Παντοῦ, τοὐλάχιστον τὴν μέρα τῆς Ἀναστάσεως ἀκουγόντουσαν αὐτὲς οἱ δύο λέξεις ἀπὸ κάθε γλῶσσα καὶ κάθε στόμα, καὶ ἐνεδεχομένως θὰ ἀκούγονται γιὰ τὸ ἑπόμενο διάστημα ἀπὸ κάποιους πιὸ «σχετικούς». Γιὰ τοὺς πολλοὺς διήρκεσε ὅσο καὶ τὰ πυροτεχνήματα. Καὶ πάντα ἡ τυπικὴ ἀπάντησις εἶναι : «Ἀληθῶς Ἀνέστη».
Ἄν ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ὁ θάνατος νικήθηκε. Ἄν ἀναστήθηκε, χάρισε ζωὴ στοὺς πεθαμένους ποὺ ἦταν στὰ μνήματα. «Τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» καὶ ἔσβησε τὸν φόβο ἀπὸ τοὺς ζωντανούς. Ἀποτέλεσμα, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὸν κατηχητικό του λόγο, «Μηδεὶς φοβεῖσθω θάνατον». Ἐξ ἄλλου γι᾿ αὐτὸ ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴν γῆ. Νὰ καταργήσῃ τὸ διάβολο καὶ νὰ ἀπαλλάξη τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου ἦταν σ᾿ ὅλη τους τὴ ζωή δούλοι τοῦ φόβου.
«Ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ' ἔστιν τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας». (Πρὸς Ἑβραίους 2, 14-15)