Συνεχίζουμε…
Κλιμακώνεται η επιστημονική ανάλυση…
Το πρώτο μέρος ΕΔΩ και το δεύτερο μέρος ΕΔΩ
***************************
Η συνεχιζόμενη όπως χαρακτηρίστηκε «πανδημία» COVID-19, ίσως για πρώτη φορά έφερε τις βιοεπιστήμες, και ιδιαίτερα την μοριακή Βιολογία και την μοριακή επιδημιολογία, αντιμέτωπες με τους ίδιους τους δαίμονες της, καθώς δίχασε την επιστημονική κοινότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Παρόλα αυτά, η βιολογία του ιού, αλλά και ο φαινότυπος της λοίμωξης, μας αποκάλυψε πόσο λίγες γνώσεις κατέχουμε, όχι μόνο επάνω στην εξελικτική μοριακή ιολογία, αλλά και στη σωστή λήψη επιστημονικών αποφάσεων σχετικά με την πρόληψη και την θεραπεία.
Ταυτόχρονα, παρατηρήθηκε για πρώτη φορά μια προσπάθεια, από μερίδα επιστημόνων, αλόγιστης χρήσης συγκεκριμένων μοριακών τεχνολογιών, όπως τα εμβόλια mRNA, σχεδιασμένων για διαφορετικές εφαρμογές, αφήνοντας στην άκρη άλλες προσεγγίσεις, όπως φαρμακευτικές, μονοκλωνικά αντισώματα, κυτταρικές θεραπείες, όπως αυτή που αναπτύχτηκε στο Νοσοκομείο Παπανικολάου από τον κ. Αναγνωστόπουλο και την ερευνητική του ομάδα, οι οποίες σαφέστατα υπόσχονταν πιο άμεσα αποτελέσματα, όσον αφορά στην θεραπεία ιδιαίτερα των βαριά πασχόντων ασθενών !!
Και όλα αυτά, τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι η χρήση νέων τεχνολογιών θεραπείας, και ιδιαίτερα εμβολίων, σε ένα τόσο μεγάλο μέρος υγιών φαινομενικά ατόμων, προσκρούει πάνω στην έλλειψη γνώσεων σχετικά με την εξειδίκευση που παρουσιάζουν συγκεκριμένες ομάδες του γενικού πληθυσμού, με συγκεκριμένο ανοσιακό προφίλ, όσον αφορά στην δομή, στην οργάνωση, αλλά και στην αντίδραση του ανοσιακού συστήματος απέναντι σε οποιοδήποτε εξωτερικό γεγονός, και ιδιαίτερα όταν αυτό είναι η μεταφορά συγκεκριμένων μορίων (mRNAs) μέσα στην κυτταρική μηχανή. Η χρήση λοιπόν μαζικών εμβολιασμών κάτω από αυτό το επιστημονικό πρίσμα είναι ένα απαράδεκτη και ένα επιστημονικό ατόπημα με άγνωστες προεκτάσεις.
Πώς όμως ξετυλίγεται το κουβάρι αυτού του επιστημονικού ατοπήματος, που είναι συνέπεια της υποτίμησης αυτής της πολυπλοκότητας των αλληλεπιδράσεων των μοριακών μηχανισμών, που ελέγχονται από το γονιδίωμά μας, με οποιοδήποτε εξωτερικό γεγονός, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η εισβολή ενός ιού ή η εφαρμογή ενός εμβολίου, και πώς διαχωρίζονται αυτά τα δύο γεγονότα, τόσο μεταξύ τους όσο και μεταξύ των ατόμων ενός πληθυσμού ;;
Η λοίμωξη COVID-19 οφείλεται στον κορωνοϊό SARS-CoV-2, ο οποίος είναι ο έβδομος κορωνοϊός, μετά τους SARS-CoV (νόσος SARS), MERSCoV (νόσος MERS), HKU1, NL63, OC43 και 229E, που μπορεί να μολύνει ανθρώπους. Εμφανίστηκε, ως γνωστό, στα τέλη του 2019 στην Κίνα, στην πόλη Wuhan. Πρόκειται για έναν RNA ιό, ο οποίος αποτελείται από 29,811 νουκλεοτίδια (GenBank Accession MG772933, RefSeq Accession NC 045512), και του οποίου η προέλευση φαίνεται να αποτελεί ακόμα ένα πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των επιστημόνων [11].
Καθώς η προέλευση του ιού δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί, και ένας δυνητικός ξενιστής ακόμη αναζητείται, ορισμένα ιδιαίτερα γενετικά χαρακτηριστικά που εντοπίζονται στο RNA του ιού SARS-CoV-2, δεν αποκλείουν την πιθανότητα ο συγκεκριμένος ιός να προήλθε από πειράματα τύπου «Gain of function research», που περιλαμβάνει τροποποίηση φυσικών ιών με σκοπό να γίνουν πιο μολυσματικοί, ώστε να μελετηθούν οι πιθανές επιπτώσεις τους στον άνθρωπο, και να γίνει καλύτερη προετοιμασία για κάποια πανδημία.
Ανεξάρτητα όμως από την προέλευσή του, ο συγκεκριμένος ιός φαίνεται να προσβάλλει τα κύτταρα όχι μόνο της αναπνευστικής οδού αλλά και μια σειρά από άλλα όργανα [12]. Η βιολογία του ιού SARS-CoV-2, όμως, αποτελεί μια σημαντική πρόκληση, καθώς φαίνεται ότι κάθε μια από τις πρωτεΐνες που κωδικοποιούνται από τα γονίδια (περισσότερα από 15), και βρίσκονται πάνω στο RNA, μάλλον παίζουν ένα ξεχωριστό μοριακό ρόλο, ιδιαίτερα στην πρόκληση του μηχανισμού της ανοσιακής απόκρισης.
Εντούτοις, η κύρια αιτία της μολυσματικότητας του ιού με απλά λόγια, εντοπίζεται σε μια συγκεκριμένη εξωτερική γλυκοπρωτεΐνη, η οποία καλείται πρωτεΐνη S (Spike). H συγκεκριμένη πρωτεΐνη είναι υπεύθυνη για την πρόσδεση του ιού στα κύτταρα, μέσω ενός ειδικού υποδοχέα του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης ACE2, έτσι ώστε να γίνει η είσοδος του RNA του ιού μέσα στα συγκεκριμένα κύτταρα [13] [14]. Από κει και πέρα επιπρόσθετοι ιικοί παράγοντες, όπως αναφέραμε, αποτελούν οι μη δομικές πρωτεΐνες Nsp1, Nsp3 και ORF7a, οι οποίες φαίνεται να αλληλεπιδρούν με συγκεκριμένους μοριακούς μηχανισμούς με το ανοσιακό σύστημα, προκειμένω να βρούνε τρόπο να για την λεγόμενη ανοσιακή διαφυγή του ιού [15].
Από την άλλη πλευρά, ο υποδοχέας ACE2 είναι ένας διαμεμβρανικός υποδοχέας γλυκοπρωτεινικής φύσης τύπου 1, ο οποίος υποβαθμίζει την αγγειοτενσίνη 1-7 αντιρροπιστικά απέναντι στην δράση της αγγειοτενσίνης ΙΙ, διατηρώντας έτσι την ισορροπία του συστήματος ρενίνης – αγγειοτενσίνης, ώστε να εξασφαλιστεί η ομοιόσταση της αγγειακής λειτουργίας. Ο ρόλος του ACE2 στην αθεροσκλήρωση, στην καρδιακή ανεπάρκεια, στην χρόνια νεφρική βλάβη και την δυσλειτουργία των πνευμόνων, έχει τεκμηριωθεί πάρα πολύ καλά [16].
Συγκεκριμένα, στους πνεύμονες το ACE2 ρυθμίζει την ισορροπία των κυκλοφορούντων επιπέδων αγγειοτενσίνης ΙΙ / αγγειοτενσίνης 1-7. Έτσι αυξημένα, επίπεδα αγγειοτενσίνης ΙΙ προκαλούν πνευμονική αγγειοσυστολή και ενίσχυση της αγγειακής διαπερατότητας, διευκολύνοντας το οίδημα [17]. Πρόσφατα σχετικά, έχει δειχθεί ότι ο SARS-CoV-2 επιμολύνει μια σειρά διαφορετικών τύπων κυττάρων όπως τα ενδοθηλιακά κύτταρα και τα μακροφάγα, μέσω των υποδοχέων του ACE2 [18]. Ο ACE2 εκφράζεται σαν υποδοχέας σε πάρα πολλά όργανα. Ο ρυθμός έκφρασης του ACE2 φαίνεται να είναι υψηλός στα επιθηλιακά κύτταρα του πνεύμονα, στα εντεροκύτταρα του λεπτού εντέρου, ενώ σε χαμηλότερες ποσότητες έχει βρεθεί στα ενδοθηλιακά κύτταρα των αρτηριών και των φλεβών, στα μυϊκά κύτταρα στα κύτταρα της ρινοφαρυγγικής κοιλότητας, στο στομάχι, το έντερο, στο δέρμα, στους λεμφαδένες, στον θύμο, στον μυελό των οστών, στο σπλήνα, στο ήπαρ, στους νεφρούς και στον εγκέφαλο [16].
Η είσοδος του ιού μέσα στο σώμα σηματοδοτεί και την έναρξη της μόλυνσης. Τότε το άτομο αυτό καταγράφεται ως «κρούσμα». Όπως αναφέρουν συγκεκριμένοι ερευνητές, ο SARS-CoV-2, εισερχόμενος, ενεργοποιεί απευθείας τους μοριακούς μηχανισμούς της φλεγμονής, μέσα από μια σειρά μονοπατιών της ενδοκυττάριας σηματοδότησης, που ενεργοποιούνται εξαιτίας της σύνδεσης της πρωτεΐνης Spike στον υποδοχέα ACE2. Έτσι, έχουμε από τα κύτταρα απελευθέρωση συγκεκριμένων κυτταροκινών – χυμοκινών, έκφραση συγκεκριμένων αντιικών παραγόντων, λεμφοπενία, δυσλειτουργία του συστήματος ρενίνης – αγγειοτενσίνης με αποτέλεσμα την δυσλειτουργία του υποδοχέα ACE2 και την απόπτωση, δηλαδή τον προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο στην εστία της μόλυνσης. Αμέσως μετά ενεργοποιείται το δεύτερο μέρος της αντίδρασης από την μόλυνση, που είναι ένα δεύτερο κύμα φλεγμονώδους αντίδρασης, το οποίο συντονίζεται με την έναρξη της επίκτητης ανοσιακής απάντησης. Το τελικό αποτέλεσμα είναι παραγωγή αντισωμάτων και οι εξαρτώμενες από το αντίσωμα κυτταρικές αντιδράσεις κυτταροτοξικότητας [19]. Εάν η αρχική έμφυτη ανοσία πετύχει να εξαλείψει την μόλυνση μέσα σε 6 με 96 ώρες μετά την εισβολή, τότε ο άνθρωπος αυτός ίσως παρουσιάσει κάποια πολύ ήπια συμπτώματα και επανέρχεται στην υγιή κατάσταση. Επομένως υπό αυτή την έννοια ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΣΥΜΠΤΩΜΑΤΙΚΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, εκτός εάν υπάρχει κάποιος άλλος μηχανισμός που δεν γνωρίζουμε, και θα θέλαμε να μας τον αναφέρετε !!
Εάν η έμφυτη ανοσία αποτύχει, τότε τα ηνία παίρνει η επίκτητη ανοσία, η οποία δρα μέσα από την χυμική και την κυτταρομεσολαβούμενη ανοσιακή απόκριση.
Και στις δύο περιπτώσεις, η διαδικασία της αναγνώρισης οδηγεί τόσο στην σύνδεση των υποδοχέων MHCII των μακροφάγων με το αντιγόνο και την παρουσίαση του συμπλόκου για αναγνώριση μέσω του υποδοχέα των T κυτταρικών υποδοχέων (TCR)αβ των CD4+ TΗ κυττάρων, όσο και στην δημιουργία ακόμα ενός συμπλόκου του MHCI, με το αντίγονο και πάλι, και την παρουσίασή του για αναγνώριση από τα CD8+ TC κύτταρα. Καθώς η παραγωγή των ειδικών επί του ιού TH κυττάρων απαιτεί την αναγνώριση του συμπλόκου MHCII/αντιγόνου, είναι κατανοητό ότι εάν αυτή η αναγνώριση δεν καταστεί εφικτή, τότε δεν μπορούν να ενεργοποιηθούν όλοι εκείνοι οι μοριακοί μηχανισμοί της ανοσιακής απόκρισης εναντίον του ιού [20]. Η ενεργοποίηση και δημιουργία των CD4+ TΗ κυττάρων θα οδηγήσει στην διέγερση των B λεμφοκυττάρων και την διαφοροποίηση τους σε πλασματοκύτταρα, τα οποία και θα παράξουν τα ειδικά αντισώματα.
Πηγή:https://nikosantoniadis.tv/
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ rapint test;;;;ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ;;;;;;
ΑπάντησηΔιαγραφή