Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΤΡΙΤΗ 2 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018

Οἱ Ἅγιοι Κυπριανὸς καὶ Ἰουστίνη

 
Ἀλγεῖ Σατανᾶς, τὸν πάλαι φίλον βλέπων,
Ξίφει φιλοῦντα συνθανεῖν Ἰουστίνῃ.
Τμήθη δευτερίῃ σὺν Ἰουστίνῃ Κυπριανός.

Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς ἔζησε καὶ μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκρατορίας Δεκίου.

Γεννήθηκε στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας ἀπὸ ἐπιφανὴ καὶ πλούσια οἰκογένεια, ἡ ὁποία τοῦ εἶχε προσφέρει ἀξιόλογη μόρφωση.

Ὁ Κυπριανὸς ὑπῆρξε γιὰ πολλὰ χρόνια ξακουστὸς μάγος. Σὲ αὐτὸν μάλιστα προσέτρεξε καὶ ἕνας εἰδωλολάτρης ὁ Ἀγλαΐδας, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐρωτευμένος μὲ μία παρθένα τὴν Ἰούστα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔβρισκε ἀνταπόκριση στὸν ἔρωτά του, ζήτησε ἀπὸ τὸν Κυπριανὸ νὰ τὸν βοηθήσει μὲ τὶς μαγικές του ἱκανότητες. Ὅμως οἱ ἐνέργειες τοῦ Κυπριανοῦ δὲν ἔφεραν κανένα ἀποτέλεσμα καὶ γι’ αὐτὸ ἔκαψε τὰ βιβλία του ποὺ περιεῖχαν τὶς ἀπατηλὲς γνώσεις τῆς μαγικῆς τέχνης καὶ βαπτίσθηκε χριστιανός. Ἔκτοτε ἀφοσιώθηκε στὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, προσελκύοντας στὴ χριστιανικὴ πίστη πολλοὺς ἀνθρώπους. Κατόπιν ἔγινε ἱερέας καὶ ἀργότερα ἐπίσκοπος Καρχηδόνας.Τὴν Ἰούστα τὴν χειροτόνησε διακόνισσα καὶ τὴν μετονόμασε σὲ Ἰουστίνη. Γιὰ τὴν χριστιανική τους δράση οἱ δυὸ Ἅγιοι συνελήφθησαν καὶ ἐξορίσθηκαν στὴ Νικομήδεια. Ὁ ἐκεῖ ἡγεμόνας Κλαύδιος ὑπέβαλε σὲ πολλὰ βασανιστήρια τοὺς Ἁγίους. Στὸ τέλος διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμό τους.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τῇ φωταυγείᾳ, σκότος ἔλιπες, τῆς ἀσεβείας, καὶ φωστὴρ τῆς ἀληθείας γεγένησαι· ποιμαντικῶς γὰρ φαιδρύνας τὸν βίον σου, Κυπριανὲ τῇ ἀθλήσει δεδόξασαι. Πάτερ Ὅσιε, τὸν Κτίστην ἡμῖν ἱλέωσαι, ὁμοὺ σὺν Ἰουστίνη τῇ Θεόφρονι.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.

Ἐκ τέχνης μαγικῆς, ἐπιστρέψας θεόφρον, πρὸς γνῶσιν θεϊκήν, ἀνεδείχθης τῷ κόσμῳ, ἀκέστωρ σοφώτατος, τὰς ἰάσεις δωρούμενος, τοῖς τιμῶσί σε, Κυπριανὲ σὺν Ἰουστίνῃ· μεθ’ ἧς πρέσβευε, τῷ Φιλανθρώπῳ Δεσπότῃ, σωθῆναι τοὺς δούλους σου.



Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχᾶς.
Ὡς ἱεράρχην τίμιον, καὶ ἀθλητὴν στερρότατον, ἡ οἰκουμένη ἀξίως γεραίρει σε, Κυπριανὲ ἀοίδιμε, καὶ τοὶς ὕμvοις δοξάζει, τὴν ἁγίαν σου μνήμην, αἰτοῦσα πάντοτε, πταισμάτων ἄφεσιν, διὰ σοῦ δωρηθήναι τοῖς μέλπουσιν. Ἀλληλούια.

Μεγαλυνάριον.
Πλάνης σοφιστείας ἀπολιπών, τῆς θείας σοφίας, ἀνεδείχθης λαμπρὸς φωστήρ, καὶ σὺν Ἰουστίνῃ, Κυπριανὲ ἀθλήσας, τῆς ἄνω βασιλείας, ἄμφω ἔτυχε. 


Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος ὁ Ὁμολογητής

 
«Ἐναντίον μου σὴ τελευτὴ τιμία»,
Λέγει Θεὸς σοὶ τῷ φίλῳ Θεοφίλῳ.

Ἄνηκε στὴν εὐσεβὴ καὶ γενναία φάλαγγα, ποὺ ἄθλησε καὶ κινδύνεψε ἄφοβα γιὰ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων.

Ὁ Θεόφιλος ἔζησε στὰ χρόνια ποὺ αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος, ὁ εἰκονομάχος. Ὁ Ὅσιος λοιπόν, περιερχόμενος τὴν Κωνσταντινούπολη, θέρμαινε τὴν καρτεροψυχία τῶν ὀρθοδόξων, καὶ ἤλεγχε τὴν πλάνη τῶν διωκτῶν τῶν εἰκόνων.

Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ δύναμη τοῦ λόγου του, ἀνέδειξαν τὸν Θεόφιλο ἕνα ἀπὸ τοὺς ἰσχυρότερους προμάχους τῆς εὐσέβειας. Κατόπιν τὸν φυλάκισαν καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἐξόρισαν. Ἔτσι, ἐκεῖ στὴν ἐξορία τελείωσε τὴν ζωή του, χωρὶς νὰ δεχτεῖ τὴν πρόσκαιρη ἐλευθερία ἀντὶ προδοσίας τῆς ἀλήθειας καὶ ἀπωλείας τῆς αἰωνίου ζωῆς.
(Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 10η Ὀκτωβρίου). 

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἢ Χατζὴ – Γεώργιος

 
Kτείνεις τον εχθρόν, ώπερ εκτάνθης ξίφει,
Γεώργιε συ και συνάπτη Aγγέλοις.

Γιὸς χριστιανῶν γονέων ἀπὸ τὴ Φιλαδέλφεια. Ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὴν πόλη Καρατζασοῦ τῆς Ἠλιούπολης, ὅπου ἐξασκοῦσε τὴν τέχνη τοῦ ἀμπατζῆ (σαγματοποιοῦ).

Σὲ κάποια διασκέδαση, ποὺ ἦταν παρὼν καὶ ὁ Γεώργιος, κάποιος, ποὺ βρισκόταν σὲ κατάσταση μέθης, ἔπεσε καὶ σκοτώθηκε. Τότε, σύμφωνα μὲ τὴν συνήθεια, ὁ κριτὴς ζήτησε ἀπ’ τοὺς κατοίκους, νὰ πληρώσουν τὸ ἀνάλογο πρόστιμο. Ὁ Γεώργιος ἀρνήθηκε νὰ καταβάλει αὐτὸ τὸ πρόστιμο καὶ ἐπάνω στὸν θυμό του εἶπε, ὅτι δὲν τὸ πληρώνει γιατί εἶναι Τοῦρκος. Ἀμέσως τότε οἱ Τοῦρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ τοῦ ἔκαναν περιτομή.

Ἀργότερα ὁ Γεώργιος, μετανοημένος, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔμεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Ἐπανῆλθε ὅμως στὴν πόλη Καρατζασοῦ, καὶ μπροστὰ στὸν κριτὴ ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Παρὰ τὶς κολακεῖες τοῦ κριτῆ, ἔμεινε ἀμετάθετος στὴν ἀπόφασή του.

Ἄρχισε τότε μία σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων, ποὺ ὁ Γεώργιος τὰ ὑπέμεινε μὲ μεγάλη γενναιότητα. Ἔλεγε μάλιστα: «ὅτι καὶ ἂν μοῦ κάνετε ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι πλέον τὴν πίστη μου. Χριστιανὸς γεννήθηκα, Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω».

Τελικά, στὶς 2 Ὀκτωβρίου 1794 τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ο Otto Meinardus ἀναφέρει τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ στὶς 2 Ὀκτωβρίου 1752.

Όσιος Κασσιανός ο Έλληνας και Θαυματουργός


Ο Όσιος Κασσιανός του Ούγκλιχ, κατά κόσμο Κωνσταντίνος, ήταν ελληνικής καταγωγής και απόγονος της πριγκιπικής οικογένειας των Μανκουτίων. Συμμετείχε στη Βυζαντινή αντιπροσωπεία, η οποία μετέβη στη Μόσχα, στον μεγάλο πρίγκιπα Ιβάν Γ' Βασίλεβιτς (1438 - 1505 μ.Χ.), ο οποίος με τον γάμο του με την Σοφία Παλαιολογίνα το 1472 μ.Χ., συγγένεψε με την τελευταία Βυζαντινή δυναστεία και έλαβε ως έμβλημά του το δικέφαλο αετό.

Αποφασίζοντας ο Κωνσταντίνος να αφιερώσει την ζωή του στον Θεό, παρέμεινε στην δικαστική υπηρεσία του τσάρου της Μόσχας ζώντας κοντά στον Επίσκοπο της πόλεως Ροστώβ Ιωάσαφ.

Όταν ο Επίσκοπος Ιωάσαφ αποσύρθηκε στη μονή του Αγίου Θεράποντος, ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τα εγκόσμια και τον ακολούθησε. Έγινε μοναχός μετά από ένα θαυμαστό όραμα, στο οποίο είδε τον Όσιο Μαρτινιανό (κοιμήθηκε το 1483 μ.Χ.) να τον καλεί στο μοναχικό βίο και έλαβε το όνομα Κασσιανός.

Μετά από μία χρονική περίοδο άφησε τη μονή και εγκαταστάθηκε κοντά στην πόλη Ούγκλιχ, στη συμβολή των ποταμών Βόλγα και Ούχμα, όπου ίδρυσε μοναστήρι προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η φήμη της αγιότητας του βίου του διαδόθηκε ευρέως και πολλοί τον επισκέπτονταν, για να λάβουν την ευλογία του και να ακούσουν τις πνευματικές νουθεσίες του. Ο Όσιος δεχόταν τον καθένα με περισσή αγάπη και με διάκριση τον οδηγούσε προς τον λιμένα της σωτηρίας.

Ο Όσιος Κασσιανός κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας, στις 2 Οκτωβρίου του 1504 μ.Χ., ημέρα της μνήμης του. Η μνήμη του κατά την 21η Μαΐου εορτάζεται, επειδή στο κοσμικό του όνομα ονομαζόταν Κωνσταντίνος, προς τιμήν του Κωνσταντίνου του Μεγάλου.

Η μνήμη της μετακομιδής των ιερών λειψάνων του Οσίου Κασσιανού εορτάζεται στις 23 Αυγούστου.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Μεγαλομάρτυρας ὁ Γαβρᾶς

 
Θεοδώρων ὕστατος Γαβρᾶς μαρτύρων,
Σπεύσας στεφάνων, ἠξιώθη τῶν ἴσων,
Δευτερίῃ Θεόδωρος ἔτλῃ πῦρ, γηθόσυνος κήρ.

Σύμφωνα με την Ακολουθία του, o Άγιος Θεόδωρος ο Μεγαλομάρτυρας ο Γαβράς, γεννήθηκε τον 10ο αιώνα μ.Χ. στην κωμόπολη της Χαλδίας Άρτα (ή Άτρα), από γονείς ευσεβείς και ένδοξους (Η Χαλδία ήταν ένα από τα 3 θέματα του Πόντου με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα).

Χρημάτισε στρατιωτικός αρχηγός και κυβερνήτης της Τραπεζούντος και ανεδείχθη υπερασπιστής της Ορθοδόξου πίστεως και προστάτης των πτωχών και των αδυνάτων.

Σε μία συμπλοκή με τους Σελτζούκους Τούρκους συνελήφθη αιχμάλωτος και προκειμένου να μην αρνηθεί το Χριστό και την πίστη του, μαρτύρησε μετά από φρικτά και μεγάλα βασανιστήρια, στις 2 Οκτωβρίου 1098 μ.Χ. στη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ).

Ιστορικό του Ναού του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά
Σύμφωνα με το συναξάρι του, για να τιμηθεί η μνήμη του κατασκευάστηκε ναός στην Τραπεζούντα. Ο ναός υπήρξε δωρεά του ανιψιού του Θεοδώρου, Κωνσταντίνου Γαβρά, ο οποίος διετέλεσε, όπως και ο θείος του, στρατηγός του θέματος Χαλδίας με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα το διάστημα 1118-1143 μ.Χ. Χτίστηκε ανατολικά της πόλης στη συνοικία του Αγίου Βασιλείου και κοντά στο ναό της Αγίας Άννας. Μετά την ανέγερσή του ο Κωνσταντίνος Γαβράς μετέφερε εκεί με τιμητική πομπή την κάρα του μάρτυρα.

Ο ναός του Αγίου Θεοδώρου καταστράφηκε από άγνωστη αιτία λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια των χρόνων της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας (β΄ μισό 12ου - α΄ μισό 14ου αιώνα μ.Χ.). Από το αρχικό κτίσμα του Κωνσταντίνου Γαβρά φαίνεται πως διατηρήθηκε περίπου έως τις αρχές του 20ού αιώνα μόνο ο γυναικωνίτης, δηλαδή το βόρειο τμήμα του ναού. Για το κτίσμα του 12ου αιώνα μ.Χ. τίποτα άλλο δεν είναι γνωστό.

Σε χρυσόβουλο που εξέδωσε ο Αλέξιος Γ΄ Μέγας Κομνηνός της Τραπεζούντας (1349 - 1390 μ.Χ.) το 1364 μ.Χ. και αφορούσε την παραχώρηση προνομίων στους Βενετούς εμπόρους της πόλης γίνεται λόγος για μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Θεόδωρο Γαβρά, πληροφορία που δεν πιστοποιείται από το συναξάρι του, το οποίο αναφέρει μόνο τον αρχικό ναό που είχε χτιστεί από τον Κωνσταντίνο Γαβρά. Στο χρυσόβουλο του Αλεξίου επικυρωνόταν μεταξύ άλλων η παραχώρηση εδαφών στους Βενετούς σε περιοχή που εκτεινόταν από το μοναστήρι του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά και προς τη θάλασσα, στις ανατολικές υπώρειες της πόλης. Επομένως, είναι πιθανό ο αρχικός ναός του 12ου αιώνα μ.Χ. να αποτέλεσε τον πυρήνα για τη δημιουργία μοναστικού συγκροτήματος αφιερωμένου στον Γαβρά, σε μεταγενέστερη χρονική περίοδο και έως τα μέσα του 14ου αιώνα μ.Χ., όταν εκδόθηκε το χρυσόβουλο.

Ασφαλώς η δημιουργία μοναστικής κοινότητας γύρω από τον αρχικό ναό δείχνει τη διάδοση της λατρείας αυτού του τοπικού αγίου προοδευτικά μέσα στον 13ο και τον 14ο αιώνα μ.Χ., καθώς και τη σημαντική θέση που κατείχε στην τοπική θρησκευτική παράδοση σε συνάρτηση και με την κοινωνική θέση της οικογένειας των Γαβράδων.

Φαίνεται πως, κατά τα τελευταία χρόνια της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών, κατασκευάστηκε άλλος μικρός δίκογχος ναός που ενσωμάτωσε το σωζόμενο βόρειο τμήμα του αρχικού ναού του 12ου αιώνα μ.Χ. (γυναικωνίτης). Το κτίσμα αυτό ασφαλώς ανήκε στο μοναστικό συγκρότημα του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά, όμως η ταύτισή του με το καθολικό της μονής δεν είναι ασφαλής, δεδομένων των μικρών διαστάσεών του, αλλά και επειδή στα έγγραφα της εποχής δε γίνεται καθόλου λόγος για την τυπολογία του καθολικού.

Στο δίκογχο αυτό κτίσμα η αριστερή κόγχη του Ιερού Βήματος ήταν αφιερωμένη στο Θεόδωρο Γαβρά, ενώ η δεξιά στον Άγιο Δημήτριο. Η αφιέρωσή της στον Άγιο Δημήτριο ίσως ερμηνεύεται από το γεγονός ότι κατά την Ακολουθία του Αγίου Θεόδωρου διαβάζονται τα ίδια σχεδόν τυπικά, καθώς και ο ίδιος Απόστολος και το Ευαγγέλιο, όπως και στην Ακολουθία του Αγίου Δημητρίου.

Το μοναστήρι του Αγίου Θεόδωρου Γαβρά μετά την κατάληψη της περιοχής από τους Οθωμανούς παρέμεινε ορθόδοξο αλλά ερειπώθηκε με την πάροδο του χρόνου. Ο παλιός γυναικωνίτης, μόνος από το υπόλοιπο συγκρότημα, διατηρήθηκε σε σχετικά καλύτερη κατάσταση έως τις αρχές περίπου του 20ού αιώνα μ.Χ., οπότε ο χώρος μετατράπηκε σε κοιμητήριο. Οι πληροφορίες που έχουμε σήμερα για τη μορφολογία και τη διακόσμηση του χώρου του γυναικωνίτη προέρχονται από τον Ι. Μηλιόπουλο, ο οποίος μελέτησε τα ερείπια του μοναστικού συγκροτήματος, όπως σώζονταν έως τις αρχές του 20ού αιώνα (1930 μ.Χ.), και προχώρησε σε δημοσίευση των στοιχείων. Έκτοτε φαίνεται πως το συγκρότημα ερειπώθηκε τελείως, καθώς στο χώρο δεν σώζονται πλέον ίχνη των μεσαιωνικών κτισμάτων.

Με βάση τις πληροφορίες, οι εσωτερικές διαστάσεις του χώρου του γυναικωνίτη πρέπει να ήταν 3,48 μ. μήκος και 3,37 μ. πλάτος. Στη δυτική πλευρά αυτού του χώρου, ο οποίος φαίνεται πως ήταν ολόκληρος διακοσμημένος με τοιχογραφίες, σωζόταν έως τις αρχές του 20ού αιώνα μ.Χ. σπάραγμα παράστασης της Δευτέρας Παρουσίας. Η παράσταση αυτή καταλάμβανε ολόκληρο το δυτικό τοίχο του χώρου καθώς και το μέρος πάνω από τη θύρα του νότιου τοίχου, μέσω της οποίας επικοινωνούσε ο γυναικωνίτης με τον υπόλοιπο ναό. Σημειώνεται ότι η παράσταση περιλάμβανε στο κέντρο το Χριστό καθισμένο σε θρόνο μέσα σε πολύχρωμη κυκλική δόξα και πλαισιωμένο δεξιά και αριστερά αντίστοιχα από τις ολόσωμες μορφές της Θεοτόκου και του Ιωάννη του Προδρόμου σε στάση ικεσίας. Πρόκειται για τον γνωστό εικονογραφικό τύπο της Δέησης. Κάτω από το πλαίσιο με το Χριστό εικονίζονταν φλόγες.

Δεξιά και αριστερά της Δέησης και σε λίγο χαμηλότερο επίπεδο παριστάνονταν ανά έξι οι δώδεκα Απόστολοι να κάθονται σε θρόνους, κρατώντας στα χέρια τους κώδικες. Οι θρόνοι των Αποστόλων ήταν ζωγραφισμένοι κλιμακωτά, τοποθετημένοι μέσα σε αψίδες και πίσω από αυτούς στέκονταν ομάδες αγίων, προφητών, μαρτύρων. Αριστερά του Χριστού θα πρέπει να υποθέσουμε ότι εικονίζονταν σκηνές κολαζομένων, από τις οποίες σωζόταν, έως τις αρχές του 20ού αιώνα μ.Χ., μόνο η παράσταση του πλούσιου από την Παραβολή του Λαζάρου. Η υπόθεση αυτή βασίζεται στην τυπική εικονογραφική απόδοση της Δευτέρας Παρουσίας, που είχε παγιωθεί στη βυζαντινή τέχνη ήδη από τον 11ο αιώνα μ.Χ.

Αναφέρεται επίσης ότι σε κάποιον από τους τοίχους του γυναικωνίτη είχε απεικονιστεί το λάβαρο του Κωνσταντίνου Γαβρά. Η παράσταση του λαβάρου αποτελούνταν από τρεις χρωματικές ζώνες (καστανή, λευκή και κυανή), που στο μέσο έφεραν ένα στέμμα και στα κάτω άκρα, αριστερά και δεξιά αντίστοιχα, ένα μονοκέφαλο αετό (το έμβλημα των ηγεμόνων της Τραπεζούντας) και τον Άγιο Ευγένιο ολόσωμο, μετωπικό, με επισκοπικό ένδυμα. Ο γυναικωνίτης διέθετε επιπλέον τρεις θύρες στα ανατολικά, δυτικά και νότια. Πάνω από τη δυτική θύρα εικονιζόταν παράσταση του Χριστού με δεμένα χέρια και γερμένο κεφάλι, ενώ στο πίσω μέρος της σύνθεσης διαγραφόταν ο σταυρός. Πρόκειται για τον εικονογραφικό τύπο της Άκρας Ταπείνωσης.

Οι τοιχογραφίες αυτές, μολονότι δεν αποκλείεται να χρονολογούνται από την αρχική φάση κατασκευής του γυναικωνίτη, το 12ο αιώνα μ.Χ., είναι πιθανότερο να υποθέσουμε πως κατασκευάστηκαν τα τελευταία χρόνια της Aυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών, όταν ο γυναικωνίτης ενσωματώθηκε στο νεότερο δίκογχο ναό και πιθανότατα ανακαινίστηκε.

Έξω από την Τραπεζούντα, στην περιοχή Κουνακαλίν, στην Άνω Ματζούκα, έχει εντοπιστεί κοντά στο χωριό Κουνάκα (σημ. Küçükkonak) ένα μικρό εξωκλήσι με παλιές τοιχoγραφίες, το οποίο είναι επίσης αφιερωμένο στον Άγιο Θεόδωρο Γαβρά (Αγε-Γάβρας). Το κτίσμα βρίσκεται στην Κουρανόη (Kourance), τοποθεσία στα βορειοδυτικά του χωριού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Μελά και σε υψόμετρο 1.200 μ. Ο Bryer, χωρίς να προβεί σε ειδικότερη χρονολόγησή του, επισημαίνει πως η αφιέρωσή του στον Θεόδωρο Γαβρά μπορεί να υποδηλώνει ότι ήταν μεσαιωνικό. Η αφιέρωση του ξωκλησιού στον Γαβρά είναι ενδεικτική για τη θέση που κατείχε ο άγιος στη θρησκευτική παράδοση της ευρύτερης περιοχής και συνακόλουθα για τη διάδοση της λατρείας του.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Χαλδείας ἡγεμῶν καὶ προστάτης ὑπάρχων, Σὺ ὁ βλαστὸς τῶν Γαβράδων, ὑπὲρ Χριστοῦ τὸ σὸν αἷμα ἐξέχεας· μὴ πτοηθῇς τὰς ἀπειλὰς τῶν δυσμενῶν, ἐν οὐρανοῖς νῦν ἀγάλλῃ τῷ θρόνῳ τῆς τρισηλίου θεότητος παριστάμενος. Δόξα τῷ σὲ ἰσχύσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι θείῳ Πνεύματι, Θεόδωρε πάνσοφε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς Ἑῴας στρατηγὸς ὑπερθαύμαστος, καὶ τῶν Γαβράδων βλαστὸς ὑπερμέγιστος, τῆς Τραπεζοῦντος ἄριστος ὁ πρύτανις φρουρός, σκέπε, φρούρει, φύλαττε τοὺς πιστῶς σε ὑμνοῦντες θρόνῳ παριστάμενος τῆς ἁγίας Τριάδος, ἣν ἐκδυσώπει σῴζεσθαι ἡμᾶς, Μεγαλομάρτυς Θεόδωρε τρισόλβιε.

Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Τὴν κάραν σου σοφέ, τοῦ Χριστοῦ στρατιῶτα, ὁ τύραννος σκευήν, ποτηρίου ποιήσας, αὐτὴν εἰς συμπόσια τὰ αὐτοῦ προσεφέρετο, ἣν κατέλιπες ἐν τῷ κόσμῳ παμμάκαρ, καὶ ἀπέτεμες, τὰς κεφαλὰς τῶν ἀνόμων, Θεόδωρε πάνσοφε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ´. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τοῦ Χριστοῦ τῷ σημείῳ καθοπλισθείς, τοῦ σατράπου ἐν τούτῳ πᾶσαν ἰσχύν, ἀνδρείως κατέβαλες, ὡς τῆς πίστεως πρόμαχος, τὴν ἀθεΐαν τούτου ἐλέγξας πανόλβιε, καὶ τὴν τριάδα κηρύξας προθύμως ἀοίδιμε, ὅθεν ἐπαξίως παρ᾿ αὐτῆς τοὺς στεφάνους, τῆς νίκης ἀπέλαβες, ὡς ἀθλήσας στεῤῥότατα, ἀθλοφόρε Θεόδωρε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Ἔργοις ἔλαμψας, τῆς εὐσεβείας, πλάνην ἔσβεσας, κακοδοξίας, ὡς τοῦ Χριστοῦ στρατιώτης γενόμενος, καὶ παρανόμων τὰς φάλαγγας ᾔσχυνας, τροπαιοφόρε παμμάκαρ Θεόδωρε μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ὁ Οἶκος
Στέφων πανήγυριν τὴν σὴν ἀθλοφόρε Κυρίου ὕμνοις, τοὺς σοὺς ἀγῶνας κροτῶ, καὶ ἀνυμνῶ τὰ παλαίσματα, ὑπὲρ μόνου γὰρ τοῦ Κτίστου πάντων, ἐν καμίνῳ ὡς χρυσὸς ἐδοκιμάσθης, τὸν σὸν σταθερὸν λογισμόν, οὐκ ἔσεισε τὸ τῶν βασάνων πλῆθος· ὅθεν μάρτυς ἀξιάγαστος δειχθείς; χοροῖς τῶν μαρτύρων ἠρίθμησαι, ὡς σατράπου νικήσας ὠμότητα, Μεγαλομάρτυς Θεόδωρε τρισόλβιε.

Μεγαλυνάριον
Ἄνθος ἐκ Χαλδείας φυὲν τερπνόν, ἄθλοις μαρτυρίου, εὐωδίασε νοητῶς, τοὺς πιστοὺς ἐν Ἄτρᾳ, Θεόδωρος ὁ θεῖος, πυρὶ τακεὶς τὰς σάρκας, Χριστοῦ τῷ ἔρωτι.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τοὺς ἀσπαζομένους σου ἀθλητά, τὴν ἁγίαν κάραν, καὶ σεπτὴν εἰκόνα σου εὐλαβῶς, καὶ τὴν θείαν μνήμην, τελοῦντας ἐτησίως, περίσῳζε Θεόδωρε ταῖς πρεσβείαις σου. 

Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός ἐκ Σουντὰλ (Ρῶσος)

 
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

Όσιος Θεόδωρος Ουσακώφ


Ο Όσιος Θεόδωρος Ουσακώφ (Fyodor Ushakov) γεννήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1743 μ.Χ. και ήταν ναύαρχος του Ρώσικου ναυτικού. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της σύγχρονης Κέρκυρας, αλλά και γενικότερα της Ελληνικής Ιστορίας, αφού είναι ο ελευθερωτής της Επτανήσου από τους Γάλλους κατακτητές και θεμελιωτής του πρώτου Ελληνικού κράτους - της Επτανήσου Πολιτείας (1800 – 1807 μ.Χ.) - 347 χρόνια μετά την άλωση του 1453 μ.Χ. της Πόλης.

Ξεκινώντας από την Μαύρη θάλασσα ως στόλαρχος της Μεσογείου με τα πλοία του στόλου (που δημιούργησε ο πρίγκιπας Ποτέμκιν), διαπλέει το Αιγαίο και στις 13 Σεπτεμβρίου 1788 μ.Χ. ελευθερώνει τα Κύθηρα, στις 14 Οκτωβρίου την Ζάκυνθο, στις 23 Οκτωβρίου την Κεφαλονιά, στις 1 Ιανουαρίου 1799 μ.Χ. την Λευκάδα. Τέλος στις 21 Φεβρουαρίου 1799 μ.Χ. έρχεται η σειρά της απελευθέρωσης της Κέρκυρας, κάτω από τις έντονες εκδηλώσεις ενθουσιασμού των Επτανησίων. Μετά από ένα χρόνο, το 1800 μ.Χ. ιδρύεται η Επτάνησος Πολιτεία, με την βοήθεια και καθοδήγηση του Ναυάρχου συμφιλιώνεται ο λαός και γνωρίζει νέες και όμορφες στιγμές με ελπίδα για το μέλλον του. Επίσης σημαντική είναι και η κίνηση να επανεγκατασταθεί ο Ορθόδοξος Επίσκοπος στην Κέρκυρα, που είχε εκδιωχθεί από τους Λατίνους και τους Γάλλους.

Η παρουσία του Ναυάρχου Θεοδώρου Ουσακώφ και του Ρωσικού στόλου είναι εγγύηση για την διατήρηση της ανεξαρτησίας του πρώτου Ελληνικού Κράτους, καθώς οι περιπολίες του Ρωσικού Ναυτικού στην Μεσόγειο κρατούν μακριά τους επίδοξους κατακτητές από την δύση, όπως κρατούν επίσης μακριά και τους τουρκαλβανούς του Αλή πασά.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Όσιος μονάσε στην Ιερή Μονή Σαναξάρ, μοιράζοντας τα υπάρχοντά του σε απόρους ναυτικούς της Σεβαστουπόλεως. Ο Όσιος Θεόδωρος Ουσακώφ κοιμήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 1817 μ.Χ.

Στην Ιερά Μονή Αγίας Παρασκευής Σγουράδων φυλάσσονται μικρά τεμάχια των Ιερών του Λειψάνων.

«Πᾶνος»  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου