Ο
π. Ιάκωβος ήταν ψηλός, αδύνατος, ευθυτενής· και έβλεπε κανείς έναν
«άρχοντα» στο βάδισμα, στο παρουσιαστικό, στα λόγια του, στην έκφραση
του προσώπου του, στα μάτια που πάντα σχεδόν τα είχε στραμμένα προς τα
κάτω και στον καθ’ όλον τρόπο της τέλεσης του μυστηρίου της θείας
Λειτουργίας, στην καλή του άρθρωση και στην μουσική απαγγελία –αν και
δεν είχε ιδιαίτερη μόρφωση– και ιδιαίτερα στην αξιοζήλευτη απλότητά του.
Πάντοτε ερχόταν από το κελλί του στην εκκλησία φορώντας το
επανωκαλύμμαυχό του, τον σταυρό του και την ράβδο του, και παρά την
απλότητά του τηρούσε μια τάξη, σαν να πήγαινε σε κάποιον επίσημο χώρο.
Στο
Ιερό Βήμα, αμίλητος σχεδόν, καθισμένος κάποιες φορές στα δεξιά της
Ωραίας Πύλης και μιλώντας μόνο όταν θα έπρεπε να πη κάτι στον π. Κύριλλο
ή να δώση την σειρά στους συλλειτουργούς του.
Εντύπωση με έκανε, που
όταν άρχιζε την θεία Λειτουργία, πριν από το «Ευλογημένη η Βασιλεία»,
έλεγε χαμηλόφωνα, «έλα, Χριστέ και Παναγιά».
Κάποτε,
μου είπε ότι μία γυναίκα μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας τον
πλησίασε και του είπε, «Παπά μ’ , τι ήταν αυτό το παιδάκι πάνω στην Αγία
Τράπεζα με τα αίματα;» και δεν ήξερε τι να της πη.
«Ακούς, π. Αργύριε,
είναι παρών πραγματικά ο Χριστός μας την ώρα της θείας Λειτουργίας· δεν
είναι φοβερό; και αυτό γίνεται σε κάθε θεία Λειτουργία».
Φαίνεται
πως θα υπέφερε από τα πόδια του, γιατί παρακολουθούσε γονατιστός, επάνω
σε ένα μικρό χαλάκι τις ακολουθίες.
Ακόμη και κατά την εβδομάδα την
Διακαινήσιμο, και κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας ήτανε
γονατιστός, πράγμα που φανέρωνε το πρόβλημα της αδυναμίας της σαρκός.
Όταν λειτουργούσε ο π. Κύριλλος σε διπλανό χωριό ή ήταν απασχολημένος σε
διακονήματα –που τότε όλοι και όλοι ήταν τρεις– και ερχόταν κόσμος, ο
ίδιος ο π. Ιάκωβος μετά την θεία Λειτουργία έβγαζε την Κάρα του οσίου
Δαυΐδ και προσκυνούσαν οι πιστοί και διάβαζε ευχές, σταύρωνε ασθενείς
και έλεγε για την ζωή του οσίου Δαυΐδ, για τα θαύματά του και δίδασκε
απλά τις απλές ευαγγελικές αλήθειες στον λαό του Θεού και έφευγαν οι
άνθρωποι αναπαυμένοι πνευματικά.
Κάποτε,
όπως μου έλεγε, όταν ήταν νέος κληρικός πήγαινε και εξυπηρετούσε
διπλανά χωριά με ζώο του μοναστηριού ανεβασμένος πάνω σ’ αυτό,
«περνούσα», μου έλεγε, «μέσα από τα περιβόλια του μοναστηριού μας, και
τα φρούτα από τα δένδρα κτυπούσαν στο κεφάλι μου.
Μου ‘ρχόταν μία όρεξη
να πάρω ένα να φάω, επειδή ήταν κτήματα του μοναστηριού μας, αλλά είπα
μέσα μου, «αν έβλεπε κάποιος να παίρνω και δεν γνώριζε, τι θα έλεγε; ότι
ο παπάς παίρνει μήλα κρυφά». Και έτσι, με συγχωρείτε, ποτέ δεν άπλωσα
χέρι…».
Άλλη
φορά, μετά την θεία Λειτουργία που περιμέναμε στο αρχονταρίκι, ήρθε ο
Γέροντας και κάθησε στην θέση που πάντα καθόταν στο τραπέζι· άρχισε να
μιλάη συμβουλευτικά και να προτρέπη τους πιστούς να τηρούν τις εντολές
του Κυρίου μας, αλλά έλεγε και για τις θείες επεμβάσεις του οσίου Δαυΐδ.
Ενώ εγώ ήμουν όρθιος στην πόρτα, σχεδόν μισός μέσα και μισός έξω,
έρχεται σε λίγο κάποιος κύριος που η φωνή του έμοιαζε έτσι βαρειά που
ήταν, σαν «μάγκικη», και με έπιασε από το μπράτσο και με τράβηξε λίγο
απαλά προς το μέρος του έξω, και πριν να αρχίση να μου μιλάη, του λέγω:
– Αφήστε λίγο, κύριε, να ακούσωμε τον Γέροντα και μετά θα μου πήτε ό,τι θέλετε.
Μου λέγει, με το ύφος αυτό το βαρύ:
– Άστον αυτόν, δεν ξέρει τι λέγει, εγώ θα σου πω.
– Μα, άνθρωπέ μου, του λέγω, δεν είναι σωστό, ας τον ακούσωμε και μετά…
Επέμενε πάλι λέγοντας τα ίδια. Τέλος πάντων, στην επιμονή του δέχθηκα να τον ακούσω.
– Άκουσέ με, μου λέγει, αυτός δεν τα λέγει αυτά, γιατί δεν θέλει να φαίνεται.
Τότε κάτι κατάλαβα πως για κάτι καλό θα με μιλούσε. Δεν έβγαλα άχνα. Μου λέγει:
– Είχα
τον γυιό μου, παλληκάρι ως εκεί πάνω, στο νοσοκομείο στην Αθήνα, σε
πάρα πολύ βαρειά κατάσταση. Οι γιατροί έκαναν συμβούλιο και μου είπαν:
«Έχεις άλλα παιδιά; Το παιδί σου είναι σε πάρα πολύ κακή κατάσταση.
Εμείς μέσα από το συμβούλιο που κάναμε, καταλήξαμε ότι ίσως και να μην
ζήση».
Σαν τ’ άκουσα τρελλάθηκα· μεσ’ την νύχτα δεν ήξερα τι να κάνω.
Πήρα το αυτοκίνητο και έτρεχα σαν τρελλός· έφτασα τα χαράματα εδώ,
κτύπησα και με άνοιξαν. «Θέλω τον Γέροντα», είπα, μου τον έδειξαν και
πήγα και του είπα όλα ό,τι με είπαν οι γιατροί.
Έδειξε συμπόνοια ο
Γέροντας, με πήρε από το χέρι και με ανέβασε εκεί επάνω –και έδειξε το
παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους που ήταν πολύ κοντά στο κελλί του και
κάλυπτε την ανατολική γωνία των κελλιών– μπήκαμε μέσα στο παρεκκλήσι και
μου είπε να κάνω προσευχή, γονάτισε και αυτός εκεί αριστερά και άρχισε
την προσευχή του.
Έκλαιγε και προσευχόταν γονυπετής. Εγώ τι προσευχή να
κάνω; ε! έκανα εκεί κάτι, αυτός έκλαιγε και δώστου προσευχή και
μετάνοιες. Εγώ βγήκα έξω, για να πάρω αέρα, εκείνος μέσα.
Για μια
στιγμή, τον βλέπω να έρχεται κοντά μου και να μου λέγη, «άντε, πήγαινε
τώρα στο καλό και το παιδάκι σου θα σου το κάνη καλά ο άγιος Δαυΐδ και ο
άγιος Χαράλαμπος».
Και έτσι έγινε. Οι γιατροί απορούσαν. Να, γι’ αυτό
σου λέγω ότι αυτός για τον εαυτόν του τίποτε δεν λέγει, αλλά έτσι έχουν
τα πράγματα.
Μαρτυρία π. Αργυρίου Γαβριηλίδου, από την Θεσσαλονίκη
Από το βιβλίο: «Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)». Γ’. Μαρτυρίες, σελ. 268. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου