Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΚΥΡΙΑΚΗΣ 10 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ «ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ»


Ματθ. στ’ 14-21

Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. 

Σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. 
Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· Θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.

Φτάσαμε στὶς τελευταῖες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Μεγάλη Σαρακοστή. Ἤδη κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς Ἀπόκρεω , δυὸ μέρες - ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ - ἀνήκουν στὴ Σαρακοστή. Ἡ Θεία Λειτουργία δὲν τελέσθηκε καὶ ἡ ὅλη τυπικὴ διάταξη στὶς ἀκολουθίες ἔχει πάρει τὰ λειτουργικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.

Τὸ Σάββατο τῆς Τυροφάγου ἡ Ἐκκλησία μας «ποιεῖ μνεία πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τὲ καὶ γυναικῶν». Οἱ ἅγιοι εἶναι τὰ πρότυπα ποὺ θ' ἀκολουθήσουμε, οἱ ὁδηγοὶ στὴ δύσκολη τέχνη τῆς νηστείας καὶ τῆς μετάνοιας. Στὸν ἀγώνα ποὺ πρόκειται ν' ἀρχίσουμε δὲν εἴμαστε μόνοι, ἔχουμε βοηθοὺς καὶ παραδείγματα.

Τὴν Κυριακή, τελευταῖα μέρα πρὶν τὴ Σαρακοστή, ποὺ συνήθως τὴν ὀνομάζουμε Κυριακὴ τῆς συγγνώμης καὶ «τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας του Πρωτόπλαστου Ἀδάμ».

Ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε γιὰ νὰ ζεῖ στὸν Παράδεισο, γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἁμαρτία του ὅμως τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ζωὴ καὶ ἔτσι ἡ ὕπαρξή του στὴ γῆ εἶναι μιὰ ἐξορία. Η Μ. Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας. (σέλ. 32)

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς (Μάτθ. 6, 14-21) θέτει τοὺς ὅρους γιὰ μιὰ τέτοια ἀπελευθέρωση. Πρῶτος ὅρος εἶναι ἡ νηστεία, ἡ προσπάθεια νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴ δικτατορία τῆς σάρκας καὶ τῆς ὕλης πάνω στὸ πνεῦμα. Δὲν πρέπει ὅμως ἡ νηστεία μας νὰ εἶναι ὑποκριτική, δηλαδὴ «πρὸς τὸ θεαθῆναι», νὰ μὴ φαινόμαστε «στοὺς ἀνθρώπους νηστεύοντες, ἀλλὰ στὸν Πατέρα μας ἐν τῷ κρυπτῷ» ὅπως ἀναφέρεται στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.

Δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ συγγνώμη: «Ἐὰν ἀφῆτε στοὺς ἀνθρώπους τὰ παραπτώματά τους, θὰ ἀφήσει καὶ τὰ δικά σας ὁ οὐράνιος Πατέρας». Ἡ συγχωρητικότητα εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑνότητα, στὴ σύμπνοια, στὴν ἀγάπη. Ἔτσι στὸν Ἑσπερινὸ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς, στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας, ὅλοι οἱ πιστοὶ πλησιάζουν τὸν ἱερέα καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ζητώντας τὴν ἀμοιβαία συγχώρεση.

Οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὸν Ἑσπερινὸ αὐτὸ ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Ἀρχίζει ἡ ἀκολουθία μὲ τὸν ἱερέα ντυμένο στὰ λαμπερὰ ἄμφια καὶ τὰ τροπάρια ἀναγγέλουν τὸν ἐρχομὸ τῆς Μ. Σαρακοστῆς καὶ πέρα ἀπ' αὐτή, τὸν ἐρχομὸ τοῦ Πάσχα. Κατόπιν γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν ἑσπερινὸ ὕμνο «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης» καὶ ὁ ἱερέας προχωρεῖ στὴν Ὡραία Πύλη γιὰ νὰ ἀναφωνήσει τὸ Προκείμενο ποὺ πάντα ἀναγγέλει τὸ τέλος τῆς μιᾶς μέρας καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἄλλης. Ἡ θαυμάσια μελωδία: «Μὴ ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι, ταχὺ ἐπάκουσόν μου, πρόσχες τὴ ψυχή μου καὶ λύτρωσε αὐτήν» λέγεται πέντε φορές, τὰ φῶτα σβήνουν καὶ τὰ χρωματιστὰ ἄμφια ἀλλάζουν.

Ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο ξεκινάει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή: συναισθάνομαι ὅτι εἶμαι ἐξόριστος ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Βασιλείας Του καὶ θλίβομαι. Τελικὰ παραδέχομαι ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει σ' αὐτὴ τὴ θλίψη. Μετάνοια πάνω ἀπ' ὅλα εἶναι τὸ ἀπελπισμένο κάλεσμα γιὰ τὴ Θεία βοήθεια. Στὴ συνέχεια διαβάζεται ἡ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ μετάνοιες. Καθὼς οἱ πιστοὶ πλησιάζουν τὸν ἱερέα, ὁ χορὸς ψάλλει πασχαλινοὺς ὕμνους. Ἀπὸ τώρα βλέπουμε νὰ λάμπει στὸ τέλος τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης, τὸ φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.

Ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν, ὁ ποιῶν ἀεὶ μεθ’ ἡμῶν, κατὰ τὴν σὴν ἐπιείκειαν, μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ’ ἡμῶν, ἀλλὰ ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ κυβέρνησον τὴν ζωὴν ἡμῶν.

Ἔτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸ πολυσύνθετον, Πατέρων σύστημα, ἀνευφημήσωμεν, ἐνθέοις ᾄσμασι, τοὺς ἐν Ἑῴᾳ καὶ Βορρᾷ, καὶ Ἄρκτῳ καὶ Μεσημβρίᾳ, ἐν ἀσκήσει λάμψαντας, καὶ Θεὸν θεραπεύσαντας, ἀρετῶν ἀκρότητι, καὶ θαυμάτων δυνάμεσι, γνωστοὺς καὶ ἀνωνύμους καὶ πάντας, οὓς ὁ Χριστὸς λαμπρῶς ἐδόξασε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.

Ὡς εὐσεβείας κήρυκας, καὶ ἀσεβείας φίμωτρα, τῶν Θεοφόρων τὸν δῆμον ἐφαίδρυνας Κύριε, τὴν ὑφήλιον λάμποντα. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ τελείᾳ τοὺς σὲ δοξάζοντας, καὶ μεγαλύνοντας, διαφύλαξον ψάλλειν καὶ ᾄδειν σοι· Ἀλληλούϊα.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Αὐτόμελον.
Τῆς σοφίας ὁδηγέ, φρονήσεως χορηγέ, τῶν ἀφρόνων παιδευτά, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστά, στήριξον συνέτισον τὴν καρδίαν μου Δέσποτα. Σύ δίδου μοι λόγον, ὁ τοῦ Πατρὸς Λόγος· ἰδοῦ γὰρ τὰ χείλη μου, οὐ μὴ κωλύσω ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπέσοντα.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων θεία πληθὺς, οἱ πάσῃ τῇ κτίσει, ἐνασκήσαντες ἱερῶς, χρόνοις διαφόροις, ἀσκητικοῖς καμάτοις, Πατέρες Θεοφόροι, σκεύη χάριτος.


Ὁ Ἅγιος Κοδράτος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ


Eις τον Kοδράτον.
Τῶν δυσσεβῶν τὴν πίστιν ὕβρεσι πλύνας
Τμηθεὶς Κοδρᾶτε σῶν ἀφ' αἱμάτων πλύνῃ.

Eις τον Άνεκτον, Παύλον και Διονύσιον.
Γνωστοῖς Ἄνεκτον σὺν δυσὶ κτείνει ξίφος,
Οἷς οὐκ ἀνεκτὸν μὴ θανεῖν Θεοῦ χάριν.

Eις τον Kρήσκεντα και Kυπριανόν.
Ὁρῶν καταθνῄσκοντα Κρήσκεντα ξίφει,
Σπεύδει σὺν αὐτῷ Κυπριανὸς τεθνάναι.

Ἀμφὶ δεκάτῃ Κοδρᾶτον ξίφος ἐγκατέπεφνε.


Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Κοδράτος, Ἄνεκτος, Παῦλος, Διονύσιος, Κυπριανὸς καὶ Κρήσκης ἦταν φίλοι καὶ μαρτύρησαν κατὰ τὸν διωγμὸ τῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) ἢ Οὐαλεριανοῦ (253 – 259 μ.Χ.) στὴν Κόρινθο, ὅταν ἡγεμόνας τῆς Ἑλλάδος ἦταν ὁ Ἰάσων.

Στὸ Μηνολόγιον τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου Β’ ἀναφέρεται ὅτι ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, ὅσοι μὲν εἶχαν συλληφθεῖ σφαγιάζονταν, ὅσοι ὅμως ἔφευγαν κρύβονταν στὰ ὄρη, γιὰ ὅσο διάστημα χρειαζόταν. Ἔτσι καὶ ἡ μητέρα τοῦ Κοδράτου, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Κορινθίων, ἔφυγε γιὰ τὸ ὄρος καὶ κρυβόταν. Καὶ καθὼς ἦταν ἔγκυος, γέννησε υἱὸ ποὺ τὸν ὀνόμασε Κοδράτο. Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ ἔζησε γιὰ λίγο, πέθανε, ἐγκαταλείποντας τὸν υἱό της βρέφος. Αὐτὸς τρεφόταν ἀπὸ τὰ νέφη ποὺ συνενώνονταν ἐπάνω ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὸν πότιζαν.

Ὁ Κοδράτος, ἀφοῦ μεγάλωσε, δίδασκε τὴν Χριστιανικὴ πίστη στὸν Ἄνεκτο, τὸν Κρήσκεντα, τὸν Κυπριανό, τὸν Παῦλο καὶ τὸν Διονύσιο, ποὺ εἶχαν στὸ μεταξὺ καταφύγει κοντά του. Ὅμως οἱ Ἅγιοι Ἄνεκτος, Κρῆσκος, Κυπριανὸς καὶ Παῦλος συνελήφθησαν ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανοί. Ὁ ἡγεμόνας Ἰάσων προσπάθησε μὲ διάφορους τρόπους νὰ τοὺς δελεάσει καὶ νὰ τοὺς πείσει νὰ ἀπαρνηθοῦν τὴ χριστιανικὴ τους πίστη καὶ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ἐκεῖνοι ὁμολόγησαν μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν Χριστό, βασανίσθηκαν καὶ τέλος ἀποκεφαλίσθηκαν.

Ἔτσι εἰσῆλθαν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες στὴ χαρὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ Κυρίου μας.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Διονύσιος κατηγορήθηκε στὸν ἡγεμόνα τῆς Κορίνθου ὅτι δὲν ὑπακούει στὴν διαταγὴ τῶν βασιλέων καὶ ὅτι περιφρονεῖ τοὺς θεούς, κηρύττοντας κάποιον ἄλλον Θεὸ Ἐσταυρωμένο καὶ λέγοντας ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Δημιουργὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ τῆς θάλασσας καὶ ὅλων ὅσων ὑπάρχουν μέσα σὲ αὐτά, Αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ κρίνει μὲ δόξα ζωντανοὺς καὶ νεκροὺς καὶ νὰ ἀνταποδώσει στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του.

Γι’ αὐτό, ἀφοῦ συνελήφθη καὶ δέθηκε μὲ ἁλυσίδες, παρουσιάσθηκε στὸν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νὰ τὸν ἐξαναγκάσει, πότε μὲ κολακεῖες καὶ πότε μὲ ἀπειλές, νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὅμως ὁ Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ Διονύσιος ὁμολογοῦσε τὸν Χριστὸ μὲ μεγάλη φωνή. Ἔτσι σφαγιάσθηκε μὲ μαχαίρι καὶ τελειώθηκε ὁ πρόσκαιρος βίος του.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ἐξάριθμος χορός, τῶν Χριστοῦ Ἀθλοφόρων, ὑμνείσθω εὐσεβῶς, μελωδίαις ᾀσμάτων, Κοδρᾶτος καὶ Ἄνεκτος, Παῦλος καὶ Διονύσιος, καὶ σὺν Κρήσκεντι, Κυπριανὸς ὁ θεόφρων· τὴν Τριάδα γάρ, διηνεκῶς δυσωποῦσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς λαμπὰς ἑξάφωτος, ἐν τῇ Κορίνθῳ, καρτερῶς ἀθλήσαντες, ὤφθητε Μάρτυρες σοφοί, φωταγωγοῦντες ταῖς χάρισι, τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαύστως τὸ πλήρωμα.

Μεγαλυνάριον.
Ἑξάστερος ὥσπερ λαμπρὰ πλειάς, τῷ τῆς Ἐκκλησίας, διαλάμπετε οὐρανῷ, Μάρτυρες Κυρίου, καὶ ἄθλων διαυγείᾳ, ἡμῶν τὰς διανοίας, καταπυρσεύετε.

Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Πατρικία 

  
H Πατρικία πάντα λιπούσα τάδε,
Πάντων κατέστη κυρία εν τω πόλω.

Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἔζησε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ τοῦ Μεγάλου (527 – 565 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ πλούσιους καὶ εὐγενεῖς γονεῖς. Ἦταν πρώτη Πατρικία τοῦ βασιλέως καὶ φοβούμενη τὸν Θεό. Οἱ ἀρετές της κίνησαν σὲ φθόνο τὴν βασίλισσα καὶ ἔτσι ἡ Ἁγία ἀναγκάστηκε νὰ παραλάβει μέρος τῆς περιουσίας της καὶ νὰ καταφύγει στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ἔκτισε στὴν θέση ποὺ καλεῖται Πέμπτον μονή, ἡ ὁποία ὀνομάστηκε καὶ τῆς Πατρικίας καὶ ζοῦσε ἀσκητικά.

Ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς τὴν ἀναζητεῖ, ἐγκατέλειψε τὴν μονὴ καὶ προσῆλθε στὴν σκήτη τοῦ ἀββᾶ Δανιήλ, στὸν ὁποῖο ἐμπιστεύθηκε τὰ κατ’ αὐτήν. Ὁ ἀββᾶς τὴν ἔνδυσε μὲ ἀνδρικὰ ἐνδύματα καὶ τὴν μετονόμασε σὲ Ἀναστάσιο. Ὅρισε δὲ καὶ ἕναν ἀπὸ τοὺς ὑποτακτικοὺς τῆς σκήτης, γιὰ νὰ προσκομίζει σὲ αὐτὴν τὰ ἀπαραίτητα, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ σπήλαιο μέσα στὸ ὁποῖο ἀσκήτευε.

Ἐκεῖ ἡ Ἁγία Ἀναστασία παρέμεινε κλεισμένη ἐπὶ εἴκοσι ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια. Ὅταν προεῖδε τὸ τέλος της, προσκάλεσε τὸν ἀββᾶ Δανιὴλ καὶ ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς ὁ Μάρτυρας

Ἐθαύμασαν βροτοὶ σε θλασθέντα ξύλοις,
Ἀμὴν λέγω σοι, Μαρκιανέ, καὶ νόες.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Μαρκιανὸς τελειώθηκε ἀφοῦ τὸν κτύπησαν μέχρι θανάτου μὲ ξύλα. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα.

Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Νεομάρτυρας ὁ Μαυρουδής 
 
   
Ἡ μνήμη τοῦ Νεομάρτυρος Μιχαὴλ τιμᾶται τὴν 21 Μαρτίου ὅπου καὶ ὁ βίος του. Ἄγνωστο γιατί ἀναφέρεται και σήμερα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σοφίᾳ τῇ θεόθεν δεδομένῃ κοσμούμενος, ἐκήρυξας εὐτόλμως τοῦ Σωτῆρος τὸ ὄνομα, καὶ τούτῳ ὡς θυσία καθαρά, προσήχθης τῷ πυρὶ τελειωθείς· διὰ τοῦτο Νεομάρτυς σε Μιχαήλ, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀθλητὴς θεόσοφος, καὶ στρατιώτης γενναῖος, Μιχαὴλ μακάριε, Χριστοῦ ἀθλήσας ἐδείχθης· πᾶσαν γάρ, καταπατήσας ἐχθροῦ μανίαν, ἤνεγκας, τὸν ἐν πυρὶ θάνατον χαίρων, καὶ ὡς θεῖον ἱερεῖον, Χριστῷ προσήχθης, τῷ σὲ δοξάσαντι.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ Γρανίτσης θεῖος βλαστός, ὁ Χριστὸν δόξασας, δι’ ἀθλήσεως θαυμαστῆς· χαίροις ὁ Κυρίῳ προσενεχθεὶς ὡς θῦμα, ὦ Μιχαὴλ ἐνέγκας, πυρὸς τὴν ἔκκαυσιν.

Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων

Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν κοντὰ στὸ Χαλέπιον τῆς Συρίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐκ Γεωργίας

  
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε στὴ Γεωργία κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 10ου αἰῶνος καὶ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου