Μια
μητέρα διηγήθηκε ότι μετά τη βάπτιση της κόρης της, που ο όσιος
Γεώργιος την ονόμασε Ιουλιανή, επειδή γεννήθηκε την ημέρα της μνήμης της
αγίας, κάθονταν όλοι στην αυλή του μοναστηριού.
Η μητέρα είπε στον
όσιο: «Πάτερ, σε όλους κάτι λες. Πες και σε μένα». Ο όσιος της είπε:
«Αχ! Γιάβρουμ· τι να σου πω; Ο πατέρας σου θα έρθει στην πόρτα σου και
θα τον γυρίσεις πίσω». Τότε ήταν η εποχή της κατοχής και της πείνας.
Νόμιζε πως όλους τους βοηθούσε κι έλεγε: «Αν δεν έχεις τίποτε, και μία
χούφτα αλάτι να δώσεις· άνθρωπο να μη γυρίσεις πίσω».
Πέρασαν
από τότε δεκαπέντε χρόνια. Ήταν χειμώνας, παραμονές Χριστουγέννων. Πήγε
στο δωμάτιό της και από το παράθυρο είδε ένα άνθρωπο ξυπόλυτο, που
γυρνούσε από σπίτι σε σπίτι. Κτύπησε και τη δική της πόρτα και της είπε:
«Αν έχεις ένα ζευγάρι παπούτσια, δώσε μου». «Δεν έχω», του είπε και του
έκλεισε την πόρτα. Η προφητεία του οσίου είχε εκπληρωθεί μετά δεκαπέντε
χρόνια. Πήγε τότε στον όσιο και του το είπε και άκουσε: «Τι να σε κάνω;
Ήρθε το καλό στην πόρτα σου και το έδιωξες».