“Οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, …ὑμᾶς δὲ εἴρηκα φίλους…” (Ἰω. 15, 15)
Βάδιζε μοναχικὸς καὶ κουρασμένος στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου ἀνασηκώνοντας τὴν ἄκρη τοῦ ράσου του γιὰ νὰ τὸ προφυλάξει ἀπ’ τὰ λασπόνερα. Τυλιγμένο σὲ πορφυρὸ ὕφασμα ἔσφιγγε μὲ τὸ δεξί του χέρι πάνω στὸ στῆθος τὸ κουτάκι μὲ τὰ Ἅγια, καθὼς ἐπέστρεφε ἀπ’ τὸ σπίτι κάποιου ἀρρώστου. Τὰ πόδια του γίνονταν ὅλο καὶ περισσότερο μολύβι, τὰ μάτια του βάραιναν νυσταγμένα. Μεγάλη Πέμπτη σήμερα κι ἀπ’ τὸ πρωὶ δὲν εἶχε πάρει ἀνάσα ὁ παπα-Χρῆστος.
Εἶχε γυρίσει ἀργὰ τὸ ἀπομεσήμερο, σχεδὸν τρεισήμιση, στὸ σπίτι του. Ἡ πρεσβυτέρα του, βλέποντάς τον ξεθεωμένο, τοῦ σέρβιρε ἀμέσως λίγη σκέτη ντοματόσουπα. Νὰ φάει λίγο, νὰ ἀνασάνει, νά ’ναι στὶς πέντε πάλι στὴν ἐκκλησία. Γιὰ ὅσους, ἔστω καὶ τελευταία στιγμή, ἀναζητοῦν πνευματικό.
Μὲ τὸ ποὺ ἔβαλε τὴ μπουκιὰ στὸ στόμα του, τὸ τηλέφωνο χτύπησε.