Βγάζω το έμπλαστρο και κατεβαίνω σε στάση προσευχής. Λέω δύο κομποσχοίνια του Χριστού κι άλλο ένα μετά της Παναγίας. Δόξα τω Θεώ, Θεέ μου, που έχω κι εγώ μια εργασία. Είμαι διανομέας φυλλαδίων και εργάζομαι σαν το μυρμηγκάκι.
Μοιράζω φυλλάδια στα σπίτια, στις πυλωτές, σε κάτι ατημέλητες αυλές, κι άμα τα σπίτια είχαν πρόσωπα, ορισμένα θα τα λέγαμε καλόψυχα κι άλλα θα τα λέγαμε κακόψυχα.
Κάποτε μού είπε ένας παπάς «εκεί που θα κάνεις τη δουλίτσα σου, λέγε μαζί και την ευχή». Το κάνω. Τι να κάνω; Άμα είσαι ταπεινός ανθρωπάκος, σε θέλει πολύ κι ο Θεός, οι Άγιοι, οι Άγγελοι, οι Αρχάγγελοι που έχουν τις ρομφαίες.
Έχει τύχει να με βρίσουν αισχρά, επειδή είχα μπει παραμέσα για να αφήσω φυλλάδια στο πατάκι. Κάθε φορά που με βρίζουν, κάθε τέτοια αγία φορά, πέφτει μετά ένα χιονόνερο πάνω στην ψαλίδα των μαλλιών μου. Τινάζω τις βρισιές απ’ τα μαλλιά μου και κάπως αισθάνομαι σαν άγγελος που τινάζει το θυμίαμα του.