(Κακοδοξία, ἡ ὁποία στρεβλώνει πλήρως τὸ μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας)
Τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τὴν ἱερότερη αὐτὴ ἑορτολογικὴ περίοδο τῆς Ἐκκλησίας μας συνοδοιποροῦμε, μὲ τὴ χάρη του δι᾿ ἡμᾶς Παθόντα, Θανόντα, Ταφέντα καὶ Ἀναστάντα Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, πρὸς τὸν Γολγοθᾶ καὶ τὸ κενὸ Μνημεῖο, νὰ προσκυνήσουμε τὰ Σεπτὰ Παθήματά Του, νὰ βιώσουμε τὶς ἀστείρευτες σωτήριες δωρεές, ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτὰ καὶ νὰ πανηγυρίσουμε τὴν ἐκ τῶν νεκρῶν λαμπροφόρο Ἀνάστασή Του. Τὸ κατανυκτικὸ κλίμα αὐτῶν τῶν ἁγίων ἡμερῶν μᾶς δίνει τὸ ἔναυσμα νὰ ἀναλογιστοῦμε τὸ ἀνυπολόγιστο μέγεθος τῆς θείας δωρεᾶς, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὸ ἀπολυτρωτικὸ Πάθος, τὴν σταυρικὴ θυσία, τοῦ Σωτῆρα μας Χριστοῦ, καθότι, σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ ὑμνογράφο: «Τῷ πάθει σου Χριστὲ παθῶν ἠλευθερώθημεν καὶ τῇ ἀναστάσει σου ἐκ φθορᾶς ἐλυτρώθημεν»[1].
Ἡ σταυρικὴ ἀπολυτρωτικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανική μας πίστη, ἀκατανόητο μυστήριο, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἱεροὶ συγγραφεῖς τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων χρησιμοποίησαν ἐνδοκοσμικὲς ἔννοιες καὶ εἰκόνες, ὄχι γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν οὐσία τοῦ μυστηρίου, ἀλλὰ νὰ περιγράψουν τὸ ὑπέρτατο γεγονός, μὲ οἰκεῖες στοὺς ἀνθρώπους ἔννοιες, ὅπως «θυσία», «λύτρο», «δικαίωση», κλπ. Οἱ θεοφώτιστοι ἅγιοι Πατέρες κατόρθωσαν νὰ τὶς ὑπερβοῦν καὶ νὰ προσεγγίσουν τὸ Θεῖο Πάθος καὶ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως. Ἡ ἀπολυτρωτικὴ Θυσία τοῦ Χριστοῦ, δὲν κατανοεῖται, ἀλλὰ βιώνεται διὰ τῆς πίστεως καὶ παραμένει, γιὰ τὸ ἀνθρώπινο νοῦ, «τὸ ἀπ᾿ αἰῶνος ἀπόκρυφον καὶ ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον»[2].
Ὅσοι ἐξέλαβαν κατὰ γράμμα τὶς ἐνδοκοσμικὲς αὐτὲς ἔννοιες καὶ εἰκόνες, κατέληξαν σὲ πλάνες. Πολλοὶ αἱρετικοί, ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν θεία χάρη καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν καὶ λειτουργοῦν μόνο στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, ἀποπειράθηκαν νὰ κατανοήσουν καὶ νὰ ἑρμηνεύσουν (καὶ) τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἤτοι: τό «πῶς» συντελέστηκε ἡ ἀπολύτρωση διὰ τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ λογικοῦ τους, μὲ ἀναπόφευκτο ἀποτέλεσμα νὰ πέσουν σὲ πλάνες καὶ μάλιστα νὰ ἀγγίξουν ἢ καὶ νὰ ξεπεράσουν τὰ ὅρια τῆς βλασφημίας.
Ἡ πιὸ ἀκραία κακόδοξη θεωρία εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη πολλῶν ἐπιφανῶν ὀρθοδόξων θεολόγων, ἡ παπικὴ πλάνη «Περὶ Ἱκανοποιήσεως τῆς Θείας Δικαιοσύνης», ἡ ὁποία προσπαθεῖ νὰ ἑρμηνεύσῃ τὸ μυστήριο τοῦ σταυροῦ, μὲ κοσμικὰ κριτήρια καὶ νομικοὺς καὶ δικανικοὺς ὅρους, συναποτελῶντας, μὲ τὶς ἄλλες αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ, τὸ αἱρετικὸ ἐπιστέγασμα τοῦ κακόδοξου δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ δυστυχῶς τὴν μήτρα ὅπου κυοφορήθηκαν καὶ ἄλλες πάμπολλες φρικώδεις πλάνες καὶ βλασφημίες.
Ἡ κακοδοξία αὐτὴ εἶναι ἀπόρροια τῆς λεγομένης μεσαιωνικῆς «σχολαστικῆς θεολογίας» στὴν Δύση, ἡ ὁποία εἶχε παραμερίσει τὴν γνήσια πατερικὴ διδασκαλία, μετὰ τὴν ἀποκοπὴ τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὸν ἑνιαῖο καὶ ἀδιαίρετο κορμό τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (1054) καὶ τὴν υἱοθέτηση τοῦ βαρβαρικοῦ καὶ αἱρετικοῦ φραγκισμοῦ. Νὰ διευκρινίσουμε πὼς οἱ βάρβαροι καὶ ἀμόρφωτοι Φράγκοι δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ κατανοήσουν τὴν αὐθεντικὴ πατερικὴ χριστιανικὴ διδασκαλία. Υἱοθετῶντας αἱρετικὲς δοξασίες καὶ περιθωριακὲς θεολογικὲς ἀντιλήψεις, δημιούργησαν ἕνα δικό τους «θεολογικό» σύστημα, βαθύτατα ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὸν φεουδαρχικὸ τρόπο διακυβέρνησής τους, τὸ ὁποῖο ἐπέβαλλαν στὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία, μετὰ τὴν κατάληψή της ἀπὸ αὐτούς.
Οἱ περὶ Θεοῦ δοξασίες τοῦ παρεφθαρμένου δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἦταν (καὶ εἶναι) προβολὲς τῶν ἀντιλήψεων ποὺ εἶχαν γιὰ τοὺς ἄτεγκτους καὶ ἀνελέητους μονάρχες ἡγεμόνες τους, οἱ ὁποῖοι κυβερνοῦσαν, ὡς ἐπὶ γῆς «θεοί», τοὺς δουλοπάροικους ὑπηκόους τους, «θείῳ δικαίῳ», χωρὶς δικαιώματα. Ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ ὑποτάσσονται ἀπόλυτα σ’ αὐτούς, θεωρῶντας τους, σύμφωνα μὲ τὶς φεουδαρχικὲς ἀντιλήψεις, κτήματά τους, ἔχοντας ἐπ’ αὐτῶν δικαίωμα ζωῆς καὶ θανάτου. Εἶναι γνωστὸ τὸ «δόγμα» τοῦ φεουδαρχισμοῦ: «σὲ ὅποιον ἀνήκουν τὰ φέουδα (= κτήματα) ἀνήκουν οἱ ἄνθρωποί τους»[3]!
Ἐν προκειμένῳ, ἡ πλάνη, «Περὶ Ἱκανοποιήσεως τῆς Θείας Δικαιοσύνης», ἀπηχεῖ ξεκάθαρα τὴν φράγκικη φεουδαρχικὴ ἀντίληψη. «Στὴ φεουδαλικὴ κοινωνία, ὁ προσβάλλων ἀναγκαζόταν νὰ παράσχῃ ἱκανοποίηση ἢ νὰ καταβάλῃ ἀποζημίωση στὸν προσβληθέντα, ποὺ ἦταν ἀνάλογη πρὸς τὴ θέση τοῦ τελευταίου. Ἔτσι, ἕνα ἔγκλημα ἐναντίον ἑνὸς βασιλιᾶ ἀπαιτοῦσε μεγαλύτερη ἱκανοποίηση ἀπὸ ἕνα ἔγκλημα ἐναντίον ἑνὸς βαρώνου κ.ο.κ. Σύμφωνα μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σκέψης, ὁ πεπερασμένος ἄνθρωπος, ἀφοῦ δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ παράσχῃ ἱκανοποίηση στὸν ἄπειρο Θεό, θὰ ἔπρεπε νὰ περιμένῃ μόνο τὸν αἰώνιο θάνατο. Τὸ ὄργανο γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου σὲ μιὰ ὀρθὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἕνας Θεάνθρωπος (Χριστός), μὲ τοῦ ὁποίου τὴν ἄπειρη ἀξία ὁ ἄνθρωπος ἐξαγνίστηκε σὲ μιὰ πράξη συνεργασίας - ἀναδημιουργίας», ἔγραψε ὁ κ. Ι. Καρδάσης[4].
Ὁ πρῶτος ποὺ διατύπωσε τὴν πλάνη αὐτὴ ἦταν ὁ «ἀρχιεπίσκοπος» Καντερβουρίας Ἄνσελμος (1033-1109), ἱδρυτὴς τοῦ Σχολαστικισμοῦ στὴ Δύση καὶ «ἅγιος» τῆς παπικῆς «ἐκκλησίας». Στὸ σύγγραμμά του: «Cur Deus homo?» (Γιατί ὁ Θεὸς (ἔγινε) ἄνθρωπος;), διαπραγματεύεται τό «πῶς» τῆς ἀπολυτρώσεως, χρησιμοποιῶντας δικανικὰ καὶ λογικὰ ἐπιχειρήματα. Τὴν υἱοθέτησε ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης (1225-1274), δίνοντάς της πιὸ σαφῆ καθορισμό, ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της, τὴν ἀποδέχτηκε ὡς «διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας» ἡ «Σύνοδος» τοῦ Τριδέντου (1545-1563) καὶ τέλος ἡ Α΄ «Σύνοδος» τοῦ Βατικανοῦ (1870), τὴν ὅρισε «δόγμα πίστεως» γιὰ τὴν παπικὴ «ἐκκλησία»!
Σύμφωνα μὲ τὴν ἄκρως κακόδοξη αὐτὴ θεωρία, ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐκλαμβάνεται ὡς ἀστοχία, ὡς μιὰ λαθεμένη ἐπιλογή, ὅπως διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὡς «προσβολὴ τῆς Θείας Δικαιοσύνης καὶ τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ». Ἡ πτώση τῶν Πρωτοπλάστων ἀποτέλεσε μιὰ τρομακτικῶν διαστάσεων ὕβρη καὶ προσβολὴ κατὰ τοῦ Δημιουργοῦ, προκαλῶντας μιὰ μεγάλη ἐνοχή, μὲ τὴν παράβαση τοῦ αἰώνιου θείου νόμου. Ἦταν δὲ τόσο μεγάλη ἡ προσβολὴ κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὅσο καὶ ἡ ἀξία τοῦ προσβαλλόμενου Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ἀπαιτοῦνταν ἀνάλογη ἐξιλέωση, γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς «τρωθείσας θείας μεγαλειότητας καὶ τῆς ἠθικῆς τάξεως».
Ὁ προσβαλλόμενος Θεὸς διατελοῦσε σὲ θυμὸ καὶ μόνιμη ἀγανάκτηση καὶ ἀπέχθεια ἐναντίον τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ὑποστῇ τὶς συνέπειες τῆς προσβολῆς κατὰ τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τοῦτο ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν θάνατο, ὡς «δίκαιη τιμωρία». Σύμφωνα μὲ τὴν βλάσφημη αὐτὴ πλάνη, τὸν θάνατο δημιούργησε ὁ Θεὸς καὶ ὄχι ὁ διάβολος, ὅπως διδάσκει ἡ Ἐκκλησία! Καὶ ὄχι μόνον ὁ θάνατος, ἀλλὰ καὶ ἡ κόλαση εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν «δίκαιη τιμωρία» τοῦ πεσόντος στὴν ἁμαρτία ἀνθρώπου. Μάλιστα, ὅπως ἀναφέρεται σὲ παπικὰ «θεολογικὰ» κείμενα, στηριζόμενα σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ἀτυχῆ θεωρήματα τοῦ Ἰ. Αὐγουστίνου, ὁ Θεὸς εὐφραίνεται βλέποντας τοὺς κολασμένους νὰ βασανίζονται καὶ τέρπεται ἀκούγοντας τὶς φρικτὲς οἰμωγές τους!
Ἀλλὰ οὔτε ὁ θάνατος, οὔτε ἡ κόλαση, ὡς ἔσχατη τιμωρία, ἦταν ἀρκετὰ νὰ κατευνάσουν τὸν «θεῖο θυμό», νὰ ἱκανοποιήσουν τὴν «διασαλευθεῖσα ἠθικὴ τάξη» καὶ τὴν «τρωθεῖσα Θεία Δικαιοσύνη». Ἔπρεπε νὰ ὑπάρξῃ ἄλλου εἴδους «ἐξιλέωση», πολὺ μεγάλη, ἀνάλογη τοῦ μεγέθους τῆς θεῖα μεγαλειότητας. Καὶ ἂν ἀκόμα εἶχε «θυσιασθεῖ» ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ὡς «θυσία ἐξιλέωσης», καὶ πάλι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ καταλαγιάσῃ ἡ «θεία ὀργή»! Ἔπρεπε νὰ θυσιαστῇ κάτι ἀνώτερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ ἐπιλέχτηκε νὰ θυσιαστῇ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ στὴ θέση τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ τιμωρηθῇ Ἐκεῖνος στὴ θέση τοῦ ἀνθρώπου, νὰ χύσῃ τὸ αἷμα Του γιὰ νὰ ἱκανοποιηθῇ ὁ «ὀργισμένος» οὐράνιος Πατέρας! Ἔπρεπε νὰ πονέσῃ καὶ νὰ πεθάνῃ, μὲ τὸν ἐπώδυνο θάνατο τοῦ σταυροῦ, στὴ θέση τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, προσφέροντας τὸ αἷμα Του «λύτρο ἐξαγορᾶς» στὸ Θεό, προκειμένου νὰ κατευναστῇ ὁ θυμὸς τοῦ Πατέρα, νὰ τοῦ προσφέρῃ ἄπειρη ἱκανοποίηση, γιὰ νὰ δώσῃ τὴν νομικὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ὁ Χριστὸς πάσχοντας καὶ χύνοντας τὸ αἷμα Του στὸ Γολγοθᾶ, προσέφερε δεκτὴ θυσία στὸν «ὀργισμένο» οὐράνιο Πατέρα, κατευνάστηκε ὁ θυμός του, ἱκανοποιήθηκε ἡ Θεία Δικαιοσύνη, ἀποκαταστάθηκε ἡ ἠθικὴ τάξη καὶ ἔτσι συντελέστηκε ἡ σωτηρία!
Ὁ Χριστὸς σαρκώθηκε γιὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν Θεία Δικαιοσύνη, νὰ κατευνάσῃ τὴν θεία ὀργὴ καὶ νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν ἠθικὴ τάξη καὶ ὄχι νὰ ἀπολυτρώσῃ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ Σατανᾶ, τὴν δουλεία τῆς ἁμαρτίας, τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, νὰ ἑνώσῃ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεὸ καὶ νὰ τὸν θεώσῃ, ὅπως δοξάζει ἡ Ἐκκλησία. Ἐφόσον «ἱκανοποιήθηκε» ἡ θεία δικαιοσύνη αὐτόματα συντελέστηκε καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου! Γι’ αὐτὸ ἡ δυτικὴ παράδοση δίνει ἰδιαίτερη «σωτηριολογικὴ» σημασία στὴν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ καὶ λιγότερο, ἕως ἐλάχιστη στὴν Ἀνάσταση, ἡ ὁποία εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς ὀρθοδόξους ἡ πραγματικὴ νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου, «θανάτῳ θάνατον πατήσας»! Παραβλέπουν τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Λόγος «μετέσχε τῶν αὐτῶν (σαρκὸς καὶ αἵματος) ἵνα διὰ τοῦ θανάτου κατάργηση τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστι τὸν διάβολον»[5]!
Ὁ παπικὸς «θεολόγος» J. Phole, ὁμολογεῖ, ὅτι «ἡ ἐνσάρκωση μπορεῖ νὰ ἐννοηθῇ ὡς ἀναγκαῖος ὅρος τῆς ἀπολύτρωσης, μόνο κάτω ἀπὸ τὴν προϋπόθεση ὅτι ὁ Θεὸς ἀπαίτησε ἐπαρκῆ (δηλ. ἄπειρη) ἱκανοποίηση γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων»[6]. Μάλιστα ἔκαμε καὶ τὴν ἑξῆς παράδοξη παρατήρηση, γιὰ τὴν ἀξία τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου: «Ἐξεταζόμενη ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς σωτηριολογίας, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν ἡ κύρια, οὔτε κἂν ἡ συνοδεύουσα αἰτία τῆς ἀπολύτρωσής μας... Ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία θεωρεῖ τὴν ἀνάσταση ὡς ἕνα ἀναφαίρετο, ἀλλ’ ὄχι ὡς οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς ἀπολύτρωσης»[7]!
Ἡ φοβερὴ αὐτὴ πλάνη εἶχε ὀλέθρια ἀποτελέσματα γιὰ τὸν δυτικὸ Χριστιανισμό, ἀλλὰ καὶ γενικότερα γιὰ τὴν πορεία τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ κ. Ἰ. Καρδάσης, «Μὲ τὶς ἀντιλήψεις αὐτὲς καὶ ἄλλες παραπλήσιες ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἄσκησε ποιμαντικὴ φόβου στὸν δυτικὸ μεσαίωνα. Λ.χ ὁ διὰ πυρᾶς θάνατος εἶχε ποινικὸ καὶ ἐξιλεωτικὸ χαρακτῆρα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὅμως ὁδηγήθηκαν οἱ ἄνθρωποι στὴν ἀπόγνωση ἢ τὴν ἀθεΐα»[8].
Ἀπὸ ὀρθοδόξου θεολογικῆς ἀπόψεως ἡ «Περὶ Ἱκανοποιήσεως τῆς Θείας Δικαιοσύνης» θεωρία κρίνεται ἄκρως κακόδοξη καὶ βλάσφημη, ἡ ὁποία προσβάλλει καίρια τὴν περὶ Θεοῦ καὶ τὴν περὶ ἀπολυτρώσεως διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ αἰώνιος καὶ ἄτρεπτος, ὁ «ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν» Θεός, ὁ «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας»[9] παρουσιάζεται νὰ τρέπεται, νὰ ἀλλοιώνεται, νὰ ἀλλάζῃ διαθέσεις, νὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ ἀνθρώπινα πάθη, ὅπως ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἐκδίκηση, νὰ διακατέχεται ἀπὸ «ἀναγκαιότητες», ὅπως εἶναι ἡ «ἱκανοποίηση τῆς δικαιοσύνης» του. Νὰ ἀπαιτῇ συναλλαγές, τύπου δοῦναι καὶ λαβεῖν, γιὰ νὰ ἀλλάξῃ διάθεση. Διαστρεβλώνεται πλήρως ἡ ἀγαθή του φύση, ὅπως τὴ δίδαξε ὁ Χριστός. Δὲν εἶναι ὁ στοργικὸς Πατέρας τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ἀλλὰ ἄτεγκτος καὶ ἀνελέητος, ὁ ὁποῖος «διψᾶ» γιὰ ἐκδίκηση καὶ «ἀπολαμβάνει» τὴν «δίκαιη τιμωρία» τῶν ἁμαρτωλῶν. Δὲν εἶναι ὁ μανιακὰ ἀγαπῶν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἕνα φοβερὸ ἀπόκοσμο φόβητρο, ἕνας «τρομοκράτης θεός», ἀπαράλλακτος τῶν «θεῶν» τοῦ παγανισμοῦ. Δὲν ἐμπνέει ἀγάπη, ἠρεμία, στοργή, τρυφερότητα, ἐμπιστοσύνη, ἀσφάλεια καὶ ἐλπίδα, ἀλλὰ φόβο καὶ τρόμο. Αὐτὴ ἡ τρομακτικὴ διαστρέβλωση τῆς ἐννοίας τοῦ Θεοῦ συντέλεσε τὰ μέγιστα στὴν ἀπέχθεια τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου νὰ τὸν ἀποδεχτῇ, γέννησε τὴν ἀθεΐα καὶ τὸν ὁδήγησε σὲ φοβερὰ ἀδιέξοδα. Φυσικὰ πρόκειται γιὰ ἐπινόηση καὶ δημιουργία ἑνὸς ἄλλου «θεοῦ» ἀνύπαρκτου, ἕνα φρικτὸ εἴδωλο, ἀπόλυτα ἀντίθετου μὲ τὸν Θεὸ τῆς ἀνόθευτης χριστιανικῆς πίστεως.
Μαζὶ διαστρεβλώθηκε καὶ ἀποσαρθρώθηκε πλήρως καὶ ἡ περὶ τῆς Θείας Οἰκονομίας διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Χριστὸς «ἀναγκάστηκε» νὰ σαρκωθῇ, ὄχι νὰ ἀπολυτρώσῃ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ «θεῖο θυμό», γιὰ νὰ «ἱκανοποιήσῃ» τὴν «τρωθεῖσα θεία δικαιοσύνη»! Ἡ ὑπέρτατη θεία δωρεὰ τῆς σωτηρίας κατανοεῖται ὡς μιὰ δικανικὴ διαδικασία, ἀπογυμνωμένη πλήρως ἀπὸ τὸ στοιχεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἐφόσον ἡ σωτηρία εἶναι ἀποτέλεσμα συναλλαγῆς καὶ δικανικῶν κανόνων, ὑπερτονίζεται ἡ ἐπιτέλεση «καλῶν ἔργων» καὶ ὑποβιβάζεται ἡ ἐσωτερικὴ ἀλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ συνεχὴς μετάνοια, ἡ ὁποία προσελκύει τὴ θεία χάρη καὶ τὸν ἁγιασμό, μὲ ἀπώτερο στόχο τὴν θέωση. Ὅσα περισσότερα «καλὰ ἔργα» ἐπιτελεῖ ὁ πιστός, τόσο περισσότερο «εὐαρεστεῖ» τὸ Θεό. Οἱ ἅγιοι «ἁγίασαν» ἐπιτελῶντας περισσότερα ἀπὸ ὅσα χρειάζονταν καὶ αὐτά τα «περισσευούμενα» τὰ διαχειρίζεται ὁ «Πάπας», πουλῶντας τα σὲ ὅσους τοὺς «λείπουν», μὲ τὰ γνωστὰ «συγχωροχάρτια»!
Ὁ Κύριος τόνισε: «ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν»[10]. Οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀλήθειας σὲ αὐτὴ τὴν βλάσφημη πλάνη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος ἀναφέρει: «τὶς ὁ λόγος, Μονογενοῦς αἷμα τέρπειν Πατέρα, ὡς οὐδὲ τὸν Ἰσαὰκ ἐδέξατο παρὰ τοῦ πατρὸς προσφερόμενον, ἀλλ’ ἀντηλλάξατο τὴν θυσίαν, κριὸν ἀντιδοὺς τοῦ λογικοῦ θύματος;»[11] Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἔγραψε: «ἡ ἡμῶν αἰτία ἐκείνῳ γέγονε πρόφασις τῆς καθόδου, καὶ ἡ ἡμῶν παράβασις τοῦ Λόγου τὴν φιλανθρωπίαν ἐξεκαλέσατο, ὥστε καὶ εἰς ἡμᾶς φθάσαι καὶ φανῆναι τὸν Κύριον ἐν ἀνθρώποις»[12]. Καὶ «Αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν καὶ τῆς ἐκείνου Ἐνσωματώσεως ἡμεῖς γεγόναμεν ὑπόθεσις»[13].
Ἔγινε νομίζω κατανοητὸ ὅτι ἡ «Περὶ Ἱκανοποιήσεως τῆς Θείας Δικαιοσύνης» δυτικὴ πλάνη, κρινόμενη ἐξ’ ἀπόψεως ὀρθοδόξου πίστεως, ἀποδεικνύεται ἄκρως αἱρετικὴ καὶ βλάσφημη αἵρεση, ἡ ὁποία ἀνατρέπει ἐκ βάθρων τὴν περὶ Θεοῦ καὶ Θείας Οἰκονομίας διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Παρατηροῦμε μὲ ἔκπληξη ὅτι, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ μεσαιωνικὴ αὐτή, ἀλλόκοτη φραγκικῆς προελεύσεως, πλάνη ἔτυχε σκληρῆς κριτικῆς, ὄχι μόνον ἀπὸ ὀρθοδόξους θεολόγους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ δυτικούς, συνεχίζει νὰ ἀποτελῇ «δόγμα πίστεως» γιὰ τὴν παπικὴ «ἐκκλησία», ἡ ὁποία ὡς τώρα δὲν διανοήθηκε νὰ τὸ ἀπεμπολήσῃ. Τὸ Βατικανὸ τὴν διατηρεῖ μὲ πεῖσμα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἔγινε πρόξενος τεράστιας ζημίας στὴν δυτικὴ χριστιανοσύνη, γενόμενη ἡ κυριότερη αἰτία γιγαντώσεως τῆς ἄρνησης τοῦ Θεοῦ στὸ δυτικὸ κόσμο καὶ τῆς γενικότερης ἀποστασίας, κι’ ἀκόμα φανερώνοντας τὸν μεσαιωνικὸ χαρακτῆρα τοῦ Παπισμοῦ.
Τέλος, μᾶς ἐκπλήσσει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ φοβερὴ αὐτὴ παπικὴ αἵρεση δὲν τέθηκε ποτὲ θέμα συζήτησης στοὺς διμερεῖς θεολογικοὺς διαλόγους. Διερωτόμαστε: οἱ ὀρθόδοξοι συμμετέχοντες σ’ αὐτοὺς δὲν θεωροῦν ἀπαραίτητο νὰ τεθῇ καὶ αὐτὴ ἡ σοβαρὴ πλάνη στὸ τραπέζι τῶν συζητήσεων; Εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ δεχτοῦμε «ἕνωση» μὲ τοὺς παπικούς, ἀποδεχόμενοι (καὶ) αὐτὴ τὴν κακοδοξία, ἡ ὁποία στρεβλώνει, ὅπως προαναφέραμε, ριζικὰ τὴν περὶ Θεοῦ καὶ Θείας Οἰκονομίας βιβλικὴ καὶ πατερικὴ διδασκαλία;
[1] Α' Ἀπόστιχον τοῦ Μεγ. Ἑσπερινοῦ α΄ ἤχου
[2] Ἀπολυτίκιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
[5] Ἑβρ. 2,14
[7] Ὅπου ἀνωτέρω
[8] Ὅπου ἀνωτέρω
[9] Ἑβρ. 13,8
[10] Ματθ. 12,7
[11] Λόγος ΜΕ΄, Εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα, 22, Migne, P.G., 36, 653
[12] Περὶ τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, 4. Migne, PG, 25, 104
[13] Περὶ Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, 54,3 Migne, PG 25,192B.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου