Ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ ἡ Θαυματουργός
Ἐλισάβετ, λιποῦσα γῆν, Θεοῦ Λόγε,
Καλὴ καλὸν βλέπει σε νύμφη νυμφίον.
Εἰκάδι καί γε τετάρτῃ ἀπῆρε πόλονδε Ἐλισαβέτεια.
Ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἡράκλεια τῆς Θράκης καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς της, Εὐνομιανὸς καὶ Εὐφημία, ἦταν ξακουστοὶ καὶ ὀνομαστοί, φημισμένοι γιὰ τὰ πλούτη τους καὶ περίφημοι γιὰ τὴν ἀρετή τους. Κατοικοῦσαν κοντὰ στὴν Ἡράκλεια, στὸν τόπο ποὺ ἀπὸ παλιὰ ὀνομαζόταν Θρακοκρήνη καὶ ἀργότερα Ἀβυδηνοί. Ζοῦσαν μὲ εὐσέβεια ἔχοντας ὡς πρότυπο τὸν Ἰώβ. Ποθώντας δὲ μὲ πάθος νὰ μιμηθοῦν τὴν φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, ἁπλόχερα βοηθοῦσαν ὅλους, ὅσοι εἶχαν ἀνάγκες ὑλικές.
Ὅμως εἶχαν περάσει δεκαέξι χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ νυμφεύθηκαν καὶ ἦταν ἀκόμη ἄτεκνοι. Γι’ αὐτὸ παρακαλοῦσαν ἀδιάκοπα τὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίσει ἕνα παιδί, διάδοχο τοῦ γένους τους καὶ κληρονόμο τοῦ πλούτου τους. Ὁ Κύριος, ποὺ ἰκανοποιεῖ τὰ αἰτήματα τῶν πιστῶν Του, ἄκουσε μὲ εὐμένεια τὴ δέησή τους καὶ δὲν παρέβλεψε τὴν προσευχή τους.
Ὑπῆρχε στὸν τόπο ἐκεῖνο ἕνα παλαιὸ ἔθιμο νὰ συγκεντρώνονται οἱ Χριστιανοὶ στὴν μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Γλυκερίας († 13 Μαΐου) καὶ νὰ ἑορτάζουν μία ὁλόκληρη ἑβδομάδα. Τότε λοιπόν, βρέθηκαν ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς καὶ οἱ γονεῖς τῆς Ὁσίας. Ἔκαναν λιτανεῖες καὶ ὁλονύκτιες δοξολογίες καὶ ἐπισκέπτονταν τοὺς ναοὺς τῆς πόλεως, ποὺ σὲ αὐτοὺς φυλάσσονταν τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν σαράντα Ἁγίων Γυναικῶν, τοῦ διακόνου Ἀμὼς καὶ πολλῶν ἄλλων Ἁγίων. Λιτάνευαν τότε καὶ τὴν πολυσέβαστη κάρα τῆς Ἁγίας Γλυκερίας.
Ὅμως κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν ὁποία τελοῦσε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λέων, ὁ πατέρας τῆς Ἐλισάβετ, Εὐνομιανός, ἔβλεπε τὴν ἁγία κάρα πότε νὰ χαμογελᾶ καὶ πότε νὰ λυπᾶται. Αὐτὸ τὸ θεώρησε ὡς σημεῖο τῆς πίστεώς του στὴ Μάρτυρα καὶ ἡ ψυχή του γέμισε μὲ χαρὰ καὶ λύπη μαζί. Μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του ἱκέτευσαν τὴν ἀθληφόρο Ἁγία, νὰ λύσει τὰ δεσμὰ τῆς στειρώσεώς τους καὶ νά τοὺς χαρίσει ἕνα παιδί.
Ἔτσι, ὅταν τοὺς πῆρε γιὰ λίγο ὁ ὕπνος, ὁ Εὐνομιανὸς εἶδε σὲ ὄνειρο τὴν Ἁγία Γλυκερία, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: «Γι’ αὐτὸ μοῦ δημιουργεῖς κόπους, ἄνθρωπέ μου, καὶ μοῦ ζητᾶς αὐτὸ ποὺ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σοῦ δώσει; Ὅμως, ἐὰν στ’ ἀλήθεια δίνεις τὸν λόγο σου πὼς θ’ ἀποκτήσετε καρδιὰ καὶ πνεῦμα ταπεινὸ καὶ πὼς ποτὲ δὲν θὰ καυχιέσαι σὲ βάρος τῶν ἄλλων, εὐχὴ κάνω νὰ σοῦ δώσει μὲ τὶς πρεσβεῖες μου ὁ μεγαλόδωρος Κύριος, τὸ γρηγορότερο, ἕνα κορίτσι. Αὐτὸ θὰ τὸ ὀνομάσεις Ἐλισάβετ, γιατί θὰ ἀναδειχθεῖ ὅμοια στὴν ψυχὴ μὲ τὴν μητέρα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτισθοῦ».
Ὁ πατέρας τῆς Ὁσίας συμφώνησε ὅτι θὰ κάνε αὐτὸ ποὺ ζήτησε ἡ Ἁγία Γλυκερία. Τότε ἐκείνη τὸν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ ἔφυγε. Ἡ γυναῖκα του συνέλαβε ἀμέσως καὶ μετὰ ἀπὸ τὴ συμπλήρωση ἐννέα μηνῶν γέννησε κορίτσι.
Ὅταν ἡ Ἐλισάβετ ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, ἡ μητέρα της ἔφυγε ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη ζωή. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ὁ πατέρας της. Ἡ μακαρία Ἐλισάβετ ἀπέμεινε ὀρφανή.
Ὅμως ἀμέσως ἐμπιστεύθηκε τὸν ἑαυτό της στὸν Θεὸ καὶ διακρίθηκε στὴ διακονία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν της. Χάρισε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔτσι μὲ τὰ χέρια τους τὴν κατέθεσε στὸν Θεό, ἐνῷ στοὺς δούλους χάρισε τὴν ἐλευθερία τους.
Ἔπειτα ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔφθασε στὴ μονὴ τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα «Μικρὸς Λόφος» καὶ ποὺ ἡγουμένη ἐκεῖ ἦταν κάποια θεία ἀπὸ τὸν πατέρα της. Στὴ μονὴ αὐτὴ ἀπαρνήθηκε τὰ ἐγκόσμια καὶ τὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ ἐκάρη μοναχή. Ζοῦσε μὲ σκληραγωγία, νηστεία καὶ ἄσκηση καὶ περπατοῦσε ἀνυπόδητη. Τὸ σῶμα της ποτὲ δὲν δέχθηκε νὰ τὸ πλύνει μὲ νερό. Τὸ διατηροῦσε ὅμως καθαρὸ λούζοντας τὸ καθημερινὰ μὲ τὶς ἀστείρευτες πηγὲς τῶν δακρύων της. Ἒτσι ἔφθασε στὰ ὕψη τῆς ἁγιότητας καὶ ὁ Ἅγιος Θεὸς τὴν ἀξίωσε τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος καὶ αὐτοῦ τῆς θαυματουργίας.
Δυὸ χρόνια ἀργότερα ἡ ἡγουμένη τῆς μονῆς ἔφυγε ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, ἀφοῦ ὅρισε διάδοχό της τὴν Ὁσία Ἐλισάβετ, τὴν ὁποία ἐγκατέστησε ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Α’ (458 – 471 μ.Χ.).
Ἡ Ὁσία γέμιζε μὲ φῶς αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη τὴν πλησίαζαν. Κάποτε, τὴν ὥρα ποὺ ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία στὸ ναό, εἶδε νὰ ἀστράφτει ἕνα ἀπερίγραπτο φῶς καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα νὰ κατέρχεται μετὰ τὸν Χερουβικὸ ὕμνο μέσα στὸ Θυσιαστήριο καὶ νὰ καλύπτει τὸν ἱερέα ποὺ στεκόταν μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα.
Ἡ Ὁσία πλημμύρισε ἀπὸ θάμβος καὶ ἔκπληξη. Ὅμως αὐτὸ δὲν τὸ εἶπε σὲ κανένα, μέχρι ποὺ ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς ἐκδημίας της στὸν Θεό. Ὅσο πλησίαζε ἡ ὥρα της, ὁ πόθος της – ὅπως ἔλεγε – νὰ δεῖ τὴν πατρίδα της, περίσσευε. Ἦλθε λοιπὸν στὴν Ἡράκλεια καὶ προσκύνησε τοὺς ἐκεῖ σεπτοὺς ναοὺς τῶν Ἁγίων. Καὶ ἐκεῖ, στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου, εἶδε σὲ ὅραμα τὴν Παναγία, ποὺ τὴν ὑποδέχθηκε.
Τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου τὸ ἀναγνώρισε σὲ εἰκόνα, ὅταν ἔφθασε στὸ ναὸ τοῦ Ἱερομάρτυρα Ρωμανοῦ. Ἡ φωνὴ τῆς Παναχράντου τὴν κάλεσε νὰ ἐπιστρέψει στὸ μοναστήρι της, γιατί ὁ καιρὸς τῆς κοιμήσεώς της ἦταν κοντά. Ἔτσι ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ, ἀφοῦ ἐπέστρεψε πίσω, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸ ἱερὸ λείψανό της ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, μένοντας ἀκέραιο καὶ ἀνέπαφο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῶν ἐκ λαγόνων Χριστὸν ἠγάπησας, ὥσπερ βλαστὸς Ἐλισάβετ δικαιοσύνης τερπνός, καὶ τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἀκολουθήσασα, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, γεωργεῖς τὰς ἀπαρχὰς, ἀμέμπτῳ σου πολιτείᾳ, θαυματουργοῦσα θεόφρον, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς παρθενίας τέμενος, καὶ ἀρετῶν θησαύρισμα, τὴν τῶν θαυμάτων βλυσταίνεις χρηστότητα, ὥσπερ πηγὴ ἀκένωτος, καὶ ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἐλισάβετ καθαίρεις τὰ ἀρρωστήματα, τῶν εὐλαβῶς ψαλλόντων, τῷ Κτίσαντι· Ἀλληλούϊα.
Μεγαλυνάριον.
Ὡς ἐπαγγελίας δῶρον σεμνόν, τῶν ἐπηγγελμένων, κατηξίωσαι ἀγαθῶν, βίῳ καταλλήλῳ, Ὁσία Ἐλισάβετ, ὧν καὶ ἡμᾶς λιταῖς σου, Μῆτερ ἀξίωσον.
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Στρατηλάτης
Ἔπνιξε δεινὰ πνεύματα πλάνης Σάββας,
Ποταμόπνικτος Μάρτυς ὀφθεὶς Κυρίου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Αὐρηλιανοῦ (270 – 275 μ.Χ.). Ἦταν στρατηλάτης στὴ Ρώμη καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος τῶν Γότθων. Διέλαμπε γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν ἄσκησή του, ἐπισκεπτόταν δὲ στὶς φυλακὲς τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει. Γι’ αὐτὸ κατηγορήθηκε στὸν βασιλέα καὶ ὁδηγήθηκε δέσμιος ἐνώπιόν του, ὅπου ὁμολόγησε μὲ παρρησία καὶ πνευματικὴ ἀνδρεία τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Τότε τὸν κρέμασαν καὶ τοῦ κατέσκισαν τὶς σάρκες. Ὅμως ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν διατήρησε σῶο καὶ ἀβλαβή. Βλέποντας τὸ παράδοξο θαῦμα ποὺ ἐπιτέλεσε ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, πίστεψαν στὸν Χριστὸ ἑβδομήντα στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας μετὰ τὶς φρικώδης βασάνους, κλείσθηκε στὴ φυλακή, ὅπου καὶ ἔλαβε τὸ ἔτος 272 μ.Χ. τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν κτήτορας τῆς φερωνύμου μονῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Καταγόταν ἀπὸ περιφανὴ καὶ πλούσια οἰκογένεια καὶ εἶχε σπουδαία μόρφωση. Ὑπῆρξε σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, τοῦ δομήτορος τῆς Μεγίστης Λαύρας, στὸ δὲ βίο του μαρτυρεῖται ὅτι ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος θεράπευσε τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ὁσίου Ξενοφῶντος, Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπὸ τὴν ἀνίατη νόσο τοῦ καρκίνου.
Ὅταν ἦλθε ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν στὸν χῶρο ὅπου σήμερα ὑπάρχει ἡ ἐπ’ ὀνόματί του φερομένη μονή, βρῆκε κατὰ τὴν παράδοση μικρὸ ναΐσκο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου καὶ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ὅταν οἱ ἅγιες εἰκόνες κατακαίγονταν ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικούς.
Τότε ἡ Ἁγία αὐτὴ εἰκόνα, μαζὶ μὲ ἄλλες, ρίχθηκε στὴ φωτιά. Ἀλλά, ὢ τοῦ θαύματος!, ἡ φωτιὰ σβήστηκε καὶ ἡ εἰκόνα βρέθηκε σῶα καὶ ἀβλαβὴς πρὸς καταισχύνην τῶν ἀσεβῶν. Τότε ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ θρασύτερος καὶ τολμηρότερος ἀπὸ ὅλους, ἀφοῦ ἔλαβε μάχαιρα χτύπησε τὴν μορφὴ τοῦ Ἁγίου στὸν πώγωνα καὶ ἀμέσως τὸ αἷμα ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὴν πληγὴ παρέστησε τὸν Ἅγιο ζωντανὸ καὶ θαυμαστό, νὰ ἐλέγχει δὲ τρανῶς τὴν πλάνη τῶν αἱρετικῶν. Αὐτὸ δέ, φαίνεται μέχρι σήμερα.
Μετὰ ἀπὸ ὅτι συνέβη, οἱ ἀσεβεῖς ἐκεῖνοι ἄνθρωποι τράπηκαν σὲ φυγή. Ἕνας δὲ εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος Χριστιανὸς πῆρε τὴν εἰκόνα μὲ φόβο καὶ εὐλάβεια καὶ τὴν ἔφερε στὴν παραλία.
Ἐκεῖ, ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Πανάγαθο Θεό, γιὰ νὰ διασώσει τὴν εἰκόνα, τὴν ἔριξε στὴ θάλασσα. Ἔτσι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἔφθασε στὴ μονὴ Ξενοφῶντος, γιὰ νὰ καταστεῖ στήριγμα καὶ παρηγοριὰ τῶν μοναστῶν, ὁροθέτης καὶ φύλακας τοῦ εὐλογημένου ἐκείνου τόπου.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν εἶδε τὴν ἁγία εἰκόνα καὶ ἔμαθε περὶ τῆς παραδόξου ἐπελεύσεως αὐτῆς διὰ τῆς θαλάσσης, ἀνήγειρε μὲ δικά του ἔξοδα καὶ πολὺ κόπο νέα μεγαλοπρεπέστατη μονή, τὴν ὁποία ἀφιέρωσε στὸν Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο καὶ κατέστησε αὐτὴν ἀρετῆς φροντιστήριο, ἀσκήσεως γυμναστήριο, ὑπακοῆς καὶ ταπεινοφροσύνης θεῖο ἐνδιαίτημα, σωφροσύνης κατοικητήριο, μάλιστα δὲ ἐλεημοσύνης καὶ ἀγάπης οἶκο.
Ὁ Ὅσιος διὰ τῆς διακρίσεως καὶ τῆς πλήρους ἀγάπης καρδίας αὐτοῦ, ἐφείλκυε πάνω του τὴ Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ τὸν βλέπουμε νὰ ἔρχεται εἰρηνοποιὸς στὶς διενέξεις καὶ στὶς προστριβὲς μεταξὺ ὁρισμένων μονῶν τοῦ Ἄθω, ποὺ συνέβησαν κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ., μὲ ἀφορμὴ ἐδαφικὲς διαφορὲς καὶ καταπατήσεις, στὶς ὁποῖες ἔδινε τὴ λύση ἐπιτυγχάνοντας τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ δικαίου καὶ τὴν τακτοποίηση ὅλων τῶν ἐνδιαφερομένων πλευρῶν.
Βρίσκουμε δὲ καὶ τὶς περίφημες «ἀσφάλειες» αὐτοῦ, δηλαδὴ τὰ συμβόλαια ἢ συμφωνητικά, στὰ ὁποῖα καὶ σκιαγραφεῖται γλαφυρὰ τὸ σοφότατο τοῦ νοῦ του, τὸ πραότατο τῆς καρδιᾶς του, τὸ εἰρηνοποιὸ τῆς διαθέσεώς του, τὸ δικαιότατο τῆς γνώμης του, ἡ πλούσια καὶ βαθύτατη μόρφωση καὶ καλλιέργειά του. Καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς πατέρες ἀπεκλήθη «ὁ δίκαιος».
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν, περὶ τὸ τέλος τοῦ βίου του, παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἡγουμενία ὑπὲρ τοῦ ἀδελφοῦ του Θεοδώρου καὶ ἐφησύχαζε ἀναμένοντας εἰρηνικὰ τὴν ὥρα τῆς ἐκδημίας του πρὸς τὸν Κύριο. Ὁ Κύριος τὸν ἀνέπαυσε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1018 – 1035.
Άγιοι Εβδομήκοντα Στρατιώτες
Κάρας ἀριθμῶν τῷ ξίφει τετμημένας,
Εὕροις πεσόντας ἄνδρας ἑπτάκις δέκα.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες πίστεψαν στὸν Χριστὸ μετὰ ἀπὸ θαυματουργικὴ διάσωση τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ στρατηλάτου ἀπὸ τὶς πληγὲς τοῦ μαρτυρίου καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν ἐπὶ βασιλείας Αὐριλιανοῦ, τὸ ἔτος 272 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Πασικράτης καὶ Βαλεντίων οἱ Μάρτυρες
Ὁ Πασικράτης ἤρατο τμηθεὶς κράτος,
Βαλεντίωνος ἐκβαλὼν φόβον ξίφους.
Οι Άγιοι Μάρτυρες Πασικράτης και Βαλεντίων κατάγονταν από το Δορύστολο της κάτω Μοισίας (περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου) και ήταν στρατιώτες χριστιανοί, κατά την εποχή πού έπαρχος ήταν ο Αυλοζάνης. Επειδή δεν ανέχονταν την προσκύνηση των ειδώλων από τους εθνικούς, έκαναν δριμύτατη παρατήρηση σ' αυτούς που τα πίστευαν και ομολόγησαν Θεό αληθινό τον Χριστό. Συνελήφθηκαν και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα, ο οποίος τους παρότρυνε να προσφέρουν θυσία στον Απόλλωνα.
Ο μεν Πασικράτης αρνήθηκε και, αφού τον έδεσαν με αλυσίδες, τον έριξαν στη φυλακή. Εκεί ήλθε ο αδελφός του και τον συμβούλευσε να προσφέρει έστω λίγο θυμίαμα για να σωθεί.
Αλλά ο Πασικράτης τον έδιωξε και δέχτηκε με χαρά την απόφαση του ηγεμόνα ν' αποκεφαλιστεί.
Ο δε Βαλεντίων, όταν ρωτήθηκε αν συμφωνεί με αυτά που πιστεύει ο Πασικράτης. απάντησε πώς και αυτός εμμένει στη Χριστιανική του πίστη και δεν πρόκειται να θυσιάσει ποτέ στα άψυχα είδωλα.
Τότε και οι δύο αποκεφαλίστηκαν, σε ηλικία, ο μεν Πασικράτης 22 ετών, ο δε Βαλεντίων 30, το έτος 297 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Δάναβος, Δημήτριος, Εὐσέβιος, Λεόντιος, Λογγίνος, Νεστάβος, Νέων καὶ Χριστόφορος οἱ Μάρτυρες
Ἀριθμὸν ἰσάμιλλον ὀκτὼ Μαρτύρων,
Τὸν ἰσάκις τέμνουσιν ἴσον ἰσάκις.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες μαρτύρησαν τὸ ἔτος 303 μ.Χ., ὅταν προσῆλθαν στὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος. Ὁμολογήσαντες τὸν Χριστό, συνελήφθησαν καὶ κρατήθηκαν στὴ φυλακή. Στὴν συνέχεια κρεμάσθηκαν διὰ προστάγματος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἐξέσθησαν καὶ τέλος ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ὁ Ἅγιος Δούκας ὁ Νεομάρτυρας
Δούκας ο ράπτης εκδαρείς δοράν όλην,
Έρραψεν αυτώ ιμάτιον φωσφόρον.
Ο Άγιος Δούκας καταγόταν από τη Μυτιλήνη και εργαζόταν ως ράπτης σε κάποιο ραφείο της Κωνσταντινουπόλεως. Όταν κάποτε πήγε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο σπίτι κάποιου Τούρκου μεγιστάνα, που έλειπε στον στρατό, δέχθηκε άμεση επίθεση από την ακόλαστη γυναίκα του, αλλά ως άλλος σώφρων Ιωσήφ απομακρύνθηκε από το σπίτι της. Τότε εκείνη για να αποσείσει την ντροπή από πάνω της πήγε και συκοφάντησε τον Δούκα στο Βεζίρη ότι ο μάρτυρας προσπάθησε να τη βιάσει στο σπίτι της.
Ο έπαρχος αμέσως συνέλαβε το Δούκα και τον οδήγησε μπροστά στο Βεζίρη ο οποίος με κολακείες και υποσχέσεις προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί το Χριστό και να γλιτώσει τη ζωή του. Ο Δούκας πεισματικά αρνήθηκε και υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Οι Τούρκοι, αφού τον έγδαραν ζωντανό, έριξαν το δέρμα του στη θάλασσα και συνέχισαν τα βασανιστήρια τους στο άψυχο και άμορφο σώμα του νεομάρτυρα.
Το γεγονός αυτό έγινε στις 24 Απριλίου 1564 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη αποδεικνύοντας τον θείο έρωτα του μάρτυρα στη Χριστιανική πίστη.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νεομάρτυρας
Ζητών ο Nικόλαος ευρέσθαι γάμον,
Άφθαρτον εύρε διά πληγών εν πόλω.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος κατοικοῦσε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Χατζη-Κανέλο στὴν πόλη Γιαγιὰ Κιοΐ. Ὁ πατέρας του ἦταν ἐπιστάτης στὰ κτήματα τοῦ ἀγᾶ τῆς πόλεως, ποὺ ὀνομαζόταν Καρὰ Ὀσουμάνογλου καὶ ἔχαιρε ἰδιαιτέρας ἐκτιμήσεως ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Τούρκους. Σὲ ἡλικία εἴκοσι δύο ἐτῶν ὁ Νικόλαος, ἀφοῦ εἶχε νυμφευθεῖ, ἔλαβε τὴν ἄδεια τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ ἀγᾶ, γιὰ νὰ μεταβεῖ πρὸς τακτοποίηση διαφόρων ὑποθέσεων στὴ Μαγνησία.
Εἰσερχόμενος στὴν πόλη φοροῦσε τουρκικὰ ὑποδήματα καὶ φέσι στὴν κεφαλή. Οἱ ὑπηρέτες τοῦ δικαστοῦ τῆς Μαγνησίας, παρ’ ὅτι τὸν γνώριζαν, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν προσήγαγαν στὸν δικαστή. Ὁ δικαστής, προσποιούμενος καὶ αὐτὸς ὅτι δὲν τὸν γνώριζε, ρώτησε τὸν Μάρτυρα μήπως ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀσπασθεῖ τὴν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ καὶ προτιθέμενος νὰ τὸ πράξει φόρεσε, ὡς σημεῖο τοῦ πόθου του, τὰ τουρκικὰ ὑποδήματα καὶ τὸ φέσι.
Ὁ Νικόλαος τότε ἀπάντησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς νὰ μὲ φυλάξει καὶ νὰ μὴν γίνει σὲ ἐμένα ποτὲ νὰ ἀρνηθῶ τὴν πίστη μου. Ἐγὼ τὰ ροῦχα αὐτὰ τὰ φοράω μὲ δική σας ἄδεια, ἐπειδὴ ὁ πατέρας μου εἶναι ὑπηρέτης καὶ δουλευτὴς δικός σας». Ὁ δικαστὴς τότε διέταξε νὰ τὸν ραβδίσουν καὶ ὅταν διαπίστωσε τὸ ἄκαμπτο φρόνημα τοῦ νέου, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν μαστιγώσουν πολύ.
Μετὰ τὴν μαστίγωση ἀκολούθησαν κολακεῖες καὶ μεγάλες ὑποσχέσεις γιὰ τιμὲς καὶ ἀξιώματα, ἀλλὰ ὁ Νικόλαος παρέμεινε ἀμετάθετος στὴν ἀπόφασή του νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη του στὸν Χριστό. Ἀφοῦ ὑπέμεινε καὶ τρίτη καὶ τέταρτη μαστίγωση, τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου ὀμολογώντας τὸν Χριστὸ καὶ χαίροντας γιὰ τὰ παθήματά του, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του, τὸ ἔτος 1769.
Όσιος Σάββας ο εν τω Σπηλαίω
Ὁ Ὅσιος Σάββας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἔζησε στὶς κοντινὲς σπηλιὲς τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου κατὰ τὸν 13ο αἰὼνα μ.Χ. Στὰ χειρόγραφα καὶ στὸν Κανόνα τῆς Ἀκολουθίας πρὸς τοὺς Πατέρες τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἀποκαλεῖται Θαυματουργός.
Ὁ Ὅσιος Σάββας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 24 Ἀπριλίου, ἐξαιτίας τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Σάββα τοῦ Στρατηλάτου.
Ὁ Ὅσιος Θαυμαστός
Ὁ Ὅσιος Θαυμαστὸς ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Θωμᾶς ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός
Ὁ Ὅσιος Θωμᾶς, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ Ἔγκλειστος
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔζησε κατὰ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ μόνασε, ὡς ἔγκλειστος, στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Τὰ ἱερὰ λείψανά του ξαναβρέθηκαν τὸ ἔτος 1675, χάρη σὲ μία κατολίσθηση ποὺ ἐπακολούθησε ἐνὸς σεισμοῦ ποὺ ἐκεῖνο τὸν χρόνο χτύπησε τὸ Κίεβο. Στὴν συνέχεια τοποθετήθηκαν δίπλα σὲ ἐκεῖνα τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ὁ βίος τοῦ Ἁγίου δὲν καταγράφηκε. Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀλεξίου μνημονεύεται, ἐπίσης, στὶς 28 Σεπτεμβρίου, στὴν κοινὴ ἑορτὴ τῶν Ἁγίων μοναχῶν τῆς Λαύρας τῶν κοντινῶν Σπηλαίων καὶ τὴ δεύτερη ἑβδομάδα τῆς Τεσσαρακοστῆς, στὴν κοινὴ μνημόνευση τῶν θαυματουργῶν Πατέρων τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Ὁ Ἅγιος Μελίτων Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας
Ὁ Ἅγιος Μελίτων ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 6ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 7ο αἰῶνος μ.Χ. Ἦταν μέλος τῆς δευτέρας ὁμάδας τῶν μοναχῶν, τοὺς ὁποίους ἀπέστειλε στὴ Βρετανία ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, Ἐπίσκοπος Ρώμης († 12 Μαρτίου), πρὸς ἐνίσχυση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐγουστίνου. Τὸ ἔτος 604 μ.Χ. ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῶν Ἀνατολικῶν Σαξόνων μὲ ἕδρα τὸ Λονδίνο. Εἵλκυσε στὴν ὀρθόδοξη πίστη τὸν βασιλέα Σάμπερτ, ὁ ὁποῖος τὸν βοήθησε πολὺ στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο.
Ὁ Ἅγιος Μελίτων ἐξελέγη, τὸ ἔτος 619 μ.Χ., Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 624 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ὁμολογητής ἐκ Ρουμανίας
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ εἶναι ὁ πρῶτος ἡσυχαστὴς τοῦ ὄρους Μπιζερικάνι τῆς Μολδαβίας, στὴ Ρουμανία, ἀλλὰ καὶ ὁ ἱδρυτὴς τῆς τοπικῆς μονῆς. Γεννήθηκε κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. σὲ ἕνα χωριὸ τῆς περιοχῆς τοῦ Νέματ καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Μπιστρίτα καί, ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦσε περισσότερη ἡσυχία, ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου Δομετιανοῦ καὶ ἀναχώρησε γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους.
Ἐπισκέφθηκε τὸν Πανάγιο Τάφο καὶ ἔπειτα ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Ἡ αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ προσευχὲς καὶ ἡ νηστεία τοῦ Ὁσίου, ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνουν γύρω του πλῆθος μοναχῶν καὶ μαθητῶν. Ἡ νέα ἀδελφότητα ἀποτελοῦνταν ἀπὸ δεκαπέντε Ρουμάνους καὶ δύο Ἕλληνες καὶ ἀκολουθοῦσε πιστὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ἀσκητικοῦ βίου τοῦ στάρετς. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑβδομάδος ὁ καθένας ζοῦσε κατὰ μόνας στὸ κελλί του καὶ ἔτρωγε ἐλάχιστα μία φορὰ τὴν ἡμέρα μέχρι τὴ δύση τοῦ ἡλίου.
Τὴν Κυριακή, τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὅλοι συνάγονταν στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν καὶ νὰ κοινωνήσουν. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἔτρωγαν ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ χρόνος περνοῦσε μὲ ψαλμωδίες καὶ πνευματικὲς συζητήσεις. Τὸ βράδυ ὁ καθένας ἐπέστρεφε στὸ κελλί του γιὰ μία ἀκόμη ἑβδομάδα ἀσκήσεως καὶ σιωπῆς.
Ὅμως οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Ἀράβων στοὺς Ἁγίους Τόπους ἀνάγκασαν τὸν Ὅσιο Ἰωσὴφ καὶ τοὺς μαθητές του νὰ καταφύγουν στὴ Μολδαβία, στὴ μονὴ Μπιστρίτα καὶ στὴν συνέχεια στὸ ὄρος Μπιζερικάνι. Ἐδῶ ὁ Ὅσιος ἔχτισε ἕνα ξύλινο ναὸ καὶ ἕνα κελλί, ἐνῷ οἱ μαθητές του Σίμων, Μεθόδιος, Βαρνάβας, Ἀβέρκιος, Γερμανὸς καὶ Πύρρος ἐγκαταστάθηκαν στοὺς γύρω λόφους.
Τὴν παρουσία τους ἐκεῖ, μαρτυροῦν σήμερα τὰ τοπωνύμια, ὅπως «ὄρος τοῦ Σίμωνος», «ὄρος τοῦ Μεθοδίου», «ὄρος τοῦ Βαρνάβα».
Οἱ κανόνες τοῦ ἀσκητικοῦ βίου στὴ νέα ἀσκητικὴ παλαίστρα, ἦταν οἱ ἴδιοι μὲ αὐτοὺς ποὺ ἐφάρμοζαν καὶ στὸν Ἰορδάνη. Ἀδιάλειπτη προσευχή, σιωπή, ἐξομολόγηση, ἀγρυπνίες, Θεία Κοινωνία. Ὁ Ὅσιος
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἔζησε στὸ ἀσκητικό του ὄρος περισσότερο ἀπὸ τριάντα χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1711.
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας ὁ Ὁμολογητής ἐκ Ρουμανίας
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας, ὁ Ὁμολογητής, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1600 στὴν Τρανσυλβανία καὶ καταγόταν ἀπὸ πτωχὴ καὶ εὐσεβὴ οἰκογένεια. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχισμὸ καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ Πούτνα. Λόγω τῆς θεοφιλοῦς πολιτείας του, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Τρανσυλβανίας Γενναδίου († 3 Σεπτεμβρίου 1640) καὶ μὲ τὴ συγκατάθεση τοῦ βοεβόδα τῆς Μολδαβίας Βασιλείου Λούπου, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Τρανσυλβανίας.
Ὁ Ἅγιος ὑπερασπίσθηκε, ὡς Ἐπίσκοπος, τὴν ὀρθόδοξη πίστη μὲ ὅλη του τὴ δύναμη. Γι’ αὐτὸ φυλακίσθηκε καὶ ὑπέφερε τὰ πάνδεινα. Μετὰ ἀπὸ ἐννέα μῆνες ἔγκλειστου βίου στὴ φυλακή, ἀπελευθερώθηκε καὶ πῆγε στὴ Μολδαβία. Κατὰ τὸ ἔτος 1656 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος στὸ Χοὺς καὶ πάλι ἀγωνίσθηκε σκληρὰ γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1678.
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Ὁμολογητής ἐκ Ρουμανίας
Ὁ Ἅγιος Σάββας, ὁ Ὁμολογητής, κατὰ κόσμον Συμεών, ἔζησε τὸν 17ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Τρανσυλβανία. Ἀφοῦ πέρασε κάποιο διάστημα στὴ μονὴ Κομάνα, ὅπου διδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα, διορίσθηκε ὡς ἱερέας στὴν περιοχὴ Ἀράντ. Τὸ ἔτος 1656 ἐξελέγη Μητροπολίτης Τρανσυλβανίας καὶ ποίμανε τὸ ποίμνιό του μὲ ἱερὸ ζῆλο καὶ ἀγάπη. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, τὸ ἔτος 1680, ἐκθρονίσθηκε καὶ φυλακίσθηκε. Ἐπὶ τρία ὁλόκληρα χρόνια ὑπέφερε στὴ φυλακή, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πάνδεινα βασανιστήρια. Ἀποφυλακίσθηκε τὸ ἔτος 1683 καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, λόγω τῶν κακουχιῶν καὶ τῶν βασάνων, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό.
Άγιοι Αχιλλέας και Ευτέξιος ο ιερομάρτυρας
Η μνήμη τους αναφέρεται επιγραμματικά στο «Μικρόν Ευχολόγιον ή Αγιασματάριον» έκδοση «Αποστολικής Διακονίας» 1959, χωρίς άλλες πληροφορίες. Πουθενά άλλου δεν αναφέρεται η μνήμη τους.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Μόλχᾳ τῆς Ρωσίας
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τῆς Μόλχα, ἐμφανίσθηκε στὶς 18 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1405 στὸν βαλτότοπο τῆς Μόλχα, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Πούτιβ. Στὴν ἀρχὴ βρισκόταν στὸ μοναστήρι τῆς ἐρήμου στὴ Μόλχα, στὸ Σοφρώνιεφ, ἀλλὰ μετὰ μεταφέρθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Πούτιβλ, στὶς 24 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1605.
Σύναξη της Παναγίας της Καμαριώτισσας στην Σαμοθράκη
Τὸν σὸν τόκον, Παρθένε, διασῴζεις,
ἐκ τῆς τοῦ Ἡρῴδου θηριωδίας,
εἰς Αἴγυπτον φυγαδεύουσα·
καὶ αὖθις, ἐκ τῆς τῶν εἰκονομάχων μανίας,
σὴν εἰκόνα, τῆς θλάσεως περισῴζεις,
εἰς Σαμοθράκην προπέμπουσα.
Στο
χωριό Καμαριώτισσα της Σαμοθράκης, το λιμάνι του νησιού και στον Ιερό
Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας της
Καμαριωτίσσης. Η μνήμη της τιμάται κάθε χρόνο την Πέμπτη της
Διακαινησίμου Εβδομάδος.
Στα χρόνια της εικονομαχίας αν και δε
γνωρίζουμε την ακριβή χρονική στιγμή, αλλά στα μέσα της Άνοιξης και
μάλιστα την Πέμπτη της Διακαινησίμου εκείνης της χρονιάς, συνέβη το
θαυμαστό γεγονός της εύρεσης της ιεράς εικόνας της Παναγίας στο νησί της
Σαμοθράκης.
Το ιστορικό αυτό γεγονός συνέβη κατά προσέγγιση μεταξύ πρώτης ή στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 9ου μ.Χ. αιώνα.
Κατά
τα ξημερώματα κάποιοι ψαράδες ήταν μαζεμένοι στον ορμίσκο στα
βορειοδυτικά του νησιού εκεί που είναι το σημερινό επίνειο και
ασχολούνταν με την τακτοποίηση των διχτύων όταν διέκριναν στο βάθος του
ορίζοντα ένα φως λαμπερό χωρίς όμως να βλέπουν κάτι να επιπλέει στη
θάλασσα.
Όσο περνούσε η ώρα το φως γινόταν πιο ζωηρό και μαζί του
μεγάλωνε η περιέργεια και η απορία τους καθώς δε μπορούσαν να εξηγήσουν
τι ήταν αυτό το φως που έβλεπαν και που συνεχώς τους πλησίαζε.
Πράγματι,
δεν έπεσαν έξω. Ενώ το φως ολοένα και ερχόταν πιο κοντά τους, οι
αχτίδες που σκόρπιζε γίνονταν πιο διακριτές και οι αντανακλάσεις
έμοιαζαν με πλεούμενο που κατευθυνόταν στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες
σταμάτησαν τη δουλειά τους κι άρχισαν να συζητάνε για το παράξενο
φαινόμενο κάνοντας υποθέσεις ανάλογα με τη φαντασία που διέθετε ο
καθένας τους.
Η περιέργεια τους έφτασε στο αποκορύφωμα όταν το
περίεργο θέαμα έφτασε πολύ κοντά και παρά τις προσπάθειες τους να το
δουν καθαρά δεν τα κατάφερναν παρ' όλο που σκαρφάλωναν άλλοι στα βράχια
κι άλλοι στα δέντρα και τούτο γιατί τους εμπόδιζε να δουν καθαρά η λάμψη
που εξέπεμπε καθώς και ο μικρός όγκος του σε σύγκριση με τα κύματα.
Έτσι
αποφάσισαν να ρίξουν τις βάρκες στη θάλασσα για να το πλησιάσουν και να
λυθεί το μυστήριο. Στη μια βάρκα μπήκαν δύο βαρκάρηδες και στην άλλη
ένας μονάχος του και κωπηλατώντας άρχισαν όλοι μαζί να πλέουν προς το
παράξενο και μυστηριώδες πλεούμενο που τώρα βρίσκονταν σε απόσταση
μικρότερη από μισό μίλι.
Η μια βάρκα ακολουθούσε την άλλη σε
μικρή απόσταση όταν φθάνοντας περίπου σε απόσταση εκατόν οργιές από τη
στεριά και σα να υπήρξε κάποιο σύνθημα μεταξύ τους σταμάτησαν να
κωπηλατούν και περίμεναν να φτάσει το πλεούμενο.
Έτσι ακριβώς κι
έγινε. Ένα μικρό αντικείμενο που χρύσιζε από τις ακτίνες του ήλιου,
σπρωγμένο από το ρεύμα της θάλασσας, αφού έκανε έναν κύκλο ήρθε και
σταμάτησε ανάμεσα στις δύο βάρκες.
Οι βαρκάρηδες μόλις το είδαν
το πλεύρισαν, τραβώντας γρήγορα κουπί, και τότε αντίκρυσαν εμπρός τους
ένα μεταλλικό κουτί κλεισμένο ερμητικά. Αφού το περιεργάστηκαν με
προσοχή θέλησαν να μάθουν τι ήταν αυτό που έκρυβε. Στην πρώτη βάρκα ο
ένας ψαράς κρατούσε το κιβώτιο όσο ο άλλος τραβούσε κουπί, ενώ ο
δεύτερος ψαράς ακολουθούσε ώστε να φτάσουν στην ακτή όπου τους περίμεναν
οι υπόλοιποι γεμάτοι αγωνία. Αφού έφτασαν επιτέλους στην ακτή και τους
περιτριγύρισαν όλοι, έδεσαν γρήγορα τις βάρκες τους όπως - όπως κι
επιδόθηκαν με βιασύνη στο άνοιγμα του μεταλλικού κουτιού ενώ όλοι τους
έκαναν διάφορες σκέψεις σχετικά με τον κρυμμένο θησαυρό.
Πράγματι,
θησαυρός υπήρχε και μάλιστα ανυπολόγιστης αξίας. Αντίκρυσαν μιαν εικόνα
με τη σεβάσμια μορφή της Θεομήτορος που κρατούσε στην αγκαλιά της το
Υιό της και Κύριο μας, Ιησού Χριστό, που στα χέρια του κρατούσε το
σύμπαν. Η δε εικόνα έφερε τον τίτλο «Παναγία η Καμαριώτισσα».
Μεγάλο
δέος κατέλαβε τις ψυχές όλων και με χαρά κι ανέκφραστη αγαλλίαση
δόξασαν τον Πανάγαθο Θεό. Αφού έβγαλαν από τις αποσκευές τους ένα καθαρό
υφαντό, το έστρωσαν πάνω στην κουπαστή μιας βάρκας και πάνω του
απόθεσαν τη σεβάσμια εικόνα αφού με φόβο και ευλάβεια προσκύνησαν εμπρός
της. Ύστερα αποφάσισαν μόλις βραδυάσει να τη μεταφέρουν στα φτωχόσπιτά
τους καθότι στα μέρη τους δεν υπήρχε κάποιο αξιόλογο οίκημα.
Μετά
ασχολήθηκαν πάλι με το φαινόμενο και κυρίως με τον παράδοξο τρόπο
άφιξης της εικόνας κι όλοι συμφώνησαν ότι επρόκειτο περί θαύματος. Πάλι
οι τρεις βαρκάρηδες άρχισαν να περιγράφουν με περισσή λεπτομέρεια τα
συμβάντα, αναφέροντας κι επισημαίνοντας ότι κατά την πορεία σταμάτησαν
να κωπηλατούν γιατί τα χέρια τους είχαν παραλύσει και κανείς από τους
τρεις δεν τολμούσε να ανακοινώσει στον άλλον τι ακριβώς του συνέβαινε.
Έδιναν την εντύπωση ότι σταμάτησαν γιατί βρίσκονταν σε κατάσταση
αναμονής. Τα ονόματα τους που σώθηκαν προφορικά, σύμφωνα με την
παράδοση, αφού δε γνώριζαν γραφή είναι Παύλος ο μεγαλύτερος, μαζί με τον
μικρότερο αδελφό του τον Ραξή, ο οποίος πήρε την εικόνα και τη μετέφερε
στην ακτή, ενώ στην άλλη βάρκα επέβαινε κάποιος ονόματι Λάμπρος. Στο δε
γεύμα που ακολούθησε το μεσημέρι, συζητούσαν το πότε και που θα
τοποθετούσαν την ιερή εικόνα της Αειπαρθένου Θεοτόκου. Η αρχική τους
σκέψη να διαφυλάξουν την εικόνα σε κάποιο σπίτι άλλαξε στη συνέχεια και
αποφάσισαν από κοινού να την εγκαταστήσουν στον αρχικό τόπο που έφτασε,
για να γίνει η Προστάτιδα τους. Αφού όλοι συγκατατέθηκαν, ανέβηκαν
σαράντα βήματα πιο πάνω από το σημείο αυτό και στα ερείπια που είχαν
απομείνει από κάποιο Ναό έφτιαξαν μια θέση σαν θρόνο στην Κυρία του
Ουρανού και τοποθέτησαν εκεί πάνω την Εικόνα της Παναγίας της
Καμαριώτισσας την Πέμπτη μετά το Πάσχα.
Γι' αυτό και προς τιμήν
Της εκείνη την ημέρα τελείται πανήγυρις όπου συμμετέχει όλος ο λαός του
νησιού στη γιορτή που είναι πασίγνωστη με το όνομα «Το πανηγύρι της
Καμαριώτισσας».
Οι παραπάνω ψαράδες και όλοι οι άλλοι κάτοικοι
του νησιού παρά τις ασχολίες τους για την καθημερινή διαβίωση φρόντισαν
με λατρεία την Πανάχραντο, ώστε ποτέ να μην Της λείψει το θυμίαμα, το
κερί και το λάδι, και το κανδήλι Της να μη παύσει ποτέ να αναδίδει το
φως το ιλαρό που παρέχει ελπίδα και παρηγοριά σε όλους μας.
Με το
πέρασμα του χρόνου χτίστηκε ένα μικρό εκκλησάκι που στη συνέχεια
ευπρεπίσθηκε ώστε όλοι Σαμόθρακες να προσέρχονται και να ασπάζονται
ευλαβικά την θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας ζητώντας
τη βοήθεια και την προστασία Της σε δύσκολες στιγμές και χαλεπούς
καιρούς. Γιατί η Παναγία αποδείχτηκε προστάτιδα σε όσους βρίσκονται σε
κίνδυνο, φύλακας για τους ανάπηρους, συγκυβερνήτης αυτών που ταξιδεύουν
στη θάλασσα. Και από τότε όλοι συνήθιζαν να λένε «πάμε να ανάψουμε μια
λαμπάδα, ν' ανάψουμε το κανδήλι και να προσκυνήσουμε την Καμαριώτισσα».
Για τα άπειρα θαύματα Της δεν υπάρχει γλώσσα που μπορεί να τα αναφέρει
και να τα απαριθμήσει. Γιατί Αυτή είναι για το νησί μια ανεξάντλητη πηγή
θαυμάτων και θεραπειών για όλον τον κόσμο. Χαρίζει το φως στους
τυφλούς, απελευθερώνει τους δαιμονισμένους, θεραπεύει τους αρρώστους και
τους γεμίζει δύναμη. Εισακούει τα παρακάλια από τις άτεκνες γυναίκες
και τις χαρίζει το παιδί που επιθυμούν. Τους ναυτικούς που Την
επικαλούνται, όταν είναι σε κίνδυνο, τους διασώζει και όλους τους
ανθρώπους, σε θάλασσα και στεριά, όταν υποφέρουν απαλύνει τον πόνο τους.
Κι έγινε ελπίδα και παρηγοριά, στολίδι και κόσμημα του νησιού. Η
θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας και προστάτιδα
υπέρμαχος όλων. Ας είναι ευλογημένη η Χάρη Της.
«Τη αυτή ήμερα,
τη Πέμπτη της Διακαινησίμου, έκκλησιαστικήν εορτήν και πανήγυριν
τελούμεν εις τιμήν και μνήμην της Παναγίας Θεοτόκου εν τω φερωνύμω Ναώ
και τη κώμη Καμαριωτίσση, εις ανάμνησιν της εκ των εικονομάχων
διασώσεως, της ιεράς και σεβάσμιας εικόνος, της Παναγίας της
Καμαριωτίσσης· ήτις δια θαυμάσιου και παραδόξου τρόπου, εν τη Σαμοθράκη
αφίχθη, των θαλασσίων κυμάτων επιβαίνουσα. Κατέστη δε εν ημίν, Προστάτις
υπέρμαχος, αγλάισμα και κλέος λαμπρότατον έτι δε και την προσωνυμίαν τω
τόπω προσήνεγκε».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείᾳ
χάριτι, ἀξιωθῶμεν, καὶ ὑμνήσωμεν, τὴν Πολιοῦχον, Καμαριωτίσσης εἰκόνα
τὴν πάνσεπτον. Τῶν θλιβομένων ἐστὶ παραμύθιον, καὶ ἰαμάτων πηγὴ
ἀνεξάντλητος. Μῆτερ Πάναγνε, ἀεὶ τῷ Υἱῷ σου ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ
μέγα ἔλεος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α΄. Τον Συνάναρχον Λόγον.
Σεβασμίαν
εικόνα της Θεομήτορος, την εν θαλάσση οφθείσαν, την επισκέπτιν ημών,
προσκυνούμεν ευλαβώς και ασπαζόμεθα˙ ότι ηυδόκησεν ελθείν, απαλλάξαι των
δεινών και χάριτας δωρ.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Εἰ καὶ ἐν τάφῳ.
Εἰ
καὶ ἐν πόντῳ ἐτέθης Πανάχραντε, ἀλλὰ πελάγους διῆλθες τήν ἔκτασιν· καὶ
κατέστης ναυτιλλομένων ἡ πλοηγός, τὸ σεπτὸν Σαμοθράκης καὶ θεῖον
ἀγλάϊσμα· καὶ τοὺς σοῦς δεομένους φυλάττεις Ἀπείρανδρε· ἡ τοῖς νοσοῦσι,
παρέχουσα ἴασιν.
Μεγαλυνάριον
Ἃσπίλε ἀμόλυντε
καὶ ἁγνή, θείαν σου εἰκόνα ἐπισκέπτιν τὴν προσφιλῆ· τὴν διασωθεῖσαν, ἐκ
τῶν εἰκονομάχων, ἐν πίστει προσκυνοῦντες, σὲ μεγαλύνομεν.
Άγιος Μιχαήλ ο Μαυρουδής
Oυ Mάρτυς απλούς, αλλά και θείων λόγων,
Pήτωρ εδείχθης ω Mιχαήλ παμμάκαρ.
O
Άγιος Μιχαήλ ο Μαυρουδής, καταγόταν από το χωριό Γρανίτσα Αγράφων.
Γονείς του ήταν ο ευσεβής Δημήτριος και η ενάρετη Στατήρα, οι οποίοι
ανέθρεψαν τον Μιχαήλ «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Μετά τον θάνατο
του πατέρα του έφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου εξάσκησε το επάγγελμα του
αρτοποιού, όλα δε τα χρήματα του τα μοίραζε στους πτωχούς και αδύνατους
αδελφούς του.
Όταν προσπάθησε να κατηχήσει ένα τουρκόπουλο στη
χριστιανική πίστη, εκείνο τον κατήγγειλε και ο Μιχαήλ οδηγήθηκε βίαια
στο κριτήριο. Στην ανάκριση, όπου με παρρησία και βαθιά θεολογική γνώση
απάντησε στις ερωτήσεις του κριτή, προσπάθησε να προσηλυτίσει και αυτούς
τούς δικαστές του. Με συγκίνηση και θάρρος τόνισε στον δικαστή: «Μή
χάνεις καιρόν ἀλλά παράδοσόν με εἰς τόν Θεόν μίαν ὥραν πρότερον ὅτι θέλω
καί ἀγαπῶ νά γίνω θυσία τοῦ Κυρίου μου, νά ψηθῶ ὡς ἄρτος ἡδύς, νά βαλθῶ
εἰς τήν Τράπεζαν τῆς ῾Αγίας Τριάδος καί νά προσφερθῶ ὡς εὐῶδες θυμίαμα
εἰς αὐτόν». Τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο και τον έκαψαν ζωντανό στη
Θεσσαλονίκη στις 21 Μαρτίου 1547 μ.Χ., ημέρα Πέμπτη και ώρα ενάτη, στο
προαύλιο του Ιερού Ναού της Υπαπαντής του Σωτήρος.
Το μαρτύριο
του Αγίου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται και στον υπ' άριθ' 727 Κώδικα του
XVIII αιώνα στη Μονή Ξενοφώντος Άγιου Όρους, και στον υπ' αριθ.
2142(129) Κώδικα του XVIII αιώνα της Μονής Εσφιγμένου. Το Μ. Ευχολόγιο
αναφέρει τη μνήμη του στις 10 Μαρτίου 1544 μ.Χ.
Ο Άγιος Μιχαήλ ο Μαυρουδής εορτάζει την Πέμπτη της Διακαινησίμου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸν
ἀγγελώνυμον Μιχαὴλ ἅπαντες καὶ Νεομάρτυρα ἀνευφημήσωμεν, Γρανίτσης
γόνον ἐκλεκτόν, Θεσσαλονίκης τὸ σέβας τιμῶντες· ὃς ἐναθλησάμενος ὡς οἱ
παῖδες εἰς κάμινον, ῥείθροις τῶν αἱμάτων του ἀσεβείας πῦρ ἔσβεσεν·
Χριστὸν οὖν ἐν αὐτῷ ἱκετεύσωμεν, αὐτοῦ πρεσβείαις βοῶντες πυρῶσαι
εὐλαβείας τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μιχαὴλ
Νεομάρτυρα νῦν τιμήσωμεν, Ταξιάρχου συνώνυμον μακαρίσωμεν καὶ Χριστὸν
τὸν Λυτρωτὴν ἡμῶν δοξάσωμεν· ὅτι ἀθλήσει καὶ πυρὶ οὗτος μετήλλαξε τὸ ζῆν
τῇ πόλει τοῦ Δημητρίου, πορείαν Γένους φωτίζων, ὡς ἄστρον θεῖον ἀεὶ
δεικνύμενος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σοφίᾳ
τῇ θεόθεν δεδομένῃ κοσμούμενος, ἐξήρυξας εὐτόλμως τοῦ Σωτῆρος τὸ ὄνομα,
καὶ τούτῳ ὡς θυσία καθαρά, προσήχθης τῷ πυρὶ τελειωθείς· διὰ τοῦτο
Νεομάρτυς σε Μιχαήλ, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν,
δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν πταισμάτων
ἄφεσιν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀθλητής
θεόσοφος, καὶ στατιώτης γενναῖος, Μιχαὴλ μακάριε, Χριστοῦ ἀθλήσας
ἐδείχθης· πᾶσαν γάρ, καταπατήσας ἐχθροῦ μανίαν, ἤνεγκας, τὸν ἐν πυρὶ
θάνατον χαίρων, καὶ ὡς θεῖον ἱερεῖον, Χριστῷ προσήχθης, τῷ σὲ δοξάσαντι.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις
ὁ Γρανίτσης θεῖος βλαστός, ὁ Χριστὸν δοξάσας, δι’ ἀθλήσεως θαυμαστῆς·
χαίροις ὁ Κυρίῳ προσενεχθεὶς ὡς θῦμα, ὦ Μιχαὴλ ἐνέγκας, πυρὸς τὴν
ἔκκαυσιν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Πρῶτον τῆς
Δωδεκάδος τὸν ἀθλητὴν καὶ νεομαρτύρων Εὐρυτάνων τὴν ἀπαρχήν, τὸν ἐν
Θεσσαλονίκῃ μαρτύριον λαβόντα, Μιχαὴλ τὸν θεῖον, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Γρανίτσης
τὸ γέρας τὸ θαυμαστὸν καὶ Θεσσαλονίκης θρέμμα ἅμα τε τὸ σεπτόν, Μιχαὴλ
τὸν νέον, Χριστοῦ τὴν εὐωδίαν σὺν Δημητρίῳ πάντες νῦν εὐφημήσωμεν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Δωδεκάδος
ἁγίων τὴν ἀπαρχὴν καί τοῦ Ταξιάρχου τὸν ὁμότροπον ἀθλητήν, τὸν ἐν
Θεσσαλονίκῃ μαρτύριον λαβόντα ᾠδαῖς, ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις νῦν εὐφημήσωμεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου