- Γιατί κλαῖς, Ἀββᾶ; ἄκουσε πίσω του μία γλυκειὰ φωνὴ νὰ τὸν ρωτᾷ.
Ἔστρεψε τὸ κεφάλι καὶ εἶδε ἕναν ὡραῖο Ἄγγελο. Δὲν φοβήθηκε ὅμως, ἀλλὰ τοῦ ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλο τὴν πληγή.
- Γιατί κλαῖς, Ἀββᾶ; ἄκουσε πίσω του μία γλυκειὰ φωνὴ νὰ τὸν ρωτᾷ.
Ἔστρεψε τὸ κεφάλι καὶ εἶδε ἕναν ὡραῖο Ἄγγελο. Δὲν φοβήθηκε ὅμως, ἀλλὰ τοῦ ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλο τὴν πληγή.
«Ἔλα, θὰ σοῦ δείξω τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων».
Προχώρησε λίγο παρὰ πέρα. Τοῦ δείχνει ἕναν ἄνθρωπο νὰ στέκεται πάνω σὲ λάκκο, νὰ βγάζει νερὸ ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ νὰ τὸ ρίχνει σὲ μία δεξαμενὴ ποὺ ἦταν ὅλο τρῦπες καὶ ἔπεφτε τὸ ἴδιο τὸ νερὸ πάλι στὸν λάκκο.
Αποκαμωμένος όπως ήταν, αποκοιμήθηκε λίγο και βλέπει τον Ιησού να του λέει: «Πήγαινε στον οικονόμο της αγίας Αναστάσεως και πες του ότι ο Ιησούς με έστειλε σε σένα· δώσε μου ένα νόμισμα, και θα σου κάνω ιδιόχειρη απόδειξη, και όταν έρθει ο Ιησούς θα σου το δώσει».
Ξύπνησε ο μοναχός και έκανε προσευχή πιστεύοντας στα λόγια αυτά. Και πηγαίνει, βρίσκει τον οικονόμο και του λέει όπως προστάχθηκε. Του λέει εκείνος: «Και πότε θα έρθει ο Ιησούς και θα μου δώσει το νόμισμα;» Και απαντά ο μοναχός: «Εγώ σου είπα όπως άκουσα, λοιπόν κάνε όπως νομίζεις».