Σάββατο 11 Μαΐου 2024

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΣΑΒΒΑΤΟ 11 ΜΑΪΟΥ 2024

Ὁ Ἅγιος Μώκιος ὁ Ἱερομάρτυρας

 
Μωκώμενόν σε δεισιδαίμονα πλάνην,
Οἱ δυσσεβεῖς κτείνουσι Μώκιε ξίφει.
Μώκιος ἑνδεκάτῃ κεφαλὴν τμήθη ἀγαθόφρων.

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Μώκιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς, τὸν Εὐφράτιο καὶ τὴν Εὐσταθία. Ἀγαπώντας τὸν ἱερατικὸ βίο, ἐπιδόθηκε ἀπὸ μικρὴ ἡλικία στὴ σπουδὴ τῶν ἱερῶν γραμμάτων καὶ χειροτονήθηκε ἱερέας τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἀμφίπολη τῆς Θράκης. Ὡς ἱερεὺς δίδασκε μὲ θερμὸ ζῆλο τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πλάνη τους καὶ νὰ προσέλθουν στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Μία ἡμέρα, ὅταν ὁ ἀνθύπατος Λαοδίκιος ἐπρόκειτο νὰ θυσιάσει στὸ θεὸ Διόνυσο, προσῆλθε ὁ Μώκιος καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους ἀνέτρεψε τὸν βωμὸ καὶ διασκόρπισε τὰ θυμιάματα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη καὶ ἀφοῦ κρεμάσθηκε καὶ γδάρθηκε μὲ σιδερένια νύχια στὸ πρόσωπο καὶ στὰ πλευρά, τέθηκε πάνω σὲ φωτιά. Παρέμεινε ὅμως ἀβλαβὴς καὶ ρίχθηκε δέσμιος στὴ φυλακή. Ἀργότερα ὑποβλήθηκε σὲ νέα ἀνάκριση καὶ ὑπέστη πιέσεις ἀπὸ τὸ νέο ἀνθύπατο Μάξιμο νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. 

Ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει καὶ ὑποβλήθηκε σὲ νέα σκληρότερα βασανιστήρια. Τὸν ἔδεσαν πάνω σὲ τροχὸ καὶ καταμωλωπίσθηκε καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἔριξαν στὰ θηρία. Ἀλλὰ καὶ πάλι ἐξῆλθε ἀβλαβής. Μπροστὰ στὰ θαύματα αὐτὰ ὁ λαὸς ζήτησε τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁγίου, ὁ ἀνθύπατος ὅμως ἀπέστειλε αὐτὸν στὴν Ἡράκλεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Φιλιππήσιο στὸ Βυζάντιο, ὅπου τὸ 288 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ὑπέστη τὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο.

Ἀργότερα ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀνήγειρε πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μωκίου μεγαλοπρεπὴ ναό, στὸν ὁποῖο κατέθεσε καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ. Στὸ ναὸ αὐτὸν γινόταν αὐτοκρατορικὴ προσέλευση κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή. Στὸ ναό, ἐπίσης, φυλασσόταν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Σαμψὼν τοῦ Ξενοδόχου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Χριστῷ ἱερουργῶν, ἱερεὺς ὢν τῆς δόξης, θυσίαν λογικήν, καὶ ὁλόκληρον θῦμα, ἀθλήσεως ἄνθραξι, σεαυτὸν προσενήνοχας· ὅθεν Μώκιε, διπλῷ στεφάνῳ σε στέφει, ὁ δοξάσας σε, ὡς δοξασθείς σου τοῖς ἄθλοις, Χριστὸς ὁ φιλάνθρωπος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων.
Καθοπλισθείς, τῷ θυρεῷ τῆς πίστεως, τῶν ἀσεβῶν, τὰς παρατάξεις ἔτρεψας, καὶ ἐδέξω δόξης στέφανον, παρὰ Κυρίου μάκαρ Μώκιε· διὸ μετὰ Ἀγγέλων ἀγαλλόμενος, περίσωζε κινδύνων τοὺς ὑμνοῦντάς σε, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Μωκώμενος πλάνην τὴν δυσσεβῆ, ὡς τῆς εὐσεβείας, θεορρήμων ἱερουργός, ᾔσχυνας τοῖς ἄθλοις, ἐν ἀσθενείᾳ Μάρτυς, τοῦ σκότους τὸν προστάτην, Μώκιε ἔνδοξε.

Μνήμη ἐγκαινίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως


Γενεθλίων σῶν δεῖ με τιμᾶν ἡμέραν,
Ἐν σοὶ Πόλις τυχόντα τῶν γενεθλίων.

Στὶς 11 Μαΐου τοῦ 330 μ.Χ. τελέσθηκαν τὰ ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς πόλεως τῆς Θεοτόκου, μία ποὺ κατὰ τὸ ἀρχαῖο ἔθος «τὰς πόλεις μετὰ τὴν κτίσιν καθαίρειν εἴθιστο». Ὁ ἑορτασμὸς τότε κράτησε ἐπὶ σαράντα ἡμέρες καὶ διασώθηκε μέχρι σήμερα στὸ Μηνολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ λιτὴ γιὰ τὴν γενέθλια ἡμέρα τῆς Πόλεως ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Φόρου καὶ συνεχιζόταν μέχρι τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία. Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἄρχισε ἡ ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας σὲ ρυθμὸ βασιλικῆς, ποὺ τότε, προφανῶς λόγω τοῦ μεγέθους του, ὀνομαζόταν Μεγάλη Ἐκκλησία. Τὰ ἐγκαίνια ὅμως τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ἔγιναν μετὰ τὴν κοίμησή του, στὶς 15 Φεβρουαρίου τοῦ 360 μ.Χ., ὁπότε καὶ ἐπίσημα ὀνομάσθηκε Ἁγία Σοφία.

Τὰ ἔργα τῆς πρώτης φάσεως ἀνοικοδομήσεως τῆς Πόλεως ἐπὶ μεγάλου Κωνσταντίνου στοίχισαν, κατὰ τὸν Κωδινό, 60.000 λίτρες χρυσοῦ.

Ἡ συγκεκριμένη ἡμέρα τῆς τελέσεως τῶν ἐγκαινίων τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπιλέχθηκε σκόπιμα, γιατί συνέπιπτε μὲ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου Μωκίου, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ ὁ πολιοῦχος τοῦ Βυζαντίου.
Μεταγενέστερες παραδόσεις, ποὺ καταγράφονται εἴτε σὲ χρονογραφήματα εἴτε σὲ ἁγιολογικὲς παραστάσεις, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὴ ἀκόμα τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, θέλουν τὸν Μέγα Κωνσταντίνο νὰ προσφέρει τὴν πόλη του στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Τῆς Θεοτόκου ἡ πόλις, τῇ Θεοτόκῳ προσφόρως, τὴν ἑαυτῆς ἀνατίθεται σύστασιν· ἐν αὐτῇ γὰρ ἐστήρικται διαμένειν, καὶ δι’ αὐτῆς περισώζεται καὶ κραταιοῦται, βοῶσα πρὸς αὐτὴν· χαῖρε ἡ ἐλπὶς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων.
Ὡς περιόσιος κλῆρος ἡ πόλις σου, προσανατίθεται Κόρη τῇ σκέπῃ σου· ἣν σκέποις ἀμάχῳ ἰσχύϊ σου, σοὶ ἀφορῶσαν Παρθένε καὶ κράζουσαν· Σὺ εἶ τοῦ λαοῦ σου ἀσφάλεια.

Μεγαλυνάριον.
Πόλις ἡ περίοπτος τοῦ Χριστοῦ, Κεχαριτωμένη, Παντευλόγητε Μαριάμ, ἥνπερ ἔσχες πόλιν, ὡς σχοίνισμα καὶ κλῆρον, φυλάττοις τε καὶ σώζοις, τῇ προμηθείᾳ σου.

Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος οἱ Ἰσαπόστολοι καὶ Φωτιστὲς τῶν Σλάβων


Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, κατὰ κόσμον Κωνσταντίνος καὶ Μιχαήλ, ἦταν τέκνα τοῦ δρουγγάριου – στρατιωτικοῦ διοικητοῦ Λέοντος καὶ γεννήθηκαν στὴν Θεσσαλονίκη. Εἶχαν δὲ ἄλλα πέντε ἀδέλφια. Ὁ Κωνσταντίνος ἦταν ὁ μικρότερος καὶ εἶχε μεγάλη ἐπιμέλεια στὰ γράμματα. Παιδὶ ἀκόμη, εἶχε διαβάσει τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ εἶχε γράψει ὕμνο πρὸς τιμήν του. Τὰ χαρίσματά του τὰ πρόσεξε ὁ λογοθέτης Θεόκτιστος καὶ τὸν ἔστειλε στὴν σχολὴ τῆς Μαγναύρας, ὅπου μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Λέοντος τοῦ Μαθηματικοῦ καὶ τοῦ ἱεροῦ Φωτίου σπούδασε βασικὰ φιλοσοφία. Διέπρεψε στὶς σπουδές του καὶ ἀρχικὰ διορίσθηκε χαρτοφύλακας (ἀρχιγραμματέας) τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἀργότερα καθηγητὴς τῆς φιλοσοφίας στὴ σχολὴ τῆς Μαγναύρας.

Ὁ Μιχαὴλ ἀκολούθησε τὴν σταδιοδρομία τοῦ πατέρα τους. Ἔγινε στρατιωτικὸς καὶ ἀνέλαβε τὴν διοίκηση τῆς περιοχῆς τῶν πηγῶν τοῦ Στρυμόνος, δηλαδὴ στὰ σημερινὰ σύνορα Βουλγαρίας καὶ Σερβίας, ὅπου καὶ γνώρισε καλὰ τοὺς Σλάβους. Παρὰ τὴν ἐπιτυχημένη σταδιοδρομία καὶ τῶν δύο ἀδελφῶν, βαθιὰ τοὺς συγκλόνιζε ὁ ζῆλος γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Εἶχαν μοναστικὴ κλίση, ἀλλὰ πίστευαν στὴ μαρτυρικὴ διακονία τῆς κλίσεώς τους αὐτῆς, γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ ἄλλες ψυχές.

Ὁ 9ος αἰώνας μ.Χ., ὅταν καὶ ἔλαμψαν οἱ Ἅγιοι, εἶναι μία μεγάλη ἐποχὴ τοῦ Βυζαντίου. Χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀκμὴ στὴν πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ δύναμη καὶ ἀπὸ ἄνθηση στὴν οἰκονομία, στὰ γράμματα, στὶς τέχνες. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς ἀνασυγκροτεῖται μετὰ τὴν τρικυμία τῆς εἰκονομαχίας. Τὸ πρόβλημα τῆς εἰκονομαχίας, νά μπορεῖ ἡ φύση τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη, νὰ παρασταθεῖ εἰκονικά, ἔχει ἐπιλυθεῖ. Τὰ ρήγματα ὅμως ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς καὶ πολιτικὲς συγκρούσεις μεταξὺ Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς γίνονται βαθύτερα. Τὰ ἐγκόσμια συμφέροντα, οἱ ἀνταγωνισμοὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτικὴ ἐξουσία διασποῦν τὴν μέχρι τότε ἑνιαία Χριστιανικὴ Οἰκουμένη σὲ δύο παράλληλους κόσμους, τὸ Βυζαντινὸ καὶ τὸ Φραγκικό. Οἱ διαφορὲς εἶναι ὁρατὲς στὰ μέσα τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ., ὅταν ἀνέκυψε τὸ θέμα τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλάβων τῆς Δύσεως. Σὲ αὐτὴν τὴν ἀντιδικία μπλέκονται οἱ δύο Θεσσαλονικεῖς ἀδελφοί.

Ἀρχικὰ ὁ Κωνσταντίνος ἀναπτύσσει ἱεραποστολικὸ ἔργο μεταξὺ τῆς Τουρκικῆς φυλῆς τῶν Χαζάρων. Ἡ μεγάλη ὅμως εὐκαιρία δίνεται τὸ καλοκαίρι τοῦ 862 μ.Χ., ὅταν φθάνει στὴν Κωνσταντινούπολη πρεσβεία τοῦ ἡγεμόνος τῶν Μοραβῶν Ραστισλάβου, ποὺ τὸ ἔθνος του κατοικοῦσε ἀπὸ τὴ Βοημία μέχρι τὰ Καρπάθια καὶ τὸ Δούναβη. Ὁ Ραστισλάβος ζητᾶ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ ἕναν Ἐπίσκοπο καὶ δάσκαλο, γιὰ νὰ τοὺς διδάξει στὴ γλώσσα τους τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ νὰ προσέλθουν καὶ ἄλλοι στὸν Χριστό. Εἶχαν βαπτισθεῖ πολλοί, ἀλλὰ καὶ οἱ βαπτισμένοι ἀπὸ τοὺς Λατίνους ἱεραποστόλους ἀγνοοῦσαν τόν Χριστιανισμό, ὅσο καὶ οἱ ἀβάπτιστοι, ἀφοῦ οἱ Λατῖνοι, συνεπεῖς στὴν παράδοσή τους, τοὺς ἐπέβαλαν τὴν γνώση τοῦ Εὐαγγελίου στὰ λατινικὰ καὶ τὴν λατρεία πάλι στὰ λατινικά, δηλαδὴ σὲ μία γλώσσα ποὺ ἀγνοοῦσαν.

Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ προσκαλεῖ τὸν φιλόσοφο Κωνσταντίνο νὰ ἀναλάβει αὐτὴν τὴν ἀποστολὴ πρὸς τοὺς Μοραβούς. Τὸ ἔργο τὸ δέχεται ὁ Κωνσταντίνος ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς δημιουργίας γραφῆς στὴ γλῶσσα τῶν Μοραβῶν. Μετὰ ἀπὸ μελέτες φτιάχνει τὸ λεγόμενο γλαγολιτικὸ (ὄχι τὸ κυριλλικό) ἀλφάβητο καὶ ἀρχίζει τὴν μετάφραση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Βυζαντινῆς Λειτουργίας, καθὼς καὶ ἄλλων βιβλίων.

Τὴν ἄνοιξη τοῦ 863 μ.Χ., ὁ Κωνσταντίνος παίρνει τὸν ἀδελφό του Μιχαήλ, ποὺ εἶχε γίνει μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μεθόδιος, καὶ φθάνει στὴν αὐλὴ τοῦ Ραστισλάβου. Ἡ ἐργασία τους διαρκεῖ τρία χρόνια. Ἔκαναν σπουδαῖες μεταφράσεις, εἰσήγαγαν τὴν βυζαντινὴ παράδοση τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στὴ Μοραβία. Ἄνοιξαν τοὺς πολιτιστικοὺς ὁρίζοντες τοῦ εὐαγγελιζόμενου λαοῦ. Ἔγιναν οἱ πραγματικοὶ φωτιστές του. Μὲ ἀφετηρία τὴν ἀρχὴ ὅτι κάθε λαὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ λατρεύει τὸν Θεὸ στὴ μητρική του γλώσσα, οἱ ἅγιοι ἀδελφοὶ συγκρότησαν γραπτὴ σλαβικὴ γλώσσα, μετέφρασαν τὰ λειτουργικὰ βιβλία στὴ γλώσσα αὐτή, καθιέρωσαν τὴν σλαβικὴ ὡς λειτουργικὴ γλώσσα, ἔγραψαν καὶ πρωτότυπα ἔργα καὶ κατέστησαν διδάσκαλοι δεκάδων μαθητῶν γιὰ τὴν ἐπάνδρωση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μὲ διακόνους καὶ πρεσβυτέρους, ἄριστους γνῶστες τῆς λειτουργικῆς παλαιοσλαβικῆς γλώσσας.

Ἡ διείσδυση ὅμως αὐτὴ ἐνόχλησε τοὺς Φράγκους καὶ τὴ Ρώμη ποὺ ἄρχισαν νὰ ὑποσκάπτουν ἀδιάκοπα τὴν ἱεραποστολικὴ ἐργασία τους.

Ἡ θέση ἡ δική τους, καθὼς καὶ τῶν συνεργατῶν τους μοναχῶν, ἔγινε δύσκολη, ὅταν στὴν Πόλη τὴν ἐξουσία κατέλαβε ὁ Βασίλειος ὁ Β’, ποὺ ξαναέφερε στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς Πατριάρχη τὸν Ἰγνάτιο καὶ ἐπανασύνδεσε τὸ Βυζάντιο μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Τὸ 866 μ.Χ. καὶ οἱ Βούλγαροι εἶχαν συνδεθεῖ μὲ τὴν Ρώμη. Ἔτσι ἡ ἱερποστολὴ ἀπομονώθηκε ἀπὸ τὶς ρίζες της καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ ἔλθει σὲ συνδιαλλαγὴ μὲ τοὺς Λατίνους.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 868 μ.Χ., ὁ Κωνσταντίνος καὶ ὁ Μεθόδιος φθάνουν στὴ Ρώμη κομίζοντας τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ ἱεραποστόλου Κλήμεντος, ποὺ εἶχε μαρτυρήσει στὴ χώρα τῶν Χαζάρων.

Προσπαθοῦν νὰ τακτοποιήσουν τὶς διαφορές τους μὲ τοὺς Λατίνους ἱεραποστόλους ἐνώπιον τοῦ Πάπα Ἀνδριανοῦ Β’. Ἡ μόρφωση καὶ ἡ εὐσέβεια τῶν δύο ἀδελφῶν κατέπληξε τοὺς Ρωμαίους κληρικούς. Ὁ Πάπας ἀναγνώρισε τὸ ἔργο τους πανηγυρικά, ἀλλὰ ἐπεδίωξε νὰ τὸ ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ νὰ τὸ προσεταιρισθεῖ. Ὁ Πάπας Ἀνδριανὸς παρέλαβε ἀπὸ τοὺς ἱεραποστόλους τὰ σλαβικὰ βιβλία, τὰ εὐλόγησε, τὰ ἀπέθεσε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίας, τὸν ἀποκαλούμενο Φάτνη καὶ τέλεσε μὲ αὐτὰ τὴν Θεία Λειτουργία.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ὁ Πάπας ἀπέθεσε τὰ σλαβικὰ βιβλία στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὰ πρόσφερε ὡς ἀφιέρωμα στὸ Θεό. Ἔδωσε μάλιστα ἐντολὴ σὲ δύο Ἐπισκόπους, τὸν Φορμόζο καὶ τὸν Γκόντριχον, νὰ προχωρήσουν στὴ χειροτονία τῶν μαθητῶν τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, τῶν μελλοντικῶν κληρικῶν τῶν Σλάβων στὴ μητρική τους γλώσσα. Καὶ μετὰ ταῦτα δόθηκε ἡ ἄδεια σὲ αὐτούς, τοὺς νεοχειροτόνητους κληρικούς, νὰ τελέσουν τὴ θεία λειτουργία σλαβιστὶ στοὺς ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πέτρου, τῆς Ἁγίας Πετρωνίλλας καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου.

Ὁ Πάπας καταδίκασε ἀκόμη τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀντιδροῦσαν στὴν λειτουργικὴ χρήση τῆς σλαβικῆς γλώσσας καὶ τοὺς ἀποκάλεσε Πιλατιανοὺς καὶ Τριγλωσσίτες. Μάλιστα ὑποχρέωσε ἕναν Ἐπίσκοπο, ποὺ ὑπῆρξε ὀπαδὸς τοῦ Τριγλωσσισμοῦ, νὰ χειροτονήσει τρεῖς ἱερεῖς καὶ δύο ἀναγνῶστες ἀπὸ τοὺς Σλάβους μαθητὲς τῶν δύο Ἁγίων ἀδελφῶν.

Καὶ τὸ ἐπιστέγασμα τῆς λειτουργικῆς πανδαισίας σλαβιστὶ συνδέθηκε μὲ τὸν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο. Οἱ Σλάβοι μαθητὲς – κληρικοὶ λειτουργοῦσαν τὴν νύχτα πάνω στὸν τάφο τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῶν ἐθνικῶν, τοῦ Παύλου. Καὶ μάλιστα εἶχαν ὡς συλλειτουργοὺς τους τὸν Ἐπίσκοπο Ἀρσένιο, δηλαδὴ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἐπισκόπους συμβούλους τοῦ Πάπα, καὶ τὸν Ἀναστάσιο τὸν Βιβλιοθηκάριο. Ἡ πράξη αὐτὴ δὲν ἦταν τυχαία. Εἶχε συμβολικὸ χαρακτήρα. Συνέδεε καὶ παραλλήλιζε τὸ ἔργο τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου μὲ τοὺς ἱεραποστολικοὺς ἄθλους τοῦ Παύλου. 

Σημειωτέον ὅτι ὁ ναὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου βρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως. Καὶ συνεπῶς ἡ μετάβαση καὶ ἡ τέλεση Λειτουργίας σὲ αὐτὸν σλαβιστὶ καὶ μάλιστα ἐπάνω στὸν τάφο τοῦ Ἀποστόλου δὲν ἀποτελοῦσε πράξη ρουτίνας, ποὺ ἀπέβλεπε ἁπλῶς στὴν τέλεση ὁρισμένων λειτουργιῶν στὴ σλαβικὴ γλώσσα. Ἦταν ἡ πανηγυρικὴ ἔγκριση τῆς σλαβικῆς ὡς λειτουργικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν καὶ τῆς ἀκροβυστίας.

Στὸ διάστημα τῆς παραμονῆς τους στὴ Ρώμη, ὁ Κωνσταντίνος ἀρρωσταίνει βαριά. Προαισθάνεται τὸ τέλος του καὶ ζητᾶ νὰ πεθάνει ὡς μοναχός. Κείρεται μοναχὸς καὶ ὀνομάζεται Κύριλλος. Στὶς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 869 μ.Χ. ὁ πύρινος ἱεραπόστολος, ποὺ ἄναψε τὴν φωτιὰ τῆς πίστεως καὶ τοῦ πολιτισμοῦ στὸ σλαβικὸ κόσμο, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ Μεθόδιος θέλει νὰ μεταφέρει τὸ σκήνωμά του στὴ Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ ὁ Πάπας Ἀνδριανὸς δὲν τὸ ἐπιτρέπει καὶ τὸν θάβει στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος, ὅπου μέχρι καὶ σήμερα δείχνεται ὁ τάφος του.

Στὴ συνέχεια, ὁ Μεθόδιος χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν Πάπα Ἀρχιεπίσκοπος Σιρμίου, γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Παννονία. Ἡ Ρώμη ἐπιδέξια οἰκειοποιεῖται τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.

Ἡ ζωὴ ὅμως τοῦ Μεθοδίου, ὡς Ἀρχιεπισκόπου, περιπλέκεται στοὺς ἀνταγωνισμοὺς τῶν Λατίνων καὶ τῶν Φράγκων Ἐπισκόπων, στὶς δολοπλοκίες τῶν ἡγεμόνων καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ γίνεται μαρτυρική. Τὸν φυλακίζουν δυόμιση χρόνια σὲ μοναστήρι τοῦ Μέλανος Δρυμοῦ καὶ μόλις τὸ 873 μ.Χ. ὁ Πάπας Ἰωάννης Η’ τὸν ἐλευθερώνει καὶ τὸν ἀποκαθιστᾶ. Ἡ λατρεία ὅμως στὰ σλαβονικὰ ἀπαγορεύεται καὶ μόνο τὸ κήρυγμα ἐπιτρέπεται. Τὸ 885 μ.Χ., στὴ Μοραβία, ὁ Μεθόδιος παραδίδει τὸ πνεῦμα του μέσα σὲ ἕνα κλίμα ἀντιδράσεων καὶ ραδιουργιῶν. 

Εἶχε ὅμως προετοιμάσει διακόσιους νέους ἱεραποστόλους. Αὐτοὶ ξεχύθηκαν στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη, διέδωσαν καὶ στερέωσαν τὴν Ὀρθοδοξία στὰ σλαβικὰ Ἔθνη. Ἦταν τέτοια δὲ ἡ δύναμη καὶ τὸ ρίζωμα τοῦ ἔργου τους, ὥστε οὔτε ἡ λαίλαπα τῆς Οὐνίας τοῦ 6ου αἰῶνος μ.Χ. κατόρθωσε νὰ ἐξανεμίσει τὸ θεολογικὸ καὶ πολιτισμικὸ ἔργο τῶν δύο Ἰσαποστόλων ἀδελφῶν, τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεθοδίου.

Κατὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου ἀναρίθμητος λαός, ἀφοῦ συγκεντρώθηκε, τὸν συνόδευσε μὲ λαμπάδες καὶ θρήνησε τὸν ἀγαθὸ διδάσκαλο καὶ ποιμένα. Ἄνδρες καὶ γυναῖκες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἐλεύθεροι καὶ δοῦλοι, χῆρες καὶ ὀρφανά, ξένοι καὶ ντόπιοι, ἀσθενεῖς καὶ ὑγιεῖς, ὅλοι τὸν συνόδευσαν, γιατί ἔδινε τὰ πάντα σὲ ὅλους, γιὰ νὰ τοὺς κερδίσει.

Ἡ ἱεραποστολικὴ πορεία τους, παρὰ τὰ τόσα θρησκευτικὰ καὶ πολιτιστικὰ ἐπιτεύγματά της γιὰ ὁλόκληρο τὸ Βορρά, δὲν μᾶς εἶναι γνωστὴ ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς. Ἂν καὶ ἐργάσθηκαν ὅσο λίγοι γιὰ τὴν δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄργησαν οἱ Ἑλληνόφωνες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νὰ τοὺς περιλάβουν στὸν κατάλογο τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ Ἁγίων. Τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τους τὴ μαθαίνουμε ἀπὸ σλαβικὲς καὶ λατινικὲς πηγὲς καὶ ἀπὸ δύο παλαιοσλαβονικὲς βιογραφίες.

Οἱ δύο Ἅγιοι ἀνεδείχθησαν ἄξιοι μιμητὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σὲ πολλοὺς τομεῖς τοῦ βίου καὶ τῆς δράσεώς τους. Κατ’ ἀρχὰς ἐντάσσονται μέσα στὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας.

Καὶ μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ ἡ Θεία Οἰκονομία ἐκφράζεται κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο μὲ τὴ φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», τὴν ὁποία ἐπαναλαμβάνει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀνέστησε ὡς διδάσκαλο στοὺς καιρούς του χάριν τοῦ Σλαβικοῦ γένους, γιὰ τὸ ὁποῖο ποτὲ κανεὶς ποτὲ δὲν εἶχε ἐνδιαφερθεῖ.

Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος μιμήθηκε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴν περιφρόνηση τῶν κινδύνων, ἰδίως στὰ ταξίδια καὶ τὶς περιπλανήσεις του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ βιογράφος του σημειώνει ὅτι σὲ ὅλα τὰ ταξίδια του ὁ Μεθόδιος περιέπεσε σὲ πολλοὺς κινδύνους, ποὺ προκλήθηκαν ἀπὸ τὸν κακὸ ἐχθρὸ (τὸ διάβολο). Κινδύνευσε στὶς ἐρήμους ἀπὸ τοὺς ληστές, στὴ θάλασσα ἀπὸ τρικυμίες, στὰ ποτάμια ἀπὸ θανάσιμους κινδύνους καὶ ἔτσι ἐκπληρώθηκε σὲ αὐτὸν ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου: «Κινδύνοις ληστῶν, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις, ἐν κόπῳ καὶ μόχθω, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψῃ» καὶ σὲ ὅλα τὰ παθήματα, τὰ μνημονευόμενα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο. 

Καὶ ὀφείλουμε νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι στὸ σχόλιο αὐτὸ δὲν ὑπάρχει κάτι τὸ ὑπερβολικό, ἂν ἀναλογισθοῦμε τὰ ταξίδια του στὴν Κριμαία, τὴ Χαζαρία καὶ τὴ χώρα τῶν Φούλλων, τὴ μετάβασή του στὴ Μοραβία, τὸ ταξίδι στὴ Ρώμη μέσῳ Παννονίας καὶ Βενετίας, τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Παννονία καὶ τὴ Μοραβία, τὴ σύλληψή του ἀπὸ τοὺς Φράγκους, τὴ δίκη καὶ καταδίκη του, τὴ φυλάκισή του ἐπὶ δυόμισι ἔτη, τὴν ἀπελευθέρωσή του, τὶς συκοφαντίες σὲ βάρος του, τὴ μετάβασή του στὴ Ρώμη καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀποστόλων τὸν ζῆλον ἐπιδειξάμενοι, ἐπὶ τὰς χώρας τῶν Σλάβων Εὐαγγελίου τὸ φῶς, διηυγάσατε λαμπρῶς θείῳ κηρύγματι, Θεσσαλονίκης οἱ βλαστοί, καὶ ἀστέρες φαεινοί, Μεθόδιε σὺν Κυρίλλῳ, αὐτάδελφοι θεηγόροι, Ἐκκλησιῶν ἡ σεμνοπρέπεια.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐξ εὐκλεοῦς ἀναβλαστήσαντες ῥίζης, καὶ ἐν ἁπάσῃ παιδευθέντες σοφίᾳ, Θεσσαλονίκης φοίνικες οἱ πάγκαρποι, ὁ θεόφρων Κύριλλος, καὶ Μεθόδιος ἅμα, ὤφθησαν ¨ομότροποι, τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, καὶ τὰς τῶν Σλάβων χώρας ἀληθῶς, θεογνωσίας φωτὶ κατεφώτισαν.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Κύριλλε τρισμάκαρ, καὶ Μεθόδιε ἱερέ, τῆς Θεσσαλονίκης, βλαστοὶ οἱ θεοφόροι, καὶ φωτισταὶ τῶν Σλάβων οἱ ἐνθεώτατοι.

Ὁ Ἅγιος Ἀργύριος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Ἐπανομίτης


Ἔχων ἀργυρᾶν τὴν ψυχὴν φερωνύμως
Ἀργύριε ἤθλησας εὐσεβοφρόνως.
Ἑνδεκάτῃ Ἀργύριος τέτληκε βρόχον στεῤῥοψύχως.

Ο Άγιος Νεομάρτυς Αργύριος γεννήθηκε το 1788 στην Επανωμή της Θεσσαλονίκης από τον Αστέριο και τη Βασιλική, το γένος Ντουγιούδη. Σε νεαρή ηλικία ήλθε στην Θεσσαλονίκη, όπου προσλήφθηκε από κάποιον ράπτη ως υπηρέτης.

Κατά τις ημέρες εκείνες κάποιος Χριστιανός από τη Σοχό βρισκόταν κλεισμένος στη φυλακή του πασά της Θεσσαλονίκης για κάποιο έγκλημα που είχε κάνει. Μην έχοντας να πληρώσει τα χρήματα που του ζητούσε ο πασάς, τον απειλούσε ότι θα τον κρεμάσει. Μπροστά στην απειλή του θανάτου ο φυλακισμένος αποφάσισε να αλλαξοπιστήσει. Το γεγονός αυτό χαροποίησε τους Αγαρηνούς, οι οποίοι αμέσως τον έβγαλαν από την φυλακή και τον πήγαν σε ένα καφενείο στην τοποθεσία Ταχτάκαλα με σκοπό να τον μυήσουν στη μουσουλμανική θρησκεία.

Ο Αργύριος, που είχε πληροφορηθεί το γεγονός, εισήλθε και αυτός στο καφενείο και άρχισε να τον ελέγχει για το παράπτωμά του και ταυτοχρόνως να τον παρακινεί, για να επιστρέψει και πάλι στην Ορθόδοξη πίστη. Η στάση του αυτή προκάλεσε τόσο πολύ τους Γενίτσαρους, που όρμησαν επάνω του και άρχισαν να τον γρονθοκοπούν τόσο άγρια, ώστε θα τον σκότωναν, εάν δεν ανέστελλε την οργή τους η ελπίδα μήπως και μπορέσουν να τον προσελκύσουν στην δική τους πίστη. Προσπάθησαν, λοιπόν, απειλώντας τον ότι θα τον σκοτώσουν, να τον αναγκάσουν να αλλαξοπιστήσει. Σα βροντή ακούσθηκε η φωνή του Νεομάρτυρα: «Είμαι Χριστιανός και δεν αρνιέμαι την πίστη μου. Δόξα και τιμή μου ο Σταυρός του Χριστού. Επιθυμία μου είναι να αποθάνω για την πίστη και την αγάπη του Χριστού».

Οι Αγαρηνοί τότε οδήγησαν τον Αργύριο στον κριτή, ενώπιον του οποίου προσπάθησαν και πάλι να τον μεταπείσουν μεταχειριζόμενοι πότε απειλές και πότε κολακείες και υποσχέσεις για δώρα και αξιώματα. Μετά από δύο ημέρες, οι Γενίτσαροι, επανέλαβαν και πάλι τις προσπάθειές τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ζήτησαν λοιπόν από τον κριτή να διατάξει την εκτέλεσή του. Αυτός όμως, βλέποντας ότι ο Αργύριος δεν είχε διαπράξει κάποιο αδίκημα άξιο θανάτου, προσπάθησε να κατευνάσει την οργή των εξαγριωμένων Τούρκων και να τους πείσει πως δεν είναι δίκαιο να σκοτώσουν έναν αθώο άνθρωπο. Εκείνοι ταράχθηκαν και εξαγριώθηκαν εναντίον του και έτσι ο κριτής διέταξε την διά απαγχονισμού θανάτωσή του.

Έτσι, σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ ετών, το 1806 και ημέρα Παρασκευή, ο Άγιος Νεομάρτυς Αργύριος οδηγήθηκε σε ένα τόπο λεγόμενο Καμπάν (σημερινό Καπάνι), στην κεντρική αγορά της πόλεως, όπου και απαγχονίσθηκε και επισφράγισε την ομολογία του στον Χριστό με τη θυσία του αίματός του.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Χαίρει ἔχουσα, Ἐπανομὴ σε, θεῖον βλάστημα, καὶ πολιοῦχον, Νεομάρτυς τοῦ Σωτῆρος Ἀργύριε, καὶ τὴν ἁγίαν σου ἄθλησιν μέλπουσα, τῇ σῇ πρεσβείᾳ προστρέχει κραυγάζουσα. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀθλήσας Ἅγιε ἐσχάτοις χρόνοις, τὸν Χριστὸν ἐδόξασας, θανατωθεὶς ὑπὲρ Αὐτοῦ· διὸ πιστῶς σε γεραίρομεν, ὡς Ἀθλοφόρων Ἀργύριε σύσκηνον.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις κόσμων τὸν βίον σου, Μαρτυρικῆς εὐκληρίας λαμπρῶς ἠξίωσαι, ἐναθλήσας ἀνδρικῶς Μάρτυς Ἀργύριε· καὶ νῦν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ἀπολαύων νοερῶς, ἱκέτευε σὺν Ἀγγέλοις, διδόναι λύσιν πταισμάτων, τοῖς ἑορτάζουσι τὴν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Ὡς κρῖνον ἔφυς τοῦ ἀγροῦ, λειμῶνι εὐσεβείας, καὶ εὐωδίαν μυστικήν, τῇ σῇ ἀθλήσει τῇ στεῤῥᾷ, διέπνευσας τῷ κόσμῳ, Νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ παναοίδιμε σὺ γὰρ νεότητος ἄνθος, καὶ τὰ ἐν κόσμῳ τερπνὰ καὶ ἡδέα, θεόφρονι πάρειδες λογισμῷ, οἷα σφαλλόμενα πάντα· καὶ πίστει στρατευθεὶς τῷ Χριστῷ, τῆς ἀληθείας τοῖς ὅπλοις κατηκόντισας, τῶν ἀντικειμένων τὴν παράταξιν τῇ τελεία γὰρ πυρπολούμενος ἀγάπη, ἐξαγαγεῖν τοῦ βυθοῦ τῆς ἀπωλείας ἠβουλήθης, τὸν οἰκτρῶς ἐξολισθήσαντα, καὶ μαρτυρίου ὑπεισῆλθες τὸ στάδιον, μεγαλοφώνως βοῶν: Χριστιανός εἰμι ὦ ἄνομοι. Καὶ μαστίγων πεῖραν ἐνέγκας, καὶ ἀλγηδόνας ὑποστάς, τῷ δι’ ἀγχόνης θανάτῳ, ταῖς οὐρανίαις συνήφθης τάξεσι· διὰ πιστῶς σε γεραίρομεν, ὡς Ἀθλοφόρων Ἀργύριε σύσκηνον.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις εὐσεβείας νέον φυτόν, Ἀργύριε Μάρτυς, Ὀρθοδόξων ἡ καλλονὴ, χαίροις τῶν Μαρτύρων, ἰσότιμος ἐν δόξῃ, Ἐπανομῆς τὸ ἄνθος, τὸ εὐωδέστατον.
 
Σύναξη των Οσίων Κολλυβάδων Πατέρων, των εκ του Αγιωνύμου Άθωνος ορμωμένων

 

Γέγηθε ὑμῖν ὁ Ἄθως Κολλυβάδες,
Νύμφη δὲ Χριστοῦ, νῦν Ἐκκλησία χαίρει

Σπείραντες Θεοῦ τήν γνῶσιν Κολλυβάδες,
δράγματα ζωῆς ἐθέρισαν ἀφθόνως

Ἡμέρα Λαμπρᾶς καταπαύσεως δεῦτε
ἐργάτας φωτός στέψωμεν Κολλυβάδας.
Στην ιστορία της Εκκλησίας μας το Πνεύμα το Άγιο αναδεικνύει κάποιες πνευματικές προσωπικότητες, οι οποίες όχι μόνο χαρακτηρίζουν την εποχή τους, αλλά και γίνονται φωτεινοί φάροι για τις επερχόμενες γενεές. Γι’ αυτό ατενίζοντας προς αυτούς μπορούμε και εμείς, οι «εις τους εσχάτους καιρούς καταντήσαντες», να διαπλεύσουμε ακίνδυνα, «αβρόχοις ποσί» την θάλασσα των πειρασμών, των παθών, των πλανών του διαβόλου και να φθάσουμε στο λιμάνι της «όντως ζωής», της απαθείας, του «σαββατισμού»· να επιτύχουμε την σωτηρία μας. Τέτοιοι ήταν οι Τρεις Ιεράρχες (βλέπε 30 Ιανουαρίου), ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (βλέπε 21 Ιανουαρίου), ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος (βλέπε 12 Οκτωβρίου), ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (βλέπε 14 Νοεμβρίου), οι Κολλυβάδες Πατέρες.

Η εμφάνιση των Κολλυβάδων κατά τον 18ο μ.Χ. αιώνα στον αγιορειτικό και ευρύτερα τον ελλαδικό χώρο, προκαλεί μία δυναμική επιστροφή στις ρίζες της Ορθοδόξου Πατερικής Παραδόσεως.

Οι φορείς αυτής της Ορθοδόξου Παραδόσεως ονομάσθηκαν ειρωνικά από τους αντιπάλους τους στο Άγιον Όρος Κολλυβάδες, εξαιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσύνων από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί σωστά εκτίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρας της ημέρας.

Συγκεκριμένα η αφορμή δόθηκε από τους μοναχούς της αγιορειτικής Σκήτης της Αγίας Αννης. Το 1754 μ.Χ. οι Αγιαναννίτες μοναχοί εργάζονταν για την ανοικοδόμηση του Κυριακού (τού κεντρικού Ναού της Σκήτης). Αλλά επειδή έπρεπε να εργάζονται και το Σάββατο, πήραν την απόφαση να μην τελούν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων το Σάββατο σύμφωνα με την παράδοση που ίσχυε σε όλο το Άγιον Όρος, αλλά την Κυριακή μετά την Θεία Λειτουργία. Η απόφαση αυτή, που ερχόταν σε αντίθεση με την εκκλησιαστική παράδοση, σκανδάλισε τον ιεροδιάκονο Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, που ήταν τότε καθηγητής στην Αθωνιάδα Σχολή – την οποία προσφάτως, το 1749 μ.Χ., είχε ιδρύσει η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου – και άρχισε δογματικό αγώνα εναντίον των Αγιαναννιτών. Ο ιεροδιάκονος Νεόφυτος ήταν ο πρωτουργός του κινήματος των Κολλυβάδων.

Βέβαια η τέλεση των μνημοσύνων ήταν μία μικρή λεπτομέρεια μέσα στο όλο ανακαινιστικό και παραδοσιακό έργο των Κολλυβάδων. Απλώς τονίσθηκε και διογκώθηκε εσκεμμένα από τους αντιπάλους τους, τους λεγομένους Αντικολλυβάδες ή Φιλελευθέρους, ώστε όχι μόνο να αποκρυβεί η όλη τους προσφορά, αλλά και να συκοφαντηθούν οι ίδιοι, γιατί ασχολούνταν με μικρά και ασήμαντα πράγματα, όπως είναι δήθεν τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Αλλά και οι Μακκαβαίοι (βλέπε 1 Αυγούστου) για μία μικρή λεπτομέρεια, για το ότι δεν υπήκουσαν στον βασιλιά Ναβουχοδονόσορα και δεν έφαγαν χοιρινό κρέας που το απαγόρευε η παράδοση των Πατέρων τους, υποβλήθηκαν σε φρικτά μαρτύρια και έγιναν Μάρτυρες και γνήσιοι ομοληγητές της πίστεως των Πατέρων· τους οποίους τιμούμε ως Αγίους της Εκκλησίας μας. Ο ομολογιακός χαρακτήρας της ορθοδόξου πίστεώς μας εκφράζεται όχι μόνο στο δογματικό επίπεδο, αλλά και στο ηθικό και γενικότερα το παραδοσιακό.

Αλλη αφορμή για την εμφάνιση των Κολλυβάδων δόθηκε με την έκδοση δύο βιβλίων, του πρώτου το 1777 μ.Χ. και του δευτέρου το 1783 μ.Χ., τα οποία αναφέρονταν στην ανάγκη της συχνής θείας Μεταλήψεως και προερχόταν από τον κύκλο των Κολλυβάδων. Το δεύτερο βιβλίο, του οποίου συγγραφείς είναι ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (βλέπε 14 Ιουλίου) και ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς επίσκοπος Κορίνθου (βλέπε 17 Απριλίου), καταδικάσθηκε από το Πατριαρχείο το 1785 μ.Χ., γιατί δήθεν δημιουργούσε σκάνδαλα και διχόνοιες. Αργότερα όμως το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο πρόβαλε το βιβλίο αυτό ως ψυχωφελές και σωτήριο και με Πατριαρχικό και Συνοδικό γράμμα αθώωσε τους συγγραφείς του.

Μαζί με τον ιεροδιάκονο Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη συντάχθηκαν αρχικά οι διδάσκαλοι της Αθωνιάδος Σχολής, άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (βλέπε 24 Ιουνίου), Χριστόφορος ο Προδρομίτης ο εξ Αρτης και οι ιερομόναχοι Αγάπιος ο Κύπριος, Ιάκωβος ο Πελοποννήσιος, Παρθένιος ο αγιογράφος και Παΐσιος ο καλλιγράφος. Αργότερα προστέθηκαν και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο μεγάλος άγιος και σοφός διδάσκαλος του Γένους· ο άγιος Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου, που καταγόταν από την επιφανή οικογένεια των Νοταράδων· ο ιερομόναχος Διονύσιος ο Σιατιστέας, πνευματικός της Βατοπαιδινής Σκήτης του Αγίου Δημητρίου, και ο υποτακτικός του ιερομόναχος Ιερόθεος, ο πνευματικός του Αγίου Όρους στο Πρωτάτο.

Οι κύριοι εκφραστές του κινήματος των Κολλυβάδων, οι οποίοι δημιούργησαν μία φιλοκαλική αναγέννηση τον 18ο μ.Χ. αιώνα στην Ορθόδοξο Εκκλησία, ήταν ο Αθανάσιος ο Πάριος, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο Μακάριος Κορίνθου, ο Νοταράς. Αυτοί λόγω της προσφοράς και δραστηριότητός τους, αλλά περισσότερο λόγω της οσίας και υποδειγματικής Πατερικής βιοτής τους, δικαίως συγκαταριθμήθηκαν στην χορεία των Αγίων της Εκκλησίας μας.

Περί της τελέσεως των μνημοσύνων συνήλθαν δύο Σύνοδοι. Η πρώτη με εντολή του Πατριαρχείου έγινε στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους το 1774 μ.Χ. και συμμετείχαν δύο πρώην πατριάρχες, οκτώ άλλοι αρχιερείς και 200 περίπου μοναχοί. Η Σύνοδος αναθεμάτισε τους Κολλυβάδες. Η δεύτερη Σύνοδος έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1776 μ.Χ. επί οικουμενικού πατριάρχου Σωφρονίου Β΄ και συμμετείχαν ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Αβραάμιος και άλλοι 16 αρχιερείς. Η Σύνοδος αφόρισε τους αρχηγούς των Κολλυβάδων – μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο ιερομόναχος Αγάπιος ο Κύπριος – ενώ εδίωξε και εξόρισε τον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο. Το 1785 μ.Χ. ο πατριάρχης Γαβριήλ ο Δ΄ αθώωσε τον άγιο Αθανάσιο. Η τελική δικαίωση όμως των Κολλυβάδων και για το θέμα των μνημοσύνων και την συχνή θεία Μετάληψη έγινε αρκετά αργότερα, τον Αύγουστο του 1819 μ.Χ., από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ (βλέπε 10 Απριλίου).

Οι Αντικολλυβάδες–Φιλελεύθεροι χρησιμοποίησαν όλα τα αθέμιτα μέσα κατά των Κολλυβάδων· τις διαβολές, τις κατηγορίες, τις συκοφαντίες· έφθασαν ως και στην διάπραξη φόνων. Οι Αγιαναννίτες κάλεσαν κάποιον αρχιληστή της εποχής, τον καπετάν Μάρκο, για να φονεύσει τέσσερις Κολλυβάδες: Τον καλλιγράφο ιερομόναχο Παΐσιο και τον Γέροντά του Θεοφάνη, τον ιερομόναχο Αγάπιο τον Κύπριο και τον ιερομόναχο Γαβριήλ. Και ο ληστής κατάφερε και έπνιξε τους δύο από αυτούς, τον ιερομόναχο Παΐσιο και τον Γέροντα Θεοφάνη.

Η διδασκαλία των Κολλυβάδων ήταν ακραιφνώς Πατερική. Κύριο μέλημά τους ήταν να πείσουν με τον λόγο και με όλο το βίωμά τους τους πιστούς, ώστε να ζήσουν την εσωτερική εν Χριστώ ζωή. Τα θέματα στα οποία εντόπιζαν τον αγώνα τους αφορούσαν την θεία Λατρεία. Ήταν φιλακόλουθοι και συνιστούσαν την τακτική θεία Εξομολόγηση, την συχνή συμμετοχή των πιστών μετά από συνεχή πνευματικό αγώνα και προετοιμασία στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Προέτρεπαν στην αυστηρή τήρηση του εκκλησιαστικού τυπικού, που εξασφαλίζει την πνευματική ισορροπία στην ζωή της Εκκλησίας. Επίσης συνιστούσαν την μελέτη Πατερικών κειμένων, η οποία βοηθά τον πιστό στην διαμόρφωση γνησίου Πατερικού φρονήματος. Ιδιαίτερα οι τρεις άγιοι Κολλυβάδες, Νικόδημος ο Αγιορείτης, Αθανάσιος ο Πάριος, Μακάριος ο Νοταράς, ερμήνευσαν κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας μας, έγραψαν βίους και συνέταξαν Ακολουθίες Αγίων, ακόμη και σχολικά εγχειρίδια Γραμματικής, Ρητορικής, Φιλοσοφίας. Πολλοί Κολλυβάδες αντέγραψαν μάλιστα έργα θύραθεν συγγραφέων, μετέφρασαν σύγχρονους Δυτικούς φιλοσόφους, δεν φοβήθηκαν την επαφή με την νεωτερικότητα είτε προσλαβάνοντας στοιχεία και μεθόδους που εναρμονίζονταν με την Πατερική διδασκαλία είτε επικρίνοντας αυτήν έντονα. Ο σοφός Ευγένιος Βούλγαρης – που κάλλιστα μπορεί να συνταχθεί μαζί με τους Κολλυβάδες Πατέρες, αν και δεν συμμετείχε ενεργά στο κίνημα, αφού μετά το 1762 μ.Χ. βρίσκεται εκτός του ελλαδικού χώρου (Λειψία και κατόπιν Ρωσία)– ήταν βαθύς γνώστης και κριτικός αποτιμητής των πνευματικών ρευμάτων της εποχής του μέσα στο φως της Πατερικής παραδόσεως.

Αυτό που προείχε για τους Κολλυβάδες ήταν να φωτισθεί το υπόδουλο Γένος και να σταθεί στην πίστη και στις παραδόσεις των Πατέρων, να διασωθεί ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός και ο κατά Χριστόν τρόπος ζωής. Ο άγιος Νικόδημος έγραψε 25 ογκώδη συγγράμματα. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει το Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, που το έγραψε όταν ήταν εξόριστος στο νησί Σκυροπούλα, και ενώ η εκεί διαβίωσή του ήταν πλήρης δυσκολιών και ταλαιπωριών, με στέρηση και των απαραιτήτων για τις βιοτικές του ανάγκες – και φυσικά βιβλίων. Χρησιμοποιεί από μνήμης πλήθος Πατερικών χωρίων για την συγγραφή του βιβλίου του· κάτι το οποίο αποδεικνύει την Χάρη και την απέραντη μνήμη του μεγάλου αυτού Πατρός. Το σύγγραμμα αυτό αποτελεί ένα εγκόλπιο για τον πιστό που θέλει να βιώσει την εν Χριστώ πνευματική ζωή, πραγματεύεται για την φυλακή των αισθήσεων, την νοερά προσευχή και για όλα όσα συντελούν στην τελειοποίηση του έσω ανθρώπου. Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, που χαρακτηρίστηκε ως ο μαχητικότερος των Κολλυβάδων, έγραψε 53 συγγράμματα. Πολέμησε ιδιαίτερα τον αθεϊστικό Βολταιρισμό· την πλάνη που προσπαθούσε να εισέλθει και στον ελλαδικό ορθόδοξο χώρο με το πρόσχημα του Διαφωτισμού, της φυσικής θρησκείας, του ορθολογισμού, και που ενέκρυβε την αθεΐα.

Επίσης οι Κολλυβάδες ήταν οι πνευματικοί καθοδηγητές των Νεομαρτύρων. Αυτοί προετοίμαζαν και τόνωναν ψυχολογικά στον δρόμο του μαρτυρίου, ιδιαίτερα αυτούς που είχαν πρωτύτερα αρνηθεί την πίστη τους, αλλά μετανοημένοι και έμπλεοι θείου έρωτος ζητούσαν διακαώς και επέμεναν να προχωρήσουν στο μαρτύριο. Ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς «γύμνασε πνευματικά» και συντέλεσε ώστε να ανάψει το «θείον πύρ» της προς τον Χριστόν αγάπης στις καρδιές τριών μεγάλων Νεομαρτύρων· του Πολυδώρου (βλέπε 3 Σεπτεμβρίου), ο οποίος καταγόταν από την Λευκωσία, του Θεοδώρου του Βυζαντίου (βλέπε 17 Φεβρουαρίου) και του Δημητρίου του Πελοποννησίου (βλέπε 14 Απριλίου). Το αίμα των Νεομαρτύρων αποτέλεσε το ευώδες θυμίαμα ενώπιον του Θεού και επέφερε την λύτρωση για το υπόδουλο Γένος. Ο άγιος Νικόδημος συγκέντρωσε πολλά από τα μαρτύρια αυτά στο βιβλίο του, «Νέον Μαρτυρολόγιον».

Το αναγεννητικό κίνημα των Κολλυβάδων είχε αποφασιστικές επιδράσεις στην τόνωση και ενίσχυση της παιδείας του υποδούλου Γένους και στην διατήρηση της αυτοσυνειδησίας του, όχι μόνον απέναντι των Οθωμανών κατακτητών, αλλά και απέναντι των δυτικών ιεραποστόλων (μισσιονάρων) που όργωναν τις ορθόδοξες χώρες, ασκώντας προσηλυτισμό με αθέμιτα μέσα, προπάντος όμως εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια, την δουλεία και την φτώχεια των Ορθοδόξων πιστών. Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (βλέπε 24 Αυγούστου) έλεγε ότι ο Θεός για το δικό μας καλό επέτρεψε να σκλαβωθούμε στους Τούρκους και όχι στους Φράγκους, γιατί αυτοί θα μας έβλαπταν την πίστη. «Ο δε Τούρκος», τόνιζε ο πατρο–Κοσμάς, «άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό,τι θέλεις».

Οι Κολλυβάδες προκάλεσαν την ησυχαστική αναγέννηση του Αγίου Όρους, ήταν φορείς της Πατερικής παραδόσεως. Αυτοί εξέφραζαν την υπερχιλιετή ζωή και πορεία του Αγίου Όρους, σε αντίθεση με τους Αντικολλυβάδες οι οποίοι ήταν επηρεασμένοι από τον ευρωπαϊκό θεϊστικό Διαφωτισμό, που ήθελε την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και την αλλοίωση του ορθοδόξου μοναχισμού. Οι Αντικολλυβάδες είχαν ελλιπή πνευματική ζωή, έμεναν απλά σε έναν τύπο της μοναχικής ζωής, την λεγομένη «χονδροκαλογερική», και δεν βίωναν την θεία Χάρη μέσα από την Ορθόδοξη παράδοση. Γι’ αυτό εξάλλου ήταν αντίθετοι στις μακρές Ακολουθίες, στην συχνή θεία Μετάληψη και Εξομολόγηση, στην προγραμματισμένη πνευματική μελέτη, στην νοερά εργασία, στην αδολεσχία με την ευχή του Ιησού. Δεν είχαν εσωτερική πνευματική ζωή. Οι Κολλυβάδες Πατέρες δικαίωναν την ύπαρξη του Αγίου Όρους, ως φορέα της ακραιφνούς Πατερικής παραδόσεως. Στάθηκαν στην γραμμή των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας – ιδιαίτερα των ησυχαστών και νηπτικών Πατέρων του 14ου μ.Χ. αιώνα – και δεν άφησαν να αλλοιωθεί ο ορθόδοξος μοναχισμός, όπως είχε ήδη αρχίσει να γίνεται στην Ρωσία επί τσάρου Πέτρου του Μεγάλου, του μεγάλου εραστού της Δύσεως που προώθησε τον εξευρωπαϊσμό της ορθοδόξου πίστεως και συμπληρώθηκε με την αντιμοναστική πολιτική της αυτοκράτειρας Αικατερίνης της Β΄.

Μολονότι οι Αντικολλυβάδες ήταν περισσότεροι σε αριθμό, χρησιμοποιούσαν, όπως είπαμε βίαια μέσα, είχαν δε πολλές φορές και την υποστήριξη ορισμένων πατριαρχών, εντούτοις δεν κατάφεραν να καταπνίξουν αυτό το κίνημα. Οι θέσεις των Κολλυβάδων υπέρ της Ορθοδόξου παραδόσεως και η νέα γενική αφυπνιστική κίνηση, που είχε ως βάση την αναβίωση του ησυχασμού, σύντομα διαδόθηκαν στην Θεσσαλονίκη, την Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και στα νησιά του Αιγαίου. Οι περισσότεροι Αγιορείτες Πατέρες που εξορίσθηκαν ή αυτοεξορίσθηκαν από το Άγιον Όρος μετέβησαν σε νησιά πλησίον του Αγίου Όρους, στο Αιγαίο Πέλαγος.

Ένας από τους εξορισθέντες Κολλυβάδες, ο ιερομόναχος Νήφων ο Χίος (βλέπε 28 Δεκεμβρίου) μαζί με άλλους τέσσερις μοναχούς, τους Γρηγόριο, Αγαθάγγελο, Ανανία, Ιωσήφ αφού πέρασαν για αρκετά χρόνια στην Σάμο, Πάτμο και Ικαρία πήγαν τελικά στην Σκιάθο, όπου ο Νήφων ίδρυσε την περίφημη Κοινοβιακή Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου το 1794 μ.Χ., που αποτέλεσε το βασικότερο κέντρο των Κολλυβάδων εκτός του Αγίου Όρους. Σε αυτήν την Μονή γαλουχήθηκαν οι δύο Σκιαθίτες λογοτέχνες και πνευματικά αναστήματα των Κολλυβάδων, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (μετέπειτα μοναχός Ανδρόνικος) και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς περιφερόταν συνεχώς στα νησιά του Αιγαίου προς στηριγμό και μετάδωση του Πατερικού πνεύματος στον λαό του Θεού, και ιδίως στην νήσο Χίο μαζί με τον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο.

Ο μακάριος Γέροντας Ιερόθεος άρχισε τον μοναχικό του βίο από την Βατοπαιδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου, όπου είχε ως Γέροντα τον πνευματικό της Σκήτης, Διονύσιο τον Σιατιστέα. Μετά τον θάνατο όμως του Γέροντός του και κατά την δεύτερη φάση διώξεως των Κολλυβάδων από τον Άγιον Όρος αναγκάζεται να φύγει από τον Αθωνα. Πηγαίνει στον Πόρο και στην Ύδρα, όπου ιδρύει την Ιερά Μονή του Προφήτου Ηλία. Ο αδελφός του Φιλόθεος γίνεται ο νέος κτίτορας της εγκαταλελειμμένης τότε Μονής της Ζωοδόχου Πηγής της Λογγοβάρδας στην Πάρο. Από αυτήν την Μονή προήλθε και ο άγιος ηγούμενός της, ο γνωστός μας Φιλόθεος Ζερβάκος.

Ο άγιος Αρσένιος ο Νέος μαζί με τον πνευματικό του πατέρα Δανιήλ έφυγαν από το Άγιον Όρος και πήγαν στα νησιά Πάρο, Σίκινο, Φολέγανδρο. Στην Πάρο ο άγιος Αρσένιος παρέμεινε στην Μονή του Αγίου Γεωργίου, όπου έγινε ηγούμενός της. Εκεί έζησε με πολύ χαρισματικό τρόπο, προσείλκυσε και ανέπαυσε πολλές ψυχές από την δυστυχία και την άγνοια που κυριαρχούσε τότε στο νησί.

Αλλες μορφές του 19ου μ.Χ. αιώνα, που ζυμώθηκαν με το πνεύμα των Κολλυβάδων και είχαν την δραστηριότητά τους στην Πελοπόννησο και στην Αθήνα, ήταν οι Κωνσταντίνος Οικονόμος, Κοσμάς Φλαμιάτος, Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος (ο λεγόμενος Παπουλάκος), Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος, άγιος Νικόλαος ο Πλανάς (βλέπε 2 Μαρτίου).

Επίσης και οι άλλες ορθόδοξες χώρες (Ρουμανία, Ρωσία) δέχτηκαν άμεσα ή έμμεσα, την ευεργετική επίδραση των Κολλυβάδων, όπως φαίνεται από την αναγέννηση του ησυχασμού στις χώρες αυτές. Κύριος μύστης, κατά τον 18ο μ.Χ. αιώνα, για τους συγχρόνους του Ρουμάνους και Ρώσους στην λησμονημένη Πατερική πνευματικότητα ήταν ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (βλέπε 15 Νοεμβρίου) που έζησε για 18 χρόνια στο Άγιον Όρος, στην Καψάλα και στην ιδρυθείσα υπό αυτού Σκήτη του Προφήτου Ηλία. Κατόπιν μετέβη στην Μολδαβία, την σημερινή Ρουμανία και έγινε ο γενάρχης των ασκητικών «Στάρετς», των οσίων εκείνων Ρώσων Γερόντων, οι οποίοι διά της αγίας τους ζωής και των κεχαριτωμένων λόγων τους στήριζαν όχι μόνο τους αγραμμάτους χωρικούς, αλλά και τους μεγαλύτερους διανοούμενους στις χώρες τους.

Το πνεύμα των Κολλυβάδων λειτούργησε κατά τον 19ο μ.Χ. αιώνα ως αντίσωμα, κατά του πνεύματος αλλοιώσεως του ορθοδόξου μοναχισμού που είχαν υιοθετήσει οι Δυτικίζοντες φορείς, πολιτικοί και θεολόγοι, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής και ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης.

Αλλά και στην σύγχρονη εποχή μας υποβόσκει ένα αντικολλυβαδικό, αντιπατερικό πνεύμα. Η απειλή εκκοσμικεύσεως της Εκκλησίας μας είναι ένα απτό γεγονός. Πολλοί εισηγούνται να συντομευθούν οι Ακολουθίες, να τελείται στην απλή δημοτική γλώσσα η Θεία Λειτουργία, να περιορισθούν οι νηστείες και οι εορτές, να καταργηθεί το τέμπλο στους ναούς. Πολλοί θεωρούν πλάνη να ασκείται κανείς στην νοερά προσευχή, ή να κάνει κομποσχοίνι, να κοινωνεί συχνά....

Παράλληλα όλο και νέα θεολογικά ρεύματα δημιουργούνται, ενώ κάποια υφίστανται διαρκώς στην ζωή της Εκκλησίας, αλλά στην ουσία παρά την Εκκλησία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν κάποιες τάσεις στην θεολογία των ημερών μας, που αντικατοπτρίζουν και έναν αντίστοιχο τρόπο ζωής.

Πρώτη, αυτή των ευσεβιστών, ηθικιστών. Οι άνθρωποι αυτοί που υπήρχαν πάντοτε σε όλες τις εποχές δίνουν βαρύτητα στον τύπο, έχουν μία εξωτερικά ηθική ζωή, αλλά δεν γνωρίζουν ουσιαστικά τί σημαίνει καθαρότητα της καρδίας. Μένουν στον τύπο και δεν εισχωρούν στην ουσία. Νομίζουν ότι η θέωση του ανθρώπου είναι ένα ηθικό γεγονός και όχι μία οντολογική κατάσταση, πραγματική μετοχή του ανθρώπου στις άκτιστες ενέργειες του Θεού.

Στην δεύτερη τάση κατατάσσονται αυτοί που εκφράζουν την λεγόμενη αισθητική θεολογία. Είναι άνθρωποι με υψηλή διανόηση και κουλτούρα· άνθρωποι της τέχνης, της ποίησης, της μουσικής. Θέλουν να συνδέσουν την θεολογία με την τέχνη, ώστε η θεολογία να γίνει η θεραπαινίδα της τέχνης. Δηλαδή η θεολογία της Εκκλησίας μας να γίνει ποιητική, συγγραφική και μουσική. Ας τονίσουμε όμως ότι η Ορθοδοξία και συνεπώς η θεολογία δεν είναι τέχνη και πολιτισμός, αλλά παράγει τέχνη και πολιτισμό. Η οποιαδήποτε τέχνη και η ίδια η ζωή μας πρέπει να συνδέεται με την Εκκλησία και από εκεί να παίρνει «τό ύδωρ το ζών».

Τρίτη τάση είναι αυτή των παραδοσιαρχικών. Αυτοί επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στον τύπο της Πατερικής παραδόσεως, αλλοιώνουν όμως την ίδια παράδοση στην πράξη. Δεν καταλαβαίνουν την Παράδοση ως οργανική και δυναμική συνέχεια της Εκκλησίας. Ταυτίζουν τον εαυτό τους με το ένδοξο παρελθόν της Παραδόσεως, δεν ζούν όμως αυτήν την Παράδοση. Είναι αυτοί που είναι γνώστες της ορθοδόξου θεολογίας, δεν την εφαρμόζουν όμως στην ζωή τους. Ομιλούν μέν συνέχεια για επιστροφή στις παραδόσεις και τους Πατέρες, δεν έχουν όμως βιώσει την θεία Χάρη, που είχε σκηνώσει στους Πατέρες και τους ενέπνεε σε κάθε λόγο και δραστηριότητά τους. Έτσι αποδεικνύονται κίβδηλοι, ή όπως θα έλεγε ο απόστολος Παύλος «κύμβαλα αλλαλάζοντα».

Στην τέταρτη τάση κατατάσσονται αυτοί που ομιλούν για παροντική θεολογία. Μετατοπίζουν το κέντρο βάρους από την θεολογία στην ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία. Αυτοί πρεσβεύουν το τέλος της Πατερικής θεολογίας, και προσπαθούν να ομιλήσουν με νέα θεολογία για τα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας, τα οποία νομίζουν ότι δεν μπορεί να τα επιλύσει η Πατερική θεολογία. Θεωρούν ότι ο λόγος της Εκκλησίας είναι κλειστός, στατικός και δεν πιστεύουν ότι αυτό που τροφοδοτεί την Εκκλησία είναι τα έσχατα· ότι μόνο με το πρίσμα της εσχατολογίας έχει νόημα και η ιστορία του κόσμου.

Παράλληλα όμως παρατηρείται σε πολλούς τα τελευταία χρόνια μία βαθύτερη γνώση της Πατερικής παραδόσεως, και προπάντων του ησυχασμού ως αυθεντικού, πρακτικού βιώματος. Το βίωμα αυτό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εφαρμογή του Ευαγγελίου στην εποχή μας, η βίωση της θείας Χάριτος, που εξασφαλίζει στον άνθρωπο την καρποφόρα ένταξή του στο Σώμα της Εκκλησίας με πληρότητα αληθινής ζωής και αναφαίρετης χαράς κατά την κοινωνία του με τα άλλα πρόσωπα. Τότε ο άνθρωπος γίνεται εκκλησιολογική και ευχαριστιακή υπόσταση, αληθινό πρόσωπο κατ’ εικόνα του απολύτου και αιωνίου προσώπου του Χριστού.

Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι όσοι ανήκουν στις τέσσερις κατηγορίες που αναφέραμε έχουν μία διανοητική σχέση με τον Θεό, επαναπαύονται σε αυτήν και νομίζουν ότι γνωρίζουν τον Θεό. Δεν έχουν όμως επιτύχει την κοινωνία με τον Θεό, που σχετίζεται με την όλη τους ύπαρξη και κυρίως με την νοερά ενέργεια στην καρδιά τους, αλλά ούτε την ουσιαστική κοινωνία με τον συνάνθρωπο. Οι άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες μας τόνιζαν ότι το πνευματικό κέντρο του ανθρωπίνου προσώπου είναι η καρδία και όχι ο εγκέφαλος. Εκεί διαδραματίζονται όλα τα μυστήρια του αοράτου πολέμου, της αναγεννήσεώς μας, της ενοικήσεως της θείας Χάριτος. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι η καρδία του ανθρώπου είναι κέντρο φυσικό, παραφυσικό και υπερφυσικό. Ο ίδιος ο Χριστός μας αποκαλύπτει ότι η βασιλεία του Θεού «εντός ημών εστιν». Οι Κολλυβάδες επέμεναν στην συχνή θεία Κοινωνία, γιατί γνώριζαν ότι στο ευχαριστιακό Σώμα του Χριστού ενώνεται αρρήτως και αδιαιρέτως η θεία με την ανθρώπινη φύση, βιώνεται το ομοούσιο της ανθρωπότητος, τελεσιουργείται το μυστήριο της θεώσεως.

Οι άνθρωποι που ζούν και προσφέρουν μία φαλκιδευμένη, νοθευμένη Ορθοδοξία, πρέπει να εναρμονισθούν με την ζωογόνο Πατερική παράδοση, που είναι αυτή των Κολλυβάδων του 18ου μ.Χ. αιώνα, των Ησυχαστών του 14ου αιώνα, των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Οι Κολλυβάδες γίνονται έτσι και σήμερα πνευματικοί οδηγοί μας για την σωστή συνέχιση της πορείας μας μέσα στην αυθεντική Πατερική παράδοση.

Το πνεύμα των Πατέρων παραμένει πάντοτε το ίδιο. Ανάλογα όμως τις κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές συνθήκες κάθε εποχής οι Πατέρες βιώνοντας την θεία Χάρη, την κοινωνία με τον προσωπικό Θεό διατυπώνουν και τις θέσεις τους κατά τον διάλογο με τα φιλοσοφικά, θρησκευτικά και κοινωνικά ρεύματα της εποχής τους. Η διατύπωση των δογμάτων και η ερμηνεία της οδού της μετανοίας διαμορφώνεται κάθε φορά με σύγχρονη και δυναμική ορολογία δίχως να αλλοιώνεται η ουσία του Ευαγγελικού κηρύγματος, που πάντοτε ήταν, «μετανοείτε, ήγγικε η βασιλεία των ουρανών».

Γέροντος Εφραίμ Βατοπαιδινού.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Κολλυβάδων Πατέρων τὴν χορείαν τιμήσωμεν, Πνεύματος Ἁγίου τοὺς μύστας, οἰκονόμους τῆς χάριτος, Χριστοῦ τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῖν, ἐδίδαξαν ἐν χρόνοις χαλεποῖς· καὶ ἀστέρες ὡς ὑπέρφωτοι τῶν ψυχῶν, τῆς πλάνης σκότος λύουσιν· χαίροις, τῶν θεοφόρων ἡ πλειάς, χαίρετε γένους στήριγμα, χαίρετε ἀληθείας οἱ πυρσοί, καὶ πίστεως ἐκφάντορες.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Κατὰ χρέος ἅπαντες, τῶν Κολλυβάδων, τὴν χορείαν μέλψωμεν, τοὺς ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς, τρανῶς ἡμῖν ἐκδιδάξαντας· τῆς ἀληθείας, τὸ μέγα μυστήριον.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῶν Κολλυβάδων τόν χορόν ἐγκωμιάσωμεν, τόν ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς μεγαλουργήσαντα, ἐν σοφίᾳ καί συνέσει θεοκινήτῳ. Ἐκ τοῦ Ἀθωνος αἰθρίως ἁνατείλαντα, καί τήν κτίσιν ὑπερκάλως ὡραΐσαντα· πόθῳ μέλποντες· Λόγου χαίρετε σάλπιγγες.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
(Μετά τήν α' στιχολογιάν)
Τἁς σάλπιγγας Χριστοῦ, τάς ἠχούσας τῷ κόσμῳ, ζωῆς ἀληθινῆς, τόν θεόσδοτον νόμον, Πατέρας οὐρανόφρονας, Κολλυβάδας θαυμάσωμεν τούτοις χαίρετε, ἀπό καρδίας βοῶντες· τῆς ἀμείνονος, χαρᾶς ἡμᾶς κοινωνῆσαι, ἀξίους ποιήσατε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθέν.
(Μετά τήν β' στιχολογιάν)
Τούς θεωρούς τῆς λαμπρᾶς φωτοχυσίας, καί κοινωνοῦντας τῆς ὑψίστης κληρουχίας, τούς ὡς Παῦλος τά κάλλη, οὐρανοῦ ὁρῶντας, Πατέρας τούς Κολλυβάδας οἱ γηγενεῖς, τιμῶντες ἐν ἐτησίοις ἑορτασμοῖς· πόθῳ κρείττονι εἴπωμεν, τῆς Ἀναστάσεως ἰδεῖν, ἡμᾶς καταξιώσατε· τήν ἀγήρω τερπνότητα.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἠχος δ' Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
(Μετά τόν Πολυέλεον)
Τά κειμήλια πιστοί, τῶν θεοσδότων δωρεῶν, καί χαρίτων δαψιλῶν, τοὺς πληρεστάτους ποταμούς, τούς Κολλυβάδας Πατέρες μεγαλυνοῦμεν. Τούτων τήν πολλήν ἐκθειάζοντες, δόξαν ἐκ Θεοῦ, ἥν ἐκτήσαντο· ὅτι φθαρτῶν ἠλὸγησαν ἐμφρόνως, ἵνα Κυρίῳ ἀρέσωσιν· Αὐτῶν ζηλοῦντες τήν πολιτείαν, τῶν κακῶν ἀποστῶμεν.

Ἕτερον Κάθισμα
Ὴχος πλ. δ'. Ἀνέστης ἐκ νεκρῶν.
Πατὲρων Ἱερῶν, Κολλυβάδων τήν μνήμην, αἰνέσωμεν πιστοί, χαρμονικῶς βοῶντες· χαίρετε μαργαρίτες, τῆς Ἐκκλησίας οἱ πολυτίμητον χαίρετε, εὐλογίας· τῆς οὐρανίου πηγαί ἀθόλωτοι, Θεοφανείας ἔσοπτρα λαμπρά, καί φίλοι τῆς σοφίας.

Ὁ Οἶκος
Ἄπρατον τοῦ Κυρίου καί ἀνώνητον χάριν ἐκτήσασθε σοφοί Κολλυβάδες· ἐν ὁσίοις τρόποις ἐπί γῆς καλῶς αὐτήν ἐμπορευσάμενοι, καί ἄχρι βίου τελευτῆς ὑμῶν, ἐν ἀκριβεῖ συνέσει καί καρδίας καθαρότητι, φυλάξαντες ταύτην ἀμέμπτως. Διό καί χορηγεῑτε δαψιλεῖ χρηστότητι τὰς δωρεάς, τοῖς ἐπαινοῦσι τά ἐξαίρετα τῆς πολιτείας ὑμῶν ἔπαθλα, καί ψάλλουσιν ἀνεμποδίστως ταῦτα·

Χαίρετε ἔσοπτρα τῆς σοφίας·
χαίρετε ἄροτρα ἀληθείας.

Χαίρετε τοῦ θείου λόγου οἱ ἀκάματοι σπορεῖς·
χαίρετε θεολογίας οὐρανίου σκαπανεῖς.

Χαίρετε τούς ἐν τῇ πλάνῃ σώσαντες Χριστοῦ σαγήνη
χαίρετε ψυχάς πεινώντων θρέψαντες δικαιοσύνῃ.

Χαίρετε Σταυρόν Κυρίου ἄραντες προθύμῳ γνώμῃ·
χαίρετε ζυγόν τοῦ σκότους ἐκτινάξαντες ὡς κόνιν.

Χαίρετε Εὐαγγελίου οἱ κηρύξαντες τούς νόμους·
χαίρετε καρδίας δέει στέρξαντες θεσμοὺς πατρῴους.

Χαίρετε τῆς ἡσυχίας τῆς καλλίστης ἐρασταί·
χαίρετε τοῦ Παραδείσου λαμπροφόροι οἰκισταί.

Μεγαλυνάριον
Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, Κολλυβάδες θεῖεοι, Ἐκκλησία σάλπιγξ χρυσῆ· χαίρετε οἱ πράξει, καὶ λόγῳ δαδουχοῦντες, πιστοὺς εἰς τὸ γινώσκειν, δόγματα ἅγια.
 

Οἱ Ἁγίες Ὀλυμπία καὶ Εὐφροσύνη οἱ Ὁσιομάρτυρες

 
Η Οσία Ολυμπία και η οσία Ευφροσύνη έζησαν τον 13ο αιώνα μ.Χ. και παρέδωσαν την ψυχή τους με μαρτυρικό θάνατο στις 11 Μαΐου του 1235 μ.Χ.

Η Οσία Ολυμπία γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς που καταγότανε από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας της ήταν Ιερεύς και η μητέρα της κόρη Ιερέως. Από την Κωνσταντινούπολη, άγνωστο για ποιο λόγο, έφυγαν και κατοίκησαν στην Πελοπόννησο. Σε ηλικία δέκα ετών η Ολυμπία έχασε τους γονείς της και οι συγγενείς της την έστειλαν στο μοναστήρι των Καρυών της Θερμής, τη σημερινή Ιερά Μονή του Αγίου Ραφαήλ, όπου η τότε ηγουμένη Δωροθέα ήταν θεία της Ολυμπίας.

Σε ηλικία 19 ετών έγινε η Ολυμπία μοναχή και σε ηλικία 25 ετών, όταν απέθανε η θεία της, έγινε ηγουμένη. Έπειτα από δέκα χρόνια, στις 11 Μαΐου του 1235 μ.Χ., πειρατές ήλθαν στη Μυτιλήνη, πήγαν στο μοναστήρι, διασκόρπισαν τις τριάντα μοναχές και όσες δεν πρόλαβαν να φύγουν, τις κακοποίησαν. Την ηγουμένη και μια γερόντισσα Ευφροσύνη τις βασάνισαν φοβερά. Την Ευφροσύνη, αφού την κρέμασαν σε δένδρο, την έκαψαν. Την Ολυμπία την έκαυσαν σ' όλο το σώμα με λαμπάδες και έπειτα πέρασαν πυρωμένη σιδηρόβεργα στα αυτιά της και τέλος κάρφωσαν το βασανισμένο σώμα της με είκοσι καρφιά σε μια σανίδα και έτσι με τη σανίδα το ενταφίασαν μετά την αναχώρηση των πειρατών.

Ο βίος και το μαρτύριο των δύο τούτων αγίων γυναικών έγιναν γνωστά κατά το έτος 1959 μ.Χ., όταν βρέθηκαν τα σεπτά λείψανα των αγίων της Θερμής και έγινε γνωστή με θείες αποκαλύψεις η ιστορία τους, όπως και οι τάφοι με τα σεπτά λείψανα τους. Στον τάφο της Αγίας Ολυμπίας βρέθηκαν και τα είκοσι καρφιά με τα όποια την είχαν καρφώσει.

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως μονάσασα τῶν Καρυῶν τὴ Μονὴ ἐν ταύτῃ ἐνήθλησας, τῶν πειρατῶν τὴ χειρὶ κτανθεῖσα, θεόληπτε ὅθεν ἄρτι γνωσθεῖσα, ἐπινεύσει τὴ θεία, ἔδειξας Ὀλυμπία, τὴν σὴν ἄθλησιν πάσι, διὸ σὲ ὁσιομάρτυς Χριστοῦ μακαρίζομεν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Θεῶ ἀνατεθεῖσα ἐκ νεότητος πάνσεμνε, ἐμόνασας ὁσίως, καί ἀνδρείως ἐνήθλησας, διό ἐπιφανεῖσα μυστικῶς, ἐδήλωσας τήν ἄθλησιν τήν σήν, ἥν ὑμνοῦμεν Ὀλυμπία ἀσματικῶς βοῶντες Ὁσιομάρτυς, δόξα τῶ δεδωκότι σοι ἰσχύν δόξα τῶ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῶ τοῖς Ἁγίοις Ἀθληταῖς, λαμπρῶς σέ ἀριθμήσαντι.

Ὁ Ἅγιος Διόσκορος ὁ Νέος

Παρ' ἡμέραν ζῆν μῦθος ἦν Διοσκόρους,
Διόσκορος δὲ ζῆν ἀεὶ τμηθεὶς ἔχει.

Ο Άγιος Μάρτυς Διόσκορος (ή Διοσκορίδης) ο Νέος καταγόταν από τη Σμύρνη και σ' αυτή μαρτύρησε για τον Χριστό. Η μανία των ειδωλολατρών κατά των Χριστιανών, άναβε περισσότερο το ζήλο του για την αγία μας πίστη. Καταγγέλθηκε λοιπόν σα χριστιανός. Ομολόγησε ότι ήταν και θα μείνει αμετακίνητος στην Ιερή ομολογία του. Με την ιδέα ότι οι βαρείες φυλακίσεις θα δάμαζαν το φρόνημα του, τον έριξαν στην πιο άθλια και σκοτεινή φυλακή. Επειδή όμως και πάλι διακήρυττε, ότι μέχρι την τελευταία του πνοή θα μείνει πιστός στον Ιησού του, τον θανάτωσαν με αποκεφαλισμό.

Ὁ Ἅγιος Ἁρμόδιος ὁ Μάρτυρας


Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἁρμόδιος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται σὲ Κώδικα τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ. τῆς μονῆς Κρυπτοφέρρης στὴ Ρώμη.

Όσιος Αγγελάριος Αρχιεπίσκοπος και φωτιστής Βοημίας

Ο Όσιος Αγγελάριος ήταν συνεργάτης και βοηθός των Αγίων Ισαποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου. Έζησε και έδρασε κατά τον 9ο αιώνα μ.Χ. Ο Όσιος Αγγελάριος ήρθε στη Βουλγαρία, όπου και κοιμήθηκε οσιακά μετά από τις μύριες διώξεις και κακουχίες των Φράγκων κληρικών και των Γερμανών στρατιωτών.

Το 1742 μ.Χ. εκδόθηκε στη Μοσχόπολη της Μακεδονίας «Ακολουθία των αγίων επταρίθμων, ποιηθείσα παρά του εν ιερομονάχοις Γρηγορίου Μοσχοπολίτου», στην οποία βέβαια αναγράφεται ότι η μνήμη των Αγίων Ισαποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου και των συν αυτοίς εορτάζεται στις 17 Ιουλίου.

Άγιοι Βάσσος, Μάξιμος και Φάβιος οι Μάρτυρες

Οι Άγιοι Μάρτυρες Βάσσος, Μάξιμος και Φάβιος μαρτύρησαν στη Ρώμη, επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.).

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας


Ὁ Ἅγιος Νικόδημος, Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας, ἦταν ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλανδραρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τὸ 1316. Τὸ 1319 μετέφρασε τὸ Τυπικὸ τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου τῆς Ἱερουσαλὴμ στὴ Σλαβονικὴ γλώσσα καὶ ἀπαίτησε νὰ χρησιμοποιεῖται ἀνελλιπῶς στὴν Ἐκκλησία τῆς Σερβίας.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1324.

Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ὁ Ἔγκλειστος

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Σωφρονίου στὶς 11 Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του.

Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ἱερομάρτυρας


Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἰωσήφ, πρῶτος Μητροπολίτης Ἀστραχάν, γεννήθηκε στὸ Ἀστραχὰν τὸ 1579. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος Ἀστραχὰν σὲ ἡλικία πενήντα δύο ἐτῶν.

Τὸ 1656 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἀστραχάν. Στὶς 11 Μαΐου τοῦ 1672 καὶ κατὰ τὴν διάρκεια μία ἐπαναστάσεως τῶν κατοίκων τῆς πόλεως, ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ τελειώθηκε μαρτυρικά. Τὸ μαρτύριό του καταγράφηκε μὲ λεπτομέρεια ἀπὸ δύο αὐτόπτες μάρτυρες, ἱερεῖς τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ἀστραχάν, τὸν π. Κύριλλο καὶ τὸν π. Πέτρο.

Οἱ ἱερεῖς πῆραν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἱερομάρτυρα, τὸ ἔνδυσαν μὲ ἀρχιερατικὰ ἄμφια καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ ἕνα ἑτοιμασμένο μνημεῖο. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, μετὰ τὴν τέλεση τῆς Πανυχίδος, τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκε στὸ παρεκκλήσι καὶ παρέμεινε ἄταφο γιὰ ἐννέα ἡμέρες. Τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου τοποθετήθηκαν μέσα σὲ μνημεῖο καὶ ἐπιτελοῦσαν θαύματα σὲ ἐκείνους ποὺ προσέτρεχαν μὲ πίστη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ἁγιοποιήθηκε στὴν Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1918.

Ὁ Ὅσιος Χριστόφορος ἐκ Γεωργίας


Ὁ Ὅσιος Χριστόφορος ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ στὴν ἔρημο τοῦ Δαβιδγκαρέτζι, τὴ «Θηβαΐδα τῆς Γεωργίας». Ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1871.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Χάρκωβ



Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Αλέξανδρος, κατά κόσμον Θεοφάνεβιτς Πετρόφσκιυ, γεννήθηκε στην πόλη Λουκ της περιοχής της Βολυνίας το 1851 μ.Χ. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο τμήμα Νομικής, μετά τον θάνατο της μητέρας του παραδόθηκε σε μία ζωή έκλυτη. Μία ημέρα του παρουσιάσθηκε στον ύπνο η νεκρή του μητέρα, που ο νέος την αγαπούσε πάρα πολύ και του ζήτησε να αλλάξει ζωή και να μπει σε μοναστήρι. Ο Αλέξανδρος υπάκουσε στην αίτησή της, άφησε τον κόσμο και έγινε μοναχός.

Μετά την επανάσταση του 1917 μ.Χ. ο αρχιμανδρίτης Αλέξανδρος μαζί με άλλους ιερωμένους των οποίων οι εκκλησίες είχαν κλείσει, βρήκε καταφύγιο στη γυναικεία μονή του Κοζέλσκινσκιυ, στην επαρχία της Πολτάβα. Εξαιτίας των διωγμών πενήντα μοναχές εγκατέλειψαν το μοναστήρι και εγκαταστάθηκαν στις όχθες του ποταμού Πσελ, όπου ίδρυσαν μία σκήτη. Ο Αλέξανδρος ήταν ο εξομολόγος τους. Με το κλείσιμο όλων των μοναστηριών και τις εκκλησίες εκείνης της περιοχής, η σκήτη παρέμεινε το μοναδικό κέντρο εκκλησιαστικής ζωής, προσελκύοντας ένα μεγάλο αριθμό πιστών με την ευκαιρία των διαφόρων τελετών. Το 1932 μ.Χ. η σκήτη λεηλατήθηκε από τις σοβιετικές αρχές. Μετά από αυτή την καταστροφή ο αρχιμανδρίτης Αλέξανδρος χειροτονήθηκε Επίσκοπος του Ουμάνσκ και συνενώθηκε με την εκκλησιαστική ιεραρχία της οποίας ηγείτο ο Μητροπολίτης Σέργιος Σταρογκορόντσκιυ. Το 1933 μ.Χ. μεταφέρθηκε στη θέση της Βινίτσα και το 1937 μ.Χ. στην αρχιεπισκοπή του Χάρκωβ.

Ο Άγιος Αλέξανδρος γρήγορα κέρδισε την στοργή και την εκτίμηση των πιστών του ποιμνίου του. Η κοινωνικότητα, η ζωντάνια και το μειλίχιο ύφος του συνοδεύονταν από την ικανότητα να επιλύει με απλότητα και σοφία τις διαμάχες και να παρακινεί τους ενορίτες στην πίστη και στη χριστιανική ζωή κατά τη διάρκεια των διώξεων.

Κατά το 1930 μ.Χ. οι εκκλησίες του Χαρκώβ, που είχαν εναπομείνει, ήταν σε μεγάλο βαθμό στα χέρια των ιερέων που καθοδηγούνταν από την «Αναδιοργάνωση» (Obnovlency) ή την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας. Μονάχα η εκκλησία του Αγίου Νικολάου στη Λυσάγια Γκόρα, ένα μακρινό προάστιο της πόλεως, ανήκε στην κοινότητα της Ορθόδοξης Ρωσικής Εκκλησίας. Εδώ, χάρη στον ποιμαντικό ζήλο του Αγίου Αλεξάνδρου, εξελισσόταν μια ζωντανή εκκλησιαστική δραστηριότητα. Κάθε εβδομάδα οι ιερές Ακολουθίες του Αρχιεπισκόπου Αλεξάνδρου συγκέντρωναν χιλιάδες ανθρώπων και κάθε Κυριακή η Θεία Κοινωνία διαρκούσε αρκετές ώρες. Επίσης, πάντοτε την Κυριακή, ο Αρχιεπίσκοπος βάπτιζε δεκάδες ανθρώπων (μερικές φορές μέχρι και εκατόν είκοσι).

Η εκκλησιαστική αφύπνιση των κατοίκων του Χάρκωβ και ο ενθουσιασμός του Αρχιεπισκόπου προκάλεσαν την αποδοκιμασία των αρχών. Στις 28 Ιουλίου 1938 μ.Χ. ο Άγιος συνελήφθη και στις 17 Ιουνίου 1939 μ.Χ. καταδικάσθηκε από το στρατοδικείο σε δεκαετή φυλάκιση με την κατηγορία της «αντιεπαναστατικής προπαγάνδας». Στις 5 Ιανουαρίου 1940 μ.Χ. αυτή η καταδίκη αποσύρθηκε και η περίπτωση του Αλεξάνδρου τέθηκε σε συμπληρωματική έρευνα. 

Αλλά ο Αρχιεπίσκοπος δεν άντεξε την διάρκεια της προφυλακίσεώς του και πέθανε τον Μάιο του 1940 μ.Χ. στο αναρρωτήριο της φυλακής. Μέσα από μεγάλες δυσκολίες και κινδύνους, οι πιστοί κατόρθωσαν να βγάλουν από την φυλακή το λείψανο του Αγίου και να το ενταφιάσουν μυστικά στο κοιμητήριο Ζαλγιούτνσκιυ του Χάρκωβ. Έκτοτε ο τάφος του Αγίου Αλεξάνδρου έγινε τόπος ιερού προσκυνήματος και για πολλά χρόνια οι πιστοί του Χάρκωβ συνέχισαν να εναποθέτουν στον τάφο του λουλούδια.

Το 1993 μ.Χ., η Σύνοδος της Ορθοδόξου Ουκρανικής Εκκλησίας (Πατριαρχείο Μόσχας) επεκύρωσε την τοπική τιμή του Αγίου Αλεξάνδρου εντός των ορίων της Ουκρανίας.

Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως

Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος, κατὰ κόσμον Θεόδωρος Γκουμπίν, γεννήθηκε σὲ ἱερατικὴ οἰκογένεια στὸ χωριὸ Μάκοβετς, κοντὰ στὴν Ταρούσσα, τῆς ἐπαρχία Καλούγκα. Τὸ 1838 σπούδασε στὸ θεολογικὸ σεμινάριο τῆς Καλούγκα καὶ ἀργότερα εἰσῆλθε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Μόσχας. Στὶς 8 Μαρτίου 1842 ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Θεοφύλακτος. Στὶς 15 Μαρτίου τοῦ ἰδίου ἔτους χειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὶς 28 Ἰουνίου πρεσβύτερος.

Ἀφοῦ δίδαξε σὲ διάφορες θεολογικὲς σχολές, ἐξελέγη στὶς 10 Φεβρουαρίου 1863 Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως. Ἀναδείχθηκε ἀληθινὸς ποιμένας καὶ διέπρεψε στὸν ἀσκητικό του βίο.
Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1872.
 
Οσία Καλή 
 
 
Καλῆς τὶ καλῶν πρωτίστως ἐπαινέσω;
Καλὰ γὰρ ἐν αὐτὴ πολλὰ συνέδραμον.
Κάλλος εἰκάδι δεύτερη καλῶν Καλῆς θέμις ὑμνέειν.

Εἰς τὸ λείψανον τῆς Ἁγίας Καλῆς,
ὑπὸ Μανουὴλ Φιλῆ.
 
Ὁ πῆχυς οὗτος τῆς Καλῆς τῆς ὀλβίας,
ᾯ τοὺς μίτους ἔνηθε τῆς εὐποιΐας.
 
Η Οσία Καλή έζησε πριν το 15ο αιώνα μ.Χ. και καταγόταν από την Ανατολή, δηλαδή τη Μικρά Ασία.

Η ακροστιχίδα του Κανόνος της Αγίας μάς πληροφορεί ότι αυτός αποτελεί ποιήμα «τού Κρήτης», δηλαδή κάποιου Αρχιεπισκόπου της Κρήτης. και στα δύο χειρόγραφα που διασώζουν την Ακολουθία της Οσίας δεν αναγράφεται το ορθόν «Τού», αλλά η ερμηνεία του, δηλαδή το όνομα του συγκεκριμένου υμνογράφου «Ανδρέου Κρήτης». Άρα, σύμφωνα με τα χειρόγραφα, ποιητής είναι ο διάσημος για τον Μέγα Κανόνα του, Άγιος Ανδρέας, Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Αν ο υμνογράφος της Ακολουθίας είναι όντως ο Ανδρέας Κρήτης, τότε και η Οσία πρέπει να έζησε τουλάχιστον πριν την κοίμηση του Αγίου, δηλαδή πριν το 740 μ.Χ. Βέβαια, πίσω από την φράση «Τού Κρήτης» μπορεί να κρύβεται κάποιος άλλος Αρχιερεύς της Κρήτης. Γι' αυτό έχει προταθεί ως υμνογράφος της Ακολουθίας της Οσίας ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος, Μητροπολίτης Κρήτης και «κατ' επίδοσιν» Μηθύμνης και Πρόεδρος Λακεδαιμονίας. Αυτός έζησε πλησιέστερα στο χρόνο συντάξεως των χειρογράφων (15ος - 16ος αιώνας), δηλαδή το 13ο αιώνα μ.Χ. και στις αρχές του 14ου αιώνος μ.Χ. (Το 1285 μ.Χ. είναι ήδη Μητροπολίτης Κρήτης, ενώ τα τελευταία ίχνη του αναφαίνονται κατά τον Οκτώβριο του 1322 μ.Χ.) και είχε σχέσεις τόσο με τη Λέσβο όσο και με το Σινά. Σ' αυτή την περίπτωση η Οσία θα πρέπει να έζησε το αργότερο μέχρι το πρώτο ήμισυ του 14ου αιώνος μ.Χ.

Η οικογένεια της Οσίας ήταν πλούσια και η περιουσία της διατέθηκε από την Αγία σε έργα φιλανθρωπίας και ευποιίας. Δεν πρέπει να ήταν μοναχή, διότι αυτό δεν αναφέρεται πουθενά στην Ακολουθία και φιλοξενούσε τους άστεγους και ενδεείς στον οίκο της, αφού ήταν αφιερωμένη στη διακονία των ελαχίστων και πασχόντων αδελφών της.

Η Καλή έζησε με σωφροσύνη, παρθενία, άσκηση, νηστείες και αδιάλειπτη προσευχή. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του βίου της είναι η φιλανθρωπία. Κίνητρό της ήταν ο πόθος της να τηρεί τις εντολές του Χριστού, να μιμείται τη θεϊκή ευσπλαχνία και φιλανθρωπία και να εκφράζει με κάθε τρόπο την αγάπη της προς τους συνανθρώπους της.

Στην Ακολουθία της αναφέρονται και θαύματα της Αγίας. Κάποια φορά που ζύμωσε ψωμί, για να το μοιράσει στους φτωχούς, ο Θεός έκανε ώστε να μην λιγοστεύει το ψωμί που της απόμενε, όπως στην Παλαιά Διαθήκη δεν ελαττωνόταν το αλεύρι της χήρα στο Σαρεπτά, παρ' όλο που τρεφόταν με αυτό ο Προφήτης Ηλίας, η χήρα και τα παιδιά της.

Αλλά και μετά την κοίμησή της η Αγία συνέχισε αδιάκοπα να ευεργετεί τους ανθρώπους, χαρίζοντας την θεραπεία πιο ασθενείς με τις ικεσίες της προς τον Κύριο. Είναι τόσα πολλά τα θαύματα των ιάσεων, ώστε ο υμνογράφος κάνει λόγο για «πέλαγος θαυμάτων» και την αποκαλεί «θαυματόβρυτον». Θεραπεύει ποικίλα νοσήματα ψυχών και σωμάτων, αλλά κυρίως ασθένειες επώδυνες, χρόνιες και δυσίατες, ρευματισμούς και αρθρίτιδες, παραλύσεις των αρθρώσεων και παραμορφώσεις των μελών του σώματος.

Η μνήμη της Οσίας Καλής αναφέρεται, επίσης, στις 15 Μαΐου και το Σάββατο της Διακαινησίμου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ὡς τῶν αἰχμαλώτων.
Ὡς τῆς παρθενίας κάλλος θαυμαστὸν καὶ τῶν πεινώντων διατροφή, θεραπεία ἀσθενῶν, τῶν Ὁσίων ἀγλάϊσμα, τῆς εὐποιΐας κανὼν, Καλὴ θαυματόβρυτε, πρέσβευε Χριστῷ τὰ καλὰ δοθῆναι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐπὶ γῆς ἐβίωσας, νηστείαις καὶ ἀγρυπνίαις, προσευχαῖς σχολάζουσα, μελέταις θείων λογίων, πράξεσι καὶ εὐποιΐαις ἀκοπιάστως· νυν δὲ ζῇς ἐν οὐρανίοις, ἔνθα σχολάζεις θεωρίαις καὶ πρεσβείαις πρὸς τὸν Σωτῆρα ὑπὲρ ἡμῶν, ὦ Καλή.

Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου, Σωτήρ.
Ὡς ἥλιος ἡμῖν, ἡ ἁγία σου μνήμη, ἀνέτειλε σαφῶς, τὰς ἡμῶν διανοίας φωτίζουσα, πανεύφημε, τῶν θαυμάτων ταῖς λάμψεσι, τῶν τιμώντων σοῦ ἀξιόχρεῳς, παρθένε, τὸ μνημόσυνον τὸ ἱερὸν θείοις ὕμνοις, Καλὴ παμμακάριστε.

Ὁ Οἶκος
Θυγάτηρ μὲν ὤφθης τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Τῷ Δευτέρῳ δὲ συνήφθης ἐκ πράξεως, τὰς ἀρετάς, ὥσπερ προῖκα, τούτῳ φέρουσα δαψιλῶς, ἀξιέραστε. Σὺ γὰρ πέφυκας τρανῶς τῶν Παρθένων καύχημα, τῶν ἐλεημόνων τε ἡ ἀρχέτυπος στήλη, ἐν ἐλέει τὸν ἐλεήμονα Νυμφίον σου θεραπεύσασα. Διὰ τοῦτο μεγάλως σὲ ἐδόξασε, διαυγεστάτην πηγὴν ἀναδείξας σε, κρουνοὺς θαυμάτων βρύουσαν καὶ χειμάῤῥους ἰαμάτων ἀενάως ἐκβλύζουσαν. Ἀλλὰ πρέσβευε νῦν πρὸς τὸν Σωτῆρα ὑπὲρ ἡμῶν, ὦ Καλή.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις, τῶν Παρθένων ἡ καλλονή, ἐνδεῶν, ἀπόρων ὁ ἀκένωτος θησαυρός, τῶν δεινῶς πασχόντων ἰάτραινα ἀρίστη, Καλὴ Ὁσιωτάτη, λάμπουσα θαύμασι. 


Πηγές:http://www.saint.gr/05/11/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/5/d/11/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου