Ο Γέροντας Ιάκωβος, πέντε χρονών παιδάκι
τότε, για παιχνίδι του είχε ένα κεραμιδάκι στο οποίο έβαζε καρβουνάκι
απ’ την πυροστιά που μαγείρευαν και ψάλλοντας «αλούγια – αλούγια»
(αλληλούϊα), λιβάνιζε την οικογένειά του κι όλες τις προσφυγικές
οικογένειες που έμεναν στην αποθήκη, έχοντας για χωρίσματα κουβέρτες που
κρέμονταν ανάμεσά τους.
Μένανε πάντα στην αποθήκη, γιατί τους έδιναν υποσχέσεις ότι σε λίγο θα τους μεταφέρουν αλλού, θα τους δώσουνε χωράφια και θα τους φτιάξουνε σπίτια…
Μένανε πάντα στην αποθήκη, γιατί τους έδιναν υποσχέσεις ότι σε λίγο θα τους μεταφέρουν αλλού, θα τους δώσουνε χωράφια και θα τους φτιάξουνε σπίτια…
Ο μικρός Ιάκωβος δεν έβγαινε να παίξει καθόλου στον δρόμο, δεν μπορούσε να ακούει τα παιδάκια του χωριού και μαζί μ’ αυτά και προσφυγόπουλα να λένε τις κακές λέξεις, έστω κι αν δεν τις καταλάβαινε.
Προτιμούσε να πηγαίνει κάθε απόγευμα με τη γιαγιά και τη μητέρα του ν’ ανάβουνε τα καντηλάκια και να βάζει τη γιαγιά του να του λέει για τους βίους των αγίων και για τους Ιερομόναχους της οικογένειάς τους.
Η εγκατάσταση στην Βόρεια Εύβοια
Στα τέλη του 1925 η οικογένεια του
Γέροντος Ιακώβου μεταφέρθηκε μαζί μ’ άλλους πρόσφυγες στην Βόρεια
Εύβοια, στο χωριό Φαράκλα. Εγκαταστάθηκαν αρχικά σε κάτι σκηνές και μετά
από δύο χρόνια σε μικρά σπίτια και καλλιεργούσαν κτήματα.
Ο πατέρας του Γέροντα ήταν και πολύ
καλός τεχνίτης, χτίστης, κι ο κόσμος τον προτιμούσε και γι’ αυτό συχνά
έλειπε απ’ το σπίτι. Έτσι, καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Γέροντα Ιακώβου
έπαιξε η προσωπικότητα της μητέρας του, Θεοδώρας.
Στολισμένη εκείνη με τις αρετές της πίστεως, της ευσεβείας και της ελεημοσύνης, της εγκρατείας (νηστείας-σωφροσύνης), της εργατικότητας και της νοικοκυροσύνης, τις μετέδωσε με αγάπη και υπομονή στην απαλή ψυχή του παιδιού της, Ιακώβου. Του έμαθε επίσης να προσεύχεται και να κάνει πολλές μετάνοιες.
Από έξι χρονών ο μικρός Ιάκωβος, χωρίς να ξέρει ακόμη γράμματα, είχε μάθει απ’ έξω τα της Θείας Λειτουργίας και τα σιγόψελνε μόνος του, κάνοντας ελάχιστα λάθη. Τόση αγάπη δε απέκτησε στις μετάνοιες, ώστε ακόμη και τις Κυριακές που πήγαινε απ’ τη νύχτα στην εκκλησία για να διακονήσει αρχικά στο ιερό κι αργότερα στο αναλόγιο, μέχρι να έλθει ο κόσμος έκανε συνέχεια μετάνοιες στρωτές.
Στολισμένη εκείνη με τις αρετές της πίστεως, της ευσεβείας και της ελεημοσύνης, της εγκρατείας (νηστείας-σωφροσύνης), της εργατικότητας και της νοικοκυροσύνης, τις μετέδωσε με αγάπη και υπομονή στην απαλή ψυχή του παιδιού της, Ιακώβου. Του έμαθε επίσης να προσεύχεται και να κάνει πολλές μετάνοιες.
Από έξι χρονών ο μικρός Ιάκωβος, χωρίς να ξέρει ακόμη γράμματα, είχε μάθει απ’ έξω τα της Θείας Λειτουργίας και τα σιγόψελνε μόνος του, κάνοντας ελάχιστα λάθη. Τόση αγάπη δε απέκτησε στις μετάνοιες, ώστε ακόμη και τις Κυριακές που πήγαινε απ’ τη νύχτα στην εκκλησία για να διακονήσει αρχικά στο ιερό κι αργότερα στο αναλόγιο, μέχρι να έλθει ο κόσμος έκανε συνέχεια μετάνοιες στρωτές.
Αφηγείτο σχετικά ο Γέροντας Ιάκωβος:
«Κάποια Κυριακή πρωΐ με βρήκε ο ιερέας να κάνω μετάνοιες στο ιερό και μου είπε: Παιδί μου Ιάκωβε, σήμερα Κυριακή, ημέρα αναστάσιμη, ανέστη ο Κύριος, δεν κάνουν μετάνοιες».
Κι εγώ του απάντησα:
«Κάνω μετάνοιες πάτερ, γιατί η μητέρα μου έτσι με έμαθε».
«Κάποια Κυριακή πρωΐ με βρήκε ο ιερέας να κάνω μετάνοιες στο ιερό και μου είπε: Παιδί μου Ιάκωβε, σήμερα Κυριακή, ημέρα αναστάσιμη, ανέστη ο Κύριος, δεν κάνουν μετάνοιες».
Κι εγώ του απάντησα:
«Κάνω μετάνοιες πάτερ, γιατί η μητέρα μου έτσι με έμαθε».
Έλεγε επίσης ο Γέροντας:
«Όταν λειτουργούσε ο παπάς του χωριού, την ώρα που οι ψάλτες έψαλλαν “Οι τα χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες…”, εγώ άκουα φτερουγίσματα γύρω απ’ την αγία Τράπεζα».
«Ο παπάς», έλεγε ο Γέροντας, «νόμιζα ότι δεν έχει σώμα. Είναι άγγελος. Έλεγα έχει δύο κόκκαλα στους ώμους, σαν κρεμάστρα και κρέμονται τα ράσα απ’ εκεί».
«Όταν λειτουργούσε ο παπάς του χωριού, την ώρα που οι ψάλτες έψαλλαν “Οι τα χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες…”, εγώ άκουα φτερουγίσματα γύρω απ’ την αγία Τράπεζα».
«Ο παπάς», έλεγε ο Γέροντας, «νόμιζα ότι δεν έχει σώμα. Είναι άγγελος. Έλεγα έχει δύο κόκκαλα στους ώμους, σαν κρεμάστρα και κρέμονται τα ράσα απ’ εκεί».
Έτσι, έβλεπαν την ιερωσύνη τα παιδικά μάτια της αγνής ψυχής του. Έβλεπε τον ιερέα σαν επίγειο άγγελο, που λειτουργεί με τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Κι έτσι στ’ αλήθεια τα θεία πράγματα είναι.
Η αγάπη του για την εκκλησιαστική ζωή
Η αγάπη του μικρού Ιακώβου για τα
προσκυνητάρια και τα εξωκκλήσια τον έκανε να επισκέπτεται τακτικά και το
εξωκκλήσι της αγίας Παρασκευής, σ’ ένα λόφο λίγο έξω απ’ το χωριό, που
στα πρώτα χρόνια λειτουργούσε εκεί και το σχολείο του.
Ανάβοντας τα
καντήλια και περιποιούμενος τον ναό της, είχε την ευλογία, παιδάκι τότε
οκτώ – εννέα ετών, να δεί αρκετές φορές ολοζώντανη την αγία.
Υπακούοντας
σε συμβουλή της μητέρας του, ζήτησε απ’ την αγία σε μία από τις
εμφανίσεις της «νά του πεί, να του δώσει την τύχη του».
Και η αγία
Παρασκευή του είπε: «άκουσέ με, Ιάκωβε. Θα δείς δόξες πολλές, πολύς
κόσμος θά ‘ρχεται να σε δεί, πολλά χρήματα θα περάσουν απ’ τα χέρια σου,
αλλά δεν θα μείνουν». Και πράγματι όλα αυτά επαληθεύτηκαν.
Το μεγάλο δώρο της πίστεως και η
ταπείνωση του μικρού Ιακώβου, καθώς και οι προσευχές της οσίας μητέρας
του ήταν αιτία, ώστε ο Γέροντας Ιάκωβος από παιδί να έχει μία ζωντανή,
μία θαυμαστή πραγματικά σχέση με την Παναγία μας και τους αγίους μας.
Έτσι, πολύ απλά, πολύ φυσικά, είδε να τον ευλογεί και να τον θεραπεύει
από δύσκολη ασθένεια ο άγιος Χαραλάμπης, του οποίου είχαν στο σπίτι τους
μία μικρή ασημένια εικόνα θαυματουργή από τη Μικρά Ασία, πατρογονικό
κειμήλιο έως εξακοσίων ετών.
Το ίδιο απλά και φυσικά προσέτρεξε λίγο
αργότερα στη χάρη της Παναγίας μας και την παρακάλεσε με κλάματα, της
μίλησε όπως το παιδί στη μητέρα του μπροστά στη θαυματουργή της εικόνα
της επωνομαζόμενης Ξενιάς, την οποία είχαν φέρει για προσκύνημα σε
διπλανό χωριό, και είδε την Παναγία μας να του θεραπεύει σχεδόν αμέσως
τα πληγωμένα πέλματα των ποδιών του, απ’ τα οποία έτρεχαν υγρά και με τα
οποία είχε κάνει μαρτυρική πορεία δύο ωρών για να την προσκυνήσει.
Η αγία ζωή του μικρού Ιακώβου έκανε τους
συγχωριανούς του, αλλά και τους κατοίκους των γύρω χωριών, όπου πήγαινε
είτε ως μαστορόπουλο, βοηθός του πατέρα του, είτε για να ψάλλει με τη
μελωδική και επιβλητική φωνή του στις γιορτές τους, να τον σέβονται και
να τον υπολογίζουν ως παιδί της εκκλησίας, παιδί του Θεού.
Κι έγινε η
καταφυγή τους. Απ’ τα εννέα του χρόνια και μετά όλοι τον είχαν για
γιατρό. Ο ίδιος ο Γέροντας, χαριτολογώντας, έλεγε αργότερα: «Εγώ δεν
ήξερα τίποτα. Είχα μία Σύνοψη και ό,τι προσευχή έβρισκα τους διάβαζα,
τους σταύρωνα, τους ράντιζα με αγιασμό και γινόντουσαν καλά».
Από μικρό
λοιπόν παιδί ήταν στην υπηρεσία του Θεού και μάλιστα προικισμένο με το
χάρισμα το ιαματικό, αλλά και το προορατικό, αφού με την καθαρότητα
καρδίας και νου που είχε αποκτήσει με την άσκηση και την προσευχή,
προέβλεψε τα μεγάλα κακά που πλησίαζαν λόγω του Ελληνοϊταλικού και του
Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού όπου
πήγαινε είχε σ’ όλες τις τάξεις άριστη επίδοση. Εντυπωσίαζε δε τόσο πολύ
και για την συμπεριφορά του, ώστε τον μικρό Ιάκωβο τον σεβότανε κι ο
δάσκαλος, που μαζί με τον Επιθεωρητή επέμεναν στους γονείς του να τον
στείλουν στη Χαλκίδα στο Γυμνάσιο, για να συνεχίσει τη μόρφωσή του και
να μην αδικηθεί ένα τέτοιο μυαλό.
Ο πατέρας του όμως, φοβούμενος μήπως
το παιδί του κινδυνέψει ποικιλοτρόπως απ’ τις παγίδες της κοινωνίας, δεν
το επέτρεψε.
Έμεινε έτσι ο νεαρός Ιάκωβος στο χωριό
και δούλευε στα χωράφια τα δικά τους και σε ξένα για μεροκάματο. Έπειτα ο
πατέρας του τον πήρε μαζί του βοηθό στα χτισίματα.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου