστολές πιστών καθώς και δημοσιεύσεις σε ημερήσιο τύπο. Πιστό αντίγραφο της Ιερά Εικόνας εξεδόθηκε κατά το έτος 1991 μ.Χ. και διατίθεται σ' όσους πιστούς επιθυμούν.

Σύναξη της Παναγίας στους Αμπελόκηπους (Ταμπάκικα) Λαρίσης



Ως το τέλος της Τουρκοκρατίας οι κάτοικοι της συνοικίας Ταμπάκικα εκκλησιάζονταν στον γειτονικό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αχιλλίου. Το 1877 μ.Χ. οικοδομήθηκε σε κεντρικό σημείο της συνοικίας ένα παρεκκλήσι της Παναγίας Φανερωμένης όπου υπήρχε και κοιμητήριο.

Μετά από λίγο καιρό και την ίδια χρονιά, εμφανίστηκε μία μοναχή ονόματι Θεοφανία, αποφασισμένη να εργασθεί αμισθί στο παρεκκλήσιο και τα μνήματα του μικρού κοιμητηρίου. Η Θεοφανία θεώρησε ως άσκηση να ατενίζει καθημερινά τους τάφους έχοντας στον νου της τον Σοφό Σειράχ «Μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου καὶ εἰς τὸν αἰώνα ἀμαρτήσεται». Η Θεοφανία εγκαταστάθηκε πλησίον του μικρού ναΐσκου σε ένα μικρό κελάκι όπου έκανε και τον μοναχικό της κανόνα.

Ο παντογνώστης Κύριος βλέποντας τα βάθη της ψυχής της αποκαλύπτει με όνειρα ότι στο σημείο που υπάρχει το μαγγανοπήγαδο και στο βάθος του βρίσκεται εικόνα της Θεομήτορος από πολλά χρόνια.

Η μοναχή Θεοφανία ξαναβλέπει σε όνειρο, αυτή τη φορά την Υπεραγία Θεοτόκο, ως γυναίκα απαστράπτουσα, να την οδηγεί στο μαγγανοπήγαδο και να της δείχνει ότι στο βυθό του από όπου αναβλύζει το νερό βρίσκεται η εικόνα της, και της ζητάει να εξέλθει από εκεί.

Γνωστοποιούνται τα όνειρα στον νεωκόρο και στην συνέχεια στον τότε ιερέα του Ναΐσκου και τελικά στον Επίσκοπο Λαρίσης Νεόφυτο, ο οποίος και καλεί την μοναχή στην επισκοπή για να μιλήσουν. Η μοναχή Θεοφανία με δάκρυα στα μάτια διηγήθηκε στον Επίσκοπο τα όνειρά της και εκείνος δίνει εντολή στους ιερείς ανεύρεσης συνεργείου για να αντλήσει το νερό του πηγαδιού.

Με εγκύκλιο γνωστοποιεί το γεγονός στους ιερείς της Μητροπόλεως Λαρίσης και τον πιστό λαό και τους καλεί να παραστούν όλοι στην τελετή.

Έτσι και έγινε. Μία μέρα σχηματίζεται πομπή γύρω από το πηγάδι με τους ιερείς ενδεδυμένους τα ιερά τους άμφια, τον Επίσκοπο επικεφαλής, παρουσία των αρχών και πλήθους κόσμου και αφού προηγήθηκε παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο, αρχίζει η άντληση του νερού οπότε στο βυθό εμφανίζεται η εικόνα λασπωμένη.

Μεγάλη η συγκίνηση και η χαρά όλων και αμέσως αρχίζει πανηγυρικά να ηχεί η καμπάνα του μικρού ξύλινου κωδωνοστασίου του Ναΐσκου.

Ο Μητροπολίτης Νεόφυτος παίρνει στα χέρια του την ιερά εικόνα την καθαρίζει από τις λάσπες και σχηματίζεται πομπή προς τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αχιλλίου όπου εναποτίθεται προς προσκύνηση για σαράντα ημέρες. Την εικόνα αυτή η οποία απεικονίζει την Υπεραγία Θεοτόκο και τον Κύριο (Ρόδον το Αμάραντον) την ονομάζει ο Επίσκοπος, Ζωοδόχο Πηγή, και δίνει εντολή να φιλοξενηθεί στον Μητροπολιτικό Ναό μέχρι ανεγέρσεως Ιερού Ναού. Αργότερα δε φιλοτεχνείτε ένα ασημένιο «πουκάμισο» το οποίο και τοποθετήθηκε επάνω και αναγράφει «ΖΩΟΔΟΧΟΣ ΠΗΓΗ».

Η εικόνα αυτή βρίσκεται μέχρι και σήμερα στον Ιερό Ναό της και από τις 2 Μαΐου 2008 μ.Χ., με την παραίνεση και ευλογία του Ποιμενάρχου της Λάρισας κ. Ιγνατίου και τις φιλότιμες προσπάθειες του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου σε έναν καλαίσθητο και επιβλητικό θρόνο, χαρίζοντας, χάρη, ευλογία, παρηγοριά αλλά και αναρίθμητα θαύματα σε κάθε πιστό άνθρωπο.

Μετά την κατάρτιση ερανικής επιτροπής ανεγέρσεως Ιερού Ναού, με εγκύκλιό του ο Μητροπολίτης Νεόφυτος διορίζει τον ιερέα παπά Δημήτρη Σακελλαρίου για την διενέργεια εράνου σε όλη την Θεσσαλική, ελεύθερη πλέον γη. Έτσι χτίζεται ο πρώτος ναός Βασιλικού ρυθμού, ο οποίος και διατηρήθηκε μέχρι και το 1990 μ.Χ. Με ενέργειες του τότε προϊσταμένου π. Νικολάου Μαυρογιάννη την 1η Ιουνίου 1990 μ.Χ. κατεδαφίζεται ο ναός και λίγο αργότερα στις 28 Ιουνίου 1990 μ.Χ. τελείται ο Αγιασμός των θεμελίων από τον τότε Μητροπολίτη Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Δημήτριο τον Δ΄.

Ο υπόγειος Ναός αποπερατώνεται σε διάστημα μόλις 8 μηνών και γίνονται τα θυρανοίξια την Κυριακή των Βαΐων στις 31 Μαρτίου 1991 μ.Χ. Οι εργασίες του επάνω Ναού ξεκινούν στις 29 Οκτωβρίου 1992 μ.Χ. και τα θυρανοίξιά του γίνονται την 1η Αυγούστου 2001 μ.Χ.

Ο νέος Ιερός Ναός είναι ένα μεγαλοπρεπές κομψοτέχνημα, 850 τμ.(επάνω ναός) και 950 τμ.(κάτω ναός) 38 μ. ύψους, Σταυροειδής μετά τρούλου, με δύο κωδωνοστάσια και άλλους τέσσερις μικρότερους τρούλους, εγκαινιάσθηκε από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιγνάτιο στις 2 Μαΐου 1997 μ.Χ. ο υπόγειος, και το Σάββατο του Ακαθίστου 20 Απριλίου 2002 μ.Χ. ο επάνω.

Μέχρι και σήμερα τα διάφορα έργα που χρειάζεται ένας ναός, όπως η Αγιογραφία, προχωράνε με φανταστικούς ρυθμούς χάρη στις άοκνες προσπάθειες των συμβουλίων του ναού αλλά και στην αγάπη του πιστού λαού της πόλης της Λάρισας και όχι μόνο. π. 

Κωνσταντίνος Δεληχρήστος
Προϊστάμενος του Ιερού Ναού

Σύναξη της Παναγίας της Κλειβωκάς στην Αρκαδία



Η Μονή της Παναγίας της Κλειβωκάς ή αλλιώς Παναγία η Ζωναρίτισσα, βρίσκεται κοντά στα χωριά Κοντοβάζαινα και Δήμητρα στην επαρχία Γορτυνίας, στον Νομό Αρκαδίας. Το μοναστήρι είναι χτισμένο στην είσοδο σπηλιάς, η οποία λόγω βάθους και στενής διαμέτρου από ένα σημείο και μετά είναι ανεξερεύνητη.

Η τραχιά φυσιογνωμία του τοπίου και το δύσβατο και απροσπέλαστο σχεδόν του εδάφους έχει τροφοδοτήσει πολλούς θρύλους και παραδόσεις σχετικά με την εύρεση της εικόνας της Θεομήτορος και την κτίση του μοναστηριού.

Κατά μια παράδοση, η εικόνα της Παναγίας, που λέγεται ότι είναι μια από τις έντεκα του Απόστολου Λουκά, ήταν στο σημείο όπου σήμερα είναι το εκκλησάκι της Αγίας Άννας στην Κάτω Κλειβωκά, στη θέση Μπέλκος, όπου στην προχριστιανική περίοδο λατρευόταν η θεά Αλουσία Δήμητρα. Στο σημείο αυτό υπήρξε μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων Καλαβρύτων. Το μοναστήρι αυτό διαλύθηκε και ο ναός κατεστράφη επί τουρκοκρατίας και πιθανότατα κατά την απόβαση του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο κατά τα έτη 1825 - 1828 μ.Χ.

Για την τύχη της θαυματουργής εικόνας δεν υπάρχει κανένα επίσημο στοιχείο. Κατά μίαν άποψη, οι Χριστιανοί, οι οποίοι ήξεραν καλά τα κατατόπια και τις ασφαλείς κρυψώνες, μετέφεραν την εικόνα στη σπηλιά, όπου την έκρυψαν, και από το δύσβατο και μυστικό μονοπάτι πήγαιναν και προσεύχονταν. Κατά άλλη άποψη-παράδοση και θρύλο, λέγεται ότι η εικόνα ευρέθη μετά από σχετικό όνειρο από χωρικό, που καταγόταν από το διπλανό χωριό Δήμητρα Αρκαδίας.

Το εκκλησάκι κατασκευάστηκε στο τέλος της περασμένης εκατονταετίας από τον Κοντοβαζαινίτη Σοφιανόπουλο, εγκαταστημένο στο Κάιρο της Αιγύπτου. Το κλιμακοστάσιο κατασκευάστηκε δέκα χρόνια αργότερα με δαπάνη του ιδίου. Από την κτίση του και μετά, το μοναστήρι λειτούργησε σαν γυναικεία μονή. Τη μεγαλύτερη ακμή του γνώρισε επί ηγουμενίας της Μοναχής Μακαρίας Καρρά. Σήμερα (2010 μ.Χ.), στο μοναστήρι διακονεί μία μόνο μοναχή, η Χριστοδούλη, η οποία βρίσκεται εκεί από το 1953 μ.Χ.

Γιορτάζει την Παρασκευή του Πάσχα, της Ζωοδόχου Πηγής. Στα παλαιότερα χρόνια η γιορτή συνδυαζόταν με λαμπρά πανήγυρη στα Φραγκάλωνα και θεωρείτο ένα από τα μεγαλύτερα θρησκευτικά και κοσμικά γεγονότα όλων των γύρω χωριών.

Δυστυχώς, αυτό το έθιμο εξέλειψε και περιορίστηκε μόνο σε προσκύνημα στη χάρη της. Τελευταία καθιερώθηκε άλλη μια γιορτή στις 23 Αυγούστου, στα εννιάμερα της Παναγίας, με μια προσπάθεια αναβίωσης του παλιότερου εθίμου.

Σύναξη της Παναγίας της Σπηλαιώτισσας στα Άγραφα της Πίνδου


Στην πανέμορφη οροσειρά των Αγράφων της Πίνδου, κοντά στο χωριό Κουμπουριανά, μέσα σε δύσβατο τόπο, διακρίνουμε την Ι. Μονή Παναγίας Σπηλαιωτίσσης, αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή.

Είναι κτισμένη επάνω στην προεξοχή ενός βράχου, κάτω από τον οποίο υπάρχει το σπήλαιο ευρέσεως της θαυματουργού εικόνος της Παναγίας, στο οποίο οφείλει και την επωνυμία της.

Στη θέα του απότομου γκρεμού που υπάρχει γύρω της, ο επισκέπτης νιώθει δέος και ίλιγγο. Στο βάθος του γκρεμού διέρχεται παραπόταμος του Αχελώου, ενώ στα ανατολικά της Μονής υπάρχουν απότομοι και απροσπέλαστοι βράχοι.

Η Μονή περιβάλλεται από οχυρωματικό τείχος. Εντός αυτού σώζεται το Καθολικό, ο μεγαλοπρεπής Ναός της Ζωοδόχου Πηγής, Βυζαντινού ρυθμού, καθώς και μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Σε επιγραφή που συναντάμε έξω από το Καθολικό διαβάζουμε τα εξής: «Ανοικοδομήθη ο θείος και Ιερός Ναός της Ζωοδόχου Πηγής επί έτους ΑΨΛς (1736) μηνί Απριλίω δια συνδρομής Παρθενίου ιερομονάχου και Παπα-Ιωνά και Παπαγαβριήλ και Παπαανανία». Η ανέγερση του παρεκκλησίου χρονολογείται τον 16ο αιώνα μ.Χ., ενώ η τοιχογράφησή του τον 17ο αιώνα μ.Χ.

Το επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο του Καθολικού φιλοτεχνήθηκε από τους τεχνίτες Γεώργιο και Ιωάννη επί Ηγουμένου Γαβριήλ Ιερομονάχου το 1779 μ.Χ., όπως μας πληροφορεί σχετική επιγραφή, και αγιογραφήθηκε από τον αγιογράφο Θεόδωρο από τη Μεγαλοβλαχία το 1737 μ.Χ., όπως αναγράφεται κάτω στη δεσποτική εικόνα του Χριστού.

Η Μονή Σπηλιάς συνέβαλε σημαντικά στην Επανάσταση του 1821 μ.Χ.. Εκεί ο Γεώργιος Καραϊσκάκης διοργάνωνε συχνά πολεμικές συσκέψεις και συμβούλια λόγω της θέσης της.

Επίσης, κατά την επανάσταση των Αγράφων, την οποία υπεκίνησε η Ελληνική Κυβέρνηση για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, υπήρξε στραταρχείο. Εκεί το 1837 μ.Χ. εγκαταστάθηκε η Επαναστατική Κυβέρνηση υπό τον Αλεξανδρή, ενώ επάνω από τη Μονή σώζονται μέχρι σήμερα τα οχυρώματα.

Η Μονή πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και την Παρασκευή της Διακαινισήμου εβδομάδος, της Ζωοδόχου Πηγής, ενώ καθ’όλη τη διάρκεια του έτους και ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, προσέρχεται πλήθος προσκυνητών από όλη την Ελλάδα για να ασπασθεί την περίπυστη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας Οδηγητρίας, η οποία κατά παράδοση είναι έργο του Ευαγγελιστού Λουκά.


Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. ἀ’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Την αγίαν εικόνα της θεομήτορος υπό Λουκά ποιηθήσα εν τοις αρχαίοις καιροίς. Σπηλαιώτισσα την θείαν προσκηνήσωμεν ότι Αγράφων ή χαρά, Αργιθέας τε φρουρός εδείχθη ημίν και δόξα και εισακούει ταχέως δεήσεις πάντων των τιμώντων αυτήν.

Μεγαλυνάριον
Ἔχει τήν Εἰκόνα Σου τήν σεπτήν, Ἄχραντε Παρθένε, ὡς θεόσδοτον θησαυρόν, πᾶσα Ἀργιθέα καί ἐν αὐτῆ καυχᾶται, ὑμνοῦσά Σου τά θαύματα, Σπηλαιώτισσα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πάθη θεραπεύονται χαλεπά, χάριτι Παρθένε, τῆς Εἰκόνος Σου τῆς σεπτῆς. Ὅθεν ἀεί δίδου, κἀμοί τῶ Σῶ ἱκέτῃ, βοήθειαν ἐν πᾶσιν, ὦ Σπηλαιώτισσα.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἔλυσας στειρώσεως τά δεσμά τῶν προσελθουςῶν Σοι, Σπηλαιώτισσα, εὐλαβῶς, γυναικῶν ἐν πίστει. Διόπερ κἀμοῦ λῦσον τήν στεόρωσιν, Παρθένε, ψυχῆς καί σῶσον με.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαῖρε Ἀειπάρθενε Μαριάμ, ὅτι ὑπερλόγως, Σήν εἰκόνα τήν τοῦ Λουκᾶ, ἔστησας σπηλαίῳ, δεικνύουσα κατ’ ὄναρ, δυάδι τῶν κτιτόρων, τόπον τεμένους Σου.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαῖρε τῶν θαυμάτων ὁ θησαυρός καί τῆς Ἀργιθέας ἡ προστάτις καί ἡ φρουρός. Χαῖρε τῶν Ἀγράφων καί πάσης Θετταλίας, ἀντίληψις ταχεῖα, ἐν περιστάσεσι.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίρει τοῦ Σπηλαίου λαμπρά Μονή, ἔχουσα ὡς πλοῦτον τήν εἰκόνα Σου τήν σεπτήν. Χαίρει καί ἡ θεία Μητρόπολις Καρδίτσης, τήν χάριν δεχομένη Σῆς παρακλήσεως.

Σύναξη της Παναγίας της Λαοδηγητρίας στην Θεσσαλονίκη


Η εκκλησία της Παναγίας Λαοδηγήτριας, γνωστή και ως Λαγουδιανή ή του Λαγουδιάτου, είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο Ζωοδόχο Πηγή και βρίσκεται στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, στη συμβολή των οδών Ολυμπιάδος και Ιουλιανού. Ο ναός ανακατασκευάστηκε εκ βάθρων και ανακαινίστηκε ριζικά στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα με έξοδα του μεγαλέμπορα Ιωάννη Καυταντζόγλου. Ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με γυναικωνίτη, ο οποίος χρησιμοποιούνταν κατά κόρον στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της Μακεδονίας στον 19ο μ.Χ. αιώνα. Στη νότια πλευρά του κτηρίου είναι προσαρτημένο παρεκκλήσι με καμαρωτή στέγη, στο οποίο βρίσκεται αγίασμα.

Η Λαοδηγήτρια ανοικοδομήθηκε στη θέση του καθολικού του βυζαντινού γυναικείου μοναστηριού της Παναγίας Λαγουδιανής ή του Λαγουδιάτου, το οποίο ιδρύθηκε πιθανότατα στον 14ο αιώνα και υπήρξε μετόχι της Μονής Βλατάδων. Η ονομασία του μοναστηριού αυτού οφείλεται, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, στον κτήτορά του, τον Λαγουδιάτη ή Λαγουδάτη.

Σύμφωνα, ωστόσο, με την παράδοση, η μονή ονομάστηκε έτσι, επειδή συνέβη το εξής περιστατικό: ένας λαγός, στην προσπάθειά του να σωθεί από κάποιον κυνηγό, έσπευσε να κρυφτεί σε μία τρύπα, στην οποία εντοπίστηκε μία θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου· στον χώρο ανεύρεσης της εικόνας πραγματοποιήθηκε η ανέγερση του μοναστηριού. Αξιοσημείωτο, μάλιστα, και χαρακτηριστικό είναι ότι η μονή στα χρόνια της τουρκοκρατίας καλούνταν «Tavşan Manastır», δηλαδή «μοναστήρι του λαγού».

Σύναξη της Παναγίας της Φανερωμένης στην Ρόδο


Φανερωθεῖσα ἡ Εἰκών σου Παρθένε,
Πᾶσι φανεροῖ τὴν μεγίστην σου χάριν.

Η ιερά και θαυματόβρυτος Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου «της Φανερωμένης» βρέθηκε (φανερώθηκε) κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα μ.Χ. στην παραλία της Ιξιάς, στον τόπο όπου σήμερα βρίσκεται η φερώνυμος Ιερά Μονή, και που τα χρόνια εκείνα αποτελούσε χώρο απομονώσεως ασθενών που έπασχαν από λέπρα.

Ένας από τους λεπρούς που ζούσαν εκεί ανακάλυψε την Εικόνα της Θεομήτορος μέσα στην άμμο του αιγιαλού. Η εύρεσή της χαροποίησε τους απεγνωσμένους εκείνους ανθρώπους και από ευγνωμοσύνη προς τη Μητέρα του Κυρίου, η οποία με ένα τέτοιο θαυμαστό τρόπο έδειξε τη μητρική πρόνοιά της προς αυτούς, οικοδόμησαν κοντά στο μέρος της ευρέσεως μικρό Ναό επ᾿ ονόματί της. Αργότερα, όταν έφυγαν οι λεπροί, οικοδομήθηκε γύρω από τον Ναο Ιερά Μονή, στην οποία θησαυρίζεται μέχρι σήμερα η φανερωθείσα Ιερά Εικόνα. Επειδή ο χώρος, όπου βρίσκεται σήμερα η μονή, ήταν τόπος απομονώσεως των λεπρών, γι᾽ αυτό και η μονή αναφέρεται και ως Παναγία «Λουβιαρίτσα».

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ω῾ς Πηγὴ Ζωοδόχος, Θεοτόκε Πανύμνητε, χύδην ἀναβλύζεις θαυμάτων, τὰ ζωήῤῥυτα νάματα, ξηραίνουσα τὰς νόσους τῆς σαρκός, καὶ πάθη ἀποπλύνουσα ψυχῆς, τῶν ἐν πίστει προστρεχόντων τῷ σῷ Ναῷ, καὶ πόθῳ σοι ἐκβοώντων· Δόξα τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου Ἁγνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις σου, δόξα τῇ θαυμαστῇ σου πρὸς ἡμᾶς, Παρθένε χρηστότητι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν Εἰκόνα σου πόθῳ, κατασπαζόμεθα, ἣν ἐφανέρωσας πάλαι, δι᾿ εὐσπλαγχνίαν πολλήν, τὴν ὀδύνην τῶν λεπρῶν ἐπικουφίζουσα, καὶ μητρικῶν σου δωρεῶν, τὰς ἐκφάνσεις ἐξ αὐτῆς, λαμβάνοντες ἐκβοῶμεν· Χαῖρε Παρθένε Θεοκυῆτορ, Φανερωμένη ἡ προστάτις ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Η῾ Εἰκών σου σήμερον, ὑπὲρ ἡλίου ἀκτίνας, μυστικῶς ἐκλάμπουσα, τῆς χάριτός σου τῇ αἴγλῃ, πρόσωπα, καταφαιδρύνει καὶ τὰς καρδίας, Ἄχραντε Φανερωμένη τῶν προσιόντων· διὰ τοῦτό σε ὑμνοῦμεν, χαῖρε βοῶντες, Μῆτερ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ε᾿ξ ἀκενώτου σου Πηγῆς Θεοχαρίτωτε, ἐπιβραβεύεις μοι πηγάζουσα τὰ νάματα, ἀενάως τῆς σῆς χάριτος ὑπὲρ λόγον· τὸν γὰρ Λόγον ὡς τεκοῦσα ὑπὲρ ἔννοιαν, ἱκετεύω σε δροσίζειν με σῇ χάριτι, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε ὕδωρ σωτήριον.

Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Προσέλθωμεν πιστοί, τῇ Πηγῇ τῆς Παρθένου, καὶ ὕδωρ ζωηρόν, ἐξ αὐτῆς ἀπαντλοῦντες, ψυχῶν εἰς περιποίησιν, εὐλαβῶς ἐκβοήσωμεν· Χαῖρε Ἄχραντε, ἡ ἰατρὸς τῶν νοσούντων· χαῖρε Δέσποινα, τῶν ἀσθενούντων ἡ ῥῶσις, καὶ πάντων ἀντίληψις.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὴν ἀένναον κρήνην καὶ ζωηράν, τὴν πηγάζουσαν ῥεῖθρα θείαν Πηγήν, συμφώνως αἰνέσωμεν, οἱ τὴν χάριν αἰτούμενοι· καθ᾿ ἑκάστην βρύει, καὶ γὰρ τὰ ἰάματα, ὡς ποταμῶν τὰ ῥεύματα, δεικνῦσα ἐλάχιστα. Ὅθεν κατὰ χρέος, προσιόντες ἐν πόθῳ, πιστῶς ἀρυσώμεθα, ἐκ Πηγῆς ἀνεξάντλητον, ῥῶσιν ὄντως ἀθάνατον, δροσίζουσαν σαφῶς τῶν πιστῶν, τὰς καρδίας καὶ χείλεσι κράξωμεν· Σὺ εἶ Θεόνυμφε πάντων, πιστῶν παραμύθιον.

Ὁ Οἶκος
῎Αχραντε Θεοτόκε, ἡ τεκοῦσα ἀῤῥήτως, Πατρὸς τὸν προαιώνιον Λόγον, πλάτυνόν μου τὸ στόμα Σεμνή, συνεισφέρουσά με πρὸς τὸν σὸν ἔπαινον, ὡς ἂν ἀνευφημήσω σε, κραυγάζων τῇ

Πηγῇ σου ταῦτα·
Χαῖρε, πηγὴ χαρμονῆς ἀλλήκτου·
χαῖρε, ῥοὴ καλλονῆς ἀῤῥήτου.
Χαῖρε, νοσημάτων παντοίων κατάλυσις·
χαῖρε, παθημάτων ποικίλων κατάκλυσις.
Χαῖρε, ῥεῖθρον διειδέστατον, ὑγιάζον τοὺς πιστούς·
χαῖρε, ὕδωρ χαριέστατον, τοῖς νοσοῦσι πολλαπλῶς.
Χαῖρε, νᾶμα σοφίας, ἀγνωσίαν ἐξαῖρον·
χαῖρε, κρᾶμα καρδίας, ἀμβροσίαν προῤῥέον.
Χαῖρε, κρατὴρ τοῦ μάννα ζωήῤῥυτε·
χαῖρε, λουτὴρ καὶ νέκταρ θεόῤῥευστε.
Χαῖρε, πορθμὸν ἀσθενείας δεικνῦσα·
χαῖρε, φλογμὸν ἀῤῥωστίας σβεννῦσα.
Χαῖρε, ὕδωρ σωτήριον.

Μεγαλυνάριον
Βλύζει ἡ Πηγή σου ὕδωρ ζωῆς, τοῖς προσερχομένοις, μετὰ πίστεως ἀκραιφνοῦς, καὶ πάθη ἐκπλύνει, ψυχῶν τε καὶ σωμάτων· διὸ Θεοκυῆτορ, σὲ μακαρίζομεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ, καὶ ἐνδοξοτέραν, ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ, σὲ Φανερωμένη, Παρθένε ἀνυμνοῦμεν, τὴν θείαν σου Εἰκόνα, κατασπαζόμενοι.

Σύναξη της Παναγίας της Κορυφιώτισσας στο Καμάρι Κορινθίας


Πάνω άπ'την κοινότητα Καμαρίου του Δήμου Ξυλοκάστρου υψώνεται μεγαλόπρεπα η Κορυφή, το βουνό της Παναγίας. Εκεί σε υψόμετρο 731 μέτρων βρίσκεται το ομώνυμο μοναστήρι που ονομάζεται και Κορυφιώτισσα (ή Κορφιώτισσα).

Η παράδοση αναφέρει ότι στα ερείπια αρχαίου κτίσματος, κτίστηκε στην αρχή ένα μικρό εκκλησάκι και αργότερα το μοναστήρι, η προεπαναστατική ύπαρξη και ακμή του οποίου προκύπτει από διάφορα «ομόλογα» που χρονολογούνται γύρω στα 1750 μ.Χ. και νωρίτερα. Η σημερινή εκκλησία οικοδομήθηκε στα 1767 μ.Χ. Στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 μ.Χ. το μοναστήρι συνέδραμε τους αγωνιστές «Εδωκεν απ'άρχης της επαναστάσεως εις όνομα του έθνους προς τους εφόρους δημογέροντας και προς τον στρατηγό Ι. Νοταρά, γρόσια 8.104».

Η διαβίωση των μοναχών στην Κορυφή, χωρίς νερό και εύκολη πρόσβαση, ήταν δύσκολη γι'αυτό αποφάσισαν να κατέβουν χαμηλότερα, όπου έκτισαν το κάτω μοναστήρι. Αφορμή για την επανεγκατάσταση των μοναχών στο αρχικό μοναστήρι όπου βρίσκεται και σήμερα ήταν η εξαφάνιση και η ανεύρεση στη συνέχεια στην Κορυφή της εικόνας της Παναγίας, με θαυμαστό τρόπο. Παρουσιάστηκε στον ύπνο μιας κωφάλαλης και της υπέδειξε τον τόπο που βρίσκετε η εικόνα Της. Αυτή αν και ήταν κωφάλαλη, μίλησε και αφηγήθηκε στους συγχωριανούς της το όραμα που είχε δει. Με τη συνδρομή κατοίκων απ' τα γύρω χωριά ανακαινίστηκαν τα κελία και η ερειπωμένη εκκλησία, που είναι αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή.

Η Μονή εορτάζει τη Παρασκευή της Διακαινησίμου, μετά το Πάσχα και στις 15 Αυγούστου και πολλά θαύματα της Παναγίας έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα.

Η Θαυματουργή εικόνα της Κορφιώτισσας (1816 μ.Χ.) είναι τοποθετημένη σε σκαλιστό εικονοστάσι, έργο του ξυλογράφου Ιωάννου Βασιλείου (1916 μ.Χ.). Ο ηγούμενος Ζαφείρης αγιογράφησε τους τοίχους της εκκλησίας στις αρχές του εικοστού αιώνα.

Το μοναστήρι στα 1935 μ.Χ., μετατράπηκε σε γυναικείο. Επίσημα η γυναικεία κοινοβιακή Μονή ιδρύθηκε το 1980 μ.Χ. Οι μοναχές υπό την ηγουμένη Ευαγγελία συνεχίζουν σήμερα το σημαντικό έργο των προκατόχων τους και έχουν μετατρέψει το μοναστήρι σε μια όαση, που οι προσκυνητές βρίσκουν παρηγοριά και ψυχική ηρεμία.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῇ σεπτῇ Σου Εἰκόνι Κορυφιωτίσσης προσπίπτωμεν, κλίνοντες τό γόνυ, Παρθένε, τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος· δεόμενοι ἀντιλήψεως, Ἁγνή, πρεσβείαις πρός Υἱόν Σου καί λιταῖς· ἵνα τύχωμεν, Παρθένε, τῆς παρ’ Αὐτοῦ πλημμελημάτων ἀφέσεως. Δόξα τοῖς μεγαλείοις Σου, Σεμνή, δόξα τοῖς θαυμασίοις Σου, δόξα ὑπερβαλόντως, Κόρη, τῇ δυναστείᾳ Σου.

Μεγαλυνάριον
Ἑλλάδος ἁπάσης τήν ὁδηγόν, Γένους Ὀρθοδόξων τήν Ὑπέρμαχον Στρατηγόν, τῆς Κορυφιωτίσσης τήν Εἰκόνα νῦν τιμῶμεν, ὡς τῆς Παρθένου λαμπρόν ἀποτύπωμα.

Σύναξη της Παναγίας Βύσσιανης στις Σέρρες



Δέκα χλμ. βόρεια της πόλης των Σερρών και δύο από τον οικισμό του Μετοχίου, μέσα σ’ ένα καταπράσινο τοπίο η γυναικεία Ι.Μ. Παναγίας της Βύσσιανης.

Η μονή, στη σημερινή της μορφή, ιδρύθηκε το έτος 1972 μ.Χ. με πρωτοβουλία Σερραίων πιστών. Η Μονή πήρε το όνομά της από ένα χωριό που βρίσκεται κοντά της και ονομάζεται Βύσσιανη. Τις πρώτες πληροφορίες γι’ αυτό το χωριό τις παίρνουμε από ένα έγγραφο γραμμένο το έτος 1320 μ.Χ. Περισσότερες πληροφορίες όμως έχουμε από άλλα έγγραφα που γράφτηκαν λίγα χρόνια αργότερα (1328 - 1344 μ.Χ.). Το χωριό αυτό καταστράφηκε το 1916 μ.Χ. από τον βουλγαρικό στρατό και σήμερα σώζονται μόνο τα ερείπιά του. Η μονή κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο Μακεδόνων και ως κρύπτη όπλων και πυρομαχικών. Υπέστη ζημιές την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων 1912 - 1913 μ.Χ. και ερημώθηκε.

Για την διόρθωση των ζημιών της οργανώθηκε μία αδελφότητα που ονομαζόταν «Αγαθοεργός Αδελφότης - Η Κοίμησις της Θεοτόκου Βύσσιανης». Πρώτη μέριμνα της Αδελφότητας, ήταν η ανακατασκευή του παλαιού ναού της μονής. Τα έργα της ανακατασκευής ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1925 μ.Χ. και τελείωσαν το 1928 μ.Χ., ενώ τα εγκαίνια έγιναν στις 17 Σεπτεμβρίου του 1925 μ.Χ. Την θέση αυτής της Αδελφότητας, παίρνει ένα άλλο σωματείο που ιδρύεται την ίδια εποχή. Το σωματείο αυτό ονομάζεται «Σύλλογος Κυριών και Δεσποινίδων Βησσάνης».

Στη μονή αυτή βρίσκεται και η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας. Η λαϊκή παράδοση λέει ότι αυτήν την εικόνα την βρήκε ένας γεωργός στο μέρος που χτίστηκε ο Ναός. Ο γεωργός έβλεπε ότι επί τέσσερις νύχτες εκπέμπετο από αυτό το μέρος μυστηριακό φως. Σε θαύμα επίσης αιτιολογούν την ύπαρξη άφθονου νερού.

Το Αγίασμα, επί σειρά ετών αποξηραμένο, σαν από θαύμα της Παναγίας, την παραμονή της γιορτής της (14 Αυγούστου 1996 μ.Χ.), άρχισε να αναβλύζει ασταμάτητα μέχρι και σήμερα. Το Καθολικό της μονής διευρύνθηκε το 1996 μ.Χ. με την προσθήκη νάρθηκα. Επίσης στη θέση του παλαιού καθολικού το οποίο κατεδαφίστηκε χτίσθηκε το Παρεκκλήσι της Παναγίας.

Σήμερα αποτελεί Ιερά Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή. Η πρώτη μοναχή που εγκαταστάθηκε στη μονή ήταν η Πελαγία από τη μονή του Αγίου Μηνά Δράμας το έτος 1972 μ.Χ. Μόνο όμως το έτος 1984 μ.Χ. ο Μακαριστός Μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης κυρός Μάξιμος στελέχωσε τη Μονή με γυναικεία Αδελφότητα.

Η εργατικότητα και φιλοκαλία των μοναχών, διακόσμησε τους χώρους της αυλής με λουλούδια. Έτσι καθαρή και όμορφη υποδέχεται τους πιστούς μέσα σε ένα φιλόξενο και ευλαβικό περιβάλλον, όπου κυριαρχεί απαλή και εκστατική γαλήνη.

Η Μονη γιορτάζει στις 15 Αυγούστου στην Κοίμηση της Θεοτόκου και της Ζωοδόχου Πηγής.
 
Σύναξη της Παναγίας της νήσου Τελένδου

Ο Ναός της Παναγίας στην Τέλενδο χτίστηκε και ιστορήθηκε από δωρεές ναυτικών στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Παλαιοκαστρίτισσας στὴν Κέρκυρα


Τὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Παλαιοκαστρίτισσας πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ εἶχε βρεθεῖ στὸν ἀπέναντι λόφο ποὺ λεγόταν Παλαιὸ Κάστρο. Τὸ Μοναστήρι σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση καὶ τὶς λίγες γραπτὲς μαρτυρίες πρέπει νὰ κτίστηκε τὸ 1228 μ.Χ. Πανηγυρίζει τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου, τῆς Ζωοδοόχου Πηγῆς καὶ ἀνήκει στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κερκύρας.

Σύναξη της Παναγιάς της Αργοκοιλιώτισσας στην Νάξο




Με το όνομα Παναγία Αργοκοιλιώτισσα φέρεται ιερό εικόνισμα που ανευρέθηκε στην ορεινή Νάξο, στη θέση Αργοκοίλι, εξ ου και το προσωνύμιο, καθώς και το Μοναστήρι που έχει ανεγερθεί στο σημείο εύρεσης, το οποίο και καταλαμβάνει έκταση περίπου 25 στρεμμάτων.

Το 1835 μ.Χ. κατόπιν «καθ΄ ύπνου υπόδειξης», κατοίκου του χωριού Κόρωνος Νάξου και μετά από επανάληψη δεύτερης έρευνας επίσης ομοίας υπόδειξης στη θέση Αργοκοίλι βρέθηκαν τελικά δύο παλαιές βυζαντινές εικόνες της Παναγίας εκ των οποίων η μία παρουσίαζε την Παναγία επί της Ζωοδόχου Πηγής. Οι δύο αυτές εικόνες μεταφέρθηκαν αρχικά στο χωριό Κόρωνος και από εκεί στη Μητρόπολη Παροναξίας.

Τον επόμενο χρόνο, και ανήμερα της εύρεσης, εμφανίσθηκε αγίασμα σε επιφάνειο φρεάτιο μπροστά σε αντικρινό βράχο, από το σημείο εκείνο της εύρεσης. Σκάβοντας στη συνέχεια στο σημείο αυτό αποκαλύφθηκε είσοδος μικρού σπηλαίου εντός του οποίου μέσα από μια μικρή κρύπτη, αριστερά, υπήρχαν λαξευμένες βαθμίδες σχεδόν σε κάθετη διάταξη που οδηγούν στην από οροφής έξοδο. Ολόκληρο αυτό το σπήλαιο αποδίδεται σήμερα ως βυζαντινό παρατηρητήριο φυλάκιο παρά τη βάση του οποίου είχαν αποκρύψει τις εικόνες πιθανώς στη περίοδο της εικονομαχίας. Το σημείο αυτό του βράχου του αγιάσματος είναι ορατό από τη θάλασσα όχι όμως από την ακτή. Βρίσκεται δε σε απόλυτη ευθυγράμμιση με δύο κατ΄ έναντι κορυφές λόφων με κατεύθυνση Ανατολή - Δύση.

Σε σύντομο σχετικά διάστημα στο σημείο εύρεσης αναγέρθηκε στην αρχή μικρή εκκλησία σε ρυθμό βασιλικής, που με το πέρασμα του χρόνου επεκτάθηκε σε μήκος. Περι το 1985 μ.Χ. αναγέρθηκε ο μικρός ναός του αγιάσματος ακριβώς παρά το αρχικό επιφάνειο φρεάτιο το οποίο και περιλήφθηκε στο αριστερό σημείο του εικονοστασίου του ναϊδρίου, ενώ όλη η αριστερή πλευρά είναι η είσοδος του αποκαλυφθέντος σπηλαίου - παρατηρητηρίου. Η άνοδος από τη κρύπτη στην έξοδο της οροφής γίνεται από κάθετες σχεδόν λαξευμένες βαθμίδες φρεατίου που επιτρέπουν λόγω στενότητας μόνο την κατ΄ άτομο διέλευση και με δυνατότητα στήριξης μόνο από τα τοιχώματα του φρεατίου. Παρά ταύτα δεν έχει συμβεί κανένα ατύχημα.

Επίσης στον ίδιο χώρο ολοκληρώθηκε η ανέγερση νέου μεγαλοπρεπή ναού, ανατολικότερα του αρχικού που σε διαστάσεις κρίνεται ο μεγαλύτερος των Κυκλάδων. Πέριξ αυτού προγραμματίζεται η ανέγερση περιμετρικών κελιών φιλοξενίας πιστών καθώς και αίθουσες πολιτιστικών εκδηλώσεων μεταξύ των οποίων και μεγάλο αμφιθέατρο.

Σύναξη της Παναγιάς της Καλόπετρας στην Ρόδο



Σε μια πανέμορφη τοποθεσία στα Ν.Α. του χωριού (Θεολόγου Ρόδου) Θολού στην περιοχή Καλαμώνα και στα όρια της Ψίνθου βρίσκεται το Μοναστήρι της Παναγιάς Καλόπετρας.

Μπορεί κανείς να φθάσει από τη Ψίνθο μα και από το δρόμο μέσω Πεταλουδών περνώντας τα Μαλά και αντικρίζοντας δεξιά το Καστρί.

Η Εκκλησία είναι σ’ ένα μικρό πλάτωμα του βουνού «Λευκόποδα» ή «Λευτόπαγος» χτισμένη από τον ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρο Υψηλάντη (1782 μ.Χ.). Στο χάρτη το βουνό γράφεται και Λευκόπεδα , από το χρώμα του χώματος.

Το Μοναστήρι υπήρχε στα 1489 μ.Χ., γιατί αν δεν προϋπήρχε της κατακτήσεως της Ρόδου το 1522 μ.Χ., οι Τούρκοι δεν θα επέτρεπαν επισκευή ή ανέγερσή του, σύμφωνα με την πολιτική που ακολουθούσαν κατά των χριστιανών. Η δημοσίευση των αρχείων των Ιπποτών επιφύλαξε εκπλήξεις, αλλά είναι αδύνατη η αρχαιολογική ανίχνευση του κτίσματος.

Η πρώιμη αναφορά της Καλόπετρας στα 1314 μ.Χ., μας αναγκάζει να τη συσχετίσουμε μ’ άλλα αξιόλογα μοναστήρια που ανήκουν στην ίδια εποχή, όπως ο Ταξιάρχης στο Καμμυρί, ο Αρταμίτης, το Θάρρι, το Σκιάδι, ο Αγ. Φιλήμονας Αρνίθας, το Φουντουκλί και το Φιλέρημο. Καταδεικνύεται ότι όλα μαζί αποτελούσαν κομβικά σημεία ενός εσωτερικού δικτύου του νησιού που ένωνε σπουδαία χωριά και ήλεγχε στρατιωτικές διαβάσεις. Αποτελούσαν τόπο ξεκούρασης των διερχομένων, άρα συνέλεγαν σημαντικές πληροφορίες υψίστης σημασίας.

Επιπλέον, εμπόδιζαν σε περίοδο επιχειρήσεων τους επιτιθέμενους ή απέκρυπταν στρατιωτικές δυνάμεις σε μυστική αποστολή. Μετέδιδαν, ως φρυκτωρίες, μηνύματα με φωτιά που έφθαναν εγκαίρως στην πόλη της Ρόδου. Ταυτόχρονα αποτελούσαν σημαντικές οικονομικές μονάδες για τον τόπο και θεραπευτήρια ψυχής.

Γραπτές ιστορικές πηγές αποδεικνύουν τη σχέση της Μονής με την οικογένεια του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας. Είναι δύο μαρμάρινες επιγραφές που σήμερα βρίσκονται εντοιχισμένες πάνω από την είσοδο του ναού. Μια μικρή που φέρει τη χρονολογία 1784 μ.Χ. και τα αρχικά ΑΛ ΞΑ ΥΨ ΒΒ ΜΛ ΔΒ (Αλέξανδρος Υψηλάντης, Βοεβόδας Μολδοβλαχίας). Μια άλλη μεγαλύτερη κτητορική επιγραφή, σε διαστάσεις 43x46 εκ. και πάχους 0,7 εκ. από την επιγραφή πληροφορούμεθα ότι ο ναός είναι αφιέρωμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη και ανοικοδομήθηκε στα 1782 - 1784 μ.Χ. έπειτα από τάξιμο που έκανε ο ηγεμόνας στην Παναγία. Προήγηθηκε το 1779 μ.Χ. σεισμός. Την πληροφορία για το σεισμό του Σεπτεμβρίου 1779 μ.Χ. την βρήκαν γραμμένη επάνω στο μηναίο του Σεπτεμβρίου. «Γεννάται τώρα το ερώτημα πως και διατί ο Υψηλάντης κατέφυγεν εις Ρόδον και έκτισεν την μονήν της Καλόπετρας.

Η παράδοση αναφέρει δύο εκδοχές:

«Ενώ η κόρη του Υψηλάντου υπό βαρείας ασθενείας κατατρυχομένη ήτο ετοιμοθάνατη, η δε επιστήμη είχε παραιτηθή πάσης βοηθείας, ο Υψηλάντης καθήμενος πλησίον της κλίνης της πασχούσης θυγατρός του, εκοιμήθη και βλέπει όνειρον ότι γυνή τις δίδει φάρμακον τι προς την θυγατέρα του, ήτις γίνεται εντελώς καλά. Έντρομος αφυπνίζεται ούτος και βλέπει την θυγατέρα του να χαίρει άκρας υγείας. Έκτοτε εβασάνιζε τον Υψηλάντη η ιδέα ποία ήτο η γυνή εκείνη. Μίαν νύκτα βλέπει καθ’ ύπνους την αυτήν γυναίκα, η οποία του είπεν ότι ήτο η Καλόπετρα. Αμέσως ο Υψηλάντης με πλοία σπεύδει εις αναζήτησιν αυτής και μετά πολλάς ημέρας φέρεται εις την παραλίαν του χωρίου Θολού, όπου έμαθεν εις ποίον μέρος ευρίσκεται η Καλόπετρα, εις ην και προσέφερε τας ευχαριστίας του».

Η δεύτερη εκδοχή έχει ως εξής:

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ηγεμόνας της Βλαχίας, μαζί με τους δύο γυιους του για πολλούς λόγους θεωρήθηκαν ένοχοι ανταρσίας ενάντια στην Υψηλή Πύλη και εστάλησαν εξόριστοι στη Ρόδο, που ήταν νησί εξορίας μαζί με την Κύπρο. Ήταν Σεπτέμβριος του 1782 μ.Χ. και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με τα δυο παιδιά του περιέπλεαν τη Ρόδο όταν άρχισε τρομερή καταιγίδα και το πλοίο κινδύνευε. Έκαναν τάμα, να κτίσουν μοναστήρι στην Παναγιά, αν σωθούν από την τρομερή τρικυμία, όπως και τελικά έγινε. Ένα δυνατό φως χύθηκε μέσα στο σκοτάδι, το οποίο έφτανε πάνω από ένα βουνό της περιοχής του Θολού. Όταν έφθασε εκεί από όπου έβγαινε το φως, βρήκε την εικόνα της Παναγιάς, στην οποία απέδωσε από θαύμα τη σωτηρία του και ανοικοδόμησε το Ναό. Επίσης, η αβλαβής προσάραξη του Υψηλάντη στη τοποθεσία «Πιλαβάκια» της παραλίας Θολού, απέναντι ακριβώς από την Καλόπετρα σε σημείο που δεν υπήρχε λιμάνι, θα μπορούσε να θεωρηθεί κι άλλο θαύμα προς την οικογένεια Υψηλάντη.

Όσο αφορά την εικόνα της Θεοτόκου, ο Χάρης Κουτελάκης μας κάνει λεπτομερέστατη περιγραφή της εικόνας, που απεικονίζει μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, με μισοβυθισμένα καμιά εικοσαριά ιστιοφόρα. Ένα πλοίο φαίνεται μόνο να έχει διασωθεί και η σωτηρία του οφείλεται σε θαύμα της Παναγίας, που εικονίζεται στην πάνω αριστερή γωνία να ξεπροβάλλει μέσα από τον σκοτεινό ουρανό, κρατώντας στο δεξί της χέρι το βρέφος – Χριστό. Στο κάτω μέρος της εικόνας, μέσα σ’ ένα «άσπρο κυματοειδές πλαίσιο», βρίσκεται γραμμένη η λατινική επιγραφή «VOTUM FECIT ET GRATIAM ACCEPIT» δηλαδή «Ευχήν έκαμα και χάριν έλαβα». Με βάση αυτή την επιγραφή έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Άλλοι πιστεύουν ότι η εικόνα αφιερώθηκε από τον Υψηλάντη ως ευχαριστία, άλλοι ότι τη βρήκε εκεί και ανοικοδόμησε το ναό και άλλοι ότι είναι τάξιμο Ροδίου ναυτικού που σώθηκε.

Το Μοναστήρι ήταν Κοινοβιακή Μονή και βρισκόταν σε μεγάλη ακμή ως τις αρχές του 20ου μ.Χ. αιώνα. Διατηρούσε κελιά που χρησίμευαν για κοιτώνες των μοναχών, σαν αποθήκες και σαν αναγνωστήρια. Η προσφορά της Μονής ήταν μεγάλη στην Παιδεία. Κάθε χρόνο έδινε το ποσό των 450 γροσίων για να συντηρήσει την κεντρική σχολή.

Οι Ηγούμενοι που πέρασαν από την Καλόπετρα ήταν ο Φιλόθεος, ο Βενιαμίν, ο Σαμουήλ, ο Παρθένιος και ο τελευταίος Διονύσιος Παπαδάτος. Αυτός ήταν και δάσκαλος για τα παιδιά του Θολού. Στις 1 Οκτωβρίου 1908 μ.Χ. έχουμε ένα έγγραφο – επιστολή του Διονύσιου Παπαδάτου που απευθύνεται στα «φιλόμουσα και πατριωτικά αισθήματα των ομογενών ημών και ζητεί οικονομικήν ενίσχυση η οποία διατίθεται υπέρ της σπουδαζούσης νεότητος και ουχί προς άνετον βίον και ευμάρειαν των καλογήρων…».

Το Μοναστήρι, εκτός από τα κτήματα ως οικονομική μονάδα, εκμεταλλευόταν το δέντρο Ζυά που αφθονούσε, όχι μόνο για το φαρμακευτικό του έλαιο, αλλά γιατί όταν ξεραθεί, χρησιμοποιείται ως λιβάνι. Ταυτόχρονα, ο νερόμυλος στην κοιλάδα πελεκάνου εξασφάλιζε το απαιτούμενο ετήσιο εισόδημα αλεύρων, ενώ η μελισσοκομία και η σηροτροφία φαίνεται να ήταν ανεπτύγμενες. Αναφέρεται ότι χρησιμοποιώντας το φαρμακευτικό έλαιο και καταφεύγοντας στην Παναγιά, εθεραπεύοντο όσοι έπασχαν από βασκανία και εγκεφαλικές νόσους.

Σήμερα στη Μονή σώζονται μερικά εκκλησιαστικά βιβλία τυπωμένα στη Βενετία το 1754 μ.Χ., ένα Ιερό Ευαγγέλιο τυπωμένο στα 1745 μ.χ., ένας μπακιρένιος δίσκος με παραστάσεις του Αδάμ και της Εύας και ένα ασημένιο Δισκοπότηρο με χρονολογία του 1873 μ.Χ. Επίσης, δύο μπρούτζινοι δίσκοι του 14ου μ.Χ. αιώνα με γοτθικές επιγραφές στο χείλος, ίσως του εργαστηρίου της Νυρεμβέργης.

Η Παναγιά Καλόπετρα γιορτάζει εκτός από τις 15 Αυγούστου και την Παρασκευή της Διακαινησίμου.
 
Πηγές:http://www.saint.gr/04/25/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/4/d/25/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου