τοῦ Νεκτάριου Δαπέργολα
Μόλις πέρασε ἡ πιὸ παράξενη, ἡ πιὸ θλιμμένη, ἡ πιὸ σκοτεινὴ 25η Μαρτίου τῆς Νεότερης Ἱστορίας μας. Τὸ πρωὶ πάλι χτύπησαν οἱ καμπάνες, ἀλλὰ ἦταν κούφιος ὁ ἦχος τους. Γιατί οἱ καμπάνες εἶναι γιὰ νὰ καλοῦν στὴ λατρεία - καὶ ἡ λατρεία δὲν ἔγινε, γιατί ἔχει ἀπαγορευθεί.
Δὲν τὴν ψάλλαμε τὴν Παναγιά μας στὴ μεγάλη της γιορτὴ μὲ τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς σωτηρίας μας, παρὰ μόνο μὲς στὰ σπίτια μας (ἢ ἴσως κάποιοι, ὅσοι μπόρεσαν, σὲ κατοχικὰ ὑπόγεια, κρυπτοχριστιανικά).
Ἀλλὰ οὔτε καὶ τὴν ἄλλη μεγάλη γιορτὴ τῆς πατρίδας δὲν τὴν τιμήσαμε, σχεδὸν ἅπαντες σὲ κατ᾿ οἶκον περιορισμό, χωρὶς παρελάσεις κι ἄλλες ἐκδηλώσεις, μὲ μόνο τὸν φόβο νὰ κυκλοφοράει πανσθενὴς στοὺς ἔρημους δρόμους.
Κι ἂν ἦταν ὅμως σκοτεινὴ καὶ παράξενη, αὐτὴ ἡ μέρα παραμένει μεγάλη. Καὶ βέβαια αὐτὴν εἰδικὰ τὴ φετινὴ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ τὴν τιμήσουμε μὲ τὶς συνήθεις εὐχὲς γιὰ « πολλά». Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν εἴπαμε «χρόνια πολλά». Δὲν ἔπρεπε νὰ ποῦμε.