Οἱ Ἅγιοι Πάντες
Τοῦ Κυρίου μου πάντας ὑμνῶ τοὺς φίλους,
Εἴτις δὲ μέλλων, εἰς τοὺς πάντας εἰσίτω.
Πραγματικὰ
εἶναι θαυμαστὸς ὁ Θεὸς μέσα στοὺς ἁγίους του. Γιατί ὅταν κανεὶς
ἀναλογισθεῖ τοὺς ὑπερφυσικοὺς ἀγῶνες τῶν μαρτύρων, πὼς μὲ ἀσθενὴ σάρκα
καταντρόπιασαν τὸν ἰσχυρὸ στὴ κακία, πὼς ἔμειναν ἀναίσθητοι στὶς ὀδύνες
καὶ στὰ τραύματα, καθὼς ἀγωνίζονταν μὲ σώματα πρὸς φωτιά, πρὸς τὸ ξίφος,
πρὸς ποικίλα καὶ θανατηφόρα εἴδη βασάνων καὶ ἀντιπαρατάσσονταν μὲ
καρτερία, ἐνῶ τοὺς ἔκοβαν τὶς σάρκες, τοὺς διάλυαν τοὺς ἁρμοὺς καὶ τοὺς
συνέτριβαν τὰ ὀστά, ὅμως διαφύλαξαν τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως στὸ Χριστὸ
σώα καὶ ἀδιάσπαστη, ἀκεραία καὶ ἀκλόνητη, ποὺ γι’ αὐτὸ τοὺς χαρίσθηκε
καὶ ἡ ἀναντίρρητη σοφία τοῦ Πνεύματος καὶ ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων.
Ὅταν
κανεὶς ἀναλογισθεῖ ἐπίσης τὴν ὑπομονὴ τῶν ὁσίων, πὼς ὑπέφεραν μὲ τὴ
θέλησή τους σὰν ἀσώματοι τὶς πολυήμερες ἀσιτίες, τὶς ἀγρυπνίες, τὶς
ἄλλες ποικίλες κακώσεις τοῦ σώματος, καὶ ἀντιτάχθηκαν ἕως τὸ τέλος πρὸς
τὰ πονηρὰ πάθη, πρὸς τὰ τόσα εἴδη ἁμαρτίας, πρὸς τὸν ἐσωτερικό μας
ἀόρατο πόλεμο, πρὸς τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, ἐνῶ ἔλειωναν καὶ
ἀχρηστεύονταν ἐξωτερικά, ἀλλὰ ἀνανεώνονταν καὶ ἐθεώνονταν ἐσωτερικὰ ἀπὸ
ἐκεῖνον ποὺ τοὺς ἔδωσε τὰ χαρίσματα τῶν θεραπειῶν καὶ δυνάμεων.
Ὅταν
λάβει αὐτὰ κανεὶς ὑπ’ ὄψιν του καὶ ἐπὶ πλέον ἐννοήσει ὅτι ὑπερβαίνουν
τὴ φύση μας, θαυμάζει καὶ δοξάζει τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε σ’ αὐτοὺς τὴν τόση
ἄφθονη χάρη καὶ δύναμη. Γιατί ἂν καὶ εἶχαν ἀγαθὴ καὶ καλὴ προαίρεση,
χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ κατόρθωναν νὰ ὑπερβοῦν τὴ φύση καὶ
ἔχοντας σῶμα, νὰ κατανικήσουν τὸν ἀσώματο ἐχθρό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς
προφήτης, ἀφοῦ εἶπε: «Θαυμαστὸς εἶναι ὁ Θεὸς μέσα στοὺς ἁγίους αὐτοῦ», πρόσθεσε: «αὐτὸς θὰ δώσει δύναμη καὶ κραταίωση στὸ λαό του». (Ψαλμ. ξζ’, 36).
Ἀπολαύουν
δὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅλοι γενικά, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν ἀγαθὴ προαίρεση
καὶ ἐπιδεικνύουν μὲ ἔργα τὴν πρὸς τὸ Θεὸ ἀγάπη καὶ πίστη. Αὐτὸ
φανερώνεται στὸ εὐαγγέλιο ποὺ λέγει: «ὅποιος ὁμολογήσει σ’ ἐμένα ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ σ’ αὐτὸν ἐμπρὸς στὸ Πατέρα μου στοὺς οὐρανούς» (Ματθ. ι’, 32).
Δὲν εἶπε «ὅποιος μὲ ὁμολογήσει ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους», ἀλλὰ «ὅποιος ὁμολογήσει μέσα σ’ ἐμένα» μὲ τὴν ἔννοια ὅτι μπορεῖ νὰ προβάλει μὲ παρρησία τὴν εὐσέβεια, δι’ ἐκείνου καὶ διὰ τῆς βοηθείας ἐκείνου. Ἔτσι πάλι «θὰ ὁμολογήσω καὶ ἐγώ» καὶ δὲν εἶπε «αὐτόν» ἀλλὰ «μέσα σ’ αὐτόν», δηλαδὴ διὰ τῆς ἀγαθῆς ἀντιστάσεως καὶ ὑπομονῆς.
Αὐτὸ δηλώνει τὴν ἀδιάσπαστη συνάφεια τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ὁμολογοῦντας, ἂν καὶ εἶναι δοῦλοι Θεοῦ.
Ἀντίθετα «ὅποιος μὲ ἀρνηθεῖ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸ Πατέρα μου στοὺς οὐρανούς».
Δὲν εἶπε ἐδῶ «ὅποιος ἀρνηθεῖ μέσα σὲ μένα», γιατί;
Διότι
ὁ ἀρνούμενος ἀρνεῖται τὸ Θεὸ ἂν στερηθεῖ τὴ Θεϊκὴ βοήθεια. Γιατί δὲ
ἐγκαταλείφθηκε καὶ ἔμεινε ἔρημος τοῦ Θεοῦ; Ἐπειδὴ αὐτὸς πρῶτα πρόλαβε
καὶ τὸν ἐγκατέλειψε, ἀφοῦ ἀγάπησε τὰ πρόσκαιρα καὶ γήινα πράγματα
περισσότερο, παρὰ τὰ ἐπαγγελμένα ἀπὸ τὸ Θεὸ οὐράνια καὶ αἰώνια ἀγαθά.
Ἔτσι
οἱ θεῖες ἀντιδόσεις ἔχουν μαζί τους τὴ θεία δικαιοσύνη καὶ ἐπιφέρουν
ἀπὸ τὴ ὁμοίωση τὰ ἀνάλογα ἀποτελέσματα. Καὶ ἐνῶ οἱ ὁμολογήσαντες τὸ Θεὸ
στὸ πρόσκαιρο αὐτὸ βίο τὸ ἔκαναν παρουσία λίγων ἀνθρώπων, ὁ Χριστὸς Θεὸς
καὶ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆς θὰ τοὺς ὑποστηρίξει ἐνώπιον τοῦ Πατρός,
τῶν ἀγγέλων, ὅλων τῶν οὐρανίων δυνάμεων καὶ μὲ παρουσία ὅλων τῶν
ἀνθρώπων ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι τῆς συντέλειας. Καὶ θὰ στεφανώσει καὶ θὰ δοξάσει
ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπέδειξαν πίστη μέχρι τέλους σὲ αὐτόν.
Ἀλλὰ
καὶ τώρα δοξάζονται κάποιοι ἅγιοι μὲ τὰ ἱερὰ λείψανά τους ποὺ
εὐωδιάζουν, ποὺ χαρίζουν ἰάσεις καὶ διάφορα ἐνεργήματα δυνάμεων,
προσκυνώντας τους καὶ γονατίζοντας στὶς εἰκόνες τους βασιλεῖς, ἄρχοντες
καὶ ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου.
Ἄλλωστε τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πρὸς τοὺς πιστοὺς ὅτι: «ὅποιος ἀφήσει οἰκία, συγγενεῖς ἢ ἀγροὺς γιὰ τὸ ὄνομά μου, θὰ τὰ λάβει ἑκατονταπλάσια καὶ θὰ κληρονομήσει αἰώνια ζωή». (Ματθ. ι’, 37).
Καὶ
τὴν ἴδια του ζωὴ εἶναι δίκαιο καὶ ἀναγκαῖο νὰ τὴν ἀφήσει ὁ πιστός, ἂν
τὸν καλέσει ὁ καιρὸς σὲ περιόδους διωγμῶν, γιὰ νὰ πετύχει τὴν αἰώνια
ζωή, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔδωσε τὴ ζωή του γιὰ χάρη μας.
Ἀλλὰ καὶ σὲ εἰρηνικοὺς καιροὺς ὁ πιστὸς λαμβάνει τὸ σταυρό του,
σταυρώνοντας τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας.
Διότι λέγει: «ὅποιος βρῆκε τὴν ψυχή του θὰ τὴν χάσει, καὶ ὅποιος ἔχασε τὴν ψυχή του γιὰ χάρη μου, θὰ τὴ βρεῖ». (Ματθ. ι’, 39).
Ὁ
ἄνθρωπος εἶναι διπλός, ὁ ἐκτός δηλαδὴ τοῦ σώματος καὶ ὁ μέσα μας,
δηλαδὴ ἡ ψυχή. Ὅταν κάποιος παραδώσει τὸν ἑαυτό του σὲ θάνατο κατὰ τὸν
ἐκτὸς ἄνθρωπο, χάνει τὴ ψυχή του ποὺ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴ
βρίσκει στὸ Χριστὸ κατὰ τὴν ἀνάσταση καὶ γίνεται οὐράνιος καὶ αἰώνιος.
Ἡ
ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τιμᾶ λοιπὸν καὶ μετὰ θάνατο αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν
ἀληθινὰ κατὰ Θεό, κάθε μέρα τοῦ ἔτους τελεῖ τὴ μνήμη τῶν ἁγίων ποὺ
μετέστησαν καὶ ἀπεδήμησαν ἀπὸ τὴ πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή.
Συγχρόνως δὲ προβάλλει τὸ βίο καθενὸς χάρη τῆς ὠφελείας μας καὶ ὑποδεικνύει τὸ τέλος τους, εἴτε εἰρηνικὸ εἴτε μαρτυρικό.
Τώρα
δὲ μετὰ τὴ Πεντηκοστή, ἡ Ἐκκλησία ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τους ἁγίους
γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους μαζί, ἀναπέμπει κοινὸ σὲ ὅλους αὐτοὺς ὕμνο, ὄχι
μόνο διότι ὅλοι εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Πατέρα, ὅπως τὸ
ζήτησε ὁ Κύριος: «νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα, ὅπως ἐγώ, Πάτερ, μὲ σένα καὶ σὺ μὲ μένα, νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ μὲ ἐμᾶς ἕνα στὴν ἀλήθεια»,
(Ἰω. ιζ’, 20), ἀλλὰ καὶ γιατί φροντίζει νὰ φανερώνει καὶ νὰ ἀνυμνεῖ ὅλα
τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστολῆς, φωτισμοῦ καὶ ἐνεργείας
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.Ἃς
τιμήσουμε λοιπὸν ὅλους τοὺς ἁγίους του Θεοῦ. Πῶς; Ἂν κατὰ μίμησή τους
καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος καὶ
ἔτσι ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὰ κακὰ διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, θὰ
φερόμεθα πρὸς τὴν ἁγιοσύνη παρουσιάζοντας τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχές μας
εὐάρεστες στὸ Θεό, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων πάντων ὥστε νὰ γίνουμε καὶ
ἐμεῖς μέτοχοι τῆς ἀπέραντης ἐκείνης πανηγύρεως καὶ εὐφροσύνης μὲ τὴ
χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν ὁποῖο πρέπει κάθε
δόξα μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ
Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἐξ
ὕψους κατῆλθες, ὁ εὔσπλαγχνος, ταφὴν κατεδέξω τριήμερον, ἵνα ἡμᾶς
ἐλευθερώσῃς τῶν παθῶν. Ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις ἡμῶν, Κύριε δόξα σοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων. Ἦχος δ’.
Τῶν
ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ Μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καὶ βύσσον τὰ αἵματα, ἡ
Ἐκκλησία σου στολισάμενη, δι’ αὐτῶν βοᾷ σοι, Χριστὲ ὁ Θεός· Τῷ λαῷ σου
τοὺς οἰκτιρμούς σου κατάπεμψον, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δωρήσαι, καὶ
ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.Τῶν
Ἁγίων Ἁπάντων τὰ μύρια συστήματα, σὺν τοῖς Ἀποστόλοις Προφήτας,
Ἱεράρχας καὶ Μάρτυρας, Ὁσίων καὶ Δικαίων τοὺς χορούς, καὶ ἄθροισμα Ἁγίων
Γυναικῶν, καὶ σὺν πᾶσιν ἀνωνύμοις τε καὶ γνωστοῖς, ὑμνήσωμεν
κραυγάζοντες· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ
τὴν Ἐκκλησίαν δι’ ὑμῶν πυρσεύοντι.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Ὡς
ἀπαρχὰς τῆς φύσεως, τῷ φυτουργῷ τῆς κτίσεως, ἡ οἰκουμένη προσφέρει σοι
Κύριε, τοὺς θεοφόρους Μάρτυρας. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ
τὴν Ἐκκλησίαν σου, διὰ τῆς Θεοτόκου, συντήρησον Πολυέλεε.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τοὺς ἀπ’ αἰῶνος τῷ Θεῷ εὐαρεστήσαντας
Ἐν εὐσεβείᾳ καὶ ἁγίοις κατορθώμασι
Σὺν Δικαίοις Πατριάρχας καὶ τοὺς Προφήτας,
Ἀποστόλους Ἱεράρχας καὶ τοὺς Μάρτυρας
Καὶ Ὁσίων τοὺς χοροὺς ὕμνοις τιμήσωμεν,Τούτοις λέγοντες, Πάντες Ἅγιοι χαίρετε.
Μεγαλυνάριον.Χαίροις
Ἀποστόλων δῆμος σεπτός, Προφῆται Κυρίου, καὶ Μαρτύρων στερροὶ χοροί,
θεῖοι Ἱεράρχαι, καὶ Ὅσιοι Πατέρες, καὶ Δίκαιοι καὶ πάντες, χαίρετε
Ἅγιοι.
Ὁ Ἅγιος Ἰούδας ὁ Ἀπόστολος
Καὶ συγγενείᾳ καὶ χορῷ αὐχεῖν ἔχεις.
Χριστοῦ μαθητῶν ὦ Ἰούδα, καὶ πάθει.
Ἐννεακαιδεκάτῃ βελέεσσιν Ἰούδας θνῄσκει.
Kλήσις τριπλή σοι και τριπλούν μάκαρ πάθος,
Άρσις δέσις τε και τρίτον τόξου τάσις.
Eννεακαιδεκάτη βελέεσσιν Iούδας θνήσκει.
Ὁ Ἀπόστολος Ἰούδας, ἕνας ἐκ τῶν 12 Μαθητῶν καὶ Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου, ἦταν υἱὸς τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ μνήστορος Ἰωσὴφ Ἀλφαίου καὶ τῆς συγγενοῦς τῆς Θεοτόκου Μαρίας, ἀδελφὸς δὲ τοῦ ἐπίσης Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ ἐπιλεγομένου Ἀδελφοθέου.
Πρὸς διάκριση ἐκ τοῦ Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτου, στὸ μὲν τὸ κατὰ Λουκᾶ Εὐαγγέλιο (6, 16) καὶ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (1, 13) ἀποκαλεῖται Ἰούδας Ἰακώβου (ἀδελφὸς δηλαδὴ τοῦ Ἰακώβου), στὸ δὲ τὸ κατὰ Ματθαῖο (10, 3) καὶ Μάρκο (Γ’, 18) ὀνομάζεται Θαδδαῖος ἢ Λεββαῖος. Ὁ συγγραφέας τῆς Ἐπιστολῆς Ἰούδα χαρακτηρίζεται σαφῶς «Ἰούδας... ἀδελφὸς δὲ τοῦ Ἰακώβου».
Ἡ ζωή του κατὰ τὴν ἐπὶ τῆς γῆς παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ μέχρι τῆς Πεντηκοστῆς ἦταν ὅμοια μὲ αὐτὴ τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων. Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὅμως, ὅταν ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατῆλθε ἐπὶ τῶν Ἀποστόλων, ὁ Ἰούδας, ἀφοῦ γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα παρέμεινε ἐργαζόμενος στὰ Ἱεροσόλυμα, κοπιῶν ὑπὲρ τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας, μετέβη ἀκολούθως στὶς γειτονικὲς χῶρες, κηρύττων τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς ἐν Σαμαρείᾳ καὶ Μεσοποταμίᾳ ὁμοεθνεῖς του. Στὴ συνέχεια, μετὰ τοῦ Σίμωνος τοῦ Ζηλωτοῦ ἀφίχθη στὴν Περσία, στὴν Ἔδεσσα, ὅπου ἐθεράπευσε τὸν ἐκ λέπρας πάσχοντα τοπάρχη Ἄβγαρο, καί, τέλος, συνελήφθη στὴν πόλη Ἀραράτ, ὅπου ἐκρεμάσθηκε καὶ ἐτελειώθηκε κτυπηθεὶς διὰ βελῶν. Κατ’ ἄλλους βιογράφους, ὁ Ἰούδας ἐμαρτύρησε στὴ Βηρυττὸ περὶ τὸ 80 μ.Χ., ἀφοῦ προηγουμένως ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἰουδαία, Ἀραβία καὶ Συρία. Τέλος, σύμφωνα μὲ τὶς Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων, ὁ Ἰούδας ὑπῆρξε τρίτος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, μετὰ τὸν Ἰάκωβο καὶ Συμεὼν τοῦ Κλωπᾶ (7, 46, 1 – 2), τοῦτο δὲ ἐπανέλαβε καὶ ὁ Γεώργιος Σύγγελος.
Ὅσον ἀφορᾶ στὸ θέμα τῆς συγγραφῆς τῆς Καθολικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Ἰούδα, αὐτὸς χαρακτηρίζει ἑαυτὸν «ὡς Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλον, ἀδελφὸν δὲ Ἰακώβου». Καὶ διὰ μὲν τοῦ πρώτου χαρακτηρισμοῦ δηλώνει τὴν ἀφοσίωσή του στὸν Ἰησοῦ Χριστό, διὰ δὲ τοῦ δευτέρου δηλώνει ὅτι ἦταν ἀδελφὸς τοῦ γνωστοῦ σὲ ὅλους Ἰακώβου, ὁ ὁποῖος κατεῖχε ἡγετικὴ θέση στὴν Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Χριστοῦ σε συγγενῆ, ὦ Ἰούδα εἰδότες, καὶ μάρτυρα στερρόν, ἱερῶς εὐφημοῦμεν, τὴν πλάνην πατήσαντα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσαντα· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαῖς σου λαμβάνομεν.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ἐκ ῥίζης εὐκλεοῦς, θεοδώρητον κλῆμα, ἀνετειλας ἡμῖν τοῦ Κυρίου αὐτόπτα, Ἀπόστολε Θεάδελφε, τοῦ Χριστοῦ κῆρυξ πάνσοφε, τρέφων ἅπαντα, κόσμον καρποῖς σου τῶν λόγων, τὴν ὀρθόδοξον, πίστιν Κυρίου διδάσκων, ὡς μύστης τῆς χάριτος.
Μεγαλυνάριον.
Δεῦτε τὸν Θεάδελφον Μαθητήν, καὶ τῆς εὐσεβείας, τὸν φωστῆρα τὸν θεαυγῆ, ὑμνήσωμεν πόθῳ, χαῖρε αὐτῷ βοῶντες, Ἀπόστολε Ἰούδα, Χριστοῦ διάκονε.
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Μέγας καὶ Θεοφόρος
Eγώ σε Παΐσιε Άγγελον λέγω,
Φύσει μεν ουχί, αλλά τω ξένω βίω.
Ὁ Ὅσιος καὶ Θεοφόρος Πατέρας μας Παΐσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ἀπὸ γονεῖς εὔπορους, ἐνάρετους καὶ εὐσεβεῖς Χριστιανοὺς καὶ ἄκμασε κατὰ τὸ β’ ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατρός του, νέος ἀκόμη στὴν ἡλικία, ὑπὸ θείου ζήλου κινούμενος, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ κατέφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔγινε μαθητὴς τοῦ περιώνυμου ἐρημίτου ἀσκητοῦ Παμβὼ († 18 Ἰουλίου), ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ ὁποίου προέκοψε σὲ ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὴ βαθιὰ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ διδασκάλου του, έπιθυμῶν πλέον ἥσυχη καὶ ἐρημικὴ ζωή, γιὰ αὐστηρότερη ἄσκηση, κατέφυγε στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐρήμου, ὅπου ἐγνωρίσθηκε καὶ συνδέθηκε διὰ στενοτάτης φιλίας μετὰ τοῦ ἐπίσης μεγάλου ἀσκητοῦ Ὁσίου Παύλου († 15 Ἰανουαρίου). Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του ἄρχισε ταχέως νὰ διαδίδεται, πολλοὶ δὲ πιστοὶ προσέτρεχαν πρὸς αὐτόν, ἐξαιτοῦντες τὴν εὐλογία καὶ τοὺς σοφοὺς παρηγορητικοὺς λόγους του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε Μέγας. Γέροντας πλέον, μετὰ ἀπὸ παρακκλήσεις πολλῶν ἀδελφῶν, ἐγκατέλειψε τὴν ἔρημο καὶ ἐγκατασταθεὶς πλησίον κατοικημένων τόπων ἐδίδασκε καὶ ἐνουθετοῦσε τὰ πρὸς αὐτὸν προσερχόμενα πλήθη τῶν πιστῶν.
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθύτατο γήρας καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν ἔρημο. Μετὰ ὀλίγα ἔτη, τὰ ἱερὰ αὐτοῦ λείψανα, ἀνακομισθέντα, μεταφέρθησαν στὴν Πισιδία καὶ κατετέθησαν στὴν ἐκεῖ εὑρισκόμενη μονή.
Τὸ Βίο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου συνέγραψε ὁ συνασκητής του Ὅσιος Ἰωάννης ὀ Κολοβός († 9 Νοεμβρίου), τὴν δὲ Ἀκολουθία του ἐξεπόνησε ὁ Χριστόφορος Προδρομίτης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν Μοναστῶν κορωνίς, ὁ ἄσαρκος ἄνθρωπος, τῶν οὐρανῶν οἰκιστής, ὁ θεῖος Παΐσιος, χαίρει τῇ αὐτοῦ μνήμῃ, σὺν ἡμῖν ἑορτάζων, νέμει τοῖς κοπιῶσι, δι’ αὐτὸν θείαν χάριν· διὸ ἐν προθυμίᾳ πολλῇ, τοῦτον τιμήσωμεν.
Κοντάκια. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς ἐρήμου πολιοῦχον καὶ κοσμήτορα
Καὶ τῶν Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα καὶ σέμνωμα
Μακαρίζομέν σε πάντες, Θεοῦ θεράπον·
Σὺ γὰρ ὤφθης ἐκ παιδὸς ὅλος θεόληπτος
Καὶ προσφόρως τῇ σῇ κλήσει πεπολίτευσαι.
Διὸ κράζομεν, χαίροις Πάτερ Παΐσιε.
Μεγαλυνάριον.
Τῷ Χριστῷ ἐκ βρέφους ἀνατεθείς, ηὔξησαι εἰς μέτρον, ἡλικίας πνευματικῆς, καὶ τῶν ἐν ἐρήμῳ, στῦλος φωτὸς ἐφάνης, Παΐσιε παμμάκαρ, Αἰγύπτου βλάστημα.
Ὁ Ἅγιος Ζώσιμος ὁ Μάρτυρας
Ψυχὴν ὑπὲρ σοῦ Ζώσιμος θεὶς φιλτάτην,
Ξίφει θανών, ζῇ ψυχικὴν ζωήν, Λόγε.
Ἐννεακαιδεκάτη ξίφεσι Ζώσιμος θνῄσκει.
Εὕρατο ζωὴν Ζώσιμος αἰωνίαν,
Τῆς αὐτοζωῆς ἕνεκεν θανὼν ξίφει.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ζώσιμος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀπολλωνιάδα τῆς Θράκης καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Τραϊανοῦ (98 – 117 μ.Χ.) καὶ ἡγεμόνος τῆς ἐν Πισιδίᾳ Ἀντιοχείας Δομετιανοῦ. Ὑπηρετῶν στὶς τάξεις τῶν ρωμαϊκῶν λεγεώνων καὶ δεχθεὶς τὸν Χριστιανισμό, ἀπέρριψε τὸν ὁπλισμό του καὶ καταφυγὼν σὲ Χριστιανικὴ ἐκκλησία ἐβαπτίσθηκε. Καταγγέλθηκε γι’ αὐτό, συνελήφθη, ὁδηγήθηκε δὲ ἐνώπιον τοῦ Δομετιανοῦ καὶ ἀφοῦ ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν Χριστό, καταδικάσθηκε σὲ θανάτωση μὲ σκληρὰ βασανιστήρια. Ἔτσι, τὸν ἐκρέμασαν καὶ τοῦ καταξέσχισαν τὶς σάρκες, τὸν ἅπλωσαν ἐπάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα, τοῦ ἐφόρεσαν σιδερένια ὑποδήματα φέροντα ἐσωτερικῶς καρφιὰ καὶ τὸν ὑποχρέωσαν νὰ τρέχει δεμένος ὄπισθεν πόλου, γιὰ νὰ μεταβεῖ στὴν πόλη τῶν Κανανέων, ὅπου καὶ ἀποκεφαλίσθηκε.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Στολαῖς ταῖς ἐξ αἵματος ὠραϊζόμενος, Κυρίῳ παρίστασαι τῷ Βασιλεῖ οὐρανῶν, ἀοίδιμε Ζώσιμε· ὅθεν σὺν ἀσωμάτων καὶ μαρτύρων χορείαις, ᾄδεις τῇ τρισαγίῳ καὶ φρικτὴ μελωδία· διὸ ταῖς ἱκεσίαις ταῖς σαῖς σῷζε τοὺς δούλους σου.
Κοντάκιον
Ἦχος β´. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῆς πλάνης τεμῶν τὸ κράτος τῇ ἐνστάσει σου καὶ νίκης λαβὼν τὸ στέφος τῇ ἀθλήσει σου, τοῖς Ἀγγέλοις ἔνδοξε, συναγάλλει Ζώσιμε πολύαθλε, σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Λίθος τίμιος τῆς Ἐκκλησίας, φυλαττόμενος ἐν τοῖς ταμείοις, τοῖς οὐρανίοις γέγονας Ζώσιμε· τοὺς προσκυνοῦντας τοὺς λίθους διήλεγξας καὶ μαρτυρίου ποτήριον ἔπιες, μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ Οἶκος
Γνῶσιν ἐνθεὶς τὴν ψυχὴν μου, καθαρόν μου τάς φρένας, καὶ τῶν σῶν ἐντολῶν ἐργάτην Σῶτερ ἀνάδειξον, ἵνα ἰσχύσω καταπαλαῖσαι τάς ποικίλας τῶν παθῶν μου ἐπαναστάσεις νικητικὸν ἀφθαρσίας βραβεῖον δεξάμενος, πρεσβείαις τοῦ σοῦ γενναίου ἀθλοφόρου Ζωσίμου φιλάνθρωπε· καὶ γὰρ αὐτὸς ἡμᾶς ἐν τῇ μνήμῃ αὐτοῦ συνεκαλέσατο, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν τῶν τὴν ἐτήσιον μνήμην καὶ πανήγυριν ἐπιτελούντων.
Μεγαλυνάριον
Ἄστρον ἀνατέταλκε φαεινὸν ἐξ Ἀπολλωνίας, ὁ πολύαθλος τοῦ Χριστοῦ μάρτυς καὶ φωτίζει πιστῶν ἅπαν τὸ πλῆθος, Ζώσιμος ὁ θεῖος, ὂν νῦν γεραίρομεν.
Ὁ Ὅσιος Ζήνων
Ζήνων τι κοινόν, σοι τε και θνητώ βίω;
Προς Aγγέλους άπελθε τους υπέρ βίον.
Εἶναι ἄγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς καὶ ὁ χρόνος δράσεως τοῦ Ὁσίου Ζήνωνος. Ἐγκατέλειψε τὴν κοσμικὴ ζωὴ καὶ ἀσκήτεψε πλησίον ἐναρέτου καὶ σοφοῦ γέροντος, ποὺ ὀνομαζόταν Σιλουανός. Διακρινόμενος γιὰ τὴν ὑπερβολική του ὑπακοή, τὴ μεγάλη εὐσέβεια καὶ τὴν ἀκτημοσύνη του, ἔτυχε παρὰ τοῦ Θεοῦ τῆς χάριτος τῆς θαυματουργίας, πολλοὺς πάσχοντες θεραπεύσας. Ἀφοῦ ἔζησε μὲ ὁσιότητα καὶ εὐσέβεια, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μετὰ ἀπὸ αὐστηρότατη ἄσκηση ποὺ διήρκησε 62 καὶ πλέον ἔτη.
Ὁ Ἅγιος Ἀσύγκριτος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ασύγκριτον σφαγέντα Kυρίου πόθω,
Ασύγκριτα στέφουσιν αξίως στέφη.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀσύγκριτος ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ διὰ μαχαίρας. Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου στὴν Ἁγία Εἰρήνη ποὺ ἦταν κοντὰ στὴ θάλασσα.
Ὁ Ὅσιος Βαρλαὰμ ὁ ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Βαρλαάμ, κατὰ κόσμον Βασίλειος Στεπάνοβιτς Σβοεζεμσέβ, ἔζησε τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὴν περιοχὴ τοῦ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Εὔπορος καὶ διακεκριμένος ἄνθρωπος, ἀγάπησε τὴν περιοχὴ καὶ ἐφρόντισε γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς γεωργίας καὶ τῆς ἁλιείας, γιὰ νὰ ζοῦν οἱ συμπατριῶτές του καλύτερα. Ἐπέδειξε ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ στοργὴ πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ καθημερινὰ προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ διατηρήσει τὴ ζέση τῆς ἀγάπης του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἰδιαίτερα τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν Κύριο καὶ ἡ ταπείνωσή του ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν ἱερὰ κοινοβιακὴ μονὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, τοῦ Μαθητοῦ τῆς ἀγάπης, καὶ ἐκεῖ ἐκάρη μοναχός.
Μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ ἄσκηση στὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ προσευχή, παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του πρὸς τὸν Κύριο, τὸ 1467.
Ἡ κανονικὴ διαδικασία τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε, τὸ 1631, ἀπὸ τὸ Μητροπολίτη Νόβγκοροντ Κυπριανό.
Άγιος Ιώβ Μητροπολίτης Μόσχας
Ο Άγιος Ιώβ, πρώτος Πατριάρχης Μόσχας γεννήθηκε περί το 1530 μ.Χ. στην Στάριτσα και κοιμήθηκε το 1607 μ.Χ. Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.
Όσιος Γρηγόριος Μυστριώτης ο εν Στρογγυλή των Λιχάδων
Γρηγόριε Ὅσιε τῇ σῇ ἀσκήσει,
Ταχέως εἴληφας τοῦ Χριστοῦ τὴν χάριν.
Γρηγόριε Ὅσιε τῇ σῇ ἀσκήσει,
Ταχέως εἴληφας τοῦ Χριστοῦ τὴν χάριν.
Ο
Όσιος Γρηγόριος, ήταν γόνος επίσημης οικογένειας χριστιανών της
περιοχής του σημερινού Μυστρά και έζησε κατά τον 11ο μ.Χ. αιώνα. Από
μικρός διδάχθηκε τα ιερά γράμματα και επέδειξε ζήλο για τη μοναχική ζωή.
Σε ηλικία 16 ετών, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αποσυρθεί σε μοναστήρι, χωρίς όμως να του το επιτρέψουν οι γονείς του. Αργότερα, ακολούθησε μια ομάδα μοναχών – επισκεπτών του Μυστρά, με σκοπό να προσκυνήσει μαζί τους, τους Αγίους Τόπους. Απρόβλεπτοι όμως λόγοι, τους οδήγησαν στη Ρώμη. Εκεί ο νεαρός Γρηγόριος γίνεται μοναχός, σε κάποια Ιερά Μονή της περιοχής.
Αργότερα αναχωρεί για τους Αγίους Τόπους, και στη συνέχεια φθάνει στη Νίκαια της Μικράς Ασίας και από εκεί μεταβαίνει στη Θράκη, Μακεδονία για να εγκατασταθεί τελικά στην Εύβοια. Η παρουσία του γεμάτου από τη Θεία Χάρη Γρηγορίου στη μικρή πόλη του Ωρεού, ξεσηκώνει παλλαϊκό συναγερμό. Ο Ιερός Ναός που έμενε, κατακλυζόταν καθημερινά από πλήθη πιστών, που πήγαιναν στον Όσιο για να ακούσουν το κήρυγμά του και τις βαθυστόχαστες συμβουλές του.
Πολύ γρήγορα όμως, για να αποφύγει την τιμή που του έκαναν οι άνθρωποι και για να βρει την πολυπόθητη ησυχία, φεύγει από τον Ωρεό και εγκαθίσταται σε ένα πολύ μικρό νησάκι, τη νήσο Στρογγυλή, το οποίο ανήκει στο συγκρότημα των Λιχαδονήσων στο Βορειοδυτικό άκρο της Ευβοίας. Δεν άργησε όμως το νέο αυτό κρησφύγετο του Οσίου Γρηγορίου να γίνει γνωστό και να προστρέχουν σ’ αυτόν πλήθη πλουσίων και φτωχών, Ιερείς και Αρχιερείς και Μοναχοί, για να διδαχθούν απ’ αυτόν την οδό της μετανοίας και ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμά του.
Ο Όσιος Γρηγόριος, ο «εκ Μυστρά καταγόμενος», αφού διέπρεψε σε όλους τους τομείς της αρετής, και έγινε πλήρης ημερών, μετέστη προς την ουράνια μακαριότητα, συναντώντας τον Πατέρα και Πλάστη του.
Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία μας κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων.
Σήμερα, στη βορειοανατολική ακτή της Στρογγυλής υπάρχουν τα ερείπια του ησυχαστηρίου του Οσίου Γρηγορίου. Στο κτιριακό συγκρότημα διακρίνονται σήμερα ο Ναός της Παναγίας, ο τάφος του Οσίου Γρηγορίου, τα κελιά, η είσοδος, τα πελώρια τείχη και αλλά προσκτίσματα. Γύρω από τα ερείπια του ησυχαστηρίου υπάρχει πλήθος θραυσμάτων κεράμων, ογκόλιθοι και πολλοί πωρόλιθοι από τα κτίρια του ησυχαστηρίου. Το μνημείο χρήζει ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος.
Ο Όσιος Γρηγόριος είναι ο Πολιούχος της ιστορικής έδρας του Δήμου Σπάρτης και στον Μυστρά υπάρχει νεόδμητος Ιερός Ναός αφιερωμένος σε αυτόν.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Λακεδαίμονος γόνον τοῦ Μυστρᾶ τὸ ἐκβλάστημα, νήσου Στρογυλῆς τῆς ἀοίκου, πολιστὴν γενναιότατον, Ὠρεῶν Εὐβοίας φωτιστήν, καὶ πλείστων μοναχῶν τὸν ποδηγόν, τὸν Ὅσιον Γρηγόριον εὐσεβῶς, τιμήσωμεν κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Χαλινώσας Ὅσιε, τῆς σῆς σαρκὸς τὰς ὀρέξεις, ὡς ἀστὴρ ἐξέλαμψας, ἐν ἀοικήτῳ Στρογγυλῇ, καταλαμπρύνας τὰ τάγματα, τῶν μοναζόντων, Γρηγόριε πάντιμε.
Σε ηλικία 16 ετών, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αποσυρθεί σε μοναστήρι, χωρίς όμως να του το επιτρέψουν οι γονείς του. Αργότερα, ακολούθησε μια ομάδα μοναχών – επισκεπτών του Μυστρά, με σκοπό να προσκυνήσει μαζί τους, τους Αγίους Τόπους. Απρόβλεπτοι όμως λόγοι, τους οδήγησαν στη Ρώμη. Εκεί ο νεαρός Γρηγόριος γίνεται μοναχός, σε κάποια Ιερά Μονή της περιοχής.
Αργότερα αναχωρεί για τους Αγίους Τόπους, και στη συνέχεια φθάνει στη Νίκαια της Μικράς Ασίας και από εκεί μεταβαίνει στη Θράκη, Μακεδονία για να εγκατασταθεί τελικά στην Εύβοια. Η παρουσία του γεμάτου από τη Θεία Χάρη Γρηγορίου στη μικρή πόλη του Ωρεού, ξεσηκώνει παλλαϊκό συναγερμό. Ο Ιερός Ναός που έμενε, κατακλυζόταν καθημερινά από πλήθη πιστών, που πήγαιναν στον Όσιο για να ακούσουν το κήρυγμά του και τις βαθυστόχαστες συμβουλές του.
Πολύ γρήγορα όμως, για να αποφύγει την τιμή που του έκαναν οι άνθρωποι και για να βρει την πολυπόθητη ησυχία, φεύγει από τον Ωρεό και εγκαθίσταται σε ένα πολύ μικρό νησάκι, τη νήσο Στρογγυλή, το οποίο ανήκει στο συγκρότημα των Λιχαδονήσων στο Βορειοδυτικό άκρο της Ευβοίας. Δεν άργησε όμως το νέο αυτό κρησφύγετο του Οσίου Γρηγορίου να γίνει γνωστό και να προστρέχουν σ’ αυτόν πλήθη πλουσίων και φτωχών, Ιερείς και Αρχιερείς και Μοναχοί, για να διδαχθούν απ’ αυτόν την οδό της μετανοίας και ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμά του.
Ο Όσιος Γρηγόριος, ο «εκ Μυστρά καταγόμενος», αφού διέπρεψε σε όλους τους τομείς της αρετής, και έγινε πλήρης ημερών, μετέστη προς την ουράνια μακαριότητα, συναντώντας τον Πατέρα και Πλάστη του.
Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία μας κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων.
Σήμερα, στη βορειοανατολική ακτή της Στρογγυλής υπάρχουν τα ερείπια του ησυχαστηρίου του Οσίου Γρηγορίου. Στο κτιριακό συγκρότημα διακρίνονται σήμερα ο Ναός της Παναγίας, ο τάφος του Οσίου Γρηγορίου, τα κελιά, η είσοδος, τα πελώρια τείχη και αλλά προσκτίσματα. Γύρω από τα ερείπια του ησυχαστηρίου υπάρχει πλήθος θραυσμάτων κεράμων, ογκόλιθοι και πολλοί πωρόλιθοι από τα κτίρια του ησυχαστηρίου. Το μνημείο χρήζει ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος.
Ο Όσιος Γρηγόριος είναι ο Πολιούχος της ιστορικής έδρας του Δήμου Σπάρτης και στον Μυστρά υπάρχει νεόδμητος Ιερός Ναός αφιερωμένος σε αυτόν.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Λακεδαίμονος γόνον τοῦ Μυστρᾶ τὸ ἐκβλάστημα, νήσου Στρογυλῆς τῆς ἀοίκου, πολιστὴν γενναιότατον, Ὠρεῶν Εὐβοίας φωτιστήν, καὶ πλείστων μοναχῶν τὸν ποδηγόν, τὸν Ὅσιον Γρηγόριον εὐσεβῶς, τιμήσωμεν κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Χαλινώσας Ὅσιε, τῆς σῆς σαρκὸς τὰς ὀρέξεις, ὡς ἀστὴρ ἐξέλαμψας, ἐν ἀοικήτῳ Στρογγυλῇ, καταλαμπρύνας τὰ τάγματα, τῶν μοναζόντων, Γρηγόριε πάντιμε.
Άγιοι Φανέντες
καρδίας πιστῶν σπεύδετε κατευφραίνειν.
Κατά
τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η αγιοστόλιστη Κεφαλονιά έχει να
προσφέρει φωτεινά παραδείγματα ομολογητών και αγωνιστών της πίστεως.
Έτσι στο ανατολικό τμήμα του νησιού και συγκεκριμένα στην περιοχή της
Σάμης έζησαν και κοιμήθηκαν οσιακώς οι ομολογητές Άγιοι Γρηγόριος,
Θεόδωρος και Λέων, οι οποίοι είναι περισσότερο γνωστοί με την προσωνυμία
«Άγιοι Φανέντες», που τους δόθηκε λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των
ιερών λειψάνων τους και της ανάδειξής τους από την αφάνεια.
Σύμφωνα με τα διασωθέντα δύο λατινικά συναξάρια του 14ου μ.Χ. αιώνα, τα οποία γράφτηκαν το μεν πρώτο από τον Βενετό Pietro Calὸ, το δε δεύτερο από τον επίσκοπο της Ακυληίας Pietro Natali, οι Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων κατάγονταν από το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπηρετούσαν ως στρατιωτικοί στον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό στρατό και διακρίνονταν για τις πολλές τους αρετές και τη βαθιά τους πίστη στον Θεό. Την εποχή όμως αυτή βρισκόταν σε μεγάλη εξάπλωση η φοβερή αίρεση του Αρειανισμού και σύμφωνα με το εκδοθέν διάταγμα του αιρετικού αυτοκράτορος Κωνσταντίου Β΄ (337 -361 μ.Χ.), θα έπρεπε όλοι οι υπήκοοι του κράτους να ασπασθούν αυτή την ανόσια αίρεση. Τότε οι τρεις ευσεβείς και ενάρετοι στρατιωτικοί, φοβούμενοι μήπως και αναγκασθούν να ασπασθούν την αιρετική κακοδοξία, εγκατέλειψαν μαζί και με άλλους έλληνες στρατιώτες τη Σικελία, όπου βρίσκονταν την εποχή εκείνη και κατέφυγαν στην Κεφαλληνία. Μόλις αποβιβάσθηκαν στο νησί του Ιονίου και πληροφορήθηκαν ότι το διάταγμα του αιρετικού Κωνσταντίου είχε τεθεί σε ισχύ στον τόπο, όπου μέχρι πρότινος υπηρετούσαν, προτίμησαν να αποχωρισθούν από τους υπόλοιπους και να παραμείνουν στην Κεφαλληνία. Ο Γρηγόριος ήταν τότε ηλικιωμένος με άσπρα μαλλιά και πλήρης σοφίας, ο Θεόδωρος ήταν περίπου τριάντα ετών, ενώ ο Λέων έλαμπε μέσα στη νιότη του. Αποφάσισαν λοιπόν να αφιερωθούν στον Θεό και γι’ αυτό άρχισαν να αναζητούν κατάλληλο τόπο για άσκηση και προσευχή.
Μία κοιλάδα, η οποία ονομάζεται Σάμη (Samos κατά τη λατινική γραφή) και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Κεφαλληνίας απέναντι από την Ιθάκη, αποτέλεσε τον ιδανικό τόπο για να ζήσουν αφιερωμένοι στον Θεό το υπόλοιπο της ζωής τους. Μάλιστα στον τόπο αυτό ανακάλυψαν μέσα σε ένα μικρό, αλλά πυκνό δάσος από χαμηλά δένδρα και θάμνους τα ερείπια ενός μισοκαταστρεμμένου ναού. Ο τόπος αυτός αποτέλεσε το πνευματικό τους καταφύγιο, στο οποίο αφού εγκαταστάθηκαν, έζησαν ασκητικά, προσευχόμενοι αδιάλειπτα στον Θεό και αγωνιζόμενοι ως γνήσιοι στρατιώτες Χριστού. Στον ευλογημένο αυτό τόπο της ανατολικής Κεφαλληνίας πλησίον της σημερινής κωμοπόλεως της Σάμης έζησαν το υπόλοιπο της επίγειας ζωής τους μέχρι που κάποια ημέρα, αφού γονάτισαν και προσευχήθηκαν, παρέδωσαν μετά από λίγο τις πάναγνες ψυχές τους στον Πανάγαθο Θεό, τον Οποίο τόσο πολύ αγάπησαν και υπηρέτησαν σε όλη τους τη ζωή.
Τα σώματα των τριών Αγίων έμειναν για πάρα πολλά χρόνια άγνωστα, μέχρι που η Πρόνοια του Θεού θέλησε να τα αποκαλύψει με θαυματουργικό τρόπο. Στο νησί ζούσε κάποιος επιφανής και πλούσιος κάτοικος, ο οποίος ονομαζόταν Μιχαήλ και έπασχε από μία μορφή λέπρας, την ελεφαντίαση. Ο Μιχαήλ απευθύνθηκε στους γιατρούς, δαπανώντας μάλιστα και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του, για να μπορέσει να θεραπευτεί από την ασθένειά του, αλλά δυστυχώς δεν βρήκε πουθενά την ποθούμενη θεραπεία. Κάποιο βράδυ εμφανίσθηκαν σε όραμα στον ύπνο του τρεις άνδρες με μορφές αγγέλων και του είπαν ότι θα θεραπευτεί μόνο, εάν βρει τα άταφα σώματά τους. Όταν ο Μιχαήλ ξύπνησε, δεν γνώριζε ούτε τα ονόματα των τριών ανδρών ούτε και τον τόπο, όπου αυτά βρίσκονταν. Συνάντησε όμως έναν χοιροβοσκό, ο οποίος του διηγήθηκε ότι ακολουθώντας έναν χοίρο που είχε απομακρυνθεί από το υπόλοιπο κοπάδι, μπήκε σε ένα πυκνό δάσος και εκεί αντίκρισε τρία άταφα και άφθορα σώματα, από τα οποία αναδίδονταν μία υπέροχη ευωδία. Τότε ο Μιχαήλ κατάλαβε ότι πρόκειται για τους εμφανισθέντες στον ύπνο του τρεις Αγίους. Αμέσως ανέβηκε στο άλογό του και κατευθύνθηκε με οδηγό τον χοιροβοσκό προς το δάσος, όπου βρίσκονταν τα ιερά λείψανα των τριών Αγίων μέσα σε άπλετο φως. Αφού προσκύνησε με ευλάβεια τα τρία φεγγοβολούντα ιερά σκηνώματα και παρακάλεσε με δάκρυα τους Αγίους, αμέσως η λέπρα εξαφανίσθηκε και επέστρεψε στο σπίτι του εντελώς υγιής. Λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων των τριών Αγίων και της ανάδειξής τους από την αφάνεια, τους δόθηκε η προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», με την οποία μέχρι σήμερα είναι περισσότερο γνωστοί.
Αξιοσημείωτη είναι και η επιτόπια προφορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία τρεις Άγιοι με τα ονόματα Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων έφθασαν κάποτε στη Σάμη της Κεφαλληνίας και έζησαν ως ασκητές. Πολλά χρόνια μετά την κοίμησή τους ανακαλύφθηκαν τα λείψανά τους σε ένα σπήλαιο στο όρος Αυλοχώρι και προς τιμήν τους κτίσθηκε η μονή των Αγίων Φανέντων.
Σύμφωνα με τα λατινικά συναξάρια η επ’ ονόματι των τριών ομολογητών Αγίων της Κεφαλληνίας ιστορική ιερά μονή ανεγέρθηκε στον τόπο της θαυματουργικής ανεύρεσης των ιερών τους λειψάνων με δαπάνη του θεραπευθέντος από τη λέπρα Μιχαήλ.
Η μονή των Αγίων Φανέντων είναι κτισμένη στην κορυφή της νότιας ακροπόλεως της αρχαίας Σάμης και σε υψόμετρο 226μ. Η ίδρυσή της χρονολογείται πριν το 1264 μ.Χ. και τα σωζόμενα ερείπια ανάγονται στη μεταβυζαντινή εποχή. Μετά την κατάληψη της Κεφαλονιάς από τους Νορμανδούς το 1185 μ.Χ. άρχισε η βαθμιαία παρακμή της μονής, που οφείλεται και στην αρπαγή των ιερών λειψάνων των Αγίων από τους Ενετούς και τη μεταφορά τους στη Βενετία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα στον μεγαλοπρεπή ναό του Προφήτου Ζαχαρία. Στα τέλη του 15ου μ.Χ. αιώνα έχουμε την επανασύσταση της μονής, η οποία μέχρι και τον 18° μ.Χ. αιώνα ακτινοβολεί προσελκύοντας πολλούς μοναχούς, προσκυνητές, αλλά και ξένους περιηγητές.
Η θρησκευτική πολιτική των Άγγλων στα Επτάνησα οδήγησε στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα στην ερήμωση της μονής, η οποία ολοκληρώθηκε με τους σεισμούς του 1953 μ.Χ., που κατερείπωσαν το ιστορικό μοναστήρι. Από το τέμπλο του καθολικού της ιστορικής μονής διασώθηκε η παλαιά εφέστια εικόνα των τριών Αγίων, που χρονολογείται το 1654 μ.Χ. και φυλάσσεται σήμερα στον περικαλλή ιερό ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης. Δίπλα στα ερείπια της μονής ανεγέρθηκε αργότερα παρεκκλήσιο, όπου κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη των τριών ομολογητών και παλαιότερων Αγίων της Κεφαλονιάς.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Μέγαν εὕρατο.
Δόξῃ Κύριος καὶ ἀφθαρσίᾳ, κατελάμπρυνεν, πιστοὺς ὁπλίτας, ὡς στρατείαν φυγόντας καὶ αἵρεσιν, τῶν Κεφαλλήνων δὲ νῆσον ἐπλούτισεν, διὰ σεπτῶν σκηνωμάτων τῆς χάριτος. Ὅθεν ἅπαντες, τοὺς τρεῖς Φανέντας τιμήσωμεν, Χριστοῦ ἀῤῥαγεῖς ἀμύντορας, Γρηγόριον Θεόδωρον καὶ Λέοντα.
Ὁ Οἶκος
Τὸν θησαυρὸν τῶν ἁπάντων σφοδρῶς ἀγαπήσαντες, καὶ διδαχὰς τοῦ Κυρίου τηρήσαντες πάσας, τῆς πίστεως ἐδείχθησαν ἀριστεῖς φαεινότατοι, οἱ πιστοὶ ὁπλῖται. Ἐπουρανίων οὖν στρατιῶν κοινωνούς, Γρηγόριον, Θεόδωρον καὶ Λέοντα, ἱκετεύσωμεν οἱ πόθῳ τιμῶντες τὴν πανθαύμαστον αὐτῶν πολιτείαν τε καὶ εὔρεσιν, ὅπως παντοίων ὁ Σωτὴρ κινδύνων ἡμᾶς ῥύσῃ, οὐρανοδρόμον τε ἀναδείξῃ τὸν βίον, ἵνα ἀεὶ δοξάζειν ἀξιωθῶμεν, τὸν ἐν Μονάδι Θεὸν τὸν Τρισήλιον.
Μεγαλυνάριον
Ὀρθοδόξου πίστεως ἀριστεῖς, φανέντας ἐκ λήθης, ὥσπερ φῶτα θεοειδῆ, Γρηγόριον πάντες, Θεόδωρον ἐν πόθῳ, σὺν Λέοντι προφρόνως, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Σύμφωνα με τα διασωθέντα δύο λατινικά συναξάρια του 14ου μ.Χ. αιώνα, τα οποία γράφτηκαν το μεν πρώτο από τον Βενετό Pietro Calὸ, το δε δεύτερο από τον επίσκοπο της Ακυληίας Pietro Natali, οι Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων κατάγονταν από το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπηρετούσαν ως στρατιωτικοί στον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό στρατό και διακρίνονταν για τις πολλές τους αρετές και τη βαθιά τους πίστη στον Θεό. Την εποχή όμως αυτή βρισκόταν σε μεγάλη εξάπλωση η φοβερή αίρεση του Αρειανισμού και σύμφωνα με το εκδοθέν διάταγμα του αιρετικού αυτοκράτορος Κωνσταντίου Β΄ (337 -361 μ.Χ.), θα έπρεπε όλοι οι υπήκοοι του κράτους να ασπασθούν αυτή την ανόσια αίρεση. Τότε οι τρεις ευσεβείς και ενάρετοι στρατιωτικοί, φοβούμενοι μήπως και αναγκασθούν να ασπασθούν την αιρετική κακοδοξία, εγκατέλειψαν μαζί και με άλλους έλληνες στρατιώτες τη Σικελία, όπου βρίσκονταν την εποχή εκείνη και κατέφυγαν στην Κεφαλληνία. Μόλις αποβιβάσθηκαν στο νησί του Ιονίου και πληροφορήθηκαν ότι το διάταγμα του αιρετικού Κωνσταντίου είχε τεθεί σε ισχύ στον τόπο, όπου μέχρι πρότινος υπηρετούσαν, προτίμησαν να αποχωρισθούν από τους υπόλοιπους και να παραμείνουν στην Κεφαλληνία. Ο Γρηγόριος ήταν τότε ηλικιωμένος με άσπρα μαλλιά και πλήρης σοφίας, ο Θεόδωρος ήταν περίπου τριάντα ετών, ενώ ο Λέων έλαμπε μέσα στη νιότη του. Αποφάσισαν λοιπόν να αφιερωθούν στον Θεό και γι’ αυτό άρχισαν να αναζητούν κατάλληλο τόπο για άσκηση και προσευχή.
Μία κοιλάδα, η οποία ονομάζεται Σάμη (Samos κατά τη λατινική γραφή) και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Κεφαλληνίας απέναντι από την Ιθάκη, αποτέλεσε τον ιδανικό τόπο για να ζήσουν αφιερωμένοι στον Θεό το υπόλοιπο της ζωής τους. Μάλιστα στον τόπο αυτό ανακάλυψαν μέσα σε ένα μικρό, αλλά πυκνό δάσος από χαμηλά δένδρα και θάμνους τα ερείπια ενός μισοκαταστρεμμένου ναού. Ο τόπος αυτός αποτέλεσε το πνευματικό τους καταφύγιο, στο οποίο αφού εγκαταστάθηκαν, έζησαν ασκητικά, προσευχόμενοι αδιάλειπτα στον Θεό και αγωνιζόμενοι ως γνήσιοι στρατιώτες Χριστού. Στον ευλογημένο αυτό τόπο της ανατολικής Κεφαλληνίας πλησίον της σημερινής κωμοπόλεως της Σάμης έζησαν το υπόλοιπο της επίγειας ζωής τους μέχρι που κάποια ημέρα, αφού γονάτισαν και προσευχήθηκαν, παρέδωσαν μετά από λίγο τις πάναγνες ψυχές τους στον Πανάγαθο Θεό, τον Οποίο τόσο πολύ αγάπησαν και υπηρέτησαν σε όλη τους τη ζωή.
Τα σώματα των τριών Αγίων έμειναν για πάρα πολλά χρόνια άγνωστα, μέχρι που η Πρόνοια του Θεού θέλησε να τα αποκαλύψει με θαυματουργικό τρόπο. Στο νησί ζούσε κάποιος επιφανής και πλούσιος κάτοικος, ο οποίος ονομαζόταν Μιχαήλ και έπασχε από μία μορφή λέπρας, την ελεφαντίαση. Ο Μιχαήλ απευθύνθηκε στους γιατρούς, δαπανώντας μάλιστα και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του, για να μπορέσει να θεραπευτεί από την ασθένειά του, αλλά δυστυχώς δεν βρήκε πουθενά την ποθούμενη θεραπεία. Κάποιο βράδυ εμφανίσθηκαν σε όραμα στον ύπνο του τρεις άνδρες με μορφές αγγέλων και του είπαν ότι θα θεραπευτεί μόνο, εάν βρει τα άταφα σώματά τους. Όταν ο Μιχαήλ ξύπνησε, δεν γνώριζε ούτε τα ονόματα των τριών ανδρών ούτε και τον τόπο, όπου αυτά βρίσκονταν. Συνάντησε όμως έναν χοιροβοσκό, ο οποίος του διηγήθηκε ότι ακολουθώντας έναν χοίρο που είχε απομακρυνθεί από το υπόλοιπο κοπάδι, μπήκε σε ένα πυκνό δάσος και εκεί αντίκρισε τρία άταφα και άφθορα σώματα, από τα οποία αναδίδονταν μία υπέροχη ευωδία. Τότε ο Μιχαήλ κατάλαβε ότι πρόκειται για τους εμφανισθέντες στον ύπνο του τρεις Αγίους. Αμέσως ανέβηκε στο άλογό του και κατευθύνθηκε με οδηγό τον χοιροβοσκό προς το δάσος, όπου βρίσκονταν τα ιερά λείψανα των τριών Αγίων μέσα σε άπλετο φως. Αφού προσκύνησε με ευλάβεια τα τρία φεγγοβολούντα ιερά σκηνώματα και παρακάλεσε με δάκρυα τους Αγίους, αμέσως η λέπρα εξαφανίσθηκε και επέστρεψε στο σπίτι του εντελώς υγιής. Λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των ιερών λειψάνων των τριών Αγίων και της ανάδειξής τους από την αφάνεια, τους δόθηκε η προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», με την οποία μέχρι σήμερα είναι περισσότερο γνωστοί.
Αξιοσημείωτη είναι και η επιτόπια προφορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία τρεις Άγιοι με τα ονόματα Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων έφθασαν κάποτε στη Σάμη της Κεφαλληνίας και έζησαν ως ασκητές. Πολλά χρόνια μετά την κοίμησή τους ανακαλύφθηκαν τα λείψανά τους σε ένα σπήλαιο στο όρος Αυλοχώρι και προς τιμήν τους κτίσθηκε η μονή των Αγίων Φανέντων.
Σύμφωνα με τα λατινικά συναξάρια η επ’ ονόματι των τριών ομολογητών Αγίων της Κεφαλληνίας ιστορική ιερά μονή ανεγέρθηκε στον τόπο της θαυματουργικής ανεύρεσης των ιερών τους λειψάνων με δαπάνη του θεραπευθέντος από τη λέπρα Μιχαήλ.
Η μονή των Αγίων Φανέντων είναι κτισμένη στην κορυφή της νότιας ακροπόλεως της αρχαίας Σάμης και σε υψόμετρο 226μ. Η ίδρυσή της χρονολογείται πριν το 1264 μ.Χ. και τα σωζόμενα ερείπια ανάγονται στη μεταβυζαντινή εποχή. Μετά την κατάληψη της Κεφαλονιάς από τους Νορμανδούς το 1185 μ.Χ. άρχισε η βαθμιαία παρακμή της μονής, που οφείλεται και στην αρπαγή των ιερών λειψάνων των Αγίων από τους Ενετούς και τη μεταφορά τους στη Βενετία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα στον μεγαλοπρεπή ναό του Προφήτου Ζαχαρία. Στα τέλη του 15ου μ.Χ. αιώνα έχουμε την επανασύσταση της μονής, η οποία μέχρι και τον 18° μ.Χ. αιώνα ακτινοβολεί προσελκύοντας πολλούς μοναχούς, προσκυνητές, αλλά και ξένους περιηγητές.
Η θρησκευτική πολιτική των Άγγλων στα Επτάνησα οδήγησε στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα στην ερήμωση της μονής, η οποία ολοκληρώθηκε με τους σεισμούς του 1953 μ.Χ., που κατερείπωσαν το ιστορικό μοναστήρι. Από το τέμπλο του καθολικού της ιστορικής μονής διασώθηκε η παλαιά εφέστια εικόνα των τριών Αγίων, που χρονολογείται το 1654 μ.Χ. και φυλάσσεται σήμερα στον περικαλλή ιερό ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης. Δίπλα στα ερείπια της μονής ανεγέρθηκε αργότερα παρεκκλήσιο, όπου κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη των τριών ομολογητών και παλαιότερων Αγίων της Κεφαλονιάς.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Μέγαν εὕρατο.
Δόξῃ Κύριος καὶ ἀφθαρσίᾳ, κατελάμπρυνεν, πιστοὺς ὁπλίτας, ὡς στρατείαν φυγόντας καὶ αἵρεσιν, τῶν Κεφαλλήνων δὲ νῆσον ἐπλούτισεν, διὰ σεπτῶν σκηνωμάτων τῆς χάριτος. Ὅθεν ἅπαντες, τοὺς τρεῖς Φανέντας τιμήσωμεν, Χριστοῦ ἀῤῥαγεῖς ἀμύντορας, Γρηγόριον Θεόδωρον καὶ Λέοντα.
Ὁ Οἶκος
Τὸν θησαυρὸν τῶν ἁπάντων σφοδρῶς ἀγαπήσαντες, καὶ διδαχὰς τοῦ Κυρίου τηρήσαντες πάσας, τῆς πίστεως ἐδείχθησαν ἀριστεῖς φαεινότατοι, οἱ πιστοὶ ὁπλῖται. Ἐπουρανίων οὖν στρατιῶν κοινωνούς, Γρηγόριον, Θεόδωρον καὶ Λέοντα, ἱκετεύσωμεν οἱ πόθῳ τιμῶντες τὴν πανθαύμαστον αὐτῶν πολιτείαν τε καὶ εὔρεσιν, ὅπως παντοίων ὁ Σωτὴρ κινδύνων ἡμᾶς ῥύσῃ, οὐρανοδρόμον τε ἀναδείξῃ τὸν βίον, ἵνα ἀεὶ δοξάζειν ἀξιωθῶμεν, τὸν ἐν Μονάδι Θεὸν τὸν Τρισήλιον.
Μεγαλυνάριον
Ὀρθοδόξου πίστεως ἀριστεῖς, φανέντας ἐκ λήθης, ὥσπερ φῶτα θεοειδῆ, Γρηγόριον πάντες, Θεόδωρον ἐν πόθῳ, σὺν Λέοντι προφρόνως, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Οἱ Ἅγιοι Γερβάσιος, Προτάσιος καὶ Οὐρσικίνος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Γερβάσιος καὶ Προτάσιος ἦταν ἀδέλφια καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας καὶ ἦταν πιθανῶς οἱ υἱοὶ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Βιταλίου καὶ Βαλερίας († 29 Ἀπριλίου).
Ὁ Ἅγιος Βιτάλιος ἐνεθάρρυνε τὸν Ἅγιο Μάρτυρα Οὐρσικίνο, ὅταν αὐτὸς πρὸς στιγμὴν ἐφοβήθηκε τὸ μαρτύριο.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν τὸ 62 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορος Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ ἐν τῇ μονῇ Χιλανδαρίου ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Χιλανδαρινὸς ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Μπάνσκο τῆς Βουλγαρίας, τὴν περιοχὴ τοῦ Σαμοκόβου, περὶ τοῦ 1722. Νέος ἦλθε στὴ μονὴ Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἐμόνασε πλησίον τοῦ μεγαλυτέρου ἀδελφοῦ του ἡγουμένου Λαυρεντίου.
Συνέβαλε τὰ μέγιστα στὴν ἀφύπνιση τοῦ ἐθνικοῦ αἰσθήματος τῶν Βουλγάρων καὶ στὴ διαμόρφωση τῆς ἐθνικῆς τους συνειδήσεως. Ἐταξίδευσε στὴ Μόσχα γιὰ νὰ αὐξήσει τὶς γνώσεις του καὶ νὰ ἀναζητήσει σχετικὴ βιβλιογραφία, καὶ κυρίως ἔργα περὶ τῆς ἱστορίας τῶν σλαβικῶν λαῶν, πρωτότυπων ἢ μεταφρασμένων στὴ ρωσική, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔλαβε ἀφορμὲς καὶ στοιχεῖα γιὰ μιὰ δική του σύνθεση, ποὺ κατέγραψε σὲ ἕνα ἔργο μὲ μικρὴ ἱστορικὴ ἀξία.
Δυστυχῶς δὲν γνωρίζουμε τὴν ἡμερομηνία τῆς εἰρηνικῆς κοιμήσεώς του καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἑορτάζεται τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸ συνώνυμό του Ὅσιο Παΐσιο τὸν Μέγα.
Ἡ κανονικὴ ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητός του ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας.
Πηγές:http://www.saint.gr/06/19/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/6/d/19/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου