Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ π. ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΒΙΤΤΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΣΥΝΑΞΙ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ ΜΑΣ (ΜΟΝΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ) ΣΤΟ ΣΥΝΟΔΙΚΟ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ 20-8-1998 ΜΕΡΟΣ 1ον



Ὁ Γέροντας (Ἀρχιμ. Γεώργιος, Καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς μας): Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, Ἀμήν.

Δόξα σοι ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι.

Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός, ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος καὶ σῶσον Ἀγαθὲ τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

π. Εὐσέβιος: Εὐχαριστῶ πάρα πολύ, ποὺ μοῦ δίνεται τὸν λόγο, ἂν καὶ αἰσθάνομαι μειονεκτικότητα τώρα ἐδῶ, μπροστὰ σὲ τόσους πατέρες, στὸν Ἅγιο Γέροντα καὶ τόσους ἀδελφοὺς ἐδῶ. Τί νὰ πῶ ἐγώ, ἄσοφος ὤν; Λένε ὅτι πνευματικὴ σοφία εἶναι ἡ σιωπὴ ἀλλά, ἀφοῦ μοῦ λένε, κάνω καὶ ἐγὼ ὑπακοή. Ἐσεῖς λοιπὸν θὰ μὲ ὑποστῆτε γιὰ λόγους ὑπακοῆς. Ὑπακοὴ κι ἐγώ, ὑπακοὴ καὶ ἐσεῖς. Τώρα θέμα συγκεκριμένο δὲν ἔχω. Δὲν ἤξερα ὅτι θὰ εἶχα αὐτὴ τὴν τιμὴ νὰ σᾶς μιλήσω.


Ὁ Γέροντας: Εὐχαριστῶ τὸν σεβαστὸ Γέροντα, τὸν π. Εὐσέβιο, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν καλοσύνη νὰ ἀνταποκριθῇ στὴν παράκλησί μου νὰ ἔλθῃ νὰ μᾶς πῇ λόγον παρακλήσεως. Τὸν γνωρίζομε τὸν π. Εὐσέβιο καὶ ἀπὸ τὶς ὁμιλίες του καὶ ἀπὸ τὰ βιβλία του, καὶ ἐγὼ μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ ἔχω καὶ ἕνα ἰδιαίτερο πνευματικὸ δεσμὸ μαζί του. Χαιρόμαστε ἰδιαιτέρως ποὺ εἶναι κοντά μας καὶ εὐχαρστοῦμε τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς τὸν ἔφερε …

π. Εὐσέβιος: Καὶ ἐγὼ εὐχαριστῶ πάρα πολύ …

Ὁ Γέροντας: Ἐπ’ εὐκαιρίᾳ λοιπὸν ποὺ ὁ σεβαστὸς Γέροντας εἶναι ἐδῶ, θὰ τὸν παρακαλέσουμε καὶ πάλι, νὰ μᾶς εἴπῃ «λόγον πνευματικὸν καὶ πάνυ ὠφέλιμον, ἵνα σωθῶμεν».

π. Εὐσέβιος: Πάντως, ἐγὼ ἰδιοτελῶς ἔρχομαι, διότι μὲ δέχονται μὲ πολλὴ ἀγάπη. Τὸ κανονικὸ θὰ ἤτανε νὰ ἔρθω, νὰ ἑτοιμάσῃ ἕνας ἕνα τέτοιο παρόμοιο ξύλο κρανιᾶς – δὲν σπάζει αὐτό – καὶ νὰ μοῦ δώσῃ μερικὲς ξυλειὲς στὴν ράχη νὰ διορθωθῶ, καὶ κατόπιν νὰ ὑπακούσω … Ἀλλιῶς εὔκολη δουλειὰ εἶναι αὐτή, νὰ μιλήσῃ κανείς. Ἀλλά, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐγὼ θὰ ἔλεγα μήπως οἱ ἀδελφοὶ καὶ πατέρες θέλουν κάτι νὰ ποῦν, νὰ ρωτήσουν;

Ὁ Γέροντας: Ἐγὼ θὰ ρωτήσω πρῶτος• θὰ κάνω ἐγὼ πρῶτος μία ἐρώτησι.

Μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀγώνας, ὅπως σὲ ὅλα τὰ μοναστήρια, καὶ ἐδῶ - καὶ ἐδῶ ἴσως καὶ λιγώτερο ἀπὸ ὅ,τι ἀλλοῦ-. Κάτι ποὺ παρατηρεῖται εἶναι, ὅτι ξεκινᾶμε μὲ ἐνθρουσιασμό, μὲ ὄρεξι, τὰ πρῶτα χρόνια ἀγωνιζόμαστε, μετὰ ὅμως μᾶς πιάνει κάτι σὰν βαριεστιμάρα, σὰν ἀκηδία, σὰν ραθυμία, σὰν ἀμέλεια. Καὶ βέβαια οἱ πατέρες ποὺ ἔχουν φιλότιμο στενοχωριοῦνται γι’ αὐτό• εἶναι κάτι ποὺ τοὺς κουράζει. Καὶ θέλουμε νὰ μᾶς πῆτε καὶ Σεῖς, πῶς μποροῦμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε αὐτὴν τὴν κατάστασι, δεδομένου ὅτι δὲν τὴν θέλουμε.

π. Εὐσέβιος: Θὰ ἤθελα νὰ παραπέμψω στὴν ὁμιλία, στὸ γράμμα ποὺ γράφει ὁ ὅσιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής «πρὸς Νικόλαον», στὸν πρῶτο τόμο τῆς Φιλοκαλίας . Πάρα πολὺ ὡραῖο κείμενο. Καὶ ἐκεῖ μιλάει γιὰ τοὺς τρεῖς «γίγαντες»• τὴν λήθη, τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ραθυμία. Ἔχουν καὶ χαρακτῆρα ψυχολογικὸ αὐτά, ἀλλὰ ἔχουν καὶ χαρακτῆρα πνευματικό. Ἂν μοῦ ἐπιτρέψετε, θὰ ἐπιχειρήσω μιὰ μικρὴ ἀνάλυσι …

Ὁ Γέροντας: Τὸ ἔχουμε ἀνάγκη αὐτό, νὰ μᾶς βοηθήσετε.

π. Εὐσέβιος: Ἡ λήθη εἶναι ἕνα ψυχολογικὸ γεγονός, δηλαδὴ τὸ ὅτι φεύγει ἀπὸ τὴν μνήμη μας μία παράστασις, κάτι ποὺ ξέρουμε. Αὐτὸ εἶναι φυσιολογικὸ καὶ ἀπαραίτητο, διότι δὲν μπορεῖ ἡ μνήμη μας νὰ κρατήσῃ τὰ πάντα• θὰ ἐπιβαρυνθῇ πάρα πολύ. Ἐπειδὴ εἶστε καὶ εἰδικοὶ ἐδῶ στοὺς ἠλεκτρονικοὺς ὑπολογιστές, ξέρετε, ὅτι δὲν ἐπιβαρύνουμε πολὺ τὴν μνήμη τοῦ ὑπολογιστοῦ. Ἂν τὴν ἐπιβαρύνουμε πολύ, δὲν δουλεύει καλὰ ὁ ὑπολογιστὴς ἢ μᾶς παρουσιάζει προβλήματα.

Λοιπόν, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ λήθη, διότι πρέπει νὰ φύγουν ἀπὸ αὐτὴν μερικά πράγματα ποὺ εἶναι ἄχρηστα. Ἔχουμε προσωρινὴ μνήμη, π.χ. ὁ ἀριθμὸς τάδε· 55,682. Ἐντάξει, τὸ θυμᾶμαι τώρα. Ἢ σὲ μία ἑβδομάδα ἢ σὲ μία ὥρα τὸ ξεχνάω. Ἀδύνατο νὰ θυμᾶμαι ὅλα τὰ πράγματα. Ἔχουμε λοιπὸν τὴν ψυχολογικὴ πλευρὰ τῆς μνήμης, ποὺ μία ἰδιότητά της εἶναι ἡ λήθη.

Ἔχουμε ὅμως καὶ τὴν πνευματικὴ πλευρά, ποὺ κατὰ τὴν γνώμη μου παρουσιάζει τὸ ἑξῆς στοιχεῖο: Ἡ λήθη αὐτὴ εἶναι ἐπὶ μέρους λήθη, δηλαδή, ἕνα πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν τὸ ξεχνάω καὶ ταυτόχρονα τὸ ξεχνάω, Π.χ. δὲν ξεχνάω ὅτι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα δὲν τὸ θέλει ὁ Θεὸς ἢ ὅτι εἶναι ἐντολὴ τοῦ γέροντος ἢ ὅτι εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ξέρω. Ἀλλὰ ξεχνάω κατόπιν, φεύγει ἀπὸ μέσα μου τὸ βάρος τῆς εὐθύνης καὶ λέω· «δὲν πειράζει, θὰ ὑποχωρίσω».

Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα παρουσιάζεται λίγο ἀντινομικό. Ἀπὸ τὴν μία μεριὰ τὸ θυμᾶμαι καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ δὲν τὸ θυμᾶμαι. Ὅταν ἔχω πλήρη τὴν μνήμη, λέω: Πῶς θὰ τὸ κάνω αὐτό, ἀφοῦ δὲν τὸ θέλει ὁ Θεός;. Ὅταν φύγῃ ἡ αἴσθησις αὐτὴ τῆς εὐθύνης ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, τότε τὸ κάνω. Καὶ εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο λέω· «καὶ τὸ ξέρω καὶ δὲν τὸ ξέρω· καὶ τὸ θυμᾶμαι καὶ δὲν τὸ θυμᾶμαι».

Αὐτὴ ἡ εἰδική, ἂς τὸ ποῦμε, καλλιέργια τῆς μνήμης, τὸ νὰ πῶ· «πῶς ποιήσω τὸ ρῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο, καὶ ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;» ποὺ εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Πάγκαλος στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, αὐτὸ θέλει εἰδικὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔχει ὡρισμένους χαρακτηρισμούς – δὲν τοὺς θυμᾶμαι αὐτὴ τὴν στιγμή-, ποὺ παρουσιάζουν ἀμέσως μὲ μία φράσι τὴν ἐνέργεια αὐτῆς τῆς ἀδυναμίας.

Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ ἄγνοια. Ἡ «ἄγνοια» εἶναι ἡ φυσικὴ ἄγνοια· «δὲν ξέρω κάτι». Π.χ. «δὲν ξέρω ποῦ εἶναι τὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου». Μετὰ κάπου τὸ μαθαίνω· φεύγει ἡ ἄγνοια. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ ἄγνοια τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ, στὴν ἄγνοια τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, παρουσιάζεται τὸ ἑξῆς περίεργο πρᾶγμα· «καὶ ξέρω καὶ δὲν ξέρω». Ἀρχίζει νὰ ξεθωριάζῃ μέσα μου αὐτό, τὸ ὁποῖο, ὅταν πρώτη φορὰ τὸ ἄκοουσα, τὸ δέχτηκα καὶ ἐντυπώθηκε μέσα στὴν μνήμη μου. Κατόπιν ὅμως τὸ ξεχνάω· τὸ ξεχνάω ἐντελῶς. Ἂν παρακολουθῇ κανεὶς τὸν ἑαυτό του, θὰ δῇ· «μά, νὰ μὴ τὸ σκεφτῶ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ὅτι αὐτὸ εἶναι ἁμαρτία μεγάλη· πῶς ἐκείνη τὴν ὥρα σκοτίζομαι;».

Ἔχουμε τρίτο στοιχεῖο, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ραθυμία. Φαίνεται ὅτι ἀπὸ τὴν ραθυμία ἀρχίζει ἡ πτῶσις. Πολὺ τὴν χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τὴν ραθυμία. Τὸ εἶχα δεῖ, ὅταν ἔψαχνα νὰ βρῶ, τὶ λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες γιὰ τὴν «ραθυμία». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τὴν χρησιμοποιεῖ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀδιαφορίας, ποὺ εἶναι ἡ μία πλευρὰ τῆς ραθυμίας.

Ραθυμία πάλι εἶναι καὶ ἡ ἔλλειψις συνεχοῦς ἐγρηγόρσεως καὶ προσπάθειας νὰ διατηρηθῶ στὴν ἀρχική μου κατάστασι. Ἡ φυσικὴ κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ φυσικὴ τάσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ ξεκινᾷ μὲ ὁρμὴ κάτι, ἀλλὰ σιγὰ -σιγὰ νὰ ὑφίσταται μία ὕφεσι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ ζητάει τὸ ἀντίθετο. Ἂν ἀρχίσουμε, ἂς ποῦμε, μὲ τὸν ἀριθμὸ ἕνα, πρέπει νὰ πάω ἢ κατὰ ἀριθμητικὴ ἢ κατὰ γεωμετρικὴ πρόοδο.

Ἐδῶ πλέον εἶναι ἡ ἀδυναμία ἡ ἀνθρώπινη. Παρουσιάζεται αὐτὸ τὸ φανόμενο: Ἔρχομαι στὸ μοναστήρι καί, ἀφοῦ μοῦ πῇ ὅλα τὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα ὁ Γέροντας· «παιδάκι μου, θὰ ἀντέξῃς; θὰ συναντήσῃς τὸ ἕνα, τὸ ἄλλλο», τὰ δέχομαι καὶ ἀπαντῶ· θὰ ῤθῶ». Ἔρχομαι μὲ τὴν διάθεσι νὰ θυσιαστῶ. Φτάνουμε στὴν ὥρα τῆς χειροθεσίας. Διαβάζει ἐκεῖ πέρα: «Θὰ κάνῃς αὐτό;». Ναί, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, τίμιε πάτερ», «Ἐκεῖνο;», «Τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος». «Θὰ ὑπακούσεις στὸ μοναστήρι μέχρι θανάτου;», «Τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, τίμιε πάτερ».

Καὶ πῶς τὸ ξεχνᾶμε κατόπιν; Ἀρχίζει πλέον νὰ δημιουργῆται μία ἄλλη δυσκολία, διότι παρεμβαίνουν μέσα διάφορα ἄλλα παθολογικὰ στοιχεῖα. -Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανὸς στὸν «περὶ φιλαργυρίας» λόγο του κάνει μία πολὺ ὡραία περιγραφή -. Μετὰ ἀπὸ λίγο λέει ὁ νέος μοναχός: «Βαρὺς ὁ λόγος. Ἄ! Δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ αὐτό. Πολὺ ὑπερβολικὰ τὰ λέει ὁ Γέροντας. Καλύτερα νὰ φύγω, νὰ πάω μόνος μου».

Τὸ πρῶτο ποὺ κάνει, μόλις περάσουν λίγα χρόνια: «Νὰ φύγω, νὰ πάω μόνος μου. Ἐκεῖ θὰ κάνω τὶς ἀκολουθίες μου – δὲν θὰ ἔχω ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα, συγκρούσεις κ.λ.π.-, ἀγρυπνίες ὅσες θέλω. Δὲν θὰ περιορίζωμαι νὰ διαβάζω μόνο δέκα ψαλμούς, ποὺ μοῦ λένε. Ὅπως ἔλεγε ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Κολοβοῦ.

Τό θυμᾶστε αὐτὸ τὸ ἀνέκδοτο; Δὲν τὸ θυμᾶστε; Θὰ τὸ ὑπενθυμίσω. Θὰ ἐπιστρέψω πάλι στὸ λόγο μου. Κάνω καμιὰ φορὰ μεγάλες παρεμβολές.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς μεγάλους πατέρες. Πῆγε μὲ τὸν ἀδελφό του νὰ μονάσουν – τὸν ἔλεγαν «Κολοβό», ἐπειδὴ ἦταν κοντός, ἀλλ’ ὅσο ἀνάστημα τοῦ ἔλειπε τόσο μυαλὸ εἶχε-, ἀλλὰ σὰν παιδὶ ποὺ ἦταν, τὸν εἶχε πιάσει ἐνθουσιασμός. Ὁπότε, ἔκαναν τὶς ἀκολουθίες τους, κάνανε καὶ ἐργόχειρο γιὰ νὰ ζήσουν. «Ἀδελφέ», λέει στὸν ἀδελφό του, - σάν μεγαλύτερο, ποὺ ἦταν καὶ ὁ Γέροντας-: «Γι’ αὐτὸ ἤρθαμε ἐμεῖς ἐδῶ πέρα;

Ἐμεῖς ἤρθαμε ἐδῶ γιὰ προσευχή. Ἤρθαμε γιὰ νὰ ζήσουμε πνευματικὴ ζωή. Δὲν εἶναι δουλειὰ αὐτή». «Κάθησε παιδάκι μου, ἥσυχος. Ἄκουσε αὐτὸ ποὺ σοῦ λένε. Κάνε τὴν δουλειὰ αὐτή. Πῶς θὰ ζήσουμε; Καὶ κάνουμε καὶ τὴν ἄλλη, τὴν πνευματκὴ ζωή», τοῦ ἔλεγε ὁ Γέροντας.

«Ὄχι, ἐγὼ θέλω μόνο προσευχή», ἔλεγε αὐτός. Ἐπέμενε ὁ Γέροντας. Δὲν τὸν ἄκουγε. Ὁπότε τοῦ λέει:

«Τί νὰ σοῦ πῶ; Πήγαινε. Δὲν μπορῶ νὰ σὲ κρατήσω μὲ τὸ ζόρι». Τὸν ἄφησε λοιπὸν νὰ φύγῃ. «Ἀλλά, σὲ παρακαλῶ, ἕνα κανόνα μόνο νὰ κρατήσῃς: Δώδεκα ψαλμοὺς μόνο θὰ λές». Ἔφυγε αὐτὸς πολὺ μακριά. Εἶπε τοὺς δώδεκα ψαλμούς …. Δώδεκα ψαλμούς, πόση ὥρα θὰ τοὺς διαβάζης. Πές τους σὲ δύο, πές τους σὲ τρεῖς. Τὶς ὑπόλοιπες ὥρες τί θὰ κάνῃς; Τέλος πάντων, εἶπε τοὺς ψαλμούς, ἀσχολήθηκε μὲ τὸ νὰ κάνῃ τὸ κελί του, πῆγε σὲ μιὰ δουλειὰ καὶ γύρισε, καὶ τότε, τί βλέπει; … Ἕναν τεράστιο δαίμονα …

Δὲν τόλμησε νὰ μπῇ μέσα. Τὸ βάζει στὰ πόδια. Γυρνάει πίσω. Τὰ μεσάνυχτα ἔφτασε ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ ἀδελφός του. Ὁ ἀδελφός του εἶχε σηκωθῆ νὰ κάνῃ τὴν ἀκολουθία του. Χτυπάει ὁ Ἰωάννης τὴν πόρτα. «Ἄνοιξε ἀδελφέ». «Ποιός εἶναι;». «Ὁ Ἰωάννης». «Ὁ Ἰωάννης εἶναι μετ’ ἀγγέλων». «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰωάννης!». Τίποτε. Δὲν τοῦ ἄνοιξε μέχρι τὸ πρωΐ. Τὸν κράτησε ἐκεῖ πέρα ἔξω. Ἔβαλε μετάνοια, ζήτησε συγγνώμη . Τέλος πάντων, ὁ Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς ἔγινε πολὺ μεγάλος.

Λοιπόν, τὸ ζήτημα εἶναι αὐτό: Μπαίνουν μέσα μας διάφορα στοιχεῖα παθολογικά· κατάκρισις, ὑπερηφάνεια …, ποὺ ἴσως μᾶς κουράζουν. Μᾶς κουράζουν καὶ δὲν ἀνανεώνουμε τὴν ἀπόφασί μας. «Μὰ ἐγὼ ἦρθα νὰ πεθάνω ἐδῶ πέρα. Ἐφόσον ἦλθα νὰ πεθάνω, τί θὰ πῇ κούρασις;».

Διάβαζα γιὰ κάποιον ἀσκητή. Ἦταν μὲ ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ δούλευε ὅλη τὴν ἡμέρα κασμά. Πῆγε κάποια στιγμὴ νὰ ξαπλώσῃ γιὰ νὰ ξεκουραστῆ, ψόφιος ἀπὸ τὴν κούρασι. Ἔρχεται ἕνας ἀδελφὸς καὶ τοῦ λέει:

«Ὁ Γέροντας εἶπε νὰ πᾷς νὰ σκάψῃς στὸ τάδε σημεῖο». Ποῦ νὰ πάω, λέει, δὲν μπορῶ». Καὶ ξάπλωσε πάλι. Ξαφνικὰ βλέπει μπροστά του τὸν Κύριο, νὰ ἔχῃ ἕνα κασμὰ καὶ νὰ προχωρῇ. Ὁπότε, σηκώνεται, ἁρπάζει τὸν κασμὰ καὶ πάει διότι ὁ Κύριος τοῦ ἔδειξε, ὅτι «ὅ,τι ἐδῶ κάνεις, θὰ σοῦ δώσω ἐγὼ τὴν δύναμι· ἡ ὑπακοὴ θὰ σοῦ δώσῃ τὴν δύναμι».

Λοιπόν, μὲ τὸν καιρὸ ἐπέρχεται μία ὕφεσις. Ἐὰν δὲν τὸ προσέξουμε αὐτὸ καὶ δὲν καταγγείλωμε τὸν ἑαυτό μας γι’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, σιγά – σιγά πιάνει πουρί ἡ ψυχή μας. Ἔτσι ἔχω δεῖ. Λένε ὅτι, ἂν τρέχῃ τὸ νερό, δὲν παγώνει. Σὲ χῶρες ποὺ κάνει πολὺ κρύο, παγώνει· τὸ ἔχω δεῖ. Ἀρχίζει γύρω-γύρω ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ σωλήνα νὰ πιάνῃ λίγο πάγο, λίγο-λίγο-λίγο-λίγο, καὶ στὸ τέλος κλείνει, παγώνει ὅλος ὁ σωλήνας.

Ἔτσι γίνεται ἐδῶ. Ἂς προσέξουμε αὐτὸ τὸ πουρί, τὸ πουρὶ ποὺ δημιουργεῖται μέσα μας. «Σὰν πολλὰ τὰ λέει ὁ Γέροντας. Σὰν βαρειὰ εἶναι αὐτὴ ἡ δουλειὰ ποὺ μοῦ λέει. Σὰν πολλὰ μοῦ λένε ἐμένα οἱ ὑπεύθυνοι νὰ κάνω. Γιατί δὲν πάει ὁ τάδε;». Ἂν ἀρχίσουν τέτοιας στοχεῖα, πλέον ἀρχίζει νὰ φθείρεται ἡ ἐσωτερικὴ ζωή μας καὶ ἀρχίζει νὰ μπαίνῃ ἡ ἀμέλεια καὶ ἡ ἀδιαφορία.

Ὅταν ἀρχίσῃ νὰ μπαίνῃ ἡ ἀμέλεια, τότε ἀκολουθεῖ ἡ μαυροφόρα ἀδελφής της, ἡ ἄγνοια. Ἀρχίζω νὰ ἀγνοῶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ πῶς τὸ ἀγνοῶ; Ἔχω παρατηρήσῃ τὸ ἑξῆς: Ἐὰν δὲν κάνω κάθε μέρα τὴν ἀκολουθία, ἐὰν δὲν κάνω τὸ ἀνάγνωσμά μου τὸ πνευματικό – αὐτὸ ποὺ ὁρίζει τὸ τυπικό-, ἐὰν τὸ παραμελήσω γιὰ τὸν α ἤ β λόγο, π.χ. πάω στὸ κελί μου καὶ ἀρχίσω τὶς ἐπικοινωνίες μὲ τὸν α καὶ μὲ τὸν β, πῶς θὰ ξαναμπῶ στὴν σειρά; 

Δύσκολο. Πολὺ δύσκολη ἡ προσαρμογὴ ξανά πάλι. Δὲν ξέρω, ἂν τὸ ἔχετε παρατηρήσει αὐτό. Ἐὰν ἀρχίσω νὰ μὴν κάνω τὸν κανόνα μου καὶ τὸ ρίχνω στὸν ὕπνο, σιγά-σιγά-σιγά μπαίνει ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία, καὶ κατόπιν λέω: «Βαρὺς ἐστὶν ὁ λόγος, τις δύναται αὐτοῦ ἀκούειν; ». Ἔτσι γίνεται τὸ πρᾶγμα. Ὁπότε, λοιπόν, ἔρχεται ἡ ἄγνοια, σὰν νὰ μὴν ἔχω διαβάσει! Τὸ ἔχω παρατηρήσῃ στὴν ἁμαρτωλή, τὴν δική μου ζωή.

Σὰν νὰ μὴ τὸ ἔχω ἀκούσει ποτέ, μολονότι τὸ ἔχω διαβάσει καὶ τὸ ἔχω κηρύξει χιλιάδες φορές. Καὶ ἀναρωτιέμαι: «Δὲν τὸ ἄκουσα αὐτό; Δὲν τὸ διάβασα αὐτό;». Μπαίνει αὐτὴ ἡ ἄγνοια, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἄγνοια, πῶς νὰ τὴν ποῦμε, ἡ εἰδυῖα μὲ «εἰ», ἡ γνωρίζουσα ἄγνοια. Δὲν μπορῶ νὰ τὴν χαρακτηρίσω ἀλλιῶς. Λοιπόν, ἔρχεται αὐτὴ κατόπιν ἔρχεται καὶ ἡ λήθη. Τὰ ξεχνᾶμε ἐντελῶς· ξεχνᾶμε τὶς ὑποσχέσεις ποὺ δώσαμε.

Ἑπομένως, ὅταν διακρίνουμε μέσα μας ἀδιαφορία ἢ ὅταν μᾶς γίνῃ ἀπὸ τοὺς ὑπευθύνους ἡ ὑπόδειξις· «παιδί μου, δὲν πολυπροσέχεις τὸν ἑαυτό σου», θὰ πρέπει νὰ ἀνησυχήσουμε καὶ νὰ ζητήσουμε εὐλογία ξανά πάλι, ὥστε νὰ ριχθοῦμε στὸν ἀγώνα. Κατάκοπος νὰ εἶμαι.

Ἐγὼ λέω τοῦτο τὸ πρᾶγμα: Δὲν ἤρθαμε γιὰ νὰ πεθάνουμε γιὰ τὸν Χριστό; Ἐὰν θὰ μᾶς καλέσουν νὰ μαρτυρήσουμε, τί θὰ κάνουμε; Ὅπως ἔσφαξαν ἐκείνους τοὺς ἁγίους Πατέρας ποὺ ἔχουμε στὸν Ἀρχάγγελο, στὸ Μανταμάδο. Ὅπως ἔσφαξαν τοὺς ἑβδομήντα δύο Πατέρας στὴν Παναγία τὴν Εἰκοσιφοίνισσα, ποὺ ἔχουμε τὸ μνῆμα τους ἐκεῖ πέρα …

Ὅπως ἔσφαξαν τοὺς Σαββαΐτας Πατέρας, τοὺς ὁποίους μνημονεύω, ἐπειδὴ ἔχω τὸν Ἅγιο Σάββα ἐκεῖ πέρα , καὶ τοὺς ἐν Ραϊθὼ Πατέρας. Νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ πεθάνουμε. Ὅταν εἶμαι ἕτοιμος νὰ πεθάνω, ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι φτηνά, ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι εὔκολα. Δὲν ὑπάρχει πρόβλημα, ἀφοῦ εἶμαι ἕτοιμος νὰ πεθάνω κάθε στιγμή. Καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο, νομίζω, ὑπάρχει μία παράγραφος τῆς «μελέτης περὶ θανάτου», τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἔχῃ συνέχεια κατὰ νοῦν ὁ μοναχός. Νὰ μελετῶ τὸν θάνατο, ἀφοῦ καλοῦμαι στὸ μαρτύριο. Δέν καλοῦμαι γιὰ μάρυτρας; Δέν μὲ καλεῖ ὁ Κύριος γιὰ μαρτύριο;

Μοῦ ἔλεγε ὁ Γέροντας πρὸ ὀλίγου γιὰ ἕναν μάρτυρα νεαρό, δεκαπέντε ἐτῶν. Τὸν σφάξανε, τὸν σκοτώσανε οἱ σατανισταί, διότι δὲν ἤθελε νὰ βλάλῃ τὸν Σταυρὸ ἀπὸ πάνω του. Μάρτυρας! Καὶ τέτοιους μάρτυρας ἔχουμε πολλούς, Γέροντα. Ἔχω διαβάσει τέτοια κείμενα γιὰ τὴν Σοβιετικὴ Ἕνωσι, τοῦ Σολζενίτσιν καὶ ἄλλων.

Μία παρένθεσι νὰ κάνω. Ἦταν τετρακόσιες ἀδελφές. Τὶς ἀποσχημάτισαν καὶ τὶς ἔβαλαν στὰ στρατόπεδα γιὰ νὰ δουλέψουν καὶ νὰ πεθάνουν ἐκεῖ πέρα, καὶ κάποιες εὐσεβεῖς γυναῖκες. Καὶ εἶπαν οἱ γυναῖκες αὐτές: «Ἐμεῖς Κυριακὴ δὲν δουλεύουμε». «Δὲν δουλεύετε;». Τὶς ἔβγαλαν ἔξω γυμνές, στοὺς εἴκοσι-εἴκοσι πέντε βαθμοὺς κάτω ἀπὸ τὸ μηδέν, στὴν Σιβηρία … «Ἂς πεθάνουμε! Δὲν δουλεύουμε!». Δὲν δούλευαν καὶ ἐπιβλήθηκαν. Γιατὶ οἱ ὑπεύθυνοι σκέφτηκαν ὅτι θὰ χάσουν ἐργατικὰ χέρια. Ἄρα αὐτὲς νίκησαν .

Λοιπόν, εἶμαι ἕτοιμος νὰ πεθάνω; Ἐὰν εἶμαι ἕτοιμος νὰ πεθάνω, τελείωσε ἡ ὑπόθεσις.

Ἔρχονται πολλὰ παιδιὰ καὶ κορίτσια καὶ ρωτᾶνε καμιὰ φορά, γιὰ νὰ γίνουν μονοχοὶ ἢ μοναχές. Τὸ ἐρώτημα εἶναι: «Θέλεις νὰ πέσῃς στὸ γκρεμό;». Ἐὰν πέσῃς στὸ γκρεμό, θὰ γίνῃς μοναχὴ ἢ μοναχός. Δὲν εἶσαι ἕτοιμος νὰ πέσῃς στὸ γκρεμό; Δὲν γίνεσαι μοναχός. Τώρα, ἂν πέσω στὸ γκρεμό, τί θὰ γίνῃ; Θὰ αὐτοκτονήσω; Ὅπως γίνεται ὅταν καίγωνται μεγάλες πολυκατοικίες. Τοποθετοῦν δίχτυα ἀπὸ κάτω. Ἔτσι εἶναι καὶ ἡ Ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Δὲν θὰ μὲ ἀφήσῃ. Καὶ τὴν ἀδυναμία μου θὰ δῇ, γιατὶ φοβᾶμαι. Ἀλλά, ὅταν μὲ καίει ἡ φωτιὰ τοῦ πόθου καὶ ἡ λαχτάρα νὰ ἀφιερωθῶ στὸν Κύριο. Αὐτὴ ἡ σκέψις τοῦ Θανάτου, ὅτι ἐγὼ μπορεῖ νὰ πεθάνω αὔριο, εἶναι σωτήρια.

Ἕνας φίλος μου εἶχε τὸν γυιό του, ποὺ σπούδαζε στὴν Μυτιλήνη. Τὸ βράδυ τηλεφωνήθηκε μαζί του καὶ ἦταν καλὰ ὁ γυιός του. Κοιμήθηκε τὸ παιδὶ καὶ δὲν ξύπνησε. Ἔ!, ποῦ τὸ ξέρω ἐγώ, ἂν θὰ ξυπνήσω αὔριο; Καὶ ἑπομένως, ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψι, γιατὶ νὰ τὸ ἀναβάλω γιὰ αὔριο; Γιατί νὰ πῷ· «κάποτε θὰ ἀρχίσω νὰ ἀνανεώνω τὸν ἑαυτό μου;». Θὰ πεθάνω καὶ τί λόγο θὰ δώσω στὸν Κύριο!

Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἂν μοῦ ἐπιτρέπεται, θὰ πῶ κάτι ποὺ ἔζησα, κάτι ποὺ συνέβη μέσα μου. Δημιουργήθηκε μέσα μου μιὰ κατάστασι τέτοια, καὶ αἰσθάνθηκα τέτοιο σκοτάδι!..., ποὺ -γιὰ νὰ παραστήσω πόσο σκοτάδι ἦταν αὐτό – εἶπα στὸν ἑαυτό μου: «Ἐὰν θὰ εἶχα τὸ σκοτάδι τοῦ Ἅδου δίπλα, θὰ ἦταν καταμεσήμερο τὸ σκοτάδι τοῦ Ἅδου ἐν σχέσει μὲ τὸ σκοτάδι ποὺ ἔνοιωσα μέσα μου». Φοβερὸ πρᾶμγα αὐτό! Νὰ σκεφτῇ κανεὶς δηλαδή, ὅτι· «θὰ ζήσω στὸν Ἅδη· θὰ μὲ τιμωρήσῃ ὁ θεός· θὰ χωριστῶ ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ πάντα!».

Καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ μὲ κατακρίνῃ γιὰ βαριὰ παραπτώματα, ἀφοῦ δὲν πῆγα νὰ σκοτώσω κάποιον ἢ νὰ κλέψω ἢ νὰ κάνω κάποιο μεγάλο ἁμάρτημα. Ὅμως γιὰ μᾶς δὲν ὑπάρχουν μικρὰ ἁμαρτήματα! Ἡ ἴδια ἡ ἀμέλεια κάλλιστα μπορεῖ νὰ μὲ καταστρέψῃ. Ἡ ἴδια ἡ ἀμέλεια μπορεῖ νὰ μὲ ρίξῃ στὸν Ἅδη!

Διάβασα ἕνα κείμενο. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τὸ παραθέτει στὸ Ἐξομολογητάριο. Λέγει, ὅτι κάποιος ἤθελε νὰ πάῃ νὰ ἐξομολογηθῇ. Τοῦ δόθηκε ὅμως ἡ εὐκαιρία νὰ κάνῃ καὶ μιὰ ἁμαρτία. Σκέφτηκε: «Ἀφοῦ θὰ ἐξομολογηθῶ, ἂς κάνω τὴν ἁμαρτία καὶ μετὰ πάω νὰ ἐξομολογηθῶ». Καὶ πάει ἐκεῖ ποὺ ἤθελε νὰ ἁμαρτήσῃ, ἀλλὰ ἦταν ἐκεῖ ἕνας ἀντίζηλος καὶ τὸν σκότωσε ... Ὁπότε δὲν πρόλαβε νὰ ἐξομολογηθῇ . Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψι, θὰ πρέπει νὰ προσέξουμε πάρα πολύ. Τί πρέπει νὰ προσέξουμε; Τὴν μελέτη θανάτου. «Θὰ πεθάνω».

Δεύτερον. Ἔδωσα ὑπόσχεσι, ὅτι θὰ μαρτυρήσω γιὰ τὸν Κύριο. Ὅτι θὰ ἀγωνιστῶ μέχρι θανάτου. Δὲν πρέπει νὰ ἀνανεώνω τὴν ὑπόσχεσί μου; Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, προσωπικὰ ἐγὼ συνιστῶ -φαντάζομαι νὰ μὴν πέφτω ἔξω σ’ αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ - νὰ διαβάζωμε ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ αὐτὸ τὸ κείμενο τῆς καθιερώσεως, ποὺ διαβάζεται ὅταν δίνουμε ὑπόσχεσι ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ! Δὲν εἶναι ἀπέναντι τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ Γέροντας, ὁ Ἱερεύς, ὁ Δεσπότης - ἀναλόγως μὲ τὸ ποιὸς κάνει τὴν κουρά -ἐξ ὀνόματος τοῦ Κυρίου μιλάει, καί, ἑπομένως, στὸν Κύριο τὸ λέω· δὲν τὸ λέω σὲ ἄνθρωπο. Ἐδῶ, λοιπόν, τέτοιες συνθῆκες ὑπάρχουν. Οἱ συνθῆκες εἶναι τρομερὲς, οἱ συνέπειες εἶναι πολὺ μεγάλες, φοβερές. Αὐτὸ ἂν τὸ σκέπτωμαι, ἂν τὸ ἀναλογίζωμαι μέσα μου, τὶ θὰ πῇ «χωρὶς ἐλπίδα αἰωνιότητα».... Φοβερὸ πρᾶγμα! Ἑπομένως, ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψι, ἡ ἔννοια τοῦ ὅτι θὰ πεθάνω, ἡ μελέτη τοῦ θανάτου εἶναι «ζωηφόρος» -ἔτσι τὸ λέω ἐγώ-, μοῦ δίνει ζωή. Μὲ τὴ μελέτη αὺτὴ κερδίζω τὸν χρόνο μου, δὲν ἀφήνω τὸν ἑαυτό μου καθόλου, εἶμαι διαρκῶς ἐν ἐγρηγόρσει.

Ἐπίσης, πολὺ συμαντικὸς εἶναι ὁ λόγος «περὶ νήψεως», πάλι στὸν πρῶτο τόμο τῆς Φιλοκαλίας . Καταπληκτικὸς εἶναι ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸν διαβάσῃ κανεὶς λέξι πρὸς λέξι! Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ προσέξω κατὰ τὴν μελέτη αὐτή, ποὺ τὴν θεωρῶ πολὺ σημαντικὸ πρᾶγμα γιὰ τὴν ἀνανέωσι τῶν ἀποφάσεών μας, εἶναι νὰ μὴ βιαστῶ νὰ διαβάσω κάτι, ἀλλὰ νὰ τὸ διαβάζω λέξι πρὸς λέξι, νὰ πιπιλίζω τὶς λέξεις, νὰ βλέπω τὸ νόημα κάθε λέξεως καὶ τὸ νόημα κάθε φράσεως. Εἶναι καταπληκτικά!

Διάβαζα προχθὲς τὸν ἅγιο Μᾶρκο τὸν Ἀσκητή. –Τὸν ἔχω διαβάσει πάρα πολλὲς φορές. Τὸν ἔχω μεταφράσει. Ἔχει κυκλοφορήσει κιόλας ἡ «Μικρὴ Φιλοκαλία» -. Νόμιζα, ὅτι τὸν διαβάζω γιὰ πρώτη φορά. Ἀλλὰ τὰ ἔβλεπα ἕνα - ἕνα ... Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι, πόσο σπουδαῖα πράγματα εἶπε ὁ Ἅγιος Μᾶρκος καὶ ἐγὼ δὲν τὰ πρόσεξα! Κάθε φορὰ βλέπει κανεὶς κάτι καινούργιο.

Λοιπόν, συνοψίζω τώρα: Αὐτοὶ οἱ τρεῖς «γίγαντες τοῦ διαβόλου», ἡ ραθυμία, ἡ λήθη καὶ ἡ ἄγνοια, τροφοδοτοῦνται ἀπὸ τὴν ἔλλειψι πνευματικῆς τροφῆς, τὴν ὁποία πρέπει νὰ δίνω στὸν ἑαυτό μου, τὴν ἔλλειψι μελέτης τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ μελέτης τοῦ θανάτου, τὴν ἔλλειψι ὑπακοῆς καὶ ἀναμνήσεως τῶν ὑποσχέσεων ποὺ δώσαμε στὸν Κύριο, καὶ τὴν ἔλλειψι ἐξομολογήσεως.

Κάνω μία παρέθενσι. Ἦταν ἕνα παιδί, ποὺ ἤθελε νὰ πάῃ στὸ ἐξωτερικό. «Βρὲ παιδάκι μου, ποῦ θὰ πᾶς; Ἐκεῖ θὰ βρεθῇς σὲ πολὺ ἁμαρτωλὸ περιβάλλον». «Μόλις, λέει, καταλάβω ὅτι δὲν παίρνω καλὸ δρόμο, θὰ γυρίσω πίσω». «Μὰ ἀφοῦ δὲν θὰ τὸ καταλάβῃς. Αὐτὸ δὲν θὰ τὸ καταλάβῃς. Ἐσὺ ποτὲ δὲν θὰ τὸ καταλάβης. Κάποιος ἄλλος θὰ τὸ καταλάβῃ».

Ἑπομένως, ἂν μοῦ ποῦν, ἂν μοῦ ὑποδειχθῇ· «κοίταξε, δὲν πᾶς καλά, εἶσαι ἀμελής, εἶσαι ἀπρόσεκτος», παρ’ το κατάκαρδα μέσα σου. Ὄχι μὲ τὴν κακὴ ἔννοια, ὅτι σὲ προσβάλλουν. Ὑπάρχεις, βρὲ χριστιανέ μου; «Ἀκμὴν ζῇς;». Ζῆς ἀκόμα; Ἔτσι εἶπε κάποιος Ἅγιος, ὁ ἄγιος Ἀρσένιος. Ἀκόμα ζῆς; Λοιπόν! Μοῦ ὑπέδειξαν τὴν ἀδυναμία μου; Δέκα φορὲς πιὸ πολὺ ἐγὼ νὰ τὸ καταλάβω καὶ νὰ τὸ καταλογίσω στὸν ἑαυτό μου, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ κινηθῶ.

Ἀκόμη, ἂς φρονηματίζωμαι, ἂς νιώθω καὶ ἂς δημιουργῶ μέσα μου τὴν ἔννοια τῆς ἁμίλλης. Λέγοντας ἅμιλλα ἐννοῶ τὸ νὰ βλέπω τοὺς ἀδελφούς, τοὺς ἄλλους ποὺ εἶναι πρόθυμοι, καὶ νὰ ἀγωνίζωμαι νὰ τοὺς μιμηθῶ. Διότι πάντα δίπλα μας ὑπάρχουν οἱ ἀδελφοὶ ποὺ ἔχουν κάτι σημαντικὸ νὰ μᾶς διδάξουν. Ἑπομένως, ἂς κάνω καὶ μελέτη, ἀνάλυσι τοῦ παραδείγματος τῶν ἀδελφῶν, τοὺς ὁποίους ξέρω ὅτι εἶναι δραστήριοι, ὅτι κάνουν ἕναν ἀγῶνα.

Κατόπιν, ἂν ὑποτεθῇ ὅτι συζητᾶμε καμιὰ φορά –φαντάζομαι ὅτι συζητᾶμε-, νὰ συζητᾶμε τὸ θέμα αὐτό: «Βρὲ ἀδελφέ, βλέπω αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Τί λές, πῶς τὸ ἀντιμετωπίζεις ἐσύ;» Νὰ ἀνταλλάσσουμε καὶ πεῖρα στὸ θέμα αὐτό. Βοηθάει πάρα πολὺ αὐτό. Δὲν θὰ ποῦμε ἄλλα πράγματα – τὸ ξέρω, εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν συζητᾶμε ἄλλα πράγματα κοσμικὰ κ.λ.π. - ἀλλά, θὰ πρέπει νὰ ἐπιμείνουμε καὶ σ’ αὐτό, στὴν ἀνταλλαγὴ πνευματικῆς πείρας.

Θυμᾶμαι τὸ ἑξῆς σὲ μία περίπτωσι: Ἦταν ἕνας ἀδελφός, ποὺ δὲν τὸν χώνευα. Καλὸς ἦταν, ἀλλὰ ἐγώ, δὲν ξέρω γιατί, δὲν τὸν χώνευα. Κάποτε λοιπόν, παίρνω τὴν Γραφὴ καὶ διαβάζω ἐκεῖ: «Ὅς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχώμενος τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» . Ἦταν ὁ ἅγιος Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος πῆγε καὶ πῆρε τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ ἔθαψε τὸν Κύριο. «Βρέ, λέω στὸν ἑαυτό μου, καὶ αὐτὸς προσδοκᾶ καὶ περιμένει τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐγὼ προσδοκῶ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ἔτσι θὰ πᾶμε; Νὰ μὴ τὸν χωνεύω;» Καὶ μόλις τὸ συνειδητοποίησα· «πῶς ἔγινε αὐτό, πῶς μοῦ ξέφυγε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα;», ἀμέσως δημιουργήθηκε μέσα μου αὐτὴ ἡ κατάστασις τῆς μετανοίας. Ἂν τὸ πάρῃ τώρα κανεὶς καὶ ἀντίστροφα: «Γιατί ἦρθα ἐδῶ; Ἦρθα γιὰ νὰ κατακτήσω τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ· ἦρθα νὰ ἑνωθῶ μὲ τὸν Κύριο. Μ’ αὐτὰ τὰ χάλια; Πρέπει νὰ κινηθῶ». Ἔτσι, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ μὲ αὐτὰ ποὺ θὰ μοῦ ὑποδειχθοῦν θὰ κινηθῶ.

Σᾶς εἶπα, ὅ,τι προχείρως ἦρθε στὸν νοῦ μου.

Ὁ Γέροντας: Εὐχαριστοῦμε.

π. Εὐσέβιος: Παρακαλῶ. Καμιὰ φορὰ κάνω καὶ πλατειασμούς, Πάτερ μου.

Ὁ Γέροντας: Ὄχι, ὄχι, ἦταν πολὺ ὡραῖα. Καὶ πολὺ περισσότερα ἔπρεπε νὰ μᾶς πῆτε!

π. Εὐσέβιος: Ἀκούω τώρα ἐρωτήσεις. Ἂν κάποιος θέλῃ νὰ ρωτήσῃ κάτι, θὰ δοθῇ ἕνα ἐρέθισμα. Βοηθάει ἴσως τὸ πρᾶγμα.

Περιοδικό "Όσιος Γρηγόριος" της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους
τεύχος 36 έτος 2011 και τεύχος 37 έτος 2012

«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου