...Περίμεναν μέ περιέργεια τήν ἄφιξη τοῦ Τούρκου. Ὅταν ἦρθε, χαιρέτησε κάνοντας ἕνα τεμενά μέχρι τό χῶμα.
Ὁ παπα–Βασίλης τόν ἀντιχαιρέτησε καί τόν ρώτησε, τί ἤθελε. Ἀπάντησε: «Ἄχ, παπα–Ἐφέντη, ἀπό μακρυά ἔρχομαι, “ντέρτια” (βάσανα) πολλά ἔχω. Πονάω πολύ. Δέν μπορῶ νά κοιμηθῶ οὔτε νύχτα οὔτε μέρα. Ἦρθα νά μοῦ διαβάσης εὐχή ἀπό τό ἅγιο “κιτάπ” (βιβλίο) πού ἔχεις, μήπως βρῶ τήν γιατρειά μου».
Ὁ παπα–Βασίλης τοῦ διάβασε εὐχή καί ἀμέσως σταμάτησαν οἱ πόνοι του. Ἀπό εὐγνωμοσύνη ἔβγαλε ἀπό τόν κόρφο του σαράντα λεπτά καί τά ἔδινε στόν παπᾶ, στόν ὁποῖο συνεχῶς ἔλεγε εὐχές καί εὐχαριστίες.
–Τί εἶναι αὐτά, γιαβρούμ, ρώτησε ὁ παπᾶς, τάχα σάν νά μήν ἤξερε.
–Παπα–Ἐφέντη εἶναι ἕνα γρόσι, εἶναι ἡ πληρωμή σου.
–Μά, παιδί μου, μέ ἕνα γρόσι πιάνει ἡ εὐχή; Δέν ἔχεις ἄλλα χρήματα πάνω σου;
–Ἀμάν, παπα–Ἐφέντη, σέ παρακαλῶ, δέξου τα. Καί αὐτά τά μάζεψα ἀπό ἄλλους δανεικά.
–Ἐντάξει, γιαβρούμ, μή στενοχωριέσαι, ἀστειεύθηκα, ἤθελα νά σέ πειράξω. Κράτα τα καί αὐτά. Τώρα ἔλα νά φᾶς καί νά ξεκουραστῆς.
Ἔφυγε ὁ Τοῦρκος θεραπευμένος καί εὐχαριστημένος, καί μάλιστα τοῦ ἔδωσε ὁ παπα–Βασίλης ψωμί καί ἁλάτι γιά τά παιδιά του.
Αὐτός, ὁ ἐκλεκτός καί ἅγιος λειτουργός τοῦ Ὑψίστου, μέ τό χάρισμά του ἔκανε σεβαστή στούς ἀλλόθρησκους τήν πίστη μας, μέσῳ δέ τῶν θαυμάτων πού ἐνεργοῦσε ἡ θεία Χάρι, δοξαζόταν τό ὄνομα τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Ὁ μεγαλύτερος γυιός του ἦταν ἀρραβωνιασμένος μέ τήν Σουλτάνα Κουλαξίζογλου, κόρη τοῦ Ἀβραάμ καί τῆς Ἑλένης (γονεῖς καί τοῦ Νικολάου Κουλαξίζογλου, πού ἀφηγήθηκε τό περιστατικό). Ἡ Σουλτάνα εἶχε στά χρυσαφικά της καί ἕνα περιδέραιο μέ εἴκοσι χρυσᾶ νομίσματα μεγάλης ἀξίας. Κάποια μέρα διεπίστωσε ὅτι λείπει τό περιδέραιο αὐτό. Τήν ἐποχή ἐκείνη ζοῦσε στό ἴδιο σπίτι καί ἡ οἰκογένεια τοῦ θείου της Σάββα πού εἶχε καί αὐτός τρεῖς–τέσσερις κόρες. Τότε ἄρχισαν οἱ ὑπόνοιες γιά τό ποιός ἔκλεψε τά χρυσᾶ νομίσματα καί ἐπικράτησε μία ψυχρότητα μέσα στό σπίτι. Ἔψαχναν καί δέν μποροῦσαν νά τά βροῦν. Τό ἄλλο πρωΐ ἡ μητέρα της πῆγε νά ρωτήση τόν παπα–Βασίλη. Τόν βρῆκε νά διαβάζη τήν Παλαιά Διαθήκη. Ἀφοῦ χαιρετήθηκαν τῆς λέγει: «Πρόσεξε, συμπεθέρα, μήν κατηγορήσης κανέναν ἄδικα καί κολαστῆς. Χαμένο θησαυρό δέν τόν ἔκλεψε κανείς. Τή νύχτα ὁ ποντικός ἔσυρε τό περιδέραιο γιά νά τό πάρη στήν φωλιά του, ἀλλά δέν μπόρεσε νά τό τραβήξη ὁλόκληρο. Πήγαινε στό σπίτι σου, τράβηξε τό σεντούκι καί θά τό βρεῖς».
Πράγματι, γύρισε στό σπίτι της ὅπου τήν περίμεναν ὅλοι μέ ἀγωνία. Τήν βοήθησαν νά τραβήξη τό σεντούκι καί ἔκπληκτοι εἶδαν τό περιδέραιο στήν ποντικότρυπα πού ὑπῆρχε στόν πλίθινο τοῖχο. Θαύμασαν ὅλοι γιά τό χάρισμα τοῦ παπα–Βασίλη.
Ἄλλη φορά ἦρθαν δυό Τοῦρκοι νά θεραπευτοῦν. Ὁ ἕνας εἶχε μαζί του πέντε γρόσια καί ὁ ἄλλος ἕνα. Ὁ παπα–Βασίλης τούς εἶδε ἀπό μακρυά καί εἶπε πάλι στούς γέρους τοῦ χωριοῦ, πού συζητοῦσαν, τά σχετικά μέ τούς Τούρκους. Ὅταν ἔφθασαν στό σπίτι του, ὁ Τοῦρκος πού εἶχε τά πέντε γρόσια ἦταν πιό θαρραλέος γιατί εἶχε περισσότερα χρήματα, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἦταν διστακτικός καί φοβισμένος. Τότε τοῦ λέγει ὁ παπα–Βασίλης: «Ἔλα μέσα, μήν ντρέπεσαι. Διστάζεις γιατί ἔχεις ἕνα γρόσι μόνο καί ὁ φίλος σου ἔχει πέντε γρόσια;». Οἱ Τοῦρκοι μόλις ἄκουσαν αὐτά ἔμειναν ἔκπληκτοι καί εἶπαν: «Παπα–Ἐφέντη, πολλά ἀκούστηκαν γιά σένα, γιά ὅσα καλά κάνεις στόν κόσμο, ἀλλά πρώτη φορά βλέπουμε καί ἀκοῦμε παπᾶ νά γνωρίζη τίς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων καί τί ἔχει ὁ καθένας στήν τσέπη του».
Ἀφοῦ διάβασε στόν καθένα τήν ἀνάλογη εὐχή, στό τέλος τούς εἶπε: «Τώρα πηγαίνετε στήν εὐχή τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ ἔχετε πίστη καί κάνατε τόσο κόπο νά ἔρθετε ἀπό μακρυά, μήν φοβᾶστε, ὁ Θεός σᾶς θεραπεύει». Οἱ Τοῦρκοι ἅπλωσαν τά χέρια τους νά τοῦ δώσουν τά χρήματα, ἀλλά ὁ πατήρ ἀρνήθηκε νά τά πάρη. Τούς εἶπε: «Φτωχοί ἄνθρωποι εἶστε. Νά ψωνίσετε κάτι γιά τίς οἰκογένειές σας».
Ἐν τῷ μεταξύ οἱ φίλοι τοῦ παπᾶ, οἱ γέροντες τοῦ χωριοῦ πού εἶδαν ὅλα αὐτά, τοῦ εἶπαν: «Ἔ, παπα–Βασίλη, δέν ξέρουμε τί νά ποῦμε. Τά ἔχομε χαμένα. Κάτι συμβαίνει μέ σένα. Πῶς σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός τόσα χαρίσματα;». Αὐτός τούς ἀπάντησε: «Πάντα νά προσεύχεσθε μέ πίστη καί εὐλάβεια στόν Θεό, νά τηρῆτε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί Αὐτός θά σᾶς δώσει τήν Χάρι του».
Στό χωριό Ἀνδρονίκη ἕνας πλούσιος Τοῦρκος εἶχε τό μονάκριβό του παιδί ἄρρωστο. Ἔπασχε ἀπό τρέλλα βαρειᾶς μορφῆς καί δέν ἤξερε τί ἔκανε. Ἦταν ἐπιθετικό στούς ἀνθρώπους, ἔσπαζε, ἔκανε ζημιές καί ἡ οἰκογένειά του δέν μποροῦσε νά τό συγκρατήση. Ὁ πατέρας του τελικά τό ἔκλεισε σ᾿ ἕνα δωμάτιο, κλείδωσε τίς πόρτες καί τοῦ ἔδινε τροφή ἀπό ἕνα μικρό παραθυράκι. Ἦταν τόσο ἐξαγριωμένο καί ἐπικίνδυνο ὥστε κανείς δέν μποροῦσε νά τό πλησιάση. Ὁ πατέρας προηγουμένως εἷχε πάει τό παιδί σέ γιατρούς καί σέ μάγους ἀλλά κανείς δέν μπόρεσε νά τό βοηθήση.
Εἶχε ἀκούσει καί γιά τόν θαυματουργό ἱερέα καί πάνω στήν ἀπελπισία του σκέφθηκε: «Τί κάθομαι καί περιμένω; Δέν παίρνω τό παιδί μου νά τό πάω στόν παπα–Βασίλη στό Τασλίκ νά τό διαβάση καμμιά εὐχή νά γίνη καλά, ὅπως τόσοι καί τόσοι ἄνθρωποι εἶδαν τήν θεραπεία τους ἀπ᾿ αὐτόν τόν ἅγιο ἄνθρωπο;».
Κάλεσε καμμιά δεκαριά γεροδεμένους νέους οἱ ὁποῖοι κατάφεραν νά δέσουν καί νά φορτώσουν τό παιδί του σ᾿ ἕνα γαϊδουράκι, δεμένο ἐπίσης πάνω στό σαμάρι.
Βλέποντας αὐτό τό θέαμα οἱ χωρικοί τοῦ Τασλίκ μαζεύτηκαν ἀπό περιέργεια στό σπίτι τοῦ παπα–Βασίλη νά δοῦν ἂν θά γίνη καλά ὁ νέος.
Ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ ἔπεσε στά πόδια τοῦ παπᾶ καί κλαίγοντας τόν παρακαλοῦσε: «Παπα– Ἐφέντη ἔχω αὐτό τό μονάκριβο παιδί πού τρελλάθηκε καί δέν μπορῶ νά τό συγκρατήσω. Δέρνει, χτυπάει, σπάζει καί ὅλοι φοβοῦνται. Ἄκουσα γιά τήν ἁγιωσύνη σου καί ἦρθα σέ σένα γιά νά τό κάνης καλά. Λυπήσου με καί δῶσε τήν ὑγεία στό παιδί μου, τήν χαρά σέ μένα καί ἐγώ θά σοῦ δώσω ὅ,τι θέλεις».
–Ἡσύχασε, παιδί μου, ὁ γυιός σου θά γίνει καλά, ἀπάντησε ὁ παπᾶς.
Φέρνουν μπροστά τό παιδί. Φορᾶ τό πετραχήλι καί τοῦ διαβάζει τίς εὐχές ἀπό τό Εὐχολόγιο τοῦ ἐρημίτου˙ τό σταυρώνει καί λέει στόν πατέρα νά λύσουν τό παιδί πού τώρα ἦταν ἤρεμο. Τό πιάνει ἀπό τό χέρι, τό σηκώνει ὄρθιο καί τοῦ λέγει: «Παιδί μου, ἀπ᾿ αὐτήν τήν στιγμή εἶσαι καλά, δέν ἔχεις τίποτε. Νά εἶσαι στό ἑξῆς καλό καί φρόνιμο παιδί, νά ἀγαπᾶς τούς γονεῖς σου καί τούς συνανθρώπους. Πήγαινε στήν εὐχή τοῦ Θεοῦ».
Ὁ πλούσιος πατέρας ἔπεσε στά πόδια του εὐχαριστώντας τον καί τοῦ πρόσφερε πολλά μπαχτσίσια (δῶρα), τά ὁποῖα ὁ παπᾶς φυσικά δέν δέχθηκε.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου