Ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων ἔχει ξεπεράσει τὰ ὅρια. Κοιτάζουν πῶς νὰ ξεγελάση ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ τὸ θεωροῦν κατόρθωμα ποὺ τὸν ξεγελοῦν. Ἀλήθεια, πῶς ψεύτισε ὁ κόσμος! Ὅλα ψεύτικα τὰ φτιάχνουν. Χρήματα ἐν τῷ μεταξύ παίρνουν περισσότερα ἀπ' ὅσα ἔπαιρναν οἱ παλιοί, οἱ καημένοι. Γενικά ὅλα τὰ ψεύτισαν.
Μία μέρα μου ἔφερε κάποιος ντοματιές. Κάθε φυτό ἦταν σὲ ἕνα σακκουλάκι μικρούτσικο μὲ χῶμα χοντρό, μέλαγγα, ἀμμούδα χοντρή, γιὰ νὰ κρατάη τὴν ὑγρασία. Βαριοῦνται νὰ ρίξουν λίγο νερό! Οὔτε καν νὰ βάλουν κοπριά, μόνον ἐπάνω-ἐπάνω εἶχε λίγη σάν τὸ μαυροπίπερο! Ὅποτε, ὅταν τὶς ἔβγαλα ἀπὸ τὸ σακκουλάκι, ὅλη ἡ ρίζα ἦταν σάπια. Ἔρριξα ἕνα στρῶμα χῶμα ἀπὸ πάνω, γιὰ νὰ βγάλουν νέες ρίζες.
Καὶ πῶς ξεγελοῦν τὸν κόσμο! Νὰ δῆτε, μοῦ εἶχαν φέρει ἕνα κουτί μεγάλο μὲ γλυκά. «Θα τὸ ἀνοίξω, εἶπα, ὅταν θὰ 'ρθῆ καμμιά παρέα μεγάλη. Ἄς μήν τὸ ἀνοίξω τώρα καὶ πᾶνε μυρμήγκια». Μία μέρα μαζεύτηκαν κάμποσοι, ὑπολόγισα ὅτι θὰ φθάσουν καὶ θὰ περισσέψουν κιόλας.
Καὶ πῶς ξεγελοῦν τὸν κόσμο! Νὰ δῆτε, μοῦ εἶχαν φέρει ἕνα κουτί μεγάλο μὲ γλυκά. «Θα τὸ ἀνοίξω, εἶπα, ὅταν θὰ 'ρθῆ καμμιά παρέα μεγάλη. Ἄς μήν τὸ ἀνοίξω τώρα καὶ πᾶνε μυρμήγκια». Μία μέρα μαζεύτηκαν κάμποσοι, ὑπολόγισα ὅτι θὰ φθάσουν καὶ θὰ περισσέψουν κιόλας.
Μόλις τὸ ἀνοίγω, βλέπω μέσα φελιζόλ ἀπὸ 'δω, φελιζόλ ἀπὸ 'κει... Καὶ ἦταν τόοοσο μικρό αὐτὸ ποὺ εἶχε τὰ γλυκά. Ὅλο τὸ ἄλλο ἦταν ἄδειο! Μία ἄλλη φορὰ μου ἔφεραν ἕνα ἐπίσημο κουτί γλυκά δεμένο μὲ κορδέλλες. «Θα τὸ φυλάξω, εἶπα, γιὰ τὰ παιδιά τῆς Ἀθωνιάδος». Καὶ τελικά ἦταν κάτι λουκούμια σκληρά, παλιά λουκούμια! Ἐγώ τέτοια λουκούμια δὲν τὰ δίνω. Δίνω στὸν κόσμο κανένα μαλακό λουκούμι.
– Γέροντα, δὲν καταλαβαίνουν ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀδικία;
– Τὸ θεωροῦν κατόρθωμα. Γιατί ἡ ἁμαρτία ἔχει γίνει μόδα τώρα καὶ ἡ ἀδικία θεωρεῖται ἐξυπνάδα. Τὸ κοσμικό πνεῦμα δυστυχῶς τροχάει τὸ μυαλό στὴν πονηριά, καὶ τὸ θεωρεῖ κατόρθωμα ἐκεῖνος ποὺ ἀδικεῖ τὸν συνάνθρωπό του. Παίρνει μάλιστα καὶ τὸν τίτλο: «Αὐτός εἶναι διάβολος, τὰ καταφέρνει», ἐνῶ ἐσωτερικά ὑποφέρει ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως, τὴν μικρή κόλαση.
– Γέροντα, δὲν καταλαβαίνουν ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀδικία;
– Τὸ θεωροῦν κατόρθωμα. Γιατί ἡ ἁμαρτία ἔχει γίνει μόδα τώρα καὶ ἡ ἀδικία θεωρεῖται ἐξυπνάδα. Τὸ κοσμικό πνεῦμα δυστυχῶς τροχάει τὸ μυαλό στὴν πονηριά, καὶ τὸ θεωρεῖ κατόρθωμα ἐκεῖνος ποὺ ἀδικεῖ τὸν συνάνθρωπό του. Παίρνει μάλιστα καὶ τὸν τίτλο: «Αὐτός εἶναι διάβολος, τὰ καταφέρνει», ἐνῶ ἐσωτερικά ὑποφέρει ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως, τὴν μικρή κόλαση.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Α' «Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο»
«Πᾶνος»
Καί πόσοι πανούργοι θεωρούν εαυτούς «καλούς χριστιανούς»,,,,
ΑπάντησηΔιαγραφή