– Γέροντα, ὅταν δὲν ἔχω ὄρεξη γιὰ πνευματικά, πῶς νὰ βάλω ἀρχή;
– Νὰ κάνης κάτι πνευματικὸ ποὺ σὲ εὐχαριστεῖ, καὶ θὰ σοῦ ἔρθη ἡ ὄρεξη καὶ γιὰ τὰ ἄλλα. Νὰ ἁπλώσης μπροστά σου τὴν πνευματικὴ τράπεζα καὶ νὰ βρῆς τί τραβᾶ ἡ ὄρεξή σου. Θέλεις νὰ διαβάσης λίγο; Θέλεις νὰ κάνης ἕνα κομποσχοίνι; Θέλεις νὰ κάνης μιὰ Παράκληση; Θέλεις νὰ διαβάσης Ψαλτήρι ἢ νὰ κάνης λίγες μετάνοιες; Ἂν δὲν ἔχης ὄρεξη γιὰ τίποτε, ἔ, τότε θέλεις βρεγμένη σανίδα.
– Ἀπὸ ἐργόχειρο, Γέροντα, μπορῶ νὰ ἀρχίσω;
– Μπορεῖς, ἀλλὰ νὰ λὲς συγχρόνως καὶ τὴν εὐχή.