του πατρός Δημητρίου Μπόκου
Οι καλεσμένοι άρχισαν να καταφτάνουν απανωτά, μα η Αννίτα είχε έλθει
από νωρίς και η καλή της φίλη τη βοήθησε να βολευτεί σε μιαν άνετη
πολυθρόνα. Η Ρένα έτρεχε σβέλτα ανάμεσά τους, αντάλλασσε χαιρετούρες και
βιαστικές κουβέντες – «πώς είσαι, Γιάννη;», «τρέλλα το φόρεμά σου,
Πόπη!» και τέτοια – προσπαθώντας να τους βολέψει όλους. Το κουδούνι είχε
πάρει φωτιά.
Ήταν το χριστουγεννιάτικο πάρτυ και η παρέα συμφώνησε φέτος να γίνει στης Ρένας.
Σε κάθε χτύπημα του κουδουνιού η Αννίτα κάρφωνε το βλέμμα της στην
πόρτα, ενώ μια φλόγα άστραφτε στα μάτια της. Περίμενε κάποιον; Ναι! Δεν
ήθελε όμως να εκδηλωθεί. Βάλθηκε μάλιστα να κουβεντιάζει, αδιάφορη
δήθεν, με τους άλλους. Όμως μέσα της αδημονούσε.
Η Ρένα έβαλε μουσική και ο χώρος γέμισε ένταση. Μ’ ένα ποτήρι στο
χέρι άρχισαν όλοι να λικνίζονται ρυθμικά στους γρήγορους ρυθμούς της
μουσικής, ενώ οι τόνοι της ομιλίας τους ανέβηκαν στο ζενίθ.
Έτσι κανένας δεν άκουσε το κουδούνι που βρόντηξε για τελευταία φορά.
Κανένας, εκτός απ’ την Αννίτα.
Τεντωμένο απ’ την αδημονία το αυτί της
έπιασε το κουδούνισμα, παρά το πανδαιμόνιο των ήχων κι έκαμε να σηκωθεί.
Ο πόνος όμως που τη σούβλισε της θύμισε την κατάστασή της. Έριξε γύρω
το βλέμμα της και είδε την οικοδέσποινα σε μια παρέα.
– Ρένα, το κουδούνι! φώναξε δυνατά για ν’ ακουστεί.
– Μπα! Δεν άκουσα τίποτε, είπε εκείνη γυρίζοντας απότομα κι έτρεξε ν’ ανοίξει.
Η Αννίτα την ακολούθησε με το βλέμμα της, ενώ η καρδιά της
φτερούγιζε. Στο άνοιγμα της πόρτας διαγράφτηκε η ψηλή σιλουέττα ενός
νέου. Ναι! Ήταν εκείνος! Είχε να τον δει έξι μήνες!
Ο Θέμης, στέλεχος ιδιωτικής εταιρείας, είχε αναλάβει προσωρινά
υποκατάστημα στην περιφέρεια. Ήταν το τελευταίο της αίσθημα, πολύ δυνατό
γι’ αυτήν, χωρίς όμως να μπορέσει ποτέ να εξιχνιάσει τί σήμαινε
πραγματικά για ’κείνον. Αφότου έφυγε στην επαρχία ξέκοψε και μαζί της.
Κάποια τηλεφωνήματα στην αρχή, μετά χάθηκε εντελώς. Ένα τροχαίο στη
συνέχεια έριξε την Αννίτα σε μια επώδυνη περιπέτεια που κρατούσε ακόμα.
Υπέφερε πολύ απ’ τη σιωπή του. Πίστευε πως την είχε εγκαταλείψει, όταν
λίγες μέρες πριν της τηλεφώνησε. Τη ρωτούσε για το πάρτυ. Οι ελπίδες της
θέριεψαν. Όταν του είπε για το ατύχημά της, εκείνος μούδιασε. Τελικά
όμως δώσανε ραντεβού για απόψε στης Ρένας.
Τα χλωμά απ’ την αρρώστια της μάγουλα βάφτηκαν κόκκινα, καθώς τον
είδε επιτέλους να μπαίνει. Ένα αδιόρατο χαμόγελο χάραξε τα σφιγμένα της
χείλη. Μα την επόμενη στιγμή μια απροσδόκητη ψυχρολουσία φάνηκε να
στραγγίζει τη ζωή εντελώς από μέσα της. Μια ψηλόλιγνη μελαχροινή
περνούσε το κατώφλι αντάμα με τον Θέμη.
Η εμφάνισή της τράβηξε την προσοχή όλων. Ριχτά στους ώμους τα μαύρα
πλούσια μαλλιά της, έκαναν χτυπητή αντίθεση με την άσπρη γούνα στον
λαιμό της. Η Ρένα με φωτεινό χαμόγελο τους υποδέχτηκε και βοήθησε την
κοπέλλα να βγάλει το βαρύ παλτό.
Σφιχτό στο στήθος και στη μέση το μακρύ της φόρεμα, με βαθύ ντεκολτέ
και λεπτές ράντες, αποκάλυπτε αφειδώλευτα το κομψό της κορμί. Τα
βλέμματα των ανδρών την περιεργάστηκαν λαίμαργα, ενώ τα κορίτσια
ένοιωσαν μια κρυφή ζήλεια να δαγκώνει την καρδιά τους.
Το χαμόγελο της Αννίτας πάγωσε ξαφνικά και η θανατερή χλωμάδα
ξαναγύρισε στην όψη της. Η δοκιμασία της ήταν σκληρή. Αυτό ήταν λοιπόν;
Ραντεβού για τρεις εννοούσε ο Θέμης; Ό,τι φοβόταν η Αννίτα ήταν γεγονός.
Ο γοητευτικός φίλος της δεν άργησε να κάμει καινούργιες γνωριμίες και η
καλλονή που τον συνόδευε ήταν μια απ’ αυτές. Εκρηκτικός τύπος ο Θέμης,
ζούσε πάντοτε πληθωρικά τη ζωή του.
Χαιρετώντας γνωστούς και αγνώστους έφτασε κάποια στιγμή και στην
Αννίτα. Μ’ ένα βλέμμα τη ζύγισε, μα δεν τον ενθουσίασε. Δεν έβλεπε
μπροστά του το λυγερό κορίτσι που τον εκστασίαζε άλλοτε. Στο
ταλαιπωρημένο κορμί της ήταν αισθητά τα σημάδια της πολύμηνης
περιπέτειάς της. Ήταν πιο αδύνατη και η όψη της είχε χάσει την παλιά της
φρεσκάδα.
Ο πόνος στο πλευρό της την έκανε να κυρτώνει ελαφρά τους
ώμους. Μια πατερίτσα ακουμπισμένη στη γωνιά έδειξε στον Θέμη, πως δεν
ήταν ακόμα σε θέση να περπατάει ελεύθερα. Ωστόσο της μίλησε ευγενικά,
σχεδόν ζεστά. Μα δεν έδειξε περισσότερο ενδιαφέρον.
Ώστε λοιπόν όλα είχαν τελειώσει; Ένοιωσε βαθιά ταπεινωμένη κάτω απ’ το αδιάφορο βλέμμα του.
Το σαλόνι τυλίχτηκε ξανά στις φωνές και τον θόρυβο.
Τ’ αγκαλιασμένα
ζευγάρια ξαναγύρισαν στη διασκέδαση. Και η Αννίτα, καθηλωμένη στην
πολυθρόνα και ξεχασμένη, παραδόθηκε σε μια φριχτή απελπισία, πιο μαύρη
κι από τη νύχτα που προχωρούσε αμείλικτη.
Και τότε, σε μια εντελώς απρόσμενη στιγμή, το κουδούνι χτύπησε ξανά.
Μα ο ήχος του χάθηκε μέσα στον θόρυβο. Όλοι γλεντούσαν. Άλλωστε δεν
περίμεναν άλλους. Και η Αννίτα, βυθισμένη σε νάρκη απ’ το ποτό και τη
θλίψη της, δεν είχε πλέον αυτιά για τίποτε.
Το κουδούνι ξαναχτύπησε, μα ο ήχος του μέσα στη δυνατή μουσική
ξαναχάθηκε. Και μόνο όταν χτύπησε για τρίτη φορά, ένα ζευγάρι, που με το
ρυθμικό στριφογύρισμά του βρέθηκε κοντά στην πόρτα, το αντιλήφθηκε.
– Ρένα, περιμένεις κι άλλους ακόμα;
Η Ρένα έτρεξε αλαφιασμένη προς την πόρτα.
– Δεν νομίζω. Και μάλιστα τέτοια ώρα! Ποιός είναι; φώναξε από μέσα δυνατά προτού ανοίξει.
– Για το πάρτυ! ακούστηκε μια απόμακρη φωνή.
Γεμάτη περιέργεια άνοιξε την πόρτα. Η παγωνιά της χειμωνιάτικης
νύχτας όρμησε μέσα απρόσκλητη. Στο πλατύσκαλο στεκόταν ένας άγνωστος
νεαρός. Μόλις είδε τη Ρένα χαμογέλασε, σαν να την ήξερε από παλιά και
βγάζοντας από την τσέπη του μια πρόσκληση για το πάρτυ την έβαλε στα
χέρια της.
– Άργησα πάρα πολύ; ρώτησε ήρεμα. Ενοχλώ μήπως;
Η Ρένα τον κοίταζε ακίνητη. Δεν της θύμιζε τίποτε. Μα η κάρτα της πρόσκλησης; Πώς βρέθηκε στα χέρια του; Μυστήριο!
– Ούτε να το σκέφτεσαι! Πέρνα μέσα προτού ξεπαγιάσεις! είπε τελικά ξαναβρίσκοντας το λαμπερό της χαμόγελο.
Από ευγένεια ντράπηκε να του δείξει πως της ήταν άγνωστος. Ο νεαρός μπήκε. Η Ρένα πήγε να τον συστήσει.
– Παιδιά, από ’δω…
– Ο άγνωστος απ’ το πουθενά! πετάχτηκε γελώντας ο επισκέπτης, ανιχνεύοντας τον δισταγμό στη φωνή της.
Ξαφνιασμένη η παρέα ολόκληρη βρέθηκε με μιας να χαζεύει τον νυχτερινό επισκέπτη.
– Το γλεντάτε καλά απ’ ό,τι βλέπω! είπε εκείνος χαμογελώντας, ενώ έβγαζε το παλτό του.
Το αθλητικό του παράστημα τονιζόταν όμορφα μέσα στο γκρι καλοραμμένο
κοστούμι του, ενώ ένας ήρεμος τόνος έδινε ασυνήθιστη γοητεία στο πρόσωπό
του. Τα κορίτσια μαγνητισμένα τον τριγύρισαν.
– Και βέβαια! Περνάμε καλά! απάντησε κάποια. Μα εσύ; Γιατί μόνος; Πού είναι η παρέα σου;
– Εννοείς κάποιο κορίτσι; Όχι, δεν έχω τέτοιο πράγμα!
Όλων τα μάτια άνοιξαν διάπλατα.
– Μα πώς είναι δυνατόν; Εσύ το δαχτυλάκι σου μόνο να κουνήσεις…
– Δεν είναι εκεί το θέμα! τους διέκοψε. Δεν θά ’ταν
δύσκολο να ’χω κι εγώ μια όμορφη στο πλάι μου. Και όχι μία, αλλά πολλές.
Ένα σωρό σχέσεις. Όπως άλλωστε κι εσείς. Αλλά γιατί; Απλώς για νά ’χω
κάποια σχέση; Το σκέφτηκα πολλές φορές, μα δεν το βρήκα τελικά
σημαντικό.
– Δεν το βρήκες σημαντικό; Μα τί λες, φίλε μου; Και τί καλύτερο
υπάρχει δηλαδή απ’ το να χαίρεσαι την αγάπη μ’ ένα κορίτσι που αγαπάς;
Και φυσικά, όσο περισσότερες οι σχέσεις, τόσο πιο καλά.
– Υπάρχουν κι άλλα πράγματα καλύτερα απ’ αυτό, είπε ήρεμα χαμογελώντας ξανά.
Τον άκουγαν κατάπληκτοι έχοντας σχηματίσει κύκλο γύρω του, ενώ η Ρένα
χαμήλωσε τη μουσική. Μιλούσε αργά κοιτάζοντάς τους έναν-έναν. Το βλέμμα
του σταμάτησε στην Αννίτα. Πρόσεξε πως ήταν μόνη.
– Όμως εσύ; Αποτελείς εξαίρεση; τη ρώτησε.
– Δυστυχώς όχι! Είχα σχέσεις. Μα απόψε μάζεψα τα ξεφτίδια απ’ την τελευταία μου! είπε εκείνη με τα μάτια της υγρά.
– Πολλές σχέσεις και τώρα πάλι στο απόλυτο μηδέν! μιλούσε μόνος του ο επισκέπτης. Γι’ αυτό το πράγμα πασχίζετε λοιπόν, φίλοι μου; Δεν είναι φανερό; Μιλάτε για αγάπη, μα δεν τη βρίσκετε πουθενά!
Τον κοίταζαν δείχνοντας πως δεν τον καταλάβαιναν.
– Μα τί λες τώρα; διαμαρτυρήθηκε κάποιος. Δεν αγαπιόμαστε μεταξύ μας; Αυτό θες να πεις; Ε, μωρό μου! Τί λες εσύ; γύρισε προς την κοπέλλα του που κρεμάστηκε ναζιάρικα στον λαιμό του.
– Άλλο να σ’ αρέσει κάποιος κι άλλο να τον αγαπάς!
Πολλές
σχέσεις σημαίνουν αποτυχία στην αγάπη. Απροθυμία ν’ ανακαλύψεις το
μοναδικά ανεπανάληπτο πρόσωπο του συντρόφου σου.
– Γιατί το λες αυτό; επέμεινε ο άλλος.
– Είναι η μοναδική σας σχέση αυτή;
– Όχι βέβαια! Υπήρξαν κι άλλες νωρίτερα. Και είμαστε τόσο νέοι
ακόμα για να δεσμευτούμε οριστικά. Να μη χαρούμε λίγο πρώτα τη ζωή;
– Βλέπεις λοιπόν; Κρατάς μια σχέση, μόνο όσο σου αρέσει. Αγαπάς τον σύντροφό σου, μόνο όσο περνάς καλά μαζί του. Όταν πάψει να σ’ ευχαριστεί, τον πετάς. Γίνεται για σένα ξένος.
Μη μου μιλάς για αγάπη λοιπόν! Στίβεις το λεμόνι όσο βγάζει ζουμί. Μετά
πετάς τη λεμονόκουπα. Σου είναι άχρηστη. Τόσο απλά! Σκέτη εκμετάλλευση
δηλαδή.
– Ε, όχι κι εκμετάλλευση! Και οι δυό παίρνουν σε μία σχέση.
– Δεν αντιλέγω. Είναι αμοιβαία η εκμετάλλευση.
Αγάπη πάντως δεν
είναι. Ο πόθος του καθενός, συνήθως ανεπίγνωστα, στρέφεται κυρίως προς
τον εαυτό του. Αυτόν μονάχα αγαπάει. Αυτόν πασχίζει να ευχαριστήσει.
– Όσο γι’ αυτό συμφωνώ απόλυτα! φώναξε με έξαψη η Αννίτα. Το ξέρω πολύ καλά από πρώτο χέρι. Κανείς δεν αγαπάει πραγματικά.
Ο Θέμης έσκυψε το κεφάλι.
– Και τί είναι τότε η αγάπη;
– Φυσικά και είναι το πιο όμορφο, το πιο σπουδαίο πράγμα στη ζωή μας. Αλλά δεν είναι αγάπη όλα, όσα νομίζουμε εμείς. Αγάπη
είναι να δίνεις αξία στον σύντροφό σου. Να ’ναι απόλυτα σημαντικός,
μοναδικός για σένα, ακόμα και τις στιγμές που δεν είναι ακριβώς του
γούστου σου, όπως εσύ θα ήθελες να είναι. Να ’ναι πάντα ο άνθρωπός σου. Αυτή και μόνο θα ’τανε σχέση αγάπης. Ναι λοιπόν, όχι στις σχέσεις, αλλά στην απόλυτη σχέση.
– Και ποιός μπορεί να κάνει τέτοιο πράγμα σήμερα;
– Ένας τουλάχιστον μπορεί. Αυτός που μας καλεί σε μια μοναδική
σχέση μαζί του. Εκείνος που μας αγάπησε εξ αρχής κι από Θεός γίνεται
άνθρωπος, για να ’ρθει πρώτος προς εμάς. Μα ό,τι κάνει ο Θεός, μπορούμε
να το κάνουμε κι εμείς. «Τα έργα α εγώ ποιώ», λέει,
είναι και στο δικό σας χέρι, με την πίστη σας και με τη δύναμή μου, να
τα πετύχετε. Γι’ αυτό και θέλει να τον ψάχνουμε κι εμείς με μια κίνηση
αντίστοιχης αγάπης προς αυτόν. Είναι στα μέτρα μας αυτό. Κι ας ζούμε στο
σήμερα. Γιατί να μας παραξενεύει κάτι τέτοιο και να το θεωρούμε
ακατόρθωτο;
– Καλό ακούγεται για θεωρία, αλλά στην πράξη δεν το βλέπω να μας βγαίνει τόσο εύκολα.
– Δεν αντιλέγω. Σύμφωνοι! Δεν γίνεται με το που τό ’παμε! Από τη
μια στιγμή στην άλλη. Όμως γίνεται! Αυτό έχει σημασία! Γι’ αυτό καλό
είναι να ξεκινάει κάποτε ο καθένας. Εγώ, να λέμε την αλήθεια, για να τον
βρω ξεκίνησα απόψε.
– Όμως τον άνθρωπο είν’ απαραίτητο να ψάχνεις, όχι τον Θεό! Τί
ανάγκη μπορεί να ’χει ένας Θεός; Ο άνθρωπος είναι που χρειάζεται αγάπη.
– Μα εδώ είναι το παράξενο! Ποτέ δεν πάνε χώρια αυτά τα δυό. Αν
ψάχνεις τον Θεό πραγματικά, εδώ κοντά μας ψάξε τον, στη γη, ανάμεσά
μας. Ζήτα τον στη μορφή του κάθε ανθρώπου. Στο πρόσωπο του καθενός βάλε
τη θεϊκή μορφή, προσκύνησέ τον σαν θεό, αγάπησέ τον. Κάνε τον κάθε
άνθρωπο μοναδικόν για σένα. Δύσκολο βέβαια, θα μου πεις! Μα όσο τιμάς το πρόσωπό του, τόσο θα φανερώνεται σ’ αυτό «Κύριος ο Θεός σου». Η
ανταμώνεις και τους δυό λοιπόν, η δεν θα βρεις κανένα. Μα τώρα
συγχωρέστε με να σας αφήσω, σας τό ’πα άλλωστε πως βιάζομαι απόψε να τον
συναντήσω.
Και ο νυχτερινός επισκέπτης έδειξε πράγματι στο σημείο αυτό τη βιάση
του, μιλώντας όλο και πιο γρήγορα και λέγοντας σχεδόν με μιαν ανάσα:
– Δεν θά ’θελα ποτέ να χάσω αυτή την ευκαιρία να τον βρω, γιατί
όπου νά ’ναι έρχεται, είναι η ώρα του, γεννιέται απόψε ανάμεσά μας,
καιρός κι εγώ για ’κει να πάω πια! Γεια σας λοιπόν, φίλοι μου, και νά
’στε πάντοτε καλά!
Προτού να καταλάβουν τί γίνεται, ο άγνωστος είχε κιόλας ανοίξει την
πόρτα κι ενώ μιλούσε ακόμα, χάθηκε ξανά μες στο σκοτάδι. Ήταν η ώρα
ακριβώς που οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες βρόντηξαν, ως τις άκριες της
γης σκορπώντας το χαρμόσυνό τους μήνυμα.
Μουδιασμένη η παρέα απ’ την απρόσμενη εμφάνιση και εξαφάνιση του
νυχτερινού επισκέπτη σκόρπισε. Μα όλοι ένοιωθαν πως κάτι αλλιώτικο τους
είχε αγγίξει. Στους δρόμους ήταν κιόλας άνθρωποι που βάδιζαν προς τις
ολόφωτες εκκλησιές και κάποιοι απ’ την παρέα, σαν κάτι να τους τραβούσε
προς τα ’κει, τους ακολούθησαν.
Ωστόσο ο Θέμης δεν βιάστηκε να φύγει. Αγνοώντας εντελώς τη συνοδό
του, προχώρησε και στάθηκε μπρος στην Αννίτα σοβαρός. Για πρώτη φορά η
ματιά του, αντί να διατρέξει φιλήδονα το κορμί της όπως άλλοτε,
σταμάτησε μέσα στα μάτια της βυθομετρώντας σιωπηλά τον πόνο της.
– Σου φέρθηκα απαίσια! σιγοψιθύρισε φέρνοντας απαλά το χέρι του στον ώμο της. Θα μου επέτρεπες άραγε να επανορθώσω;
Η Αννίτα δεν βρήκε τη δύναμη ούτε λέξη ν’ αρθρώσει. Άφησε μόνο τα
δάκρυά της να τρέξουν ελεύθερα ξεσπώντας σ’ ένα σιγανό κλάμα. Τα
συγκρατούσε με κόπο όλη τη βραδιά, μα τώρα πια δεν είχε λόγο να τα
κρύβει ή να ντρέπεται. Βρισκόταν στα σύννεφα απ’ τη χαρά της.
Ο Θέμης τη βοήθησε στοργικά να σηκωθεί. Περνώντας το στιβαρό μπράτσο
του στη μέση της για να τη στηρίζει, προχώρησε μαζί της στον δρόμο.
Στην πρώτη εκκλησιά που βρέθηκε μπροστά τους η Αννίτα έκοψε το βήμα της…
– Να δοκιμάζαμε κι εμείς μήπως τον βρούμε;
…Στο επόμενο λεπτό η γλυκειά θαλπωρή της χριστουγεννιάτικης Λειτουργίας τους τύλιγε και τους δύο!…
Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες, αρ. 5
Χριστούγεννα 2005
π. Δημήτριος Μπόκος
antexoume
Πηγή: http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου