Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Ο oμολογητής π. Αλέξανδρος Ιλιένκωφ



Γεννήθηκε στις 9 Απριλίου του 1896 στο χωριό Σουντάκ της Ταυρίδας. Κατά τη βάπτισή του πήρε το όνομα του ιερέα πατέρα του Αλεξάνδρου Ιλιένκωφ.

Ο Αλέξανδρος σπούδασε στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο της Ταυρίδας και μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στην οικογένειά του, η οποία το 1917 μετοίκησε στο χωριό Τσερνίγκωφ. Εκεί ο Αλέξανδρος γνωρίστηκε με την κατοπινή σύζυγό του Παρασκευή, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά.

Είχε ήδη αρχίσει ο διωγμός της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από τους μπολσεβίκους, όταν ο Αλέξανδρος αποφάσισε να γίνει ιερέας. 


Η γυναίκα του εναντιώθηκε εξαρχής στην απόφασή του αυτή. Του τόνιζε πως μια τέτοια απόφαση στους χαλεπούς εκείνους καιρούς ήταν παράτολμη, γιατί και τη δική του ζωή θα έβαζε σε κίνδυνο και την οικογένειά τους σε οδυνηρές περιπέτειες. 

Παρ’ όλες, όμως, τις αντιρρήσεις της, εκείνος έμεινε αμετάπειστος. Έτσι, το 1924 δέχτηκε τη χάρη της ιερωσύνης από τον επίσκοπο Σέργιο (Ζβέρεφ) και διορίστηκε στο χωριό Νοβοπαβλώφ. Φιλάνθρωπος, ταπεινός και λειτουργός απαράμιλλος ο π. Αλέξανδρος, σύντομα κατέκτησε τον σεβασμό και την αγάπη των ενοριτών του.

Οι μπολσεβίκοι, όμως, ανησύχησαν με την απρόσμενη πνευματική άνθηση του χωριού τους και με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να τον δυσκολεύουν. Μια μέρα του 1930 μερικοί μεθυσμένοι κομσομόλοι, φωνάζοντας απειλητικά, έφτασαν ως το σπίτι του και άρχισαν να πυροβολούν το παράθυρο. Μια σφαίρα έπεσε στο σαμοβάρι, διαλύοντάς το. Κάποια περαστική γυναίκα έβαλε τις φωνές:

– Τον σκότωσαν τον παππούλη οι Ηρώδες!

Πολύς κόσμος κατέβηκε στον δρόμο και προκλήθηκε μεγάλη αναταραχή. Οι κομσομόλοι φοβήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια.

Κατά τη δεκαετία του 1930 οι σοβιετικές αρχές άρπαζαν τις περιουσίες και τα προϊόντα των αγροτών, προβαίνοντας σε μαζικές κατασχέσεις. Παρ’ όλη τη δυστυχία τους, πάντως, οι χωρικοί δεν άφησαν ποτέ τον ιερέα τους και την οικογένειά του να πεινάσουν. Από το υστέρημά τους έδιναν σ’ αυτούς τα αναγκαία για την επιβίωσή τους τρόφιμα, κυρίως σιτάρι και άλλα δημητριακά.

Μια μέρα εκπρόσωποι των αρχών πήγαν στο σπίτι του π. Αλεξάνδρου για να διενεργήσουν έρευνα. Βρήκαν δυό σακιά με σιτάρι και θέλησαν να τα πάρουν. Ο π. Αλέξανδρος προσπάθησε να τους εμποδίσει, λέγοντάς τους ότι ο καρπός ήταν απαραίτητος για τη συντήρηση της μεγάλης οικογένειάς του, και πήρε στα χέρια του το ένα σακί. 

Τότε εκείνοι άρχισαν να τον χτυπούν αλύπητα και να τον σέρνουν από τα γένια. Το σακί του ξέφυγε, έπεσε καταγής και σκίστηκε. Το σιτάρι σκορπίστηκε στο έδαφος. Αμέσως συνέλαβαν τον ιερέα με την κατηγορία δολιοφθοράς προϊόντων του κολχόζ. Τον έκλεισαν για μια εβδομάδα στη φυλακή και μετά τον άφησαν ελεύθερο.

Έξι μήνες αργότερα οι αρχές έκλεισαν τον ναό του χωριού. Η ιερατική οικογένεια αναγκάστηκε να μετοικήσει στο Μπερντιάνσκ. 

Ο π. Αλέξανδρος, όπως και οι άλλοι ιερείς που είχαν στερηθεί την ενορία τους, λειτουργούσε στον Ναό της Αγίας Σκέπης, τον μόνο που είχε απομείνει ανοιχτός στην πόλη. 

Παράλληλα, για να συντηρήσει την οικογένειά του, δεν δίσταζε να καταπιαστεί με οποιαδήποτε εργασία έβρισκε. Δούλευε άλλοτε ως φύλακας, άλλοτε ως εργάτης και άλλοτε ως φορτοεκφορτωτής. Για ένα διάστημα, μάλιστα, καθάριζε τα δημόσια ουρητήρια.

Το καλοκαίρι του 1937 όλοι οι ιερείς του Ναού της Αγίας Σκέπης συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν αρχικά στις φυλακές Μπερντιάνσκ και αργότερα στις φυλακές Ζαπορόζιε. Περισσότερο από δύο χρόνια κράτησαν η φυλάκισή τους και τα ανείπωτα μαρτύρια που υπέφεραν εκεί οι λειτουργοί του Κυρίου. 

Ο π. Αλέξανδρος, κατά τις πολύωρες ανακρίσεις, ξυλοκοπήθηκε ανελέητα και δέχτηκε αφόρητες πιέσεις, προκειμένου ν’ αναγκαστεί να υπογράψει ψευδή ομολογία ενοχής, αλλά δεν λύγισε.

Τελικά, στις 29 Οκτωβρίου του 1939 η τρόικα της ΝιΚαΒεΝτε καταδίκασε τον π. Αλέξανδρο σε εγκλεισμό πέντε ετών σε Σωφρονιστικό Στρατόπεδο Εργασίας. Τον μετέφεραν στο Ουσολάγκ, κοντά στην πόλη Σολικάμσκ της επαρχίας Περμ. Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή κάτω από άγνωστες συνθήκες στις 14 Μαρτίου του 1942. Αγνωστος είναι ο τόπος της ταφής του.

Η κόρη του, που τότε βρισκόταν σε Γερμανικό Ειδικό Στρατόπεδο, δεν ήξερε τίποτα για τον πατέρα της. Τα ξημερώματα της 14ης Μαρτίου, ενώ κοιμόταν, είδε τούτο το όνειρο: Στον ουρανό εμφανίστηκε ένα τεράστιο και υπέροχο λουλούδι με κλειστά τα πέταλα. 

Όταν αυτά άνοιξαν, στο κέντρο τους παρουσιάστηκε η μορφή του Σωτήρα Χριστού. Δίπλα του ήταν γονατιστός, σε στάση προσευχής, ο π. Αλέξανδρος, φορώντας γαλάζια στολή με ρόδινες ανταύγειες. 

Πολλά χρόνια αργότερα έμαθε ότι ο πατέρας της έφυγε από τη ζωή την ημέρα που εκείνη είχε δει αυτό το όνειρο.

Από το βιβλίο: Ηγουμένου Δαμασκηνού (Ορλόφσκι), ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ού αιώνα. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014, σελ. 318.

«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου