Ἀναρωτιέται, εὐλόγως, καθ’ ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς. Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ φιλεύσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος Κύριος, ποὺ τὶς δύο προηγούμενες Κυριακὲς τοῦ Τριωδίου ἄκουσε τὶς προσευχὲς τοῦ Τελώνου καὶ δέχθηκε τὴν μετάνοια τοῦ Ἀσώτου, νὰ παρουσιάζεται τώρα ὡς φοβερὸς καὶ ἄτεγκτος κριτής;
Τὴν ἀπάντηση τὴν δίνει τὸ ἴδιο τὸ κατανυκτικό Τριῴδιο, τὸ βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας μας: Γιὰ νὰ μὴν ἐπαναπαυτῆ κάποιος ἀπὸ ἐμᾶς, πιστεύοντας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μόνον φιλάνθρωπος καὶ ὅτι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ ἁμαρτάνουμε συνεχῶς ἀτιμώρητοι, ἔθεσαν οἱ Πατέρες τὴν ἀνάμνηση τῆς μελλούσης κρίσεως σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο τοῦ Τριῳδίου, ὥστε «διὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς προσδοκίας τῶν ἐσομένων (=μελλόντων) δεινῶν φοβήσαντες τοὺς ἀμελῶς διακειμένους πρὸς ἀρετὴν ἐπανάγωσι, μὴ θαρροῦντες εἰς τὸ φιλάνθρωπον μόνον τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἀφορᾶν ὅτι δίκαιός ἐστι κριτὴς καὶ ἀποδίδωσι ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ» (Τριῴδιον Κατανυκτικόν, Ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐν Ἀθήναις 1960, σελ. 31).
Ἑπομένως, οἱ παραστατικὲς περιγραφὲς τῶν ἐπερχομένων δεινῶν καὶ τῶν αἰωνίων κολάσεων δὲν γίνονται, γιὰ νὰ φοβίσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ «ταρακουνήσουν» τοὺς «ἀμελῶς διακειμένους», ἐκείνους δηλαδή ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ δὲν ἔχουν πάρει στὰ σοβαρὰ τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας των ἢ καὶ αὐτοὺς ἀκόμη πού, ὅπως λέει ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή τῆς Κυριακῆς τῶν Ἀπόκρεω (Ματθ., κε’ 31-46), εἶναι χριστιανοὶ τῶν λόγων καὶ ὄχι τῶν ἔργων. Ἔτσι, ἐνῶ λένε πὼς ἀγαποῦν τὸν Θεό, ἀρνοῦνται ὅμως νὰ βοηθήσουν τὸν ἐν Χριστῷ ἐλάχιστο ἀδελφό, τὸν ἐνδεῆ, τὸν ξένο, τὸν ἄρρωστο, τὸν φυλακισμένο, τὸν πάσης φύσεως ἀναγκεμένο.
Ἀναφέρεται καὶ πάλι στὸ Κατανυκτικό Τριῴδιο (ὅ. π. σελ. 31-32): «οὐ νηστείαν τότε (στὴν μέλλουσα κρίση) καὶ γυμνείαν καὶ θαύματα ζητήσει ὁ Χριστός, ἀλλὰ πολλῷ τούτων κρείττονα, ἐλεημοσύνην δηλαδὴ καὶ συμπάθειαν». Ὁ ἴδιος, μάλιστα, ὁ Κύριος τονίζει μὲ νόημα σὲ ἄλλο σημεῖο: «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, ἀλλὰ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου» (Ματθ., ζ’ 21). Καὶ τὸ θέλημα τοῦ πατρὸς εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Ἐξ ἄλλου, «ἀνέλεος ἡ κρίσις τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος» (Καθολικὴ Ἐπιστολὴ Ἰακώβου, β’ 13).
Ὅμως, «κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως» (ὅ. π.), τονίζει καὶ πάλι ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, δηλαδὴ ὑπερισχύει θριαμβευτικὰ ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου ἔναντι τῆς δικαίας κρίσεώς του! Λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ Χρυσόστομος: «Εἰ γὰρ ἐβούλετο κολάσαι, οὐκ ἄν προηπείλησεν (ὁ Κύριος). Ἀπειλεῖ τὴν τιμωρίαν, ἵνα φύγωμεν τὴν πεῖραν τῆς τιμωρίας﮲ φοβεῖ τῷ λόγῳ ἵνα μὴ κολάσῃ τῷ ἔργῳ» (Ἱ. Χρυσοστόμου, Περί μετανοίας, ὁμιλία ζ’, PG 49, 336).
Εἶναι, ἑπομένως, ἀνάγκη οἱ ὁμιλητὲς καὶ οἱ συγγραφεῖς νὰ μὴν στέκονται μόνον στὴν αὐστηρὴ κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ προβάλλουν τὸ φιλάνθρωπο καὶ πολυέλεο πρόσωπό του ἀπέναντι στοὺς εἰλικρινῶς μετανοοῦντες καὶ στούς «κατ’ ἀξίαν πράξαντες».
Ἐξ ἄλλου, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο ἀγαθὸ ἀπὸ τὴν κατάκτηση τοῦ «Παραδείσου», τὴν αἰώνια δηλαδὴ συγκατοίκηση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, τὴν ὁποία ἑτοίμασε γιὰ ὅλους μας ὁ Κύριος καὶ μάλιστα πρὸ καταβολῆς κόσμου (Ματθ. κε’, 34). Μὲ αὐτὸ τὸ νόημα ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως δὲν εἶναι «ἡμέρα θλίψεως καὶ ἀπογνώσεως» ἀλλὰ «ἡμέρα Ἀναστάσεως» (Ἱεροῦ Φωτίου, Ὁμιλία Β’, ΧΙΙ, στὸ Β. Λαούρδα, Φωτίου Ὁμιλίαι, σ. 25).
Ὁ πόθος μας, λοιπόν, νὰ ἤμαστε τὴν μέλλουσα ἡμέρα τῆς κρίσεως μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἀγαπημένους μας καὶ δικούς του ἀγαπημένους δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ξεπερνάῃ τὸν φόβο τῆς κολάσεως καὶ νὰ λειτουργῆ ἀφυπνιστικὰ ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ἐπιγείου ζωῆς μας, ὥστε πράττοντες ἔργα ἀγαθά, ἔργα δηλαδὴ φιλαδελφείας καὶ μετανοίας, νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ κληρονομήσωμε καὶ τὴν αἰώνια Βασιλεία Του, τὴν Βασιλεία τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης, τῆς αἰωνίου χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. Γένοιτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου