Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

Ο Γέροντας Γελάσιος στη Σιμωνόπετρα


Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 

Ο μακαριστός Γέροντας Γελάσιος Σιμωνοπετρίτης (1902-1987) ήταν πρώτα στη Μονή Οσίου Γρηγορίου, στην οποία είχε πάει στις 8 Μαΐου 1930. 

Κάποτε που τον επισκέφθηκα, κατά τη συζήτηση τον ρώτησα και γιατί έφυγε από τη Μονή του, όπου είχε γίνει και Καλόγερος. Ο Γέροντας πήρε αφορμή και μου είπε τα ακόλουθα.
✶✶✶
Στη Μονή του Οσίου Γρηγορίου έμεινα επτά χρόνια, και μετά επεθύμησα να πάω στους Αγίους Τόπους. Ο Γέροντας μου παπα-Θανάσης δεν μου έδινε ευλογία να πάω. 

Εγώ ζήτησα ευλογία να πάω σαν επισκέπτης στη Σιμωνόπετρα, να παρακαλέσω τον ηγούμενό της αρχιμανδρίτη π. Καισάριο να με βοηθήσει να εκπληρώσω τον σκοπό μου. Εκείνος μου υποσχέθηκε ότι θα με στείλει. 

Τότε ζήτησα από τον Γέροντά μου απολυτήριο για τη Σιμωνόπετρα και ευχαρίστως μου έδωσε. Μα δεν ήταν όμως θέλημα της Παναγίας και έτσι έμεινα πλέον στη Σιμωνόπετρα.

Όταν ήλθε η νέα συνοδεία των Πατέρων από τα Μετέωρα, εγώ τους έδωσα τα κλειδιά, διότι με είχαν τοποτηρητή της Μονής. Τότε ζήτησα από τον νέο Ηγούμενο να ησυχάσω στον Αρσανά της Μονής πλησίον της Δάφνης. Εκεί έμεινα 11 χρόνια. Καθε χρόνο έπαιρνα τον διορισμό τού διακονήματος ως «φύλαξ Δάφνης και πάσης παραλίας».

Πολλές φορές με παρακαλούσε ο ηγούμενος π. Αιμιλιανός να ανεβαίνω τουλάχιστον στις πανηγύρεις της Μονής. Εγώ όμως του έλεγα: «Άκουσε, Γέροντα, εγώ αν δεν ακούσω το καλό όνομα για τη Σιμωνόπετρα και την πρόοδό της, δεν θα έλθω μέσα».

Όλη αυτή την περίοδο είχα μαζί μου συνοδεία δεκάδες γάτες. Καποτε έφθασαν τις 70. Το διακόνημά μου ήταν ψαράς. Ό,τι έβγαζα τα έτρωγα εγώ και η συνοδεία μου. Είναι και αυτά τα γατάκια πλάσματα του Θεού. Μ’ αγαπούν και τα αγαπώ. Κοιμούνται πάνω μου, στο κρεβάτι μου. Είναι καθαρά και όπου πηγαίνω εγώ, έρχονται και αυτά μαζί μου.

Μετά από 11 χρόνια έχασα σε μεγάλο βαθμό την όρασή μου. Κατόπιν κτύπησα στη μέση μου. Επιπλέον άκουσα καλά λόγια για τη Μονή απ’ όλους τους ανθρώπους, και αποφάσισα πλέον να επιστρέψω.

Όταν επέστρεψα, οι Πατέρες εκείνη τη στιγμή έψαλλαν τον Εσπερινό. Μπήκα μέσα, προσκύνησα τις εικόνες του τέμπλου και στεκόμενος κάτω από το κεντρικό πολυέλεο είπα: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα…» 

Οι Πατέρες έκλαιγαν από συγκίνηση και χαρά. Μου έδωσαν κελλί, μου έπλυναν τα ρούχα και εγώ βλέποντας αυτούς συγκινημένους έλεγα: «Αυτά είναι τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου».
✶✶✶
Θα σου πω τώρα και μία επίσκεψη που είχα του αγίου Σίμωνα, του Κτίτορα της Μονής, στο κελλί μου.

Ήταν η μνήμη του, 28 Δεκεμβρίου 1986. Όλοι οι Πατέρες και οι προσκυνητές βρίσκονταν στην αγρυπνία. Εγώ, όπως ξέρεις, έμενα στο κελλί μου και από εκεί με ειδική συσκευή άκουγα την Ακολουθία του Αγίου. 

Ξαφνικά, βλέπω τον άγιο Σίμωνα να μπαίνει στο κελλί μου περιβεβλημένος από άπλετο φως. Με ρώτησε τι κάνω. Έπειτα έκατσε μαζί μου και μιλήσαμε αρκετά πράγματα. 

Ό,τι μιλήσαμε τα είπα στον Ηγούμενο της Μονής, τον π. Αιμιλιανό. Κατόπιν με ευλόγησε και ανέβηκε στους ουρανούς. Δοξασμένο το όνομα του Θεού και του Κτίτορα, του αγίου Σίμωνα.

Το μακάριο τέλος του π. Γελασίου

Ο μακαριστός π. Γελάσιος εκοιμήθη στις 23 Αυγούστου του 1987, κατά τη διάρκεια του Εσπερινού. Την επομένη το μεσημέρι διαβάσθηκε στο Καθολικό της Μονής η ειδική για Μοναχούς ακολουθία. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε το σκήνωμά του στο κοιμητήρι της Μονής, όπου παρουσία όλων των αδελφών ενταφιάσθηκε. Η χαρά ήταν έκδηλη στα πρόσωπα όλων.

Όταν επιστρέψαμε στο Συνοδικό για να πάρουμε το συνηθισμένο κέρασμα, ο ιερομόναχος π. Δ. μας διηγήθηκε το τελευταίο περιστατικό προ του θανάτου του μακαριστού Παππού:

Χθες το απόγευμα, πλησιάζοντας η ώρα του Εσπερινού, ο υπεύθυνος της εκκλησίας αδελφός κτύπησε το πρώτο τάλαντο και μπήκε μέσα να ανάψει τα καντήλια. Τότε πετάχθηκε έξω από το κελλί του ο Γερο-Γελάσιος. Περίμενε στην αυλή να περάσει ένα τέταρτο, για να κτυπήσει αυτός το δεύτερο τάλαντο. 

Ένας αδελφός, περνώντας απ’ εκεί, τον πλησίασε και με αγάπη του φίλησε το χέρι. Και το πρόσωπό του είχε πόθο να ασπασθεί, αν δεν τον εμπόδιζε προς τούτο η καλογερική σεμνότητα και ο σεβασμός του προς τον μακαριστό Γέροντα. Τον ρώτησε λοιπόν:

– Γιατί κάθεσαι εδώ, Γέροντα; Μου κάνει εντύπωση αυτή η έξοδός σου και η παραμονή σου σ’ αυτόν τον τόπο.

– Ήλθα να πάρω ευλογία από τον εκκλησιαστικό, να κτυπήσω εγώ το δεύτερο τάλαντο.

– Μα γιατί; Αυτό πρώτη φορά το κάνεις.

Ο Γέροντας του έκανε νόημα με το χέρι να μη επιμένει και ήσυχα του είπε:

– Σσστ, σε λίγο θα δεις.

Ο αδελφός, χωρίς να υποψιασθεί τίποτε, έτρεξε να φωνάξει ένα αδελφό που είχε μαγνητόφωνο και φωτογραφική μηχανή, επειδή του έκανε εντύπωση αυτή η επίμονη επιθυμία του Γέροντα Γελασίου.

Όταν ήλθε η ώρα για το δεύτερο τάλαντο, ο μακαριστός Παππούς πήρε σαν να ήταν νέος Μοναχός το τάλαντο και το κτυπούσε με απλότητα περιφερόμενος πέριξ της εκκλησίας. 

Πολλοί Πατέρες είχαν σχηματίσει πομπή και τον ακολουθούσαν, κυριολεκτικά συγκινημένοι και απορούντες. Κατόπιν ο διακονητής του τον συνόδεψε μέχρι το κελλί του.

Ο παππούς του είπε: «Εσύ τώρα πήγαινε στην εκκλησία, κι εγώ θα ακούσω τον Εσπερινό από το ράδιο» (εννοούσε την ειδική συσκευή).

Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια του. Άρχισε ο Εσπερινός. Έφθασε στην ανάγνωση του Ψαλτηρίου. Ο διακονητής του πήγε στον Παππού να δει τι κάνει. Τον βρήκε καθισμένο στο κρεββάτι του με γερμένο το κεφάλι του αριστερά. 

Νόμισε ότι κοιμάται. Του μίλησε, τον σκούντηξε, καμιά απάντηση. Ο Γερο-Γελάσιος είχε φύγει για τις αιώνιες Μονές.

Από το βιβλίο: Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτου, «Σύγχρονοι Γεροντάδες του Άθωνος», Μοναχός Γελάσιος Σιμωνοπετρίτης (αποσπάσματα). Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου 2005

«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου