Ὁ Γέροντας: Ἐρωτήσεις. Ἀπὸ τὸν ἀγῶνα σας.
π. Εὐσέβιος: Μὴν ντρέπεστε, πέστε ὁ,τιδήποτε. Δὲν ὑπάρχει δυσκολία. Ἐκτὸς ἂν δὲν ὑπάρχῃ ἀπολύτως τίποτα. Μπορεῖ νὰ σκεφτῶ καὶ ἐγὼ κάτι …
Μοναχὸς Δ.: Γέροντα, στὴν προσπάθεια νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν προσευχή, μᾶς ἔρχεται ἕνας ἄλλος λογισμός - ἐμένα προσωπικά – ποὺ μ’ ἐνοχλεῖ καὶ μοῦ λέει˙ «μὴ στέκεσαι ὄρθιος, θὰ κουραστῇς, ἡ προσευχὴ θέλει πολὺ βία, πῶς θὰ κάνῃς διακόνημα; Κάτσε καὶ κάτσε». Ὁπότε, ὅταν καθόμαστε στὴν Ἐκκλησία, ἂς ποῦμε, δὲν μποροῦμε νὰ προσευχηθοῦμε. Ἴσως νὰ ἀκοῦμε λίγο τὰ ψαλλόμενα καὶ ἀναγινωσκόμενα, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε μία ἔντονη αἴσθηση τῆς προσευχῆς δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε. Τί λέτε μὲ αὐτὸν τὸ λογισμὸ ποὺ ἔρχεται καὶ ἐνοχλεῖ καὶ ἐμένα καὶ ἴσως καὶ τοὺς ἄλλους πατέρες;
π. Εὐσέβιος: Ναί, καὶ σὲ μένα. Πολὺ περισσότερο σὲ μένα. Γιατί ἦρθες ἐδῶ ρὲ παλιάνθρωπε, λέω στὸν ἑαυτό μου; Γιὰ προσευχὴ δὲν ἦρθες; Κάτσε, κάνε προσευχή! Καὶ μάλιστα μοῦ ἔκανε ἐντύπωση τὸ ἐξῆς ποὺ ἔλεγε ἕνας στάρετς. Σὲ ἕνα στάρετς τὸ διάβασα αὐτό.
Ἔλεγε γιὰ τὴν προσευχή: «Ξέρεις, δὲν σοῦ λέω νὰ κάνῃς πολλὴ προσευχή. Τὸ Τρισάγιο, Παναγία Τριάς …, Πάτερ ἡμῶν…, ἀλλὰ σὲ μιὰ ὥρα». Μία –μία λέξη. Ἂν πῶ τὸ «Παναγία Τριάς … κ.λ.π.», δὲν προλαβαίνω καὶ πολλὲς φορὲς συλλαμβάνω τὸν ἑαυτό μου νὰ μὴ προσέχῃ καὶ πρέπει νὰ τὸ πῶ τρεῖς φορὲς τὸ «Πάτερ ἡμῶν» γιὰ νὰ τὸ προσέξω. Γι’ αὐτὸ βλέπω μία –μία τὶς φράσεις. Ἂν τὸ κάνετε σὲ μισὴ ὥρα, π.χ. ἂν πάρω τὸ «Βασιλεῦ» καὶ τὸ σκεφτῶ αὐτό, δὲν μοῦ φεύγει καμμιὰ σκέψη καὶ καμμιὰ φράση, διότι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἡ προσευχή μου γίνεται συνειδητὴ καὶ δὲν μὲ κουράζει πιά.
Μὲ κουράζει, ὅταν γίνεται μηχανικὴ ἐπανάληψη κάποιων προσευχῶν. Μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ μακρὰ ἡ προσευχὴ καὶ τὰ λέω τάκα –τάκα , γρήγορα. Καμμιὰ φορὰ ἐγὼ ἔχω καὶ τὸ ἐξῆς˙ ἔχω πάθει τὸ ἐξῆς: Μέσα στὸν ἐγκέφαλο γίνεται αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Μιλάω ἐγὼ μέσα μου, σκέπτομαι˙ «Πάτερ ἡμῶν», καὶ τὸ ἀκούω τὸ «Πάτερ ἡμῶν», διαβάζεται, σὰν νὰ ὑπάρχῃ κανένα μικρόφωνο! Περίεργο πρᾶγμα! Καὶ τὸ ἄλλο εἶναι, ὅταν ψάλλω ἢ λέω τὸ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», ἀκούω˙ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Ἀπὸ μέσα μου τὸ ἀκούω! Τὸ ἀκούω στὴν ἀριστερὴ πλευρά, ὄχι στὴ δεξιά.
Λοιπόν, τὸ θέμα εἶναι νὰ προσπαθήσω, -ἐφ’ ὅσον, ἂς ποῦμε, εἶμαι στὴν Θεία Λειτουργία καὶ δὲν καταλαβαίνω, δὲν ἀκούω πολλὰ πράγματα γιὰ τὸν α ἢ β λόγο, εἶμαι μακρυά, ξέρω ‘γώ, ὑπάρχουν πολλοὶ τέτοιοι λόγοι-, νὰ λέω μία –μία τὴν φράση ποὺ θὰ πῶ, νὰ μὴ τὸ λέω τὸ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» γρήγορα, νὰ τὸ πῶ μία –μία τὴν λέξη, κατὰ τρόπο ποὺ θὰ τὴν νιώθω. Ὁπότε, τότε δὲν φεύγει ὁ νοῦς. Δὲν μὲ κουράζει.
Μὲ κουράζει ἀκριβῶς τὸ ὅτι δὲν αἰσθάνομαι τὴν προσευχή. Καὶ αἰσθάνεται κανεὶς τότε μία τέτοια γλύκα, ποὺ θέλει νὰ τὴν ξαναλέη πάλι˙ τοῦ ἀρέσει πάλι νὰ δημιουργῆται αὐτὴ ἡ κατάσταση. Αὐτό, νομίζω, καὶ στὸ κελλὶ ποὺ θὰ κάνουμε προσευχή, νὰ τὴν λέμε πολὺ ἀργά, καὶ τὸ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστὲ …» καὶ τὸ Τρισάγιο, τὸ «Πάτερ ἡμῶν», ἐὰν τὸ σκεφτῇ κανείς; Ἔχω κάνει μία ἀνάλυση στὸ «Πάτερ ἡμῶν»-. Πάρα πολὺ ὡραῖο! Σὰν νὰ τὸ λέω, σὰν νὰ τὸ ἀκούω γιὰ πρώτη φορά. Αὐτὸ μοῦ κάνει ἐντύπωση. Καί, ἑπομένως, ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη, νομίζω, παίζει πολὺ σπουδαῖο ρόλο ἡ συνειδητὴ ἐκφορά. Αὐτὴ τὴν συνειδητὴ προσευχὴ νὰ κάνουμε. Αὐτὸ θὰ βοηθήσῃ πολύ.
Γιατὶ εἶναι βέβαια καὶ ἡ κούραση, ποὺ παίζει ρόλο πολλὲς φορές, καὶ σ’ αὐτὸ ὑπάρχει μία δυσκολία. Ὑπάρχουν κάποιοι γέροντες ποὺ λένε: «Ἄκουσε ‘δῶ. Κουράστηκες; Βάλε τὸ ξυπνητήρι, κοιμήσου μία ὥρα, ξύπνησε ὕστερα ἀπὸ μία ὥρα, καὶ θὰ κάνῃς τὴν προσευχή σου θαυμάσια. Καὶ θὰ κοιμηθῆς σὰν περδίκι κατόπιν». Συμβαίνει κι αὐτό. Ε! ὄχι ὅμως, μόλις χτυπήσῃ τὸ κουδούνι, «καλά, δὲν πειράζει, θὰ ξυπνήσω σὲ λίγο ...».
Τάκ. Πετάξου ἀμέσως. Αὐτὸ χρειάζεται! Θυμᾶμαι, ὅταν κάποτε – δὲν ξέρω κολύμπι-, ἀλλὰ κάποτε πηγαίναμε στὴν θάλασσα μὲ κάποιους φίλους καὶ ἔμπαινα μέσα. Ποῦ νὰ μπῇς γιὰ πρώτη φορά; Κρυώνεις. Ἐνῶ, μπλοὺμ καὶ μέσα, κατευθείαν! Ὁπότε δὲν ὑπάρχει ἀντίδραση. Τὸ ἴδιο καὶ ἐδῶ νομίζω. Θὰ πρέπει νὰ σηκωθῶ ἀμέσως! Καὶ φεύγει. Ἀμέσως φεύγει αὐτὴ ἡ βαριεστιμάρα ποὺ νιώθω κ.λ.π., ἡ ραθυμία τοῦ ὕπνου. Ἔτσι δὲν λέει καὶ σὲ μιὰ προσευχή; Αὺτό, νομίζω, πάτερ μου. Δὲν ξέρω ἂν δίνω τὴν σωστὴ ἀπάντηση, ἀλλὰ ... ἀπ’ ὅ,τι ἔχω δεῖ καὶ ἀπὸ τὴν πεῖρα λίγο.
Ἄλλο τίποτα;
Ἱερομόναχος Λ.: Ποιά εἶναι τὰ ὅρια τῆς ἀμελείας καὶ ἀπὸ ποῦ ἀρχίζουν τὰ ὅρια τῆς φυσικῆς σωματικῆς ἀδυναμίας;
π. Εὐσέβιος: Ἡ φυσική, ἡ σωματικὴ ἀδυναμία εἶναι, ἂς ποῦμε, ἀπὸ μία πολὺ κουραστικὴ δουλειά. Θέλω νὰ πῶ, πάτερ, ὅτι βλέπω, ὅτι ὅσο καὶ ἂν προσπαθῶ, δὲν ἐπανέρχεται ἡ δύναμις, δὲν γίνεται. Αὐτὸ τὸ θυμᾶμαι, τὶς ἀκραῖες αὐτὲς καταστάσεις, ὅταν εἶχα ἐργασθῇ στὸ νοσοκομεῖο νύχτα - ἤμουν ἀποκλειστικὸς νοσοκόμος˙ ἦταν ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦσα-.
Ὁ γέροντας: Στὴν Σουηδία;
π. Εὐσέβιος: Ναί, στὴν Σουηδία, τρία χρόνια. Δὲν ὑπῆρχε τρόπος ἄλλος νὰ ζήσω, πήγαινα ἐκεῖ. Τὴν ἡμέρα δὲν μὲ ἄφηναν (οἱ Ἕλληνες, οἱ μετανάστες στὴν Σουηδία). Μὲ κυνηγοῦσαν ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ κεῖ νὰ κάνω διάφορες δουλειές, νὰ βοηθήσω: «Ἕνα πριόνι». «Σὲ παρακαλῶ νὰ πᾶμε νὰ πάρουμε λίγο ὕφασμα». Ἔπρεπε νὰ βοηθήσω σὲ τέτοια, αὐτὰ εἶχαν ἀνάγκη. Ἀλλὰ αὐτὰ γινόταν στὴν ἀρχή, διότι βοηθιοῦνταν μ’ αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι, καὶ κατόπιν ἔρχονταν καὶ γιὰ ἄλλα θέματα, πνευματικά.
Λοιπόν, δώδεκα ὥρες ἡ ἀγρυπνία, ὑποχρεωτική. Ζήτησα νὰ μοῦ τὶς κάνουν ἕξι, δὲν τὶς ἔκαναν. Δὲν ἄντεχα. Ὅταν ἔφτανα πλέον νὰ πάρω τὸν σφυγμὸ τοῦ ἀσθενοῦς τὴν τελευταία στιγμή, τὴν τελευταία ὥρα, μετροῦσα ἕνα-δύο-τρία-δεκαπέντε, ἀδύνατο νὰ προχωρήσω περισσότερο˙ ἕνα-δύο-τρία-δεκαπέντε ..., τίποτα. Στὸ εἴκοσι ἀδύνατο νὰ φθάσω.
Καὶ ἀναγκαζόμουν νὰ πολλαπλασιάζω ἐπὶ τέσσερα τὸ δεκαπέντε, γιὰ νὰ ξέρω πόσες εἶναι οἱ σφύξεις˙ ἔπεφτα ἔξω καναδυὸ σφυγμούς. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν προσευχή. Πάω νὰ πῶ˙ «Παναγία Τριάς...»˙ πάει ... Ξανὰ πάλι˙ «Παναγία Τριάς ..., Ἅγιος ὁ Θεός...»˙ πέφτει ὁ νοῦς. Ἔ! Τότε ἐδῶ φτάσαμε στὰ ὅρια τῆς κοπόσεως δὲν μπορῶ. Ἁπλούστατα, νομίζω ὅτι πρέπει νὰ γίνῃ τὸ προηγούμενο ποὺ εἶπα. Ἐδῶ δὲν εἶναι ζήτημα ἀμελείας.
Καὶ νὰ τὸ θέσω ὑπ’ ὅψιν τοῦ Γέροντα. Θυμᾶμαι τὸ ἐξῆς – γιατὶ καὶ ὁ σατανᾶς παίζει ρόλο-, κάτι ποὺ συνέβη στὸν Σίμωνα τὸν Ἀρβανίτη, Γέροντα σωστό, -θὰ έχετε ἀκούσει γι’ αὐτόν-. Σ’ αὐτὸν τὸν Σίμωνα τὸν Γέροντα πάει ὁ ὑπατακτικός του. Ἐκεῖ εἶχαν προσκύνημα –στὸ μοναστήρι ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν-, καὶ ἦταν καὶ μία δαιμονισμένη. Ἡ δαιμονισμένη, μόλις πῆγε τὸ πρωὶ αὐτὸς ὁ ὑπατακτικὸς – εἶχε ξυπνήσει καὶ πῆγε ἐκεῖ-, τοῦ λέει˙ «ἐγώ, λέει, σὲ βάζω καὶ κοιμᾶσαι ἐκεῖ πέρα, ἐγὼ σὲ ξυπνάω καὶ σοῦ δημιουργῶ αὐτὸ τὸ πράγμα ποὺ ἔχεις, ἐπειδὴ δὲν εἶσαι ἐντάξει˙ δὲν εἶσαι ἐντάξει, ἐσὺ εἶσαι ἀμελής».
Τρόμαξε ὁ ὑποτακτικός, σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸν Γέροντα: «Γέροντα, τί νά πῶ, τί νά κάνω; Ὁ διάβολος αὐτὸ μοῦ λέει». «Ἄκουσε ἐδῶ παιδάκι μου, ὁ διάβολος τὸ λέει αὐτό, γιὰ νὰ σοῦ δημιουργήσει τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν κάνεις προσευχή, δὲν ὑπακοῦς κ.λ.π., γιὰ νὰ σὲ ἀδυνατίσῃ καὶ στὸ τέλος νὰ μὴν κάνεις καθόλου. Ἐγὼ σοῦ δίνω ἐντολὴ νὰ κοιμᾶσαι μισὴ ὥρα παραπάνω, νὰ ξεκουραστῇς, καὶ μετὰ νὰ κάνῃς μὲ καθαρὸ μυαλὸ τὴν προσευχή». Τοῦ ἔδωσε αὐτὴ τὴν δυνατότητα. Ἐὰν τὸ κάνω μὲ εὐλογία αὐτό, νομίζω εἶμαι ἐντάξει. Καὶ ἔπειτα θὰ κρίνῃ αὐτός, στὸν ὁποῖο θὰ καταθέσῃ αὐτό.
Ὁ Γέροντας, δηλαδή, θὰ κρίνῃ ἂν εἶναι σωματικὴ ἢ ἂν εἶναι ἀμελείας, ἂς ποῦμε, ἡ ἀδυναμία αὐτή, διότι ὑπάρχει εἰλικρίνεια. Δὲν θὰ πάω π.χ. νὰ τοῦ πῶ ψέματα, ὅτι «ξέρεις, πέθανα ἀπὸ τὴν κούραση». Ξεκουράσου, νὰ κοιμᾶσαι, νὰ κάνῃς καὶ ἕνα πείραμα, μία δοκιμή, στὸ θέμα αὐτό. Νομίζω μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ τὸ ἀντιμετωπίσουμε. Ἀλλά, ἐπαναλαμβάνω, καὶ μὲ αὐτὸ ποὺ εἶπα πρό ὀλίγου: Νὰ κοιμηθῶ μισὴ ὥρα ... Ξεκουράζεται κανεὶς ἀπολύτως – αὐτὸ τὸ ἔχω δοκιμάσει ἐγώ -. Καὶ κατόπιν κάνω προσευχή, χωρὶς νὰ θέλω νὰ κοιμηθῶ πιά, καθόλου. Ἔτσι εἶναι τὸ πρᾶγμα, νομίζω.
Ἀλλὰ, ἐπαναλαμβάνω, πάντως: Αὐτά, νὰ ἀνοίγουμε τὴν καρδιά μας, νὰ τὰ λέμε. Αὐτές τὶς λεπτομέρειες νὰ λέμε. Αὐτὰ εἶναι ἐπικίνδυνα. Ἐδῶ δὲν ἔχουμε ἄλλους πειρασμούς, μεγάλους τρομερούς. Μπορεῖ νὰ ἔχουμε κάποιους πειρασμοὺς τέλος πάντων, ἀλλὰ οἱ περισσότεροι πειρασμοὶ εἶναι τέτοιες λεπτομέρειες.
Λέγει ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, νομίζω ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής, γιὰ τὸν «μυρμηκολέοντα», διότι ὁ λογισμὸς αὐτὸς εἶναι μικρός στὴν ἀρχή, ἂς ποῦμε, καὶ κατόπιν γίνεται λέων. Καί, ἑπομένως, νὰ προσέξουμε τὰ μικρά, τὶς μικρὲς αὐτὲς ἀδυναμίες, καὶ νὰ τὶς καταπολεμήσουμε. Νὰ εἴμαστε πάντα ἐν ἐγρηγόρσει. Ἄλλωστε νομίζω, ὅτι στὴν Μονὴ τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου βρισκόμαστε, ποὺ σημαίνει ἐγρήγορσις. Ἡ ἐγρήγορσις πρέπει νὰ εἶναι ἀπὸ τὶς βασικὲς ἀρετές.
Ἀκούω παρακάτω.
Ὁ Γέροντας: Ἕνα πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε ὅλοι μας, καὶ ἐγώ, στὰ κοινόβια εἶναι ὅτι, λόγῳ κοπώσεως, καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀπὸ τὰ διακονήματα, καὶ λόγῳ τῆς συνανατροφῆς μὲ πατέρες καὶ κοσμικούς, πολὺ εὔκολα διολισθαίνουμε σὲ ἀργολογία, ἡ ὁποία εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ πολὺ ἐπικίνδυνη. Βέβαια μπορεῖ νὰ ξεκουράζεται λίγο ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ καμμιὰ φορὰ τὸ παρατραβᾶμε τὸ πρᾶγμα καὶ φεύγει ἡ κατάνυξις, φεύγει ἡ διάθεσις γιὰ προσευχή, φεύγει ὁ ἀγώνας. Πέστε μας καμμιὰ συμβουλὴ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα.
π. Εὐσέβιος: Εἶχα δεῖ σὲ ἕνα μοναστήρι, ποὺ ἔτυχε νὰ πάω, στὸν Βύρωνα, -πῆγα νὰ δῶ τὴν γερόντισσα-, καὶ ἦτανε οἱ ἀδελφὲς ποὺ κάνανε κάποια δουλειὰ ἐκεῖ πέρα καθιστές – καθάριζαν φασόλια ἢ κάτι τέτοιο -, καὶ ἔλεγαν τὸν κανόνα τῆς Παναγίας, δὲν συζητοῦσαν τίποτε ἄλλο.
Δεύτερον, καταδικάζουν πάρα πολλοὶ Πατέρες τὴν παρησία αὐτή. Παρρησία εἶναι καὶ ἡ ἀργολογία. Θὰ πρέπει νὰ τὸ κόψουμε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα μὲ τοὺς κοσμικοὺς καί, ἐγὼ νομίζω γιὰ τὸ θέμα αὐτό, ὅτι δὲν χρειάζονται πολλὲς συζητήσεις. Νὰ ξέρουν ὅτι «ἐρχόμαστε νὰ δοῦμε μοναχοὺς» καὶ ὅτι «οἱ μοναχοὶ δὲν μιλᾶνε».
Νομίζω, ὅτι πρέπει νὰ τὸ προσέξουμε πάρα πολὺ αὐτό. Δὲν συζητᾶμε καὶ μὲ πατέρες καὶ μὲ ἄλλους. Ἂν χρειαστῇ νὰ γίνῃ μία πνευματική, ἂς ποῦμε, συζήτηση, νὰ γίνῃ πνευματικὴ συζήτηση γιὰ ὡρισμένα πράγματα, ἀλλὰ τί δουλειὰ ἔχουν οἱ ξένοι; Δὲν θὰ μᾶς ποῦν οἱ ξένοι τί θὰ κάνουμε˙ θὰ μᾶς πεῖ τὸ μοναστήρι τί νὰ κάνουμε. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα σιωπή. Πρέπει δηλαδὴ νὰ πάρουμε τὴν ἀπόφαση νὰ κόψουμε τὴν συνήθεια αὐτή. Δὲν μιλᾶμε. Νὰ ξέρουν οἱ κοσμικοί, ὅτι «αὐτοὶ (οἱ μοναχοὶ) δὲν ἀρχίζουν κουβέντες». Αὐτὸ παίζει πάρα πολὺ σπουδαῖο ρόλο: «ἐγὼ εἶμαι μοναχός˙ δὲν τὰ ξέρω αὐτά», λέγει ὁ ἅγιος Ἡσαΐας ὁ Ἀσκητής. Πολὺ ὡραῖο πρᾶγμα!
Ἔρχεται κάποιος καὶ πάει νὰ ἀνοίξῃ συζήτηση. Ἐμεῖς: «Μὲ συγχωρεῖτε, δὲν τὰ ξέρω αὐτὰ τὰ πράγματα!». Ξέρεις, ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶπε...». «Συγνώμη, μὲ συγχωρεῖτε, ἐγὼ ἦρθα νὰ δῶ τὶς ἁμαρτίες μου, κ.λ.π. Ἔχετε νὰ μοῦ πῆτε κάτι γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου;» Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα! Νομίζω, πρέπει νὰ τὸ γυρίζουμε πάντα στὴν πνευματική, ἂς ποῦμε, πλευρὰ τοῦ θέματος. Ποτὲ συζητήσεις τοῦ εἴδους: «Ξέρεις, ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶπε αὐτό ...».
Ἀλλά: «Μὲ συγχωρεῖτε πάρα πολύ, ἐγὼ εἶμαι μοναχὸς καὶ δὲν τὰ ξέρω αὐτὰ τὰ πράγματα. Δὲν συζητᾶμε αὐτὸ τὸ θέμα». Αὐτὸ εἶναι προτιμότερο, γιατὶ ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο θὰ πᾶμε στὸν ἐπίσκοπο καὶ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο δὲν ξέρω ποῦ θὰ πᾶμε, ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ κεῖ ... «Ἔ! Ξέρεις, ἔγινε τοῦτο˙ εἶπε ἐκεῖνο ὁ τάδε, εἶπε ὁ τάδε συγγραφεὺς αὐτό κ.λ.π.». Δὲν πᾶνε νὰ λένε ὅτι θέλουν! Ἐμεῖς δὲν ζοῦμε. «Ἀκμῂν ζῇς;» Ἂς τὸ θυμηθοῦμε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα! Ζῇς ἀκόμη, μοναχέ; Πεθαμένος εἶσαι! Ἀφοῦ εἶσαι πεθαμένος, δὲν μπορεῖς νὰ ἀσχολεῖσαι μὲ τέτοια πράγματα. Γιὰ μένα, «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωτε κἀγὼ τῷ κόσμῳ», ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Γαλ. στ΄ 14).
Νομίζω γι’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ὅτι πρέπει νὰ τὸ πάρουμε ἀπόφαση, ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ μεγάλος κίνδυνος τῆς εἰσβολῆς τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος. Σιγὰ -σιγὰ ἔρχεται αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ ἔρχωνται μὲ εὐλάβεια. Ὅμως δὲν ἔρχονται ὅλοι μὲ εὐλάβεια. Δὲν πολυπιστεύουν ὅλοι. Εἶναι καὶ ἕνας θρησκευτικὸς τουρισμός, ποὺ συμβαίνει μὲ πολλούς. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ πνευματικοὶ ἄνρθωποι. Νομίζω, ὅτι πρέπει στὸ θέμα αὐτὸ νὰ εἴμαστε ἀπόλυτοι. Νὰ ξέρουν ὅτι ἦρθαν σὲ μοναστήρι καὶ σὲ μοναστήρι κουβέντα δὲν ἔχει.
Ἐπειδὴ εἶναι πολὺς ὁ κόσμος, καὶ ἀναγκάζονται οἱ μοναχοί ... Ἐγὼ ἔχω δεῖ σὲ κάποια γυναικεῖα μοναστήρια νὰ παρουσιάζονται δύο-τρεῖς μοναχὲς μόνον γιὰ τοὺς λαϊκούς. Ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε ἐδῶ. Ὅταν ἔχετε πενήντα, ἑκατό, διακόσιους ἀνθρώπους, ξέρω ‘γώ, πῶς θὰ γίνῃ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; Δὲν μπορεῖ ἕνας νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσῃ. Ἔχει ἕνα σωρὸ δουλειές. Λοιπόν, μόνον μὲ αὐτόν τὸν τρόπο.
Θυμᾶμαι τὸ ἐξῆς: Ἔρχεται μία παπαδιά, ποὺ ἐξομολογήθηκε, καὶ μοῦ λέει: «Ξέρετε; Μαζευόμαστε κάποιες γυναῖκες γιὰ νὰ πιοῦμε καφὲ καὶ ἀρχίζει τὸ κουτσομπολιό. Τί νὰ κάνω;». «Θὰ κάνῃς τὸ ἐξῆς: Ὅταν ἔρθουν νὰ πιῆτε τὸν καφέ, πές˙ τώρα, ἀδελφές μου, θὰ διαβάσουμε τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας». Δὲν θὰ ἔρθουν τὴν ἄλλη φορά. Τὸ κόψανε. Καὶ δὲν ξαναπῆγαν ἄλλη φορά, διότι αὐτὲς πήγαιναν γιὰ νὰ κάνουν αὐτό, τὸ κουβεντολόϊ. Ὅταν τὶς εἶπε γιὰ Παράκληση, δὲν ξαναπάτησαν˙ πῆγαν μόνο αὐτὲς ποὺ εἶχαν πνευματικὴ διάθεση καὶ κάνανε τὴν Παράκληση. «Αὐτὸ νὰ κάνετε. Δὲν μπορεῖτε, ἀφοῦ εἶστε καὶ παπαδιὰ ἐσεῖς, νὰ μιλᾶτε γιὰ τὸ α καὶ τὸ β, καὶ ὡς πνευματικὸς ἄνθρωπος».
Νομίζω γι’ αὐτὸ τὸ θέμα ὅτι κάποιος θέλει νὰ μᾶς ἀπασχολήσῃ καὶ φαίνεται καὶ πνευματικὸς ἄνθρωπος ..., ἕνας πάτερ π.χ. ποὺ εἶναι ὁμιλητικός, ὅπως καὶ ἐγώ –φλύαρος εἶμαι-, λοιπόν, ἂς τοῦ ποῦμε «αὐτὴ τὴν στιγμὴ ποὺ εἴμαστε, δὲν κάνουμε μία μικρὴ προσευχή, καμμιὰ μικρὴ προσευχούλα γιὰ τὸ α ἢ τὸ β θέμα». Ὁπότε, μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν θὰ καταλάβῃ, ὅτι δὲν γίνεται ἐδῶ πέρα, δὲν ὑπάρχει δυνατότητα γιὰ ἀνάληση καὶ κουβέντες.
Ἐπειδὴ πολλοὶ μπορεῖ νὰ ἔρχονται καὶ νὰ θέλουν νὰ συζητήσουν: «Δὲν μοῦ λές˙ τί ἔγινε μὲ τὸν Πατριάρχη, τί εἶπε -ἂν ἦρθε ὁ πατριάρχης-, τί γνώμη ἔχεις γιὰ αὐτά;». Τί γνῶμες θὰ ἔχουμε ἐμεῖς; Δὲν ἔχουμε καμμία γνώμη. «Ἐγὼ παιδάκι μου ἦρθα ἐδῶ καὶ εἶμαι πεθαμένος. Μοῦ μιλᾶς ἀκόμη; Δὲν ἀναστήθηκα. Ὅταν ἀναστηθῶ, θὰ μιλήσουμε». Ἔτσι, νομίζω, θὰ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε κάπως αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.
Νὰ τὸ πάρουμε στὰ σοβαρά˙ εἴμαστε μοναχοί. Ἀλλιῶς, σημαίνει, ὅτι δὲν πήραμε στὰ σοβαρὰ τὴν ἐδῶ ἀποστολή μας, καὶ ἡ πολλὴ κουβέντα – αὐτὸ ποὺ λέγεται παρρησία, δηλαδὴ τὸ νὰ παραγνωριζόμαστε, καὶ μεταξύ μας ἀκόμη - δὲ μᾶς βοηθάει μὲ κανέναν τρόπο.
Ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι ἡ ἐν λόγῳ σιωπή. Δὲν εἶναι ἡ σιωπὴ τοῦ τύπου: «ἔτσι, δὲν τὸν μιλάω, δὲν τὸν χωνεύω, παρεξηγήθηκα», ἀλλὰ διότι ξέρει ὁ ἀδελφὸς καὶ ξέρω καὶ ἐγώ˙ «δὲν μιλᾶμε». Οἱ ἀρχαῖοι πατέρες τί κάνανε; Ὅταν πήγαιναν μὲ τὸν ὑποτακτικό, ἦταν πέντε βήματα πιὸ πίσω˙ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ μιλήση. Πήγαιναν γιὰ τὴν λατρεία καὶ δὲν μιλοῦσαν καθόλου. Μόνο κάτι ἀναγκαῖο λέγανε. Λοιπόν, αὐτὰ εἶναι ἀπὸ τὴν πεῖρα βγαλμένα, καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ μποροῦμε νὰ τὰ ἐφαρμόζουμε. Δὲν γίνεται μηχανικὴ ἀντιγραφή, δὲν γίνεται ἀκριβῶς ἔτσι, ἀλλὰ πάντως ὁ λόγος μας νὰ εἶναι «ἅλατι ἠρτυμένος», ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ λόγος, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι πάντοτε πνευματικός, φωτισμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ἀπ’ αὐτὰ ποὺ διαβάσαμε. «Ξέρεις ἀδελφέ, διαβάσαμε αὐτό ... Δὲν πρόσεξα ἐκεῖνο τὸ σημεῖο τοῦ ἀναγνώσματος ἢ τοῦ Ἀποστόλου ἢ τὸ τάδε τροπάριο».
Εἶναι καταπληκτικὰ τὰ τροπάρια! Πολλὲς φορὲς τὰ διαβάζω πάλι. Τῆς Δευτέρας καὶ τῆς Τρίτης εἶναι πολὺ κατανυκτικά. Μερικὰ ποὺ μοῦ κάνουν ἐντύπωση τὰ γράφω ἰδιαίτερα, γιὰ νὰ τὰ ἔχω μπροστά μου - ἔχω ἕνα πραγματάκι σὲ ἕνα σημεῖο τοῦ γραφείου μου, ὅπου μπορῶ νὰ βγάλω ἕνα φύλλο χαρτιοῦ, αὐτὰ τὰ Α4 – καὶ τὰ ἀντιγράφω γιὰ νὰ τὰ βλέπω. Καὶ ἔκτοτε τὰ ξαναφέρνω στὸ μυαλό μου. Τὰ ξαναφέρνω στὸ μυαλό μου ὅσο γίνεται, γιὰ νὰ μπορῶ νὰ σκέπτωμαι καὶ ἐγώ. Γιατὶ μπορεῖ νὰ εἶμαι μόνος ἐγὼ ἐκεῖ πέρα, ἀλλὰ γίνεται ἡ κουβέντα˙ ἔρχονται οἱ διάφορες σκέψεις γιὰ τὸ α ἢ τὸ β, ὁπότε τὸ ἴδιο εἶναι πάλι. Δὲν μὲ βοηθάει ἡ μόνωσις.
Πρέπει νὰ πολεμοῦμε ἀδιαλείπτως, γιατὶ ξεφεύγει αὐτὸς ὁ νοῦς. Εἶναι πολὺ πονηρός, πάρα πολὺ πονηρός˙ δὲν θὰ σᾶς πῶ. Πονηριὲς ποὺ δὲν μπορεῖ πολλὲς φορὲς νὰ εἶναι στὸ πονηρό, καινούργιες πονηρίες ἔρχονται ... «Ἔτσι εἶσαι; Διάβαζε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα». «Ἔτσι εἶσαι; Κάνε πάλι τὴν ἴδια προσευχή. Διάβασε αὐτὴν τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου - ὑπάρχει στὸ προσευχητάριο τοῦ Σιμωνώφ˙ δέκα σελίδες εἶναι-. Διάβασέ την ξανά, ἐπειδὴ δὲν τὴν πρόσεξες, γιὰ νὰ μάθῃς ἄλλη φορά. Καὶ κάθησε, σὲ παρακαλῶ, νὰ ἀντιγράψῃς ἕνα μέρος ἀπ’ αὐτό». Ξεκουράζει αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Καὶ μοῦ τὸ λένε πολλοί, ποὺ τοὺς ἔχω μιλήσει σχετικά, ὅτι «μὲ ὠφέλεσε πάρα πολύ».
Ἔχω βάλει μερικούς: «ὁ κανόνας σου, .... θὰ μοῦ ἀντιγράφῃς δέκα σειρές - ὄχι στίχους - ἀπὸ τὴν Γραφή». Ἔτσι ἔχουν γράφει ὁλόκληρο τὸ κατὰ Ἰωάννην, τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. «Τὸ ἔμαθα λέει. Δὲν τὸ πρόσεξα ποτέ». Λοιπόν, βέβαια δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τέτοια πράγματα, νὰ ἔχω πάντοτε ἕνα κείμενο μπροστά μου. Ἐν τούτοις ὅμως, ἂν δὲν θέλουν νὰ κάνουν αὐτό, ἔχω συστήσει κάτι ἄλλο: «Ἔχω ἕνα μπλοκάκι, ἔγραψα κάτι, καὶ τὸ βγάζω γιὰ νὰ τὸ βλέπω, ὁπότε ξαναθυμᾶμαι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα». Δὲν εἶναι φοβερὸ κακό. Ἕνα μικρὸ μπλοκάκι, πολὺ μικρό, ποὺ νὰ χωράῃ στὴν τσέπη, νὰ εἶναι εὔκολο, στὸ ὁποῖο γράφω κάτι γιὰ νὰ τὸ ξαναθυμηθῶ, νὰ τὸ φέρω πάλι στὸ μυαλό μου.
«Θοῦ Κύριε φυλακὴν τῷ στόματί μου». Πόσες φορὲς τὸ ἀκοῦμε; Σὲ κάθε Ἑσπερινὸ ὁπωσδήποτε, ἐκτὸς ἂν τὸ διαβάζουμε καὶ μόνοι μας ἰδιαίτερα. Ποῦ «φυλακὴ τῷ στόματί μου» μας; Ἐδῶ ἀποδιδράσκουν οἱ φυλακισμένοι καὶ ποιὸς ξέρει πόσοι ἄλλοι ἀποδιδράσκουν μέσα στὸ στόμα μας. Καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο πρέπει νὰ ἀσκήσουμε τὴν ἐν λόγῳ σιωπὴ μὲ τοὺς ἄλλους, καὶ ἀκόμη - ὄχι νὰ προσποιηθοῦμε – γιὰ νὰ τοὺς δώσουμε παράδειγμα. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ τοὺς ὠφελήσουμε, διότι οἱ ἄνθρωποι ἔξω δὲν ξέρουν τὶ θὰ πῇ σιωπή, μὲ κανέναν τρόπο.
Ἐγὼ πολλές φορὲς ἀναγκάζομαι νὰ φεύγω, διότι ἔρχονται – καὶ πιστοὶ ἄνθρωποι – καὶ δὲν καταλαβαίνουν, θέλουν κουβέντα. Βρέ, Χριστιανέ μου, ἐγὼ ἦρθα ἐδῶ στὴν σιωπή. Ἐδῶ δὲν μιλᾶμε. Δὲν τὸ καταλαβαίνουν. Τὸ ξέρω. Ὅταν ἤμουν ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, εἶπα σὲ κάτι ἐπισκέπτες – εἶχα μία μέρα σιωπῆς, καὶ ἦρθαν κάποιοι μοναχοὶ καὶ γνωστοὶ στὸ κελλὶ ἐκεῖ - ὅτι «ἔχω κανόνα σιωπῆς». Πετάχτηκαν στὸ ταβάνι! «Δὲν μᾶς θέλεις». Αὐτὴ ἤτανε ἡ ἀπάντηση. Λέω: «Ἔτσι θὰ τὸ δοῦμε; Διότι ἔχουμε ξεχάσει μερικὰ πράγματα. Ἡ σιωπή μας εἶναι μέσα στὸ πρόγραμμά μας». Θὰ κάνουμε τὴν δουλειά μας σιωπηλοί.
Ἔχουμε διαβάσει τέτοια παραδείγματα καὶ ὑποτακτικῶν καὶ ἄλλων, ποὺ πολιτεύονταν μὲ πᾶσα σιωπή.
Ἀναφέρεται σὲ μία περίπτωση, ὅτι ἦρθε ἕνας γέροντας σὲ ἕνα ἄλλο γέροντα νὰ τὸν δῇ. Εἶχε καὶ τὸν ὑποτακτικό του, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἔλεγε τίποτα. «Γιατί δὲν τοῦ λές νὰ κάνῃ τίποτα; «Ὅ,τι βλέπει νὰ κάνῃ. Ὅ,τι βλέπει νὰ κάνῃ! Καὶ ἀπὸ τότε, λέει ὁ ὑποτακτικός, τὸ κατάλαβα καὶ προσπαθοῦσα νὰ μαντεύω τί θέλει ὁ Γέροντας. Δὲν μοῦ ἔλεγε ποτέ, νὰ κάνῃς αὐτὸ ἢ τὸ α ἢ τὸ β». Αυτὸ τὸ πρᾶγμα παίζει πολὺ μεγάλο ρόλο. Θὰ ἀπαλλάξετε, τουλάχιστον κατὰ σαράντα ἢ πενήντα τοῖς ἑκατὸ τὸν Γέροντα, νὰ σᾶς λέῃ˙ «πρέπει νὰ κάνῃς αὐτό, νὰ κάνῃς ἐκεῖνο» καὶ νὰ έπαναλαμβάνῃ κάθε φορὰ τὰ ἴδια πράγματα.
Νομίζω, λοιπόν, ὅτι πρέπει νὰ προσέξουμε τὴν ἐν γνώσει σιωπή. Λέγεται «ἐν γνώσει», ἐπειδὴ ξέρω γιατὶ σιωπῶ, ξέρει ὁ ἀδελφὸς γιατὶ σιωπῶ καὶ δὲν παρεξηγεῖται. Καὶ ὁ Θεὸς δίνει τὴν Χάρη του, διότι εἶναι μία θυσία, τὴν ὁποία κάνω. Γιὰ τὸν Κύριο τὴν κάνω. «Ὁ δέ ἐσιώπα». Ὁ Κύριος σιωποῦσε. Ὁ Κύριος ἀπεσύρετο καὶ σιωποῦσε. Ἀλλὰ σιωποῦσε καὶ ὅταν Τὸν κατηγοροῦσαν. Ὅταν Τὸν κατηγοροῦσαν καὶ ἔπρεπε νὰ μιλήσῃ δὲν μιλοῦσε, καὶ μιλοῦσε ἡ σιωπή Του. Νομίζω, αὐτὸ τὸ πρᾶγμα κάπως ἔτσι θὰ τὸ ἀντιμετωπίσουμε.
Ὁ Γέροντας: Εὐχαριστοῦμε. Νὰ εὐχηθῆτε, Γέροντα ....
Περιοδικό "Όσιος Γρηγόριος" της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους
τεύχος 36 έτος 2011 και τεύχος 37 έτος 2012
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου