Υπάρχουν άνθρωποι, που είναι κατά πάντα καλοί άνθρωποι, αλλά καθόλου Χριστιανοί.
Ούτε μυρμήγκι πειράζουνε, αλλά με τη ζωή τος, ποδοπατούνε
τον Χριστό.
Υπάρχουν άνθρωποι, που είναι κατά πάντα καλοί άνθρωποι, αλλά καθόλου Χριστιανοί.
Ούτε μυρμήγκι πειράζουνε, αλλά με τη ζωή τος, ποδοπατούνε
τον Χριστό.
Τα παιδιά σας να τα πάτε στην Εκκλησία προς Θεία Κοινωνία. Αλίμονο στους γονείς που παίρνουν τα παιδιά και τα βγάζουν πρωΐ βόλτα. Τα πάνε στην Ακρόπολη, τα πάνε στα διάφορα πάρκα, τα φιλεύουν παγωτά, τα δίνουν σουβλάκια και τα κάνουν βόλτα.
Έχουν τη γνώμη ότι τρέφουνε παιδιά; Θηρία τρέφουν! Και θα την πληρώσουνε οι ίδιοι, μόλις μεγαλώσουνε. Διότι η Εκκλησία και η Θεία Κοινωνία είναι εκείνη που ημερώνει τον άνθρωπο. Η Θεία Κοινωνία αλλάζει τον άνθρωπο και τον κάνει καινούριο.
Πώς άλλαξε η φύση των ζώων; Γιατί έγινε αυτό; Διότι άλλαξε ο Αδάμ έναντι του Θεού. Αμάρτησε... Εάν ο Αδάμ δεν άλλαζε, αυτά όλα τα άγρια ζώα, θα τον εξυπηρετούσαν. Όσο λοιπόν θηρία και αν είναι αυτοί που είναι στην εξουσία ή αυτοί που είναι γύρω μας, εάν εμείς έχουμε σχέση με τον Χριστό, τα πράγματα τροποιούνται..
Κάποτε ἕνας φίλος του Ἁγίου Σπυρίδωνα καταδικάστηκε ἀδίκως εἰς θάνατο. Ὁ Ἅγιος βρισκόταν μακριὰ καὶ ὅταν ἔμαθε, ὅτι τὴν ἄλλη μέρα πρόκειται νὰ τὸν ἐκτελέσουν, ἔσπευσε νὰ τὸν βοηθήσει. Ἀλλὰ εἶχε τέτοιο νερὸ ἀπὸ τὴν νεροποντή, τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ ἕνα ποτάμι ποὺ ἐπρόκειτο νὰ περάσει, εἶχε ξεχειλίσει καὶ ἦταν ἀδύνατο νὰ περάσει κανεὶς ἀπέναντι ἀπὸ τὴ γέφυρα ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ. Ἔνθεν καὶ ἐκεῖθεν περίμενε κόσμος.
Εάν λες ότι δεν έχεις αμαρτίες («δεν έκλεψα δεν σκότωσα», όπως λένε μερικοί) ή ότι οι αμαρτίες σου είναι ελαφριές και δικαιολογημένες - και οπότε δεν χρειάζεσαι να εξομολογηθείς - αυτό σημαίνει, πως δεν γνωρίζεις όσο πρέπει το νόμο του Θεού.
Εδώ θα μου επιτρέψεις, να σε βοηθήσω
σύντομα και απλά, για να εξετάσεις τον εαυτόν σου κάτω από το φως του
νόμου του Θεού, για να αποκαλύψεις και να εξακριβώσεις τις αμαρτίες σου
και να πας έπειτα να τις εξομολογηθείς.
Διάλεξε έναν ήρεμο τόπο και εξέτασε τον εαυτόν σου αμερόληπτα και χωρίς ελαφρυντικά, από τότε που αισθάνθηκες τον εαυτόν σου.
Ήταν μία οικογένεια που είχε έντεκα παιδιά. Δύο οι γονείς, δεκατρείς. Δύο οι γέροντες, δεκαπέντε. Πάμπτωχοι. Και πήγε [ο πατέρας] και ζήτησε βοήθεια από τον Άγιο Σπυρίδωνα.
Η βοήθεια συνίστατο στο εξής: να τον δανείσει ο Άγιος ένα καντήλι,
από τα καντήλια τα χρυσά που είχε επάνω, κρεμασμένα σε ένα σίδερο οβάλ,
επάνω από το άγιό του λείψανο. Να του ζητήσει ένα καντήλι, να πάει να το
βάλει ενέχυρο, να κάνει μια δουλίτσα να θρέψει τα παιδιά, να μην
πεθάνουνε.
Πράγματι, ένα πρωινό, που η εκκλησία είχε ανοίξει από τον νεωκόρο και
περιποιείτο, του υπέκλεψε την προσοχή, μπήκε μέσα στο παρεκκλήσιο,
επάτησε επί της αγιας του λάρνακος και εξεκρέμασε ένα καντήλι χρυσό και
το έβαλε στον κόλπο του.
Στήν Ἱερά μονή Πετράκη τῶν Ταξιαρχῶν, γινόταν κάποτε μιά ἀγρυπνία. Καί ἀνάμεσα στά ἄτομα πού βρίσκονταν στήν ἀγρυπνία, ἦταν καί μία δαιμονισμένη.
Αὐτή σέ μιά στιγμή γυρίζει καί λέει σέ μία εὐσεβέστατη κυρία: Χά, τί τραβᾶς αὐτό τό σχοινί; (ἔκανε προσευχή μέ τό κομποσχοίνι ἡ κυρία). Σέ κρατάω σέ 3.