«Βρωμάτων νηστεύουσα ψυχή μου, καί παθῶν μή καθαρεύουσα, μάτην ἐπαγάλλῃ τῇ ἀτροφίᾳ∙ εἰ μή γάρ ἀφορμή σοι γένηται πρός διόρθωσιν, ὡς ψευδής μισεῖται παρά Θεοῦ, καί τοῖς κακίστοις δαίμοσιν ὁμοιοῦσαι, τοῖς μηδέποτε σιτουμένοις∙ μή οὖν ἁμαρτάνουσα, τήν νηστείαν ἀχρειώσῃς, ἀλλ’ ἀκίνητος, πρός ὁρμάς ἀτόπους μένε, δοκοῦσα παρεστάναι ἐσταυρωμένῳ τῷ Σωτῆρι, μᾶλλον δέ συσταυροῦσθαι, τῷ διά σέ σταυρωθέντι, ἐκβοῶσα πρός αὐτόν∙ Μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων, Ἰδιόμελον, ἦχος α΄).
(Ψυχή μου, με το να νηστεύεις από φαγητά, αλλά να μη καθαρίζεσαι από τα πάθη σου, μάταια χαίρεσαι που δεν τρως. Διότι αν η νηστεία δεν σου γίνεται αφορμή για διόρθωσή σου, προκαλεί την αποστροφή του Θεού ως ψεύτικη, κι εσύ γίνεσαι όμοιος με τους δαίμονες, οι οποίοι δεν σιτίζονται καθόλου. Μην εξαχρειώσεις λοιπόν τη νηστεία με τις αμαρτίες σου, αλλά μένε ακίνητος, χωρίς να στρέφεσαι προς τις άτοπες ορμές. (Κι αυτό θα το καταφέρεις) με τη σκέψη ότι βρίσκεσαι μπροστά στον Εσταυρωμένο Σωτήρα Χριστό, ή μάλλον ότι είσαι σταυρωμένος μαζί μ’ Εκείνον που σταυρώθηκε για σένα, φωνάζοντας δυνατά προς Αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου).