Κατά τον Γέροντα Ιωσήφ Βατοπεδινό
(†2009), υπήρξε «άνδρας αγωνιστής και πλήρης θείου φόβου και πίστεως. Ο
ευλαβέστατος αυτός Γέρων ήτο κοσμημένος με την χάριν της ιερωσύνης, την οποίαν
ετίμησε με την καθαράν και ακριβή του ζωήν.
Πάρα πολύ όμως ηγωνίζετο στην
νηστεία και το πένθος, που πάντοτε το εκρατούσε αδιάλειπτα.
Γνωρίζοντας ότι η
μόνωσις και η ησυχία είναι απαραίτητα στοιχεία του πένθους και του κλαυθμού,
προσπαθούσε πάντοτε να κάθεται σε απόμερα και άγνωστα μέρη, ώστε να αποφεύγη
τις άσκοπες επαφές και τους μετεωρισμούς.
Γνώρισε εκ πείρας την φιλοπονίαν ως
πηγή της χάριτος, και δεν αφίστατο από κόπους και στερήσεις, κατά το παράδειγμα
των παλαιών μας πατέρων …».
Έγινε έτσι ο τρισόλβιος
σταυροφόρος και χριστοφόρος. Φιλότιμος και φιλόπονος, αφιλόδοξος και φιλόσοφος.
Είχε τ’ άκοπα, θερμά, καρδιακά δάκρυα, κατά τον όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη,
συντρόφους του αγαθούς. Σιωπηλός και λιγομίλητος, άκρος νηστευτής και ισόβιος αυστηρός
βιαστής, σπηλαιώτης, ερημίτης και άστεγος, που δεν είχε τίποτε να κληροδοτήσει
σε κανένα.
Γεννήθηκε το 1875 στα Βουρλά της
Μικράς Ασίας ο κατά κόσμον Εμμανουήλ. Μοναχός έγινε το 1908 στα Ιεροσόλυμα.
Εκεί χειροτονήθηκε διάκονος και ίερεύς. Εκεί τον συνάντησε ο Γέροντας Ιωακείμ
Νεοσκητιώτης (†1943), ο οποίος τον θαύμασε ως αγωνιστή ασκητικότατο, διαμένοντα
στην έρημο της Νεκρής Θάλασσας, νηστεύοντας 33 ημέρες, δίχως να φάει τίποτε.
«Ακολουθεί την ασκητικήν ζωήν μετ’ αυταπαρνήσεως. Μου προεξένησε βαθείαν
εντύπωσιν.
Το σώμα αυτού ήτο κατάξηρον, ως σκελετός καλυπτόμενος υπό του
δέρματος, οι δε λόγοι αυτού ήσαν ολίγοι και μετά χάριτος». Στη Νέα Σκήτη
προσήλθε το 1933, κι έλαβε το ησυχαστήριο του Δαμασκηνού, ζώντας ζωή
απαραμύθητη, λίαν ασκητική και αξιοθαύμαστη.
Κατά τον ακριβολόγο μακαριστό
Γέροντα Γαβριήλ Διονυσιάτη: «Παρά τας Καλύβας προς το άκρον της Σκήτεως, όπου
και ο μοναδικός εις γραφικότητα πύργος, υπάρχουν και περί τα 10 ερημόσπιτα, εν
οις διέμενον έως εσχάτων πατέρες αγωνισταί και νηστευταί.
Ημείς εγνωρίσαμεν ένα
τούτων, τον ιερομόναχον Μελχισεδέκ, προ Ι0ετίας αποβιώσαντα. Ελθών εκ
Παλαιστίνης όπου ησκήτευεν πρότερον, ίνα ίδη εν τη Μονή μας, του αγ. Διονυσίου,
τους εν αυτή μονάζοντας δύο αυταδέλφους του και αγασθείς του αγιορειτικού
μοναχισμού έλαβε παρά της Ι. Μ. του αγ. Παύλου εις κατοικίαν μίαν των
σμικροτάτων τούτων ξηροκαλυβών και εκεί διήλθε ζωήν σκληροτάτην, μόνη τη προσευχή
ασχολούμενος και διαιτώμενος άπαξ της ημέρας μικρώ τεμαχίω διπυρίτου
(παξιμάδι), όπερ παρείχεν αυτώ η Μονή μας. Πολλάκις οικεία φροντίδι απέστελλον
αυτώ διά του αυταδέλφου του νωπούς άρτους, τρόφιμα και πλείονα διπυρίτην, αλλά
τα επέστρεφεν άθικτα, ίνα μη παραβή το μέτρον, όπερ έθηκεν εις εαυτόν και το
μέτρον ήτο 1 οκά παξιμαδίου την εβδομάδα, ήτοι 55 περίπου δράμια ημερησίως.
Προαισθανθείς το τέλος του, ήλθεν εν πλήρει υγεία ν’ αποχαιρετίση τους
αδελφούς του, και τόσον ήτο ισχνός και αδύνατος, ώστε μόλις εγνωρίζετο. Είχον
εκ της πολλής νηστείας και σκληραγωγίας “κολληθή τα οστά του τη σαρκί του”,
κατά τον Ψαλμωδόν».
Το 1937 έλαβε το μέγα και αγγελικό
σχήμα των μοναχών. Μετά λίγους μήνες ανεπαύθη εν Κυρίω στην Καλύβη της
Υπαπαντής με οσιακό τέλος στις 20.11.1937.
Οι παλαιοί Νεοσκητιώτες πατέρες
διηγούνται πως κατά την εξόδιο ακολουθία του και έως της ταφής του ευωδίαζε
θαυμαστά το ασκητικό λείψανο του σεμνού ιερομονάχου Μελχισεδέκ. Πώς να μην
ευωδιάζει, αδελφοί μου;
Η αρετή πάντοτε ευωδιάζει. Η κρυπτόμενη από τους
ανθρώπους αρετή φανερώνεται από τον Θεό θαυμαστά. Έτσι άψογα λειτουργεί πάντοτε
ο πνευματικός νόμος.
Πήγες – Βιβλιογραφία:
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Αγίου
Παύλου. Ευχαριστίες στον Γέροντα Νικόδημο. Γαβριήλ Διονυσιάτου αρχιμ.,
Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, Βόλος 1953, σσ. 96-97. Ιωσήφ μοναχού, Πατερικαί
Μορφαί Νέας Σκήτης, Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 33-35. Του αυτού, Οσίων Μορφών
Αναμνήσεις, Άγιον Όρος 2003, σσ. 99-101. Ιωακείμ Σπετσιέρη αρχιμ., Η ερημίτις
Φωτεινή, Άγιον Όρος 2006, σ. 171.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως
Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ –
1901-1955, σελ. .315-316, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου