Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

ΕΥΧΗ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου Μυτιληναίου μὲ θέμα: «ΠΕΡΙ ΑΡΓΙΑΣ» [1-4-1983]


ΕΥΧΗ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ 

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα: «ΠΕΡΙ ΑΡΓΙΑΣ»
 

[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 1-4-1983

Ἡ εὐλάβεια, ἀγαπητοί μου, καὶ ἡ κατανυκτικότης τῶν ἡμερῶν αὐτῶν πολὺ συχνὰ χρησιμοποιεῖ τὴν εὐχὴ τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ το[Υ Σύρου: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας, μὴ μοι δῷς. Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν». Ἡ μικρὴ αὐτὴ εὐχή, περιέχει, ὅπως ἤδη λέγαμε τὴν περασμένη Παρασκευή, τέσσερις κακίες καὶ τέσσερις ἀρετές. Στὴν ἀγάπη σας, θὰ κάνουμε προσπάθεια νὰ ἀναλύσομε σήμερα τὴν πρώτην κακίαν, αὐτὴ ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὸ πνεῦμα τῆς ἀργίας. Πρὶν ὅμως δοῦμε τὴν κακίαν αὐτὴν τῆς ἀργίας, λέγει ὁ ὅσιος πατήρ: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, μὴ μοι δῷς πνεῦμα ἀργίας». Τί σημαίνει αὐτὸ τὸ «πνεῦμα ἀργίας»;

«Πνεῦμα» σημαίνει ἐνέργεια, καὶ πίσω ἀπὸ τὴν ἐνέργεια, προφανῶς ὑπάρχει ὁ ἐνεργῶν. Συνεπῶς ὅταν λέμε, λέγει ἐδῶ ἡ εὐχὴ «πνεῦμα ἀργίας», σημαίνει τὴν κακίαν τῆς ἀργίας, τὴν ὁποίαν ἐνεργεῖ ὁ ἐνεργῶν, δηλαδὴ ὁ διάβολος. Ὥστε «πνεῦμα ἀργίας», θὰ τὸ λέγαμε ἔτσι: τὸν διάβολον, ὁ ὁποῖος ἐμπνέει τὴν ἀργίαν. Εἶναι δὲ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι οἱ δαίμονες εἶναι φορεῖς πονηρῶν ἐνεργειῶν. Γι᾿ αὐτό λέμε «πνεῦμα ἀργίας», «πνεῦμα περιεργείας», «πνεῦμα πορνείας», «πνεῦμα βλασφημίας», «πνεῦμα ἀκηδίας» κ.ο.κ. Ὅπως, ἀντιστοίχως, παρακάτω λέγει: «Δὸς μοι πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης» κ.λπ. Τί εἶναι αὐτὸ τὸ «πνεῦμα»; Πάλι εἶναι μία ἐνέργεια. Ἀλλὰ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ· ποὺ σημαίνει τὴν ἀρετὴν τῆς ἀγάπης ποὺ ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Ἄρα, λοιπόν, ἐδῶ ἐνέργεια, ἄκτιστος δὲ ἐνέργεια, ἄκτιστος ἐνέργεια, τὴν ὁποία ἐνεργεῖ ὁ Θεός, εἰς τὸν Ὁποῖον ὑπάρχουν ὅλες οἱ ἐνέργειες οἱ ἀγαθές. Δηλαδὴ κάθε ἀρετή. Ἡ κάθε ἀρετὴ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐνεργείας, τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

Ὥστε, λοιπόν, τὸ πνεῦμα τῆς ἀργίας, περὶ τοῦ ὁποίου ὁ λόγος σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶναι ὄχι ἁπλῶς μία κακία, ἀλλὰ εἶναι μία κακία τὴν ὁποία φέρει ἕνας δαίμων. Ὁ δαίμων τῆς ἀργίας. Συνεπῶς δὲν ἔχομε νὰ παλέψομε, ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ἔχομε ἕναν πόλεμον, ἐναντίον τῆς ἀργίας, δὲν ἔχομε νὰ παλέψομε ἐναντίον μιᾶς ἀφηρημένης ἐννοίας, ἀλλὰ ἔχομε νὰ παλέψομε ἐναντίον μιᾶς προσωπικῆς καταστάσεως. Δηλαδὴ τοῦ δαίμονος, ὁ ὁποῖος δαίμων φέρει τὸ πάθος τῆς ἀργίας. Αὐτὸ νὰ τὸ γνωρίζομε, ὅτι οἱ κακίες δὲν εἶναι ἀπρόσωπες ἔννοιες, ἀλλὰ εἶναι ἁπλῶς φερόμενα στοιχεῖα, φερόμενες κακίες ἀπὸ φορεῖς-πρόσωπα. Καὶ οἱ φορεῖς-πρόσωπα εἶναι οἱ δαίμονες. Ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δὲν εἶναι ἡ πάλη μας πρὸς σάρκα καὶ αἷμα, ἀλλὰ πρὸς αὐτὲς τὶς δυνάμεις τὶς ἐπουράνιες. Τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις, ποὺ ἔχομε πραγματικὰ νὰ παλέψομε. Ἔτσι ἕνας ἀγῶνας τοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶναι ποτὲ ἕνας θεωρητικὸς ἢ ἕνας ἐννοιολογικὸς ἀγῶνας. Εἶναι ἕνας ἀγὼν προσωπικός. Ἡμεῖς, τὰ πρόσωπα, πρὸς τὰ προσωπικὰ πνεύματα τῆς πονηρίας. Καὶ ἀντιλαμβάνεσθε, λοιπόν, ὅτι ὁ ἀγὼν εἶναι δεινός.

Ὡς πρώτη, λοιπόν, κακία, ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, ὅπως εἴδατε, ἀναφέρει τὴν ἀργία. Ἡ ἀργία εἶναι δεινὴ ἁμαρτία, δεινὴ κακία. Τί εἶναι ἡ «ἀργία»; Βεβαίως δὲν πρόκειται διὰ τὴν «σχολήν», κατὰ τὸ «σχολάζω». Δὲν εἶναι δηλαδὴ ἡ ἀνάπαυσις, δὲν εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐπιβάλλει ὁ Θεὸς ὡς κατάσταση καταπαύσεως ἀπὸ τὰ ἔργα μας τὴν ἑβδόμην ἡμέρα. Ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀεργία. Δηλαδή τὸ νὰ μὴ θέλω νὰ κάνω καμία ἐργασίαν. Τὸ μὴ ἐργάζεσθαι. Εἶναι ἡ φυγοπονία, ἡ ὀκνηρία, ἢ ὅπως λέγουν οἱ πατέρες, ἡ ἀκηδία. Δηλαδὴ ἀ-κήδομαι, δὲν φροντίζω, ἡ ἀμεριμνησία, ἐκεῖνο τό «Δὲν βαριέσαι...». Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ πρώτη κακία. Καὶ πραγματικά, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀπὸ αὐτὴν τὴν κακίαν της –θὰ τὴν ὀνομάζω ἀπὸ δῶ καὶ μπρός- ἀκηδίας, ἀπ’ αὐτὴν τὴν κακίαν ἀπορρέουν πλῆθος κακιῶν. Διότι ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀμελής, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὀκνηρός, τεμπέλης, δὲν φροντίζει, εἶναι πολὺ φυσικὸ ἀπὸ αὐτὸ νὰ γεννηθοῦν πολλὲς ἄλλες κακίες. Ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες –τὸ γνωρίζετε- ὅτι ἡ μητέρα πάσης κακίας εἶναι ἡ ἀργία. Εἴδατε; Ἡ μάνα κάθε κακίας εἶναι ἡ ἀργία. Καὶ τοῦ ψεύδους καὶ τῆς κλοπῆς καὶ τοῦ φθόνου καὶ τοῦ μίσους κ.ο.κ. Ὥστε, λοιπόν, πραγματικά, εἶναι κεφαλάρι, εἶναι μάνα πολλοῦ κακοῦ.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει ὅτι «Ἀκηδία ἐστί, πάρεσις ψυχῆς καὶ νοὸς ἔκλυσις»· ὅτι ἡ ἀκηδία εἶναι ἡ παράλυση τῆς ψυχῆς... Πῶς ἕνας ὁ ὁποῖος παθαίνει ἕνα εἶδος παραλύσεως ἢ ἀπὸ τὴν πεῖνα ἢ ἀπὸ τὸν κόπο ἢ ἀπὸ κάποια ἀρρώστια καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὀρθώσῃ τὰ μέλη του, ἀλλὰ εἶναι παραλελυμένα τὰ μέλη του, ἔτσι, λέγει, εἶναι ἡ ἀκηδία γιὰ τὴν ψυχήν. Εἶναι ἡ παράλυση τῆς ψυχῆς. Ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ ἔκλυσις τοῦ νοός. Δηλαδὴ τὸ ἀπόκαμα τοῦ νοῦ. Ὅταν ὁ νοῦς βαριέται καὶ νὰ σκεφθῇ. Εἶναι δὲ γνωστὸ ὅτι στὴν ἐποχή μας τὸ πᾶν γίνεται δυνατὸν νὰ τεθῇ σὲ ἀργία ὁ νοῦς. Θὰ τὸ δοῦμε καὶ λίγο πιὸ κάτω αὐτό. Τὸ πᾶν δυνατόν! Καὶ ξέρετε τί εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο θέτει σὲ ἀργία τὸν νοῦν; Ὦ, ἂν τὸ καταλαβαίνατε, ὦ ἂν τὸ ἀντιλαμβανόμαστε ἀγαπητοί μου, θὰ ἐτρομάζαμε! Εἶναι ἡ τηλεόρασις! Διότι ἡ τηλεόρασις προσφέρει εἰκόνες καὶ συνεπῶς ὁ νοῦς ἀδρανεῖ, διότι δὲν δημιουργεῖ ἔννοιες καὶ μένει σὲ αὐτὴν τὴν ἀεργία, σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀργία δηλαδὴ καὶ δὲν παράγει τίποτε. Γι᾿ αὐτὸ ἂν προβάλλει κάποιος εἰκόνες, ἐκεῖνες ποὺ θέλει, μὲ τὸ περιεχόμενο τὸ ἐπιδιωκόμενον, καταφέρνει νὰ κάνῃ αὐτὸ ποὺ λέμε στὴν ἐποχή μας «πλύσιν ἐγκεφάλου». Γιατί; Γιατί ὁ ἐγκέφαλος ἀφήνεται στὰ χέρια ἐκείνου ποὺ προβάλλει τὶς εἰκόνες. Ἀδρανεῖ. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἐγκέφαλος δραστηριοποιεῖται καὶ σκέπτεται, δὲν ἀφήνει ποτὲ νὰ ὑποστῇ πλύσιν. Μὰ ποτέ, μὰ ποτέ. Ἀντιθέτως, κάνει κριτικὴ σὲ κάθε ἐνέργεια ἐξωτερική, ποὺ πάει νὰ ἀποδυναμώσῃ καὶ νὰ ἀχρηστεύσῃ τὸν νοῦ.

Πραγματικά, λοιπόν, ἡ ἀκηδία «ἐστὶ πάρεσις ψυχῆς καὶ νοὸς ἔκλυσις». Καὶ ἀκόμα, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης, «περιεκτικὸς ἐστὶ θάνατος». Λέμε βέβαια ὅτι ἔχομε θάνατο τοῦ νοῦ, ὅταν ὁ νοῦς δὲν καταλαβαίνει· ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχασε τὸ μυαλό του. Ἢ ἔχομε θάνατο τῆς καρδιᾶς, ὅταν ἔχομε μία πόρρωσιν. Ἤ, ἐπί τέλους, θάνατον τοῦ σώματος, ἢ νέκρωσιν ἑνὸς μέλους τοῦ σώματος. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐπί μέρους θάνατοι. Τί εἶναι ἀκηδία; Λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης. Εἶναι περιεκτικὸς θάνατος. Δηλαδὴ σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως εἶναι θάνατος. Καὶ ἀπὸ σωματικῆς δηλαδὴ πλευρᾶς καὶ ἀπὸ πνευματικῆς πλευρᾶς.

Ὥστε, λοιπόν, πρέπει νὰ διακρίνομε τὸν θάνατον αὐτὸν καὶ στὰ σωματικὰ ἔργα καὶ εἰς τὰ πνευματικὰ ἔργα. Ἀλλὰ ἂς δοῦμε, ἀγαπητοί μου, πρῶτα τὰ σωματικὰ ἔργα. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατασκευάστηκε γιὰ νὰ ἐργάζεται. Ὁ Θεὸς ἐτοποθέτησε τὸν ἄνθρωπο εἰς τὸν Παράδεισον καὶ τὴν πρώτη ἐντολὴ ποὺ τοῦ ἔδωκε ἦταν αὐτή: «Ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν τὸν Παράδεισον». Νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ φυλάττῃ τὸν Παράδεισον. Εἴδατε; Νὰ ἐργάζεται. Διότι ἡ ἐργασία εἶναι μέσα, θὰ λέγαμε, εἶναι στοιχεῖο μέσα εἰς αὐτὴν τὴν δομὴ τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδὴ θὰ λέγαμε ὅτι ἡ ἐργασία εἶναι μία ἀνάγκη, ἕνας νόμος βιολογικός, ἕνας νόμος ἀκόμη, ἂν θέλετε, πνευματικός, γιατί πρέπει νὰ δουλεύῃ καὶ ὁ νοῦς, καὶ ἕνας νόμος κοινωνικός. Ἕνας νόμος, λοιπόν, βιολογικός. Ναί! Λέγει ὁ Οἰκουμένιος τὸ ἑξῆς: «Ὁ ἄνθρωπος», λέγει, «ἔχει ἔτσι τὰ μέλη του φτιαγμένα, ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἐργάζεται. Διότι γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἔγιναν τὰ μέλη· γιὰ νὰ ἐργάζεται. Ἀλλιώτικα ἀχρηστεύονται». Ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δὲν δουλεύει, σκουριάζει. Ὑφίσταται ἀρρώστιες. Παθαίνει ἕνα εἶδος ἀγκυλώσεως τῶν μελῶν του καὶ σιγά-σιγά ἀποθνήσκει. Εἶναι, λοιπόν, ἀνάγκη βιολογικὴ ἡ ἐργασία, ἡ κίνησις. Εἶναι ἀνάγκη. Γι᾿ αὐτό ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δὲν ἐργάζονται, ἔχουν ἐπινοήσει τὴν κίνηση καὶ τὶς ἐκδρομές, γιατί ἀκριβῶς δὲν ἔχουν ἄλλη δουλειὰ νὰ κάνουν, ἔχουν πολλὰ χρήματα καὶ κινοῦνται μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, τῶν σπόρ... Τί νὰ κάνουμε...

Εἶναι ὅμως καὶ ἀνάγκη κοινωνική. Μπορεῖτε, ἀγαπητοί μου, νὰ φανταστεῖτε μία κοινωνία ἀνθρώπων μέσα στὴν ὁποία δὲν ἐργάζονται οἱ ἄνθρωποι; Ἡ κοινωνία αὐτὴ ποῦ θὰ καταλήξῃ; Ἢ μᾶλλον δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ τρέξουμε μακριά, νὰ βροῦμε καμιὰ ἴσως παραδειγματικὴ κοινωνία, ἡ δική μας εἶναι· εἶναι πάρα πολλοὶ νέοι ποὺ δὲν ἐργάζονται καὶ τρέπονται εἰς τὸ ἔγκλημα. Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκες κοινωνικὲς καὶ δὲν ἔχει χρήματα, τί θὰ κάνῃ; Θὰ κλέψῃ, θὰ πεῖ ψέματα, θὰ κάνῃ ληστεία, θὰ μετέλθῃ κάθε τρόπο, γιὰ νὰ ἔλθουν χρήματα στὴν κυριότητά του. Ἀλλὰ οἱ τρόποι ποὺ θὰ χρησιμοποιήσῃ εἶναι ὁπωσδήποτε παράνομοι. Εἶναι ἔξω ἀπὸ τοὺς νόμους ἐκείνους ποὺ διέπουν μιὰ κοινωνία. Ὁ τεμπέλης ἄνθρωπος εἶναι μία πληγή, ἀγαπητοί μου, εἶναι μία πληγή. Πολλὲς φορὲς δυστυχεῖ, δὲν ἔχει νὰ φάῃ. Ἔτσι θὰ ἀναγκαστῇ νὰ κλέψει. Θὰ πῇ ψέματα. Εἶναι ἕνα παράσιτο ὁ τεμπέλης ἄνθρωπος.

Θὰ μοῦ πεῖτε, πρέπει νὰ τονίζεται αὐτό; Μὰ τὸ τονίζει ἡ Ἁγία Γραφή, ἀγαπητοί μου. Ξέρετε τί λέγει εἰς τὸ βιβλίο τῶν «Παροιμιῶν»; Εἶναι στὸ ἕκτο κεφάλαιο. Καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ κοιτάξῃ μετὰ προσοχῆς καὶ νὰ μελετήσει τὸ μυρμήγκι καὶ τὴν μέλισσα. «Ἴθι πρὸς τὸν μύρμηκα, ὦ ὀκνηρέ, καὶ ζήλωσον ἰδὼν τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ γενοῦ ἐκείνου σοφώτερος· ... ἢ πορεύθητι πρὸς τὴν μέλισσαν καὶ μάθε ὡς ἐργάτις ἐστὶ τήν τε ἐργασίαν ὡς σεμνὴν ποιεῖται». «Ἔλα ἐδῶ, τεμπέλη ἄνθρωπε, ἔλα ἐδῶ ὀκνηρὲ· πήγαινε νὰ δῇς καὶ νὰ σπουδάσῃς τὴν πολιτείαν τῶν μυρμήκων καὶ τὴν κοινωνίαν τῶν μελισσῶν, κι ἐκεῖ θὰ πάρῃς πολλὰ διδάγματα, καὶ νὰ φανῇς σοφότερος», λέγει, «τοῦ μύρμηκος καὶ τῆς μελίσσης, ποὺ ἐκτιμᾶ τόσο πολὺ τὴν ἐργασία, ἄοκνος, οὐδέποτε κάθεται ἡ μέλισσα. Καὶ κινεῖται μὲ ἕναν τέτοιον τρόπον, εὔρυθμον, κοινωνικά, στὴν δική της τὴν κυψέλη, τὴν δική της τὴν κοινωνία, ὥστε νὰ εἶναι ἀξιοζήλευτη ἡ ζωὴ τῶν μελισσῶν μέσα στὴν κυψέλη. Ἔλα, λοιπόν, ὀκνηρέ, νὰ πάρῃς ἀπὸ κεῖ μαθήματα». Εἶναι ὑποτιμητικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸν βασιλέα τῶν ζώων, νὰ καλεῖται νὰ πάρῃ διδάγματα ἀπὸ τὰ ζῶα. Εἶναι ὑποτιμητικὸ· καὶ εἶναι λυπηρό, ἔφθασε ὁ ἄνθρωπος νὰ κατέβῃ πιὸ κάτω καὶ ἀπὸ αὐτά, ἀγαπητοί μου, τὰ ζῶα.

Ἀλλά, ἐκεῖ ποὺ εἶναι πραγματικὰ πολὺ χτυπητό, ὅταν ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀναφέρεται στὸ θέμα τῆς τεμπελιᾶς, εἶναι αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Θεσσαλονικεῖς. Εἶχε μάθει ὅτι κυκλοφόρησε στὴ Θεσσαλονίκη ἀνάμεσα στοὺς Χριστιανοὺς ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται. Κι ἔρχεται γρήγορα. Συνεπῶς εἶναι περιττὸ νὰ δουλεύουμε. Ἔκλεισαν τὰ μαγαζιά τους καὶ περιήρχοντο στοὺς δρόμους ἢ πήγαιναν στὰ ὑπάρχοντα ἀνοιχτὰ μαγαζιὰ καὶ ἔπιαναν τὴν κουβέντα καὶ τίποτε ἄλλο. Μέσα σὲ μία ἀτέλειωτη τεμπελιά. Τοὺς ἐλέγχει αὐστηρότατα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἀκοῦστε τί λέγει: «Παραγγέλλομεν δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος (:Σᾶς παραγγέλλομε, στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, νὰ ἀποχωρίζεσθε ἀπὸ κάθε ἀδελφὸν ὁ ὁποῖος ἄτακτα περιπατεῖ· δηλαδὴ ἄτακτα πολιτεύεται)» -Τί θὰ πῇ «ἄτακτα»; Θὰ πεῖ τεμπέλικα. Ὁ ἀτάκτως ζῶν εἶναι ὁ τεμπέλης. Διότι ὁ Θεός, εἶναι Θεὸς τάξεως. Καὶ ἐργασίας. Καὶ ἐφόσον ὁ Θεὸς ἔθεσε τὴν ἐργασίαν ὡς τάξιν, ἐκεῖνος ἀναιρῶντας τὴν ἐργασία καὶ μένοντας στὴν ὀκνηρία, ζεῖ ἀτάκτως. Δηλαδὴ ζεῖ τεμπέλικα- «καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ᾿ ἡμῶν (:καὶ δὲν ζοῦν μερικοὶ κάποιοι ὅπως ἐγὼ σᾶς εἶπα, νὰ ἐργάζεσθε)».

Ὁ Χριστιανὸς ἐργάζεται, ἀγαπητοί μου. Τὸν κατηγόρησαν κάποτε τὸν Κύριον ὅτι καὶ τὸ Σάββατο ἐργάζεται. Ἠργάζετο βέβαια τὰ ἔργα ὄχι τὰ βιοποριστικά, ἀλλὰ τὴν φιλανθρωπία. Καὶ εἶπε ἐκεῖνο τὸ «Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι». «Ἕως τώρα ὁ Πατέρας μου ἐργάζεται, κι ἐγὼ ἐργάζομαι». Ἡ ἐργασία! Μεγάλο πρᾶγμα! Μεγάλο πρᾶγμα! Τὸν ἀνεβάζει τόσο ψηλὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει ἀνενδεή. Ἐὰν ὁ Θεὸς ὁ ἀνενδεὴς ἐργάζεται, ἐμεῖς οἱ ἐνδεεῖς, ἐμεῖς ποὺ ἔχομε ἀνάγκες, πόσο περισσότερο πρέπει νὰ ἐργαζόμεθα, γιὰ νὰ καλύπτομε τὶς ἀνάγκες μας; Ἀκοῦστε: Τὶς ὑλικές μας ἀνάγκες! Τὶς ὑλικές μας! Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἐνδιαφέρεται ἁπλῶς γιὰ ἕνα δῆθεν ὑψηλὸ πνεῦμα. Ἐνδιαφέρεται γιὰ ὁλόκληρον τὸν ἄνθρωπον, γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ παραγγέλλει νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ μὴν τεμπελιάζῃ. Καὶ συνεχίζει ὁ Ἀπόστολος καὶ λέγει: «Αὐτοὶ γὰρ οἴδατε πῶς δεῖ μιμεῖσθαι ἡμᾶς (:Σεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε πῶς πρέπει νὰ μᾶς μιμεῖσθε) ὅτι οὐκ ἠτακτήσαμεν ἐν ὑμῖν (:ὅτι ἀνάμεσά σας δὲν τεμπελιάσαμε) οὐδὲ δωρεὰν ἄρτον ἐφάγομεν παρὰ τινος (:οὔτε φάγαμε ψωμὶ τζάμπα ἀπὸ κάποιον –ἐννοεῖ, δηλαδή, ὅτι δὲν καθίσαμε ἄεργοι ἀνάμεσά σας, περιμένοντας ἀπὸ σᾶς νὰ φᾶμε), ἀλλ᾿ ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, νύκτα καὶ ἡμέραν ἐργαζόμενοι, πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν (:μὲ κόπο καὶ μόχθο, νύκτα καὶ ἡμέρα δουλεύομε, γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνουμε κανέναν ἀπὸ σᾶς) οὐχ ὅτι οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν (:ἐπήραμε ἐξουσία ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τρῶμε ἀπὸ σᾶς· ὄχι, λοιπόν, ὅτι δὲν ἔχομε ἐξουσία), ἀλλ᾿ ἵνα ἑαυτοὺς τύπον δῶμεν ὑμῖν εἰς τὸ μιμεῖσθαι ἡμᾶς (:νὰ σᾶς δώσομε παράδειγμα γιὰ νὰ μᾶς μιμεῖσθε. Ὅτι πρέπει, δηλαδή, νὰ ἐργάζεσθε)». Καὶ συνεχίζει: «Ὃτε ἦμεν πρὸς ὑμᾶς τοῦτο παρηγγέλλομεν ὑμῖν (:Ὅταν ἤμασταν ἀνάμεσά σας, αὐτό σᾶς παραγγέλλομε), ὅτι εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω (:ἐκεῖνος ποὺ δὲν θέλει νὰ ἐργάζεται, οὔτε νὰ τρώει· δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ φάῃ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐργάζεται. Δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ φάῃ). Ἀκούομεν γὰρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως (:γιατί ἀκοῦμε ἀνάμεσά σας νὰ ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ πολιτεύονται τεμπέλικα), μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους (:ποὺ δὲν ἐργάζονται, ἀλλὰ περιεργάζονται. Γυρίζουν ἀπὸ δῶ, γυρίζουν ἀπὸ κεῖ, κουτσομπολεύουν κ.λπ. -Καὶ τὴν ὁποία κακία τῆς περιεργείας, πρῶτα ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, θὰ ἀναλύσομε τὴν ἐρχομένη Παρασκευή)».

Καὶ συνεχίζει ὁ Ἀπόστολος: «Τοῖς δὲ τοιούτοις παραγγέλλομεν καὶ παρακαλοῦμεν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ -ὄχι ἐγὼ ὁ Παῦλος, ὁ Κύριος, παραγγέλλομεν καὶ παρακαλοῦμεν- ἵνα μετὰ ἡσυχίας ἐργαζόμενοι τὸν ἑαυτῶν ἄρτον ἐσθίωσιν (:ὥστε μετὰ ἡσυχίας νὰ δουλεύουν τὴν δουλειά τους καὶ νὰ τρῶνε τὸ ψωμί τους)». Ἐκεῖνο τὸ «μετὰ ἡσυχίας»... Αὐτὸ τὸ «μετὰ ἡσυχίας»... Πῶς νὰ τὸ πῶ; Χωρὶς ἀναστατώσεις, χωρὶς φωνές, χωρὶς ἀτέλειωτα δικαιώματα καὶ ἀτέλειωτες ἀπεργίες. Αὐτὸ θὰ πῇ τὸ «μετὰ ἡσυχίας». Μὲ ταπεινοφροσύνη. Νὰ σκύψῃς καὶ νὰ ἀρχίσῃς νὰ δουλεύεις. Ἐὰν δὲν πληρώνεσαι, ἔχεις τὸ δικαίωμα νὰ ζητήσῃς νὰ πληρωθεῖς. Ὅταν ὅμως ἀρχίσεις νὰ πληρώνεσαι, τότε δούλεψε, ἀγαπητέ μου. Διότι ὅταν δουλέψεις, καὶ νὰ φωνάζῃς, καὶ νὰ σὲ πληρώνουν παραπάνω, καὶ πάλι φωνάζεις καὶ σὲ πληρώνουν παραπάνω, καὶ ζητᾶς πιὸ πολλὰ λεφτὰ καὶ λιγότερη δουλειὰ καὶ συνεχῶς ποσὰ ἀντιστρόφως ἀνάλογα, τὰ λεφτὰ νὰ μεγαλώνουν, ἡ δουλειὰ νὰ μικραίνῃ, οἱ ὧρες νὰ μικραίνουν, τότε, τότε, τότε ποῦ θὰ φτάσομε; Αὐτὸ θὰ πῇ «μετὰ ἡσυχίας». «Εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούει τῷ λὸγῳ ἡμῶν διὰ τῆς ἐπιστολῆς, τοῦτον σημειοῦσθε, καὶ μὴ συναναμίγνυσθε αὐτῷ, ἵνα (:Ἐὰν κάποιος ἀπὸ σᾶς -λέγει- δὲν θέλει νὰ συμμορφωθῇ μὲ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα γράφω στὴν ἐπιστολή μου, αὐτόν -λέει- νὰ τὸν σημειώνετε καὶ νὰ τὸν ἀπομονώνετε, νὰ μὴν τοῦ κάνετε συντροφιά, γιὰ νὰ ντραπῇ)». Ποῦ σήμερα! Ποιόν σήμερα! Νὰ μὴν κάνομε συντροφιὰ γιὰ νὰ ντραπῇ...! Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡ τεμπελιὰ εἶναι δόξα καὶ τιμή. Καυχιέται κανεὶς ὅτι καταφέρνει νὰ ἔχῃ χρήματα χωρὶς νὰ δουλεύῃ. Καὶ θεωρεῖται ἀνόητος, ἐπιτρέψατέ μου, κορόϊδο, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐργάζεται γιὰ νὰ βγάλῃ τὸ ψωμί του...

Ἀλλὰ εἶναι ὅμως, ἀγαπητοί, καὶ ἡ πνευματικὴ ἐργασία. Δὲν εἶναι μόνο ἡ σωματικὴ ἐργασία, ἡ βιολογική, ἐκείνη ποὺ εἶναι ἀνάγκη τοῦ σώματος καὶ ποὺ ἔχομε ἀνάγκη νὰ δουλέψομε γιὰ νὰ φᾶμε. Ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ πνευματικὴ ἐργασία. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ σᾶς ἔλεγα προηγουμένως. Εἶναι ἡ ἐργασία τοῦ νοῦ. Ὅταν θὰ πρέπῃ νὰ ἀρχίσομε νὰ δουλεύουμε, νὰ σκεφτόμαστε, ἀλλὰ προπαντὸς καὶ κυρίως νὰ ἐργαζόμεθα τὸ ἔργο τῶν ἀρετῶν. Σᾶς θυμίζω τὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων. Ἐνθυμεῖσθε πῶς ἀπεκάλεσε ἐκεῖνον τὸν δοῦλον ποὺ πῆρε τὸ ἕνα τάλαντον ὁ Κύριός του, ποὺ τὸ ἔκρυψε καὶ δὲν τὸ δούλεψε; «Δοῦλε ὀκνηρέ», «δοῦλε τεμπέλη». Καὶ τὸν ἐπιπλήττει δριμύτατα τὸν δοῦλον αὐτόν. Γιατί; Γιατί δὲν δούλεψε τὸ τάλαντό του. Δηλαδὴ ποιό; Τὰ προσόντα ποὺ τοῦ ἔδωκε ὁ Θεός, τὴν ἱκανότητα, τὸ «κατ’ εἰκόνα» καὶ νὰ τὸ δουλέψῃ καὶ νὰ τὸ κάνῃ «καθ’ ὁμοίωσιν» Νὰ φθάσῃ, δηλαδή, νὰ ὁμοιάσῃ τοῦ Θεοῦ στὶς ἀρετές.

Τὸ ξέρετε ὅτι ἔχομε πολλὴ δουλειὰ νὰ κάνομε, ἀγαπητοί μου, στὸν τομέα αὐτόν; Κι ὅλο γλιστρᾶμε. Κι ὅλο ξαναγυρίζομε πίσω, καὶ πάλι πρέπει νὰ σηκωνόμεθα καὶ πάλι δουλειὰ πρέπει νὰ κάνομε. Χωρὶς νὰ σταματοῦμε· μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν πνευματική μας οἰκοδομή. Ὄχι διὰ τὶς οἰκοδομὲς τὶς ὑλικές, τὰ σπίτια, τί θὰ κάνομε. Ἀλλὰ γιὰ τὴν πνευματική μας οἰκοδομή. Διὰ τὸν οἶκον τῆς ψυχῆς μας, γιὰ τὶς ἀρετές. Πάρα πολλοὶ ἄνθρωποι, μετὰ δυστυχίας τὸ λέγω, δὲν ἀγωνίζονται. Καὶ δὲν οἰκοδομοῦν τὸν οἶκον τῆς ψυχῆς των. Τὸν ἀφήνουν ἔτσι, ἐρειπωμένον, ἀραχνιασμένον, καὶ ποὺ νὰ περπατοῦν μέσα πολλὰ ζωύφια, δηλαδὴ πολλὰ πάθη καὶ πολλοὶ δαίμονες νὰ τὸν καθιστοῦν κατοικητήριο τὸν οἶκον τῆς ψυχῆς των. Πρέπει, λοιπόν, νὰ δουλέψομε. Θυμόσαστε, παρακαλῶ, ἐκεῖ ποὺ λέγει, σᾶς τὸ εἶπα, ποὺ λέγει ὁ Θεός, ἔδωκε ἐντολὴ εἰς τοὺς πρωτοπλάστους νὰ ἐργάζονται καὶ νὰ φυλάσσουν τὸν Παράδεισον; Τί ἔπρεπε νὰ ἐργάζονται; Νὰ σκάπτουν; Ἦταν τόσο εὔφορο τὸ ἔδαφος, ὥστε παρήγαγε πλουσιοτάτους καρπούς. Νὰ ποτίζουν; Μᾶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅτι ἀνέβλυζε νερὸ καὶ ἐπότιζε τὸν Παράδεισο. Τί ἔπρεπε νὰ κάνουν; Νὰ κτίσουν σπίτι; Νὰ φτιάξουν ροῦχα; Τίποτα. Ἀνενδεεὶς ἦσαν, δὲν εἶχαν καμία ἀνάγκη. Ζοῦσαν μέσα σὲ μία μακαριότητα ὑλική. Ποῦ ἦταν ἡ ἐργασία; Κυρίως. Ἦταν στὸν πνευματικὸ τομέα. Καὶ νὰ φυλάσσουν τί; Νὰ φυλάσσουν τὸν Παράδεισον; Ναί. Ἀπὸ ποιόν; Δὲν ὑπῆρχαν ἄλλοι ἄνθρωποι. Κλέπται; Λησταί; Κακοποιοί; Καταχρασταί; Καταπατηταί; Δὲν ὑπῆρχαν. Τότε ἀπὸ ποῖον νὰ φυλάξουν τὸν Παράδεισον; Ἀπὸ τὸν διάβολον; Ναί, ἀπὸ τὸν διάβολο. Ἀλλὰ ὁ διάβολος εἶναι πνεῦμα. Μποροῦσε νὰ μπαίνῃ παντοῦ. Ἀπὸ ποιόν νὰ φυλάξουν τὸν Παράδεισον; Ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ἔπρεπε νὰ φυλάξῃ τὸν Παράδεισο ὁ Ἀδάμ! Δηλαδὴ νὰ φυλάξῃ τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ μὴ χάσῃ τὸν Παράδεισον. Ἔπρεπε νὰ ἐργαστῇ τὸ ἔργο τῶν ἀρετῶν, τὴν ἁγιότητα, καὶ νὰ φυλάσσῃ αὐτὸ τὸ ὁποῖο δουλεύει, τὸ ἔργο τῶν ἀρετῶν, γιὰ νὰ μὴν τὸ χάσῃ. Τὸ ἔχασε ὅμως. Διότι δούλευε μέν, ἀλλὰ δὲν ἐφύλαττε ὅμως. Καὶ ἔχασε ἀκριβῶς ἐκεῖνα ποὺ δούλεψε ὁ Ἀδάμ. Τοῦ τ᾿ ἄρπαξε ὁ διάβολος.

Εἶναι καὶ κάτι ἄλλο ὅμως ποὺ πρέπει νὰ δουλέψομε, καὶ δὲν ἀπαιτεῖ λίγο κόπο. Εἶναι ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ! Ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἀναγκαιοτάτη. Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσι· πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω». «Σᾶς τὸ λέω γιὰ ντροπή σας. Δὲν δουλέψατε νὰ μάθετε Ποιός εἶναι ὁ Θεὸς καὶ τί θέλει ἀπὸ σᾶς;». Ὥστε, λοιπόν, ἔχομε πολὺ νὰ δουλέψομε. Καὶ σωματικὰ καὶ πνευματικά. Καὶ νὰ ἐξορίσομε, ἀγαπητοί μου, τὴν κακίαν τῆς ἀργίας, τῆς ἀκηδίας.

Ἂν μὲ ρωτήσετε, πῶς θὰ μπορέσομε νὰ τὴν θεραπεύσουμε; Θὰ σᾶς ἀπαντοῦσα: Πρῶτον, θὰ κάνομε ἀρχὴ προσπαθείας. Ὅλα τὰ πράγματα ἀρχίζουν μὲ μία προσπάθεια. Καὶ μὲ μίαν ἀρχήν. Ὅλα ἀρχίζουν μὲ μίαν ἀρχήν. Ἡ ἀρχὴ εἶναι τὸ ἥμισυ τοῦ παντός. Θὰ ἀρχίσομε. Μά... σταματήσαμε. Θὰ ξανακάνομε ἀρχή. Καὶ πάλι σταματήσαμε. Καὶ πάλι ἀρχή. Πάντα θὰ κάνομε ἀρχὴ προσπαθείας. 

Δεύτερον. Θὰ κάνομε προσευχή. Θὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξῃ ἀπ’ αὐτὸ τὸ πάθος. 

Τρίτον. Θὰ ἀπέχομε ἀπὸ τὴν ἀργολογία. Εἶναι παρατηρημένο, οἱ ἄνθρωποι ποὺ λένε πολλὲς κουβέντες, δὲν δουλεύουν. Φερμουάρ, λοιπόν, στὸ στόμα. Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε λίγο δουλειά. Ἀκόμη, ἡ δουλειὰ ξέρετε, θέλει ὑπομονή. Θὰ ὑπομείνομε, θὰ κάνομε ὑπομονὴ στὸ ἔργο ποὺ ἐργαζόμεθα. Εἴτε σωματικὸ εἴτε πνευματικό. Θὰ μελετοῦμε ἀκόμη τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, θὰ μελετοῦμε τὴν Ἁγία Γραφή. Καὶ τέλος θὰ ἀποκτήσομε τὴν ἁγία συνήθεια τῆς θεωρίας τοῦ νοῦ. Θὰ δουλεύῃ τὸ μυαλό μας. Ἡ θεωρία τοῦ νοῦ. Θὰ βαθαίνομε μέσα εἰς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Θὰ βαθαίνομε εἰς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, εἰς τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ βαθαίνοντας, ἀγαπητοί μου, θὰ ἔχομε ἐξορίσει τὴν ἀργία, πραγματικά, καὶ θὰ ζοῦμε ὅπως ὁ Θεὸς θέλει.

 
 
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

 
 
ΠΗΓΕΣ: 
  • Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
  • https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/xairetismoi/xairetismoi_012.mp33
________________________________

Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ

«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου