Προσωπικά κατάλαβα αυτό που θα πω και γι’ αυτό το λέω και το ξαναλέω: όσο καλός κι αν είσαι, όση καλή διάθεση κι αν έχεις, όσο κι αν πιστεύεις, όσο κι αν πρόθυμα ταπεινώνεσαι και μετανοείς, δεν θα γίνει στην ψυχή σου εκείνο το καλό που θα γίνει, όταν ακριβώς θα έρθει ο άλλος –καθώς θα αφήσει ο Θεός, καθώς θα επιτρέψει ο Θεός– και με όσο χειρότερο τρόπο μπορεί, θα σε αδικήσει, με όσο χειρότερο τρόπο μπορεί, θα σε παραθεωρήσει, θα σε αγνοήσει, θα σε πονέσει.
Σε τέτοιες περιπτώσεις βέβαια εσύ παθαίνεις ό,τι παθαίνεις μέσα σου. Όταν όμως, ό,τι σου συμβεί, συντελέσει, ώστε εσύ να μην αφεθείς ούτε να βουλιάξεις εκεί ούτε να κλαις τη μοίρα σου ούτε να μαυρίσει η ψυχή σου, αλλά να πεις:
«Να ‘ναι ευλογημένο, Θεέ μου», τότε ανοίγουν τα μάτια της ψυχής. Όσο κι αν ήθελες πρώτα να ανοίξουν, δεν θα άνοιγαν όπως ανοίγουν τώρα· ανοίγουν όμως, επειδή είσαι πιστός, επειδή πιστεύεις στον Χριστό.
Δεν είναι αυτό καθ’ εαυτό το πάθημα μόνο του που ανοίγει τα μάτια, αλλά αυτό σε βοηθάει πράγματι να ταπεινωθείς και να δεις τον εγωισμό σου, πράγματι να μετανοήσεις, πράγματι να δεις την αγάπη του Θεού, τη συγκατάβαση του Θεού.
Δεν αμφιβάλλω καθόλου γι’ αυτό που θα πω τώρα. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο Θεός επιτρέπει να σου έρθει κάτι, για το οποίο λες: «Θεέ μου, ας έρχονταν όλα, αλλά αυτό να έλειπε». Και αυτό μπορεί να είναι ένα ατύχημα, μια συμφορά, μια αδικία, μια καταστροφή.
Ή μπορεί να είναι κάτι εντελώς μέσα στην ψυχή σου, που κανένας δεν το παίρνει είδηση, αλλά για σένα είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να υπάρχει μέσα σου.
Όπως είπα, φθάνει κανείς μέχρι του σημείου να πει ενώπιον του Θεού: «Όλα τα άλλα, Θεέ μου, κι αν έρχονταν, καλώς τα να έρχονταν, αλλά αυτό να μην ερχόταν, Θεέ μου». Όχι απλώς λέει κανείς ότι είναι βαρύ, αλλά δεν θα ήθελε καν να έρθει.
Όμως, αν τελικά κανείς πει «να ‘ναι ευλογημένο, Θεέ μου» και παραδοθεί στον Θεό, βλέπει μετά –όπως είπα προηγουμένως, δεν αμφιβάλλω καθόλου γι’ αυτό που θα πω– ότι το καλό που βγήκε από αυτό και συντελέσθηκε μέσα του όχι απλώς είναι μεγάλο καλό, σπουδαίο καλό, αποκάλυψη πραγματική στην ψυχή, αλλά δεν θα έβγαινε αυτό το μεγάλο καλό, αν δεν συνέβαινε εκείνο το οποίο δεν το ήθελε κανείς με τίποτε να έρθει, και για το οποίο έλεγε: «Όλα τα άλλα ας έρχονταν, Θεέ μου, αλλά αυτό να μην ερχόταν».
Βλέπει μάλιστα κανείς το καλό έτσι, σαν να το ψηλαφά. Οπότε, πίσω από αυτό που του συνέβη, βλέπει την αγάπη του Θεού που δεν τον λυπήθηκε. Και είναι πολύ σημαντικό να νιώσεις τι σημαίνει ότι δεν σε λυπήθηκε ο Θεός.
Διότι ο Θεός, καθώς ξέρει ότι τελικά θα πεις «να ‘ναι ευλογημένο, Θεέ μου», δεν σε λυπάται και επιτρέπει να σουβλιστείς για τα καλά, να πληγωθείς, να πονέσεις, να ματώσεις. Μερικές φορές μοιάζει σαν να πάει κανείς να τρελαθεί.
Και τότε βλέπεις την απέραντη, την ανεξιχνίαστη αγάπη του Θεού, την οποία δεν μπορείς να τη μετρήσεις, αλλά μόνο τη νιώθεις, τη ζεις.
Και η ψυχή ακόμη περισσότερο ωφελείται, καθώς όχι μόνο «διήλθε δια πυρός και ύδατος», όπως λέει ο ψαλμωδός (Ψ. 65:12), όχι μόνο πόνεσε, μάτωσε και βλέπει ότι βγήκε καλό, αλλά κυρίως καθώς μυείται έτσι στην αγάπη του Θεού, στην όλη συγκατάβαση του Θεού· μυείται σε όλο αυτό το μυστήριο, ότι δηλαδή σε ανέλαβε ο Θεός, σε πήρε από το χέρι ο Θεός και είσαι πια του Θεού. Δεν μπορούμε να το καταλάβουμε. Είναι κάτι που το κάνει ο Θεός.
Το θέμα δεν είναι ότι εσύ έκανες κάτι, έφθασες κάπου και τώρα είσαι σπουδαίος και επομένως με το σπαθί σου γίνεσαι του Θεού.
Το θαυμαστό είναι ότι ο Θεός, εκεί που δεν το περίμενες και δεν το καταλάβαινες, έκανε την οικονομία του, έκανε τη συγκατάβασή του και δεν σε λυπήθηκε, αλλά άφησε να πονέσεις και να πάθεις κάτι που είναι χειρότερο από έναν πόνο, ακριβώς για να σε ελεήσει.
Να, κάπως έτσι είναι τα πράγματα, αδελφοί μου.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Το μυστήριο του πόνου», Γ’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2010, σελ. 61 (απόσπασμα).
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου