Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΠΛΑΝΑΤΑΙ Συνοδικὰ καταδικασμένη ἡ ἀντίθετη διδασκαλία

 

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

Πρὶν ἀπὸ ἕνα χρόνο, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2020, κυκλοφορήθηκε ἕνα μικρὸ βιβλίο μου μὲ τίτλο «Μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἔστω καὶ ἂν πλανᾶται; Παρερμηνεύουν τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο τρεῖς ἐπίσκοποι καὶ Ἁγιορείτης ἡγούμενος». Στὸν Πρόλογο τοῦ βιβλίου ἔγραφα ὅτι εἶναι «ἡφαίστειο ποὺ βράζει οἱ συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ποὺ βλέπουν νὰ προδίδονται ἡ Πίστη καὶ τὰ θέσμια τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ δειλοὺς καὶ ἀνάξιους ἱεράρχες. Δύσκολα βρίσκουν οἱ τελευταῖοι πειστικὰ ἐπιχειρήματα. Καταφεύγουν λοιπὸν κάποιοι στὸ κῦρος τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ λέγουν στοὺς πιστούς: Μὴν ἀντιδρᾶτε καὶ μὴν σκανδαλίζεσθε. Μὴν σκέφτεστε ἀποτειχίσεις καὶ διακοπὴ κοινωνίας μὲ τοὺς ἐπισκόπους. Ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι σωστὰ αὐτὰ ποὺ λέτε, ἀκόμη καὶ ἐὰν ἐσεῖς ὀρθοτομεῖτε τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, καὶ ἡ Ἐκκλησία πλανᾶται, εἶναι καλύτερα νὰ εἶσθε μαζὶ μὲ τὴν πλανώμενη Ἐκκλησία, παρὰ νὰ ὀρθοτομεῖτε καὶ νὰ εἶσθε ἐκτὸς αὐτῆς. Ἀποδίδουν μάλιστα αὐτὴν τὴν γνώμη στὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, παρερμηνεύοντας ἀλλὰ καὶ διαστρέφοντας κάτι ποὺ εἶχε πεῖ σὲ ἄλλη συνάφεια.

Αὐτὴν λοιπὸν τὴν παρερμηνεία ἀναιροῦμε στὸ ἀνὰ χεῖρας βιβλίο γιὰ τοὺς ἑξῆς βασικοὺς λόγους. Ἐν πρώτοις, διότι διατυπώνεται ἀπὸ ἐπιφανεῖς κληρικούς, τρεῖς ἐπισκόπους καὶ ἕναν Ἁγιορείτη ἡγούμενο, ποὺ θεωροῦνται μάλιστα παραδοσιακοὶ καὶ πατερικοί, καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ γίνεται πιστευτὴ ἤ τοὐλάχιστον δημιουργεῖ ἐσωτερικοὺς διαλογισμοὺς καὶ συγκρούσεις. Ὁ δεύτερος λόγος ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι ἐπὶ πολὺ καιρό, πάνω ἀπὸ δύο δεκαετίες, διαδιδόταν στὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα ἱεροκρυφίως, χωρὶς νὰ εἶναι γνωστοὶ οἱ νοθευτὲς τῆς χρυσοστομικῆς διδασκαλίας. Τώρα λοιπὸν ποὺ φανερώθηκαν, καὶ δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναι περισσότεροι, ἔπρεπε νὰ παρουσιασθεῖ ἡ ἀλήθεια, ὥστε πλέον νὰ παύσει τὸ ψεῦδος νὰ διαδίδεται, ὅσοι δὲ ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες παρασύρθηκαν, τουλάχιστον, νὰ παύσουν ἀσχημονοῦντες ἤ τὸ καλύτερο νὰ ζητήσουν συγγνώμη. Νὰ παύσει ἐπίσης ἡ παραποίηση καὶ ἡ κακοποίηση τῆς διδασκαλίας ἑνὸς ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Πατέρες καὶ ὁμολογητές, ἑνὸς πρωταθλητῆ ἐπισκόπου, ἀσυμβίβαστου σὲ θέματα Πίστεως, τὸν ὁποῖο ἐδίωξε καὶ ἐθανάτωσε ὄχι ἡ “πλανώμενη Ἐκκλησία”, ἀλλὰ ἡ πλανώμενη Ἱεραρχία, τὸ ἐπισκοπικὸ κατεστημένο τῶν καιρῶν του[1].

Ἀποκαλύπταμε ὅτι τὴν πλανεμένη αὐτὴ γνώμη, περὶ τοῦ ὅτι εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία νὰ πλανηθεῖ, τὴν ἐξέφρασαν ἀπερίφραστα ἤ ἄφηναν νὰ ἐννοηθεῖ οἱ μητροπολῖτες Ναυπάκτου Ἱερόθεος, Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος, Γόρτυνος Ἱερεμίας καὶ ὁ καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου ἀρχιμανδρίτης Ἐφραίμ. Παραθέσαμε ὅσα ἐπὶ λέξει εἶπαν καὶ προχωρήσαμε στὴν ἀναίρεσή τους, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸν Πίνακα Περιεχομένων τοῦ μικροῦ βιβλίου ποὺ τὸν παρουσιάζουμε καὶ ἐδῶ:

Πρόλογος

1. Ἁλυσίδα πλανῶν τῆς σύγχρονης Ἱεραρχίας

2. Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή.

3. Τὴν ἁγία ἀνυπακοὴ ἐφαρμόζουν ὅσοι διακόπτουν τὴν μνημόνευση αἱρετιζόντων ἐπισκόπων.

4. Ἐπικίνδυνη ἐκκλησιολογία καὶ σωτηριολογία

5. Τρεῖς ἐπίσκοποι καὶ ἕνας ἁγιορείτης ἡγούμενος παρερμηνεύουν θέση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

6. Ἀνασκευὴ καὶ διόρθωση τῆς παρερμηνείας

7. Ἡ Ἐκκλησία δὲν πλανᾶται, εἶναι ἀλάθητη. Δὲν ταυτίζεται ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν Ἱεραρχία.

8. Σὲ ποιό γεγονὸς ἀναφέρεται ὁ Χρυσόστομος;

9. Ἐνδεικτικὲς θέσεις τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὴν ὑπακοὴ ἢ ἀνυπακοὴ στὴν Ἱεραρχία.

Ἐπίλογος[2]

 

Δείξαμε ὅτι κακῶς ταυτίζεται ἡ Ἱεραρχία, τὸ ἐπισκοπᾶτο, μὲ τὴν Ἐκκλησία, ὅτι οἱ ἐπίσκοποι μπορεῖ νὰ πλανηθοῦν, ὄχι ὅμως καὶ ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἔχει κεφαλή της τὸν Χριστὸ καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»[3], εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»[4]. Ὅταν λοιπὸν πλανᾶται ἡ Ἱεραρχία, μὲ ἁλυσίδα μάλιστα πλανῶν, ὅπως σήμερα, δὲν σημαίνει αὐτὸ ὅτι πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν πλάνη τῶν ἐπισκόπων, διότι αὐτοὶ θέτουν τοὺς ἑαυτούς των ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εὑρίσκεται ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια καὶ ὄχι ἐκεῖ ποὺ εὑρίσκεται ἡ πλάνη, τὸ ψεῦδος καὶ ἡ αἵρεση. Αὐτὰ ὅμως τὰ ἀναπτύξαμε ἐπαρκῶς πέρυσι μὲ βάση τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Πατερικὴ Παράδοση, τὰ νεώτερα Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Βιβλία καὶ σύγχρονους ἐπιφανεῖς Δογματολόγους καὶ δὲν θὰ τὰ ἐπαναλάβουμε ἐδῶ.

Ἐπιθυμοῦμε ἁπλῶς μὲ τὴν νέα μας παρέμβαση νὰ προσθέσουμε ὅτι ἡ γνώμη αὐτὴ περὶ τοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι δυνατὸν νὰ πλανηθεῖ εἶναι προτεσταντική· διατυπώθηκε στὴν καλβινίζουσα «Ὁμολογία Πίστεως» τοῦ δυστυχοῦς πατριάρχου Κυρίλλου Λούκαρη, ἡ ὁποία καταδικάσθηκε καὶ ἀναθεματίσθηκε ἀπὸ πολλὲς Ὀρθόδοξες Συνόδους τοῦ 17ου αἰῶνος.

Ἡ αἱρετικὴ λοιπὸν καὶ καταδικασμένη αὐτή «Ὁμολογία Πίστεως», ἐκτὸς τοῦ ὅτι στὸ Β´ Κεφάλαιο ἐξαίρει, ὑπερυψώνει, τὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως πράττουν ὅλοι οἱ Προτεστάντες καὶ ὑποτιμᾶ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὅμως καὶ καθόρισε τὰ βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ μόνον αὐτὴ ἐγγυᾶται τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία της, ἐπιπλέον στὸ Β´ κεφάλαιο ἀπερίφραστα ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι δυνατὸν νὰ πλανηθεῖ: «Ἀληθὲς γὰρ καὶ βέβαιόν ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ δύνασθαι ἁμαρτάνειν τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἀντὶ τῆς ἀληθείας τὸ ψεῦδος ἐκλέγεσθαι»[5].

Στὰ ἑλληνικὰ ἡ Λουκάρεια Ὁμολογία ἐξεδόθη τὸ 1631. Ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίλλου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη Σύνοδος (Σεπτέμβριος 1638), στὴν ὁποία ἐκτὸς τοῦ διαδόχου του στὴν πατριαρχία Κυρίλλου Κονταρῆ, ἔλαβαν μέρος οἱ πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Μητροφάνης Κριτόπουλος καὶ Ἱεροσολύμων Θεοφάνης, 20 μητροπολῖτες καὶ 21 ἄλλοι κληρικοί. Στὴν σχετικὴ ἀπόφαση τῆς Συνόδου, ποὺ τιτλοφορεῖται «Ψῆφος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συνόδου κατὰ τῶν αἱρετικῶν κεφαλαίων Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως, τοῦ παραχωρήσει Θεοῦ πατριαρχεύσαντος ἐν Κωνσταντινουπόλει», ἀναθεματίζεται προσωπικὰ ὁ Κύριλλος ὡς «παγκάκιστος αἱρετικός», γιατί ἰσχυρίσθηκε ὅτι εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία νὰ πλανήσει καὶ νὰ πλανηθεῖ, ἀντὶ τῆς ἀληθείας νὰ ἐπιλέξει τὸ ψεῦδος. Παραθέτουμε τὸ σχετικὸ κείμενο: «Κυρίλλῳ δογματίζοντι καὶ πιστεύοντι τὴν τοῦ Χριστοῦ ἁγίαν Ἐκκλησίαν ἐνδεχόμενον εἶναι ψεύδεσθαι· - φησὶ γὰρ ἐν τῷ δευτέρῳ αὐτοῦ κεφαλαίῳ, ταύτην μὴ ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδάσκεσθαι, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἀνθρώπου, καὶ τὸν ἄνθρωπον ἐνδεχόμενον ἁμαρτῆσαι ἐξ ἀγνοίας καὶ ἀπατῆσαι καὶ ἀπατηθῆναι· ἐν δὲ τῷ δωδεκάτῳ τῶν αὐτοῦ κεφαλαίων, ἀληθὲς καὶ βέβαιόν ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ δύνασθαι ἁμαρτάνειν τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἀντὶ τῆς ἀληθείας τὸ ψεῦδος ἐκλέγεσθαι· - ἐπεὶ ἐκ τοιούτων ἐρεσχελιῶν, μᾶλλον δὲ ἐκ τοιαύτης σαφοῦς μανίας, ἀναγκαίως ἂν συμπερανθείη, τὸν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν, τὴν αὐτοαλήθειαν, ψεύδεσθαι, καὶ μεθ᾽ ἡμῶν, ἤτοι μετὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος μὴ διατελεῖν, ὡς ὑπέσχετο, καὶ τὸ τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα μὴ λαλεῖν ἐν αὐτῇ καὶ πύλας ᾅδου (δηλαδὴ αἱρέσεις ἀθέων) κατισχύειν τῆς Ἐκκλησίας· καὶ πρὸς τούτοις ἀμφιβάλλειν κα`ἐνδοιάζειν ἕκαστον, εἰ ἀληθὲς τὸ ἀνὰ χεῖρας θεῖον εὐαγγέλιόν ἔστι τὸ ἐκ Πνεύματος ἁγίου, ἅτε ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας παραδοθέν, καὶ μὴ ἕτερον· ἐνδεχόμενον γάρ φησιν ἀπατῆσαι καὶ ἀπατηθῆναι τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἀντὶ τῆς ἀληθείας τὸ ψεῦδος ἐκλέγεσθαι· τῷ τοιούτῳ, φαμέν, παγκακίστῳ αἱρετικῷ ἀνάμεθα»[6].

Στὴν Συνοδικὴ Ἐπιστολὴ ἐπίσης τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1642 πρὸς τὴν ἐν Ἰασίῳ τοπικὴ Σύνοδο τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ποὺ ὑπογράφεται ἀπὸ τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παρθένιο, ὅπου ἀναιροῦνται ὅλες οἱ πλάνες τῶν 18 κεφαλαίων τῆς Λουκάρειας Ὁμολογίας, μεταξὺ ἄλλων σχετικῶν ὡς πρὸς τὸ ἀντιπατερικὸ προτεσταντικὸ πνεῦμα της, λέγεται ὅτι τὸ νὰ ἀποφαίνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι δυνατὸν νὰ σφάλλει, μολονότι ἔχει διδάσκαλο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ κεφαλὴ τὸν Χριστό, καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἔχει λεχθῆ ὅτι δὲν ἔχει σπίλο ἤ ρυτίδα, ἀλλὰ εἶναι ὁλόκληρη καλὴ καὶ τέλεια, αὐτὸ εἶναι δυσσεβὲς καὶ ἀποκηρύσσεται: «Τὸ δὲ τὴν Ἐκκλησίαν ἀποφαίνεσθαι (ἐν τῷ αὐτῷ κεφαλαίῳ) δυνατὸν εἶναι ἁμαρτάνειν, καὶ ταῦτα τὸ Πνεῦμα κεκτημένην διδάσκαλον καὶ τὸν Χριστὸν κεφαλήν, περὶ ἧς εἴρηται, ὅτι σπίλον ἤ ρυτίδα οὐκ ἔχει, ἀλλ᾽ ὅλη ἐστὶ καλὴ καὶ τελεία, ὡς δυσσεβὲς ἀποκεκήρυκται»[7].

Τὰ ἴδια ἐπαναλαμβάνει καὶ ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 1672, ποὺ συνῆλθε ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ πατριάρχου Διονυσίου τοῦ Δ´, μὲ τὴν συμμετοχὴ τεσσάρων πατριαρχῶν καὶ 40 ἐπισκόπων. Στὸ «Συνοδικὸ Τόμο» ποὺ ἐξέδωσε, μεταξὺ ἄλλων, γράφεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ἀνεπισφαλής», ἀλάθητος, γιατὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὴν κεφαλή της, τὸν Χριστό, τὴν αὐτοαλήθεια, καὶ διδάσκεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Εἶναι ἑπομένως ἀδύνατον νὰ σφάλλει, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»: «Περὶ δὲ τῆς Καθολικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, φαμέν, ὅτι ἔστι μὲν ἀνεπισφαλής, οἷα ποδηγετουμένη ὑπὸ τῆς ἰδίας κεφαλῆς, ἥτις, ἐστὶν ὁ Χριστός, ἡ αὐτοαλήθεια, καὶ διδασκομένη ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τῆς ἀληθείας. Ἀδύνατον οὖν παρὰ ταῦτα σφάλλεσθαι, διὸ καὶ στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας τῷ Ἀποστόλῳ κατωνόμασται».[8]

Προσθέτομε ἀκόμη καὶ ὅσα ἡ «Ὁμολογία Πίστεως» τοῦ πατριάρχου Ἱεροσολύμων Δοσιθέου σὲ δύο σημεῖα λέγει. Στὸν Ὅρο β´  ὡς πρὸς τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἐκκλησία, περὶ τοῦ ἂν ἔχει τὴν ἴδια ἀξία καὶ βαρύτητα ἡ μαρτυρία τους καὶ περὶ τοῦ ἂν ἡ Ἐκκλησία εἶναι δυνατὸν νὰ πλανηθεῖ, γράφει: «Ὅθεν καὶ τὴν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας μαρτυρίαν οὐχ ἦτον τῆς ἣν κέκτηται ἡ θεία Γραφὴ εἶναι πιστεύομεν. Ἑνὸς γὰρ καὶ τοῦ αὐτοῦ ἁγίου Πνεύματος ὄντος ἀμφοτέρων δημιουργοῦ, ἴσόν ἐστι πάντως ὑπὸ τῆς Γραφῆς καὶ ὑπὸ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας διδάσκεσθαι. Ἔπειτα ἄνθρωπον μὲν ὅντιναοῦν, λαλοῦντα ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, ἐνδέχεται ἁμαρτῆσαι καὶ ἀπατῆσαι καὶ ἀπατηθῆναι, τὴν δὲ Καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ὡς μηδέποτε λαλήσασαν ἤ λαλοῦσαν ἀφ᾽ ἑαυτῆς, ἀλλ᾽ ἐκ τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ, (ὃ καὶ διδάσκαλον ἀδιαλείπτως πλουτεῖ εἰς τὸν αἰῶνα), ἀδύνατον πάντῃ ἁμαρτῆσαι ἤ ὅλως ἀπατῆσαι καὶ ἀπατηθῆναι, ἀλλ᾽ ἔστιν ὡσαύτως τῇ θείᾳ Γραφῇ ἀδιάπτωτον καὶ ἀέναον τὸ κῦρος ἔχουσα»[9].

Ἀναλυτικώτερα στὸν Ὅρο ιβ´ τονίζει:

«Πιστεύομεν ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδάσκεσθαι τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν. Αὐτὸ γάρ ἐστιν ὁ ἀληθὴς Παράκλητος, ὃν πέμπει παρὰ τοῦ Πατρὸς ὁ Χριστὸς τοῦ διδάσκειν ἕνεκα τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸ σκότος ἀπὸ τῆς τῶν πιστῶν διανοίας ἀποδιώκειν. Ἡ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅμως διδαχὴ οὐκ ἀμέσως, ἀλλὰ διὰ τῶν ἁγίων πατέρων καὶ καθηγεμόνων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καταγλαΐζει τὴν Ἐκκλησίαν. Ὡς γὰρ ἡ πᾶσα Γραφὴ ἐστί τε καὶ λέγεται λόγος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, οὐχ ὅτι ἀμέσως ὑπ᾽ αὐτοῦ ἐλαλήθη, ἀλλ᾽ ὅτι ὑπ᾽ αὐτοῦ διὰ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, οὕτω καὶ ἡ Ἐκκλησία διδάσκεται μὲν ὑπὸ τοῦ ζωαρχικοῦ Πνεύματος, ἀλλὰ διὰ μέσου τῶν ἁγίων πατέρων καὶ διδασκάλων (ὧν κανὼν μετὰ τῆς Γραφῆς καὶ ἔσχατον κριτήριον αἱ οἰκουμενικαὶ ἅγιαι σύνοδοι) καὶ διὰ τοῦτο οὐ μόνον πεπείσμεθα, ἀλλὰ καὶ ἀληθὲς καὶ βέβαιον ἀναμφιβόλως εἶναι ὁμολογοῦμεν, τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν ἀδύνατον ἁμαρτῆσαι ἤ ὅλως πλανηθῆναι ἤ ποτε τὸ ψεῦδος ἀντὶ τῆς ἀληθείας ἐκλέξαι. Τὸ γὰρ πανάγιον Πνεῦμα, ἀείποτε ἐνεργοῦν διὰ τῶν πιστῶς διακονούντων ἁγίων πατέρων καὶ καθηγεμόνον, πάσης ὁποιασοῦν πλάνης τὴν Ἐκκλησίαν ἀπαλλάττει»[10].

Συμπερασματικά, λοιπόν, μετὰ τὴν ἐνίσχυση διὰ προσθήκης νέων συνοδικῶν κειμένων ὅσων πρὸ ἔτους ἐγράψαμε, προτρέπουμε τοὺς πιστοὺς Χριστιανούς, τὰ συνειδητὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τὸ λογικὸ ποίμνιο, νὰ μὴ παρασύρονται ἀπὸ ὅσα ἀμαθῶς ἤ σκοπίμως διδάσκουν κάποιοι κληρικοί, ὅτι «εἶναι καλύτερα νὰ πλανᾶσαι μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία, παρὰ νὰ κάνεις τὸ σωστὸ καὶ νὰ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας». Ἡ Ἐκκλησία δὲν πλανᾶται ποτέ· ὅσοι πιστεύουν τὸ ἀντίθετο καταδικάζονται καὶ ἀναθεματίζονται. Αὐτοὶ ποὺ κάνουν τὸ σωστό, αὐτοὶ εἶναι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, γιατὶ ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται ἐκεῖ ποὺ εὑρίσκεται ἡ ἀλήθεια, καὶ ὄχι ἡ πλάνη καὶ ἡ αἵρεση. Οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ σύνοδοι ποὺ διδάσκουν αἱρέσεις καὶ νομιμοποιοῦν αἱρέσεις εὑρίσκονται ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. «Καλύτερα λοιπὸν εἶναι νὰ μὴν ὑπακοῦς πλανεμένους ἐπισκόπους· ὅταν κάνεις τὸ σωστό, εἶσαι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ πλανηθεῖ καταδικάζονται καὶ ἀναθεματίζονται».

 

[1]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἔστω καὶ ἂν πλανᾶται; Παρερμηνεύουν τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο τρεῖς ἐπίσκοποι καὶ Ἁγιορείτης ἡγούμενος, Θεσσαλονίκη 2020, ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον», σελ. 5-6.

[2]. Αὐτόθι, σελ. 9.

[3]. Ματθ. 28, 20.

[4]. Α´ Τιμ. 3, 15.

[5]. Βλ. Ιωάννου Καρμιρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος ΙΙ, Graz-Austria 1968, σελ. 567 [647].

[6]. Αὐτόθι 572-573 [652-653].

[7]. Αὐτόθι 579-580 [659-660].

[8]. Αὐτόθι 692 [772]. Α´Τιμ. 3, 15.

[9] Αὐτόθι 746 [826].

[10] Αὐτόθι 755 [835].

«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου