Ὀ Πατὴρ Ἄνθιμος πατρίδα εἶχε τὴν Σόφια τῆς
Βουλγαρίας, ὅπου καὶ ἐφημέρευε σὰν ἔγγαμος ἱερεὺς σὲ ἐνορία. Μετὰ τὸν θάνατο τῆς
πρεσβυτέρας του, γύρω στὰ 1841, ἦρθε στὸ Περιβόλι τῆς
Παναγίας, καὶ φυτεύτηκε σὰν καλὸς βολβός, ὅπως θὰ ἰδοῦμε πιὸ κάτω, καὶ ἄνθισε καὶ εὐωδίασε.
Ἡ πρώτη του μετάνοια ἦταν ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Σίμωνος Πέτρας, ὅπου ἐκάρη Μοναχός. Μετὰ ὅμως ποὺ ἄρχισε νὰ κάνη τὸν διὰ Χριστὸν σαλό, νὰ κρύβη τὸν ἐσωτερικό
του πλοῦτο, εἶχε κάνει
μετάνοια καὶ ὅλον τὸν Ἄθωνα, γιατὶ συνέχεια γύριζε στὴν ἔρημο καὶ ἔμενε ἄλλοτε σὲ σπηλιές, καὶ ἄλλοτε σὲ κουφάλες
δένδρων.
Κατὰ καιροὺς δέ, ἐμφανιζόταν στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος (τὸ Ῥωσικό) γιατὶ ἐκεῖ
καταλάβαινε τὶς ἀκολουθίες,
ποὺ γίνονταν στὰ Ῥωσικά. Συνήθως κρυβόταν στὸν Νάρθηκα τοῦ Ναοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ
παρακολουθοῦσε.
Ὅταν ἔβλεπε ὅμως
κανέναν Πατέρα νὰ τὸν
παρακολουθῆ καὶ νὰ τὸν προσέχη
μὲ εὐλάβεια, ἄρχιζε νὰ κάνη ἀνοησίες ἢ νὰ παραμιλάη μόνος του καὶ ἔτσι τοὺς χαλοῦσε τὸν λογισμό.
Παρέμενε δὲ στὴν Μονὴ ἀνάλογα, ἄλλοτε
λίγες ἡμέρες καὶ ἄλλοτε περισσότερες, καὶ μετὰ ἐξαφανιζόταν πάλι στὸν Ἄθωνα, τελείως μόνος του, δύο ἢ τρεῖς μῆνες, καὶ ξανὰ ἐμφανιζόταν
στὸν Ἅγιο
Παντελεήμονα, τὸ Ῥωσικό.
Στὴν ἀρχὴ τῆς θείας τρέλας, ἐπὶ πέντε χρόνια, φοροῦσε ἕνα παλιὸ ῥάσο καὶ μετὰ μπαλωμένα. Ἀργότερα,
κατέληξε νὰ φοράη ἕνα παλιὸ τσουβάλι, στὸ ὁποῖο ἄνοιγε μία τρύπα στὴν κορυφή, γιὰ νὰ βγάζη τὸ κεφάλι του, καὶ δυὸ γιὰ τὰ χέρια του καὶ ἔτσι πιὰ ἐμφανιζόταν παντοῦ. Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ τὸν ὀνόμασαν Τσουβάλντη.
Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀκόμα τὸ τσουβάλι
τὸ προφύλαγε, ὅταν γύριζε
μέσα στὸ δάσος, γιὰ νὰ μὴν σχιστῆ, καὶ ἔσχιζε τὸ κορμί του
στὰ κλαριά. Ὅσοι
φυσικά, δὲν εἶχαν βάθος ἐσωτερικό, ἀλλὰ ἔκριναν ἐξωτερικά, τὸν ἔλεγαν παλαβό. Ἀλλὰ ὁ Πατὴρ Ἄνθιμος τοὺς προβλημάτιζε, ὅταν τοὺς ἔλεγε τοὺς λογισμοὺς ποὺ εἶχαν. Ἔτσι οἰκοδομοῦσε πνευματικὰ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν καλὴ διάθεση, ἀποκαλύπτοντας
τοὺς λογισμούς τους.
Βλέπει κανεὶς τοὺς διὰ Χριστὸν σαλούς, ἐπειδὴ ἔχουν πολλὴ ταπείνωση, νὰ ἔχουν πολλὴ
καθαρότητα, δηλαδὴ πνευματικὴ διαύγεια,
καὶ ἔτσι
γνωρίζουν καὶ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὰ Μυστήρια
τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καὶ ὁ Πατὴρ Ἄνθιμος, ὁ ὁποῖος τὴν δική του καθαρὴ καρδιά, τὴν εἶχε
σκεπασμένη μὲ ἕνα παλιὸ τσουβάλι.
Στὸ Μοναστήρι
τοῦ Ἁγίου
Παντελεήμονος, ὅταν πήγαινε, δὲν ἔμπαινε μέσα, ἀλλὰ ἔμενε καὶ αὐτὸς ἐκεῖ ποὺ ἔμεναν οἱ ἐργάτες τῆς Μονῆς καὶ στὴν ἴδια
τράπεζα τῶν ἐργατῶν καθόταν νὰ φάη. Ὁ Ἠγούμενος τῆς Μονῆς φαίνεται
κάτι νὰ πληροφορήθηκε καὶ εἶπε στὸν διακονητὴ Μοναχό, νὰ φροντίζη
τὸν Γέροντα Ἀσκητή,
Πατέρα Ἄνθιμο.
Ἔκτοτε ὁ Διακονητής, ὁ τραπεζάρης
τῶν ἐργατῶν, τὸν εἶχε σὲ εὐλάβεια καὶ τὸν βοηθοῦσε καὶ τὸν
παρακολουθοῦσε. Ἔτσι ἀπέκτησε καὶ ἰδιαίτερη ἐμπιστοσύνη
καὶ μποροῦσε νὰ καταλάβη καὶ ὁρισμένες ἀπὸ τὶς κρυφὲς ἀρετές του.
Μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες του ἀρετές, ἦταν καὶ τὸ χάρισμα ποὺ εἶχε στὸ θέμα τῆς νηστείας· μποροῦσε νὰ νηστεύη πολλὲς μέρες!
Κάποτε εἶχε πάει στὸ Ῥωσικὸ
Μοναστήρι, πρὶν τὴν νηστεία
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πολὺ ἐξαντλημένος, καὶ ὁ Διακονητὴς τὸν δέχθηκε μὲ πολλὴ χαρά, καὶ τοῦ ἑτοίμασε νὰ φάη.
Ὁ Γέροντας ἄρχισε νὰ τρώη, ἐνῶ ὁ Διακονητής, ποὺ ὑπηρετοῦσε,
μπαινοέβγαινε καὶ κοίταζε τὸν Γέροντα,
ποὺ ἔτρωγε
συνέχεια, καὶ τὸν
κατέκρινε: Τέτοιος ξηραμένος καὶ ἀδύνατος
Μοναχός, μποροῦσε νὰ φάη τόσο πολύ! Ἔτσι συγχυσμένος ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς τῆς κατακρίσεως, ὁ
Τραπεζάρης ἔφυγε γιὰ τὸ κελλί του.
Ὁ Πατὴρ Ἄνθιμος, ἀφοῦ τελείωσε
τὸ φαγητό του, πῆγε καὶ κάθισε στὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ τοῦ ἀδελφοῦ. Βλέποντας τὸν φίλο του
πὼς ἦταν
συγχυσμένος ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λογισμούς, τὸν λυπήθηκε
καί, γιὰ νὰ τὸν βοηθήση, ἀναγκάστηκε
νὰ τοῦ ἀποκαλύψη τὴν αἰτία, ὥστε νὰ εἶναι
προσεκτικὸς γιὰ τοὺς ἄλλους, νὰ μὴν
κατακρίνη, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς οἱ ἄλλοι νὰ ὠφεληθοῦμε ἀπὸ αὐτὸ καὶ νὰ
προσέχουμε τὴν κατάκριση. Παίρνοντάς τον λοιπὸν ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ῥώτησε:
-Μήπως
ξέρεις ἀδελφέ μου, τί θὰ πῆ
ταπεινοφροσύνη;
Ὁ ἀδελφός, ἀπὸ συστολή,
τοῦ ἀπήντησε:
-Ὄχι, δὲν ξέρω.
Τότε, ὁ Γέροντας
τοῦ εἶπε:
-Ἡ ταπεινοφροσύνη συνίσταται σὲ τοῦτο: στὸ νὰ μὴν κατακρίνης κανέναν, ἀλλὰ νὰ λογιάζης τὸν ἑαυτό σου χειρότερο ἀπὸ ὅλους. Νά,
μόλις τώρα πλανέθηκες καὶ μὲ κατέκρινες, ἐπειδὴ ἔφαγα πολύ.
Ἀλλὰ δὲν ἤξερες
πόσες μέρες δὲν ἔχω φάει καθόλου. Θυμᾶσαι, ὅταν ἤμουν ἐδῶ τελευταῖα καὶ ἔφαγα;
Ὁ ἀδελφὸς ἀπήντησε:
-Θυμᾶμαι Πάτερ. Ἐδῶ μαζί μας ἦσουν τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ καὶ ἔφαγες, ἀλλὰ ἀπὸ τότε δὲν σὲ εἶδα.
Ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
-Ἔ, βλέπεις πόσες μέρες δὲν ἔχω φάει; (Δηλαδή, εἶχε νὰ φάει ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ μέχρι τὴν νηστεία
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων). Ἐσὺ ὅμως μὲ κατέκρινες, ἐπειδὴ ἔφαγα πολύ.
Ἀδελφέ μου, τὰ θεῖα χαρίσματα εἶναι διάφορα. Στὸν καθένα
μας κάτι δίνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Νά, σὲ ἐμένα ὁ Θεός, ἔδωσε τὴν δύναμη νὰ ὑποφέρω τὸ κρύο καὶ τὴν πείνα.
Μήπως θὰ μποροῦσες νὰ βαστᾶς καὶ ἐσὺ τόσο; Μπορεῖς νὰ ταπεινωθῆς, νὰ βγάλης τὸ ζωστικό,
καὶ νὰ πᾶμε ὣς τὸ γειτονικὸ Μοναστήρι, καὶ μὲ αὐτὰ τὰ ῥοῦχα νὰ περάσης τὸν χειμώνα
στὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθωνα; Ἀλλὰ καὶ σύ, σὰν ψάλτης,
πῶς ψάλλεις στὸν Θεό; Οἱ σκέψεις σου βρίσκονται
περισσότερο ἀλλοῦ, στὸν περισπασμό, παρὰ στὸν Θεό. Ἄκουσε καὶ ἐμένα πῶς θὰ ψάλω.
Ὁ Πατὴρ Ἄνθιμος
σήκωσε τὰ χέρια του στὸν Οὐρανό, καὶ μὲ δυνατοὺς λυγμούς, ἔψαλε· Ἀλληλούϊα, καὶ δάκρυα
πολλὰ ἔῤῥεαν συνέχεια ἀπὸ τὰ μάτια του. Ὁ Τραπεζάρης τὰ ἔχασε καὶ ἔνιωσε μεγάλη συντριβή. Ἔπειτα, εἶπε ὁ Γέροντας στὸν Μοναχό:
-Βλέπεις ἀδελφέ μου,
μὴν κατακρίνης κανέναν, διότι δὲν ξέρεις ἐσύ, σὲ ποίον
δίνεται κάποιο χάρισμα, ἀλλὰ πρόσεξε περισσότερο τὸν ἑαυτό σου.
Ὁ ἀδελφὸς ἔβαλε
μετάνοια στὸν Γέροντα καὶ ζήτησε συγχώρεση θαυμάζοντας τὴν προόραση τοῦ Γέροντα. Ἀπὸ τότε καὶ μετά, ὁ Γέρο-Ἄνθιμος ἄρχισε νὰ ἐμπιστεύεται
ὅλο καὶ περισσότερο στὸν Τραπεζάρη.
***
Κάποιος ἄλλος ἀδελφός, μιὰ ἄλλη φορά,
γελάστηκε ἀπὸ τὰ προσχήματα τοῦ Πατρὸς Ἀνθίμου καὶ ἔλεγε μέσα του: Τί προορατικὸς εἶναι αὐτός; Μήπως
ὅλοι οἱ προορατικοί, τόσο πολὺ τρῶνε; Ὁ Γέροντας διακρίνοντας τοὺς
λογισμούς του τὸν κάλεσε κοντά του καὶ τοῦ εἶπε:
-Σὺ ἀδελφέ, θέλεις μὲν νὰ γίνης Μοναχός, οἱ λογισμοί
σου ὅμως τρέχουν πάντα στὴν Ῥωσία. Λοιπόν, νὰ πᾶς ἐκεῖ, νὰ ἐκπληρώσης τὴν ἐπιθυμία σου, ἀλλὰ θὰ ἐπανέλθης πίσω πάλι καὶ τότε θὰ ἀξιωθῆς νὰ γίνης Μοναχός.
Τὰ λόγια τοῦ Γέροντα ἐκπληρώθηκαν
μὲ κάθε ἀκρίβεια. Πράγματι, ὁ ἀδελφὸς αὐτὸς πλανέθηκε ἀπὸ τοὺς λογισμούς, καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ῥωσία. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο γύρισε πάλι πίσω στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐκάρη
Μοναχός, στὸ ἴδιο Μοναστήρι.
***
Ὀ
Τραπεζάρης εἶχε σὲ μεγάλη εὐλάβεια τὸν Πατέρα Ἄνθιμο –τὸν εἶχε γιὰ Ἅγιο- ἀλλὰ φοβόταν νὰ τοῦ ἐκφράση τὸν θαυμασμό του, ξέροντας ὅτι δὲν τοῦ ἄρεζαν οἱ ἔπαινοι. Μιὰ μέρα ποὺ ἦλθε πάλι ὁ Γέροντας,
ὁ Τραπεζάρης χάρηκε καὶ τοῦ ἑτοίμασε νὰ φάη, ἀλλὰ ὁ ἴδιος, ἀπὸ εὐλάβεια πρὸς αὐτόν, δὲν ἤθελε νὰ καθίση μαζί του.
Γιὰ νὰ μὴν δώση ἀφορμή, καὶ τὸ προσέξη αὐτὸ ὁ Γέροντας, ἄρχισε νὰ πηγαίνει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ στὴν τράπεζα. Σὰν τελείωσε τὸ φαγητὸ ὁ Πατὴρ Ἄνθιμος, σηκώθηκε ἀπὸ τὴν τράπεζα καὶ εἶπε:
-Ἐντάξει, ἐντάξει!
Στάσου! Ὁ Θεός, νὰ σὲ ἐλεήση καὶ νὰ σὲ στερεώση.
***
Ἕνας ἀπὸ τοὺς Ῥώσους Ἱερομονάχους,
διηγήθηκε στὸν ἀδελφό, πὼς κυριευμένος ἀπὸ νοσταλγία γιὰ τὴν πατρίδα του, μιὰ μέρα, ἔβγαλε τὸν λογισμό, νὰ φύγη ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὴν Ῥωσία. Καὶ ἐνῶ σκεφτόταν αὐτό, ξαφνικά, μπῆκε μέσα στὸ κελλί του ὁ Πατὴρ Ἄνθιμος -ὁ ὁποῖος προηγουμένως δὲν ἦταν ἐκεῖ- καὶ τοῦ εἶπε:
Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ μὲ ἔστειλε νὰ σοῦ πῶ, παπά, νὰ μὴν πᾶς στὴν Ῥωσία, γιατὶ ἅμα βγῆς ἀπὸ τὴν ἔρημο στὸν κόσμο,
τότε θὰ πέσης στὴν ἁμαρτία.
***
Ἕναν καιρό,
ὁ Πατὴρ Ἄνθιμος ἡσύχασε στὰ ὕψη τοῦ Ἄθωνα γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Ὁ ἀδελφός, ὁ Τραπεζάρης, πολὺ ἀνησύχησε καὶ προσευχήθηκε στὸν Θεό, νὰ πληροφορήση τὸν Γέροντα νὰ ἔλθη στὴν Μονή, γιὰ νὰ τὸν ὠφελήσει πνευματικά. Τοῦ ἔλεγε δὲ ὁ λογισμός του: Ἴσως τώρα ὁ Γέροντας
στὴν ἔρημο, νὰ ἔχει ἀποκάμη ἀπὸ τοὺς κόπους
του, κι ἐγώ, ἂν ἦταν ἐδῶ, θὰ τὸν οἰκονομοῦσα μὲ λίγη
τροφή, θὰ τοῦ ἔκανα καὶ ἕνα τσάϊ.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωΐ, ὁ Γέροντας ἦλθε στὸ Μοναστήρι
καὶ εἶπε στὸν φίλο του χαριτολογώντας:
-Ὁρίστε, κατὰ τὴν ἐπιθυμία
σου ἦλθα ἀπὸ τὸν Ἄθωνα, κατάκοπος καὶ μὲ πόδια κομμένα ἀπὸ τὶς πέτρες.
Τὸ τσάϊ σου ἀξίζει τέτοιον κόπο.
Ὁ ἀδελφός, εἶδε τὴν προόρασή
του καὶ τοῦ ζήτησε συγχώρεση γιὰ τὸν κόπο ποὺ τοῦ προξένησε.
***
Κάποτε, ὁ ἴδιος ἀδελφός, εἶχε μία
βαριὰ λύπη καὶ ἀκηδία καὶ προσευχήθηκε στὸν Θεό, νὰ στείλη τὸν φίλο του Πατέρα Ἄνθιμο νὰ τὸν παρηγορήση. Δὲν πέρασαν λίγες ὥρες, καὶ φάνηκε μπροστά του ὁ Πατὴρ-Ἄνθιμος. Ὁ θλιβόμενος ἀδελφός, βλέποντάς τον, πολὺ χάρηκε καὶ ῥώτησε:
-Πῶς ἔγινε
Πάτερ, καὶ ἦρθες ἀκριβῶς στὴν ὥρα τῆς ἀνάγκης μου;
Ὁ Γέροντας
χαμογελώντας τοῦ ἀπήντησε:
-Ἐσὺ ἤθελες νὰ μὲ δῆς καὶ
παρακάλεσες τὸν Θεὸ γιὰ αὐτό, καὶ ἦρθα.
***
Μιὰ ἄλλη φορά, στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα, τὸ Ῥωσικό, τὴν παραμονὴ τῆς πρώτης Ὀκτωβρίου,
ποὺ τελεῖται ὀλονύκτια ἀγρυπνία εἰς τιμὴν τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὁ Πατὴρ Ἄνθιμος, μόλις ἔφθασε στὸ Μοναστήρι, παρὰ λίγο νὰ ξεψυχήση. Ὅταν συνήντησε τὸν γνωστό του ἀδελφό, τοῦ εἶπε:
-Αὐτὴ τὴν νύκτα
βρισκόμουν κοντὰ στὸ Μοναστήρι τοῦ Ζωγράφου, στὴν ἔρημο, καὶ
προσευχόμουν ὄρθιος, πάνω σὲ μιὰ πέτρα. Τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς εἶδα τὴν Μητέρα
τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ στὸ Μοναστήρι
σας. Καθὼς ἤμουν γεμάτος χαρὰ σ’ αὐτὴ τὴν ὀπτασία,
βιάστηκα νὰ ῤθῶ, γιὰ νὰ Τὴν βρῶ ἐδῶ, ὥστε νὰ σκεπάση μὲ τὸ μαφόριό Της καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸ μαζὶ μὲ τοὺς τιμῶντας Αὐτὴν δούλους.
Ἀλλά, μόλις ξεκίνησα ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο γιὰ νὰ τρέξω ἐδῶ, ξαφνικά,
φάνηκε ἕνα φίδι, πετάχτηκε μὲ ὀργὴ ἐπάνω μου καὶ μὲ δάγκωσε δυνατὰ στὸ πόδι. Ἐννόησα ὅμως ὅτι αὐτὸ τὸ ἐμπόδιο ἦταν ἀπὸ φθόνο τοῦ μισόκαλου
καὶ δὲν ἔδωσα σημασία στὸ δάγκωμα, ἀλλὰ βιαζόμουν νὰ φθάσω στὸ Μοναστήρι
σας.
Ὁ ἀδελφὸς κοίταξε
τὸ πόδι του, καὶ πράγματι τὸ τραῦμα ἀπὸ τὸ δάγκωμα ἦταν σοβαρό. Ἠ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Γέροντα γιὰ τὸν Θεό, τὸν εἶχε κάνει πιὰ ἀναίσθητο στὰ σωματικὰ παθήματα.
***
Τὸ ἔτος 1862, στὸν Ἄθωνα, ὁ χειμώνας ἦταν ψυχρὸς καὶ χιονώδης.
Ἐκεῖνον τὸν καιρό, ὁ Πατὴρ Ἄνθιμος ἦταν στὰ ὕψη τοῦ Ἄθωνα, στὴν βαθιὰ ἔρημο, καὶ ζοῦσε στὴν κουφάλα ἑνὸς δένδρου. Πολὺ χιόνι ἔπεσε καὶ τὸν ἀπέκλεισε ἐντελῶς, τόσο ὥστε ἦταν ἀδύνατο νὰ βγῆ ἀπὸ ἐκεῖ. Σαράντα ἕξι μέρες πέρασε ἐκεῖ χωρὶς ψωμί. Σχεδὸν πάντοτε, πρὶν τὴν χειμωνιάτικη ἐποχή, βρισκόταν πιὸ κοντὰ στὸ Μοναστήρι.
Οἱ Γέροντες στὸ Ῥωσικό, ἔμαθαν ὅτι σὲ τέτοιο ψυχρὸ καὶ χιονώδη χειμώνα ὁ Πατὴρ Ἄνθιμος δὲν ἦταν κοντά τους καὶ ἄρχισαν νὰ ἀνησυχοῦν γιὰ αὐτόν. Στὸ τέλος τῶν σαράντα ἕξι ἡμερῶν ὁ Γέροντας ἔφθασε στὸ Μοναστήρι τελείως ἐξηντλημένος καὶ ξυλιασμένος. Ὁ ἀδελφός, ὅταν τὸν εἶδε ξαφνικά, φώναξε ἀπὸ τὴν χαρά του:
-Ἂχ Πάτερ, ἐσὺ εἶσαι; Καὶ ἐμεῖς ἀπελπισθήκαμε
πὼς δὲν θὰ σὲ ξαναδοῦμε. Ἀλλὰ ποὺ ἦσουν ὅλον αὐτὸν τὸν καιρό;
-Ἔ, μέσα σὲ μία
κουφάλα καθόμουν· ἀπήντησε ὁ Γέροντας
μὲ χαμόγελο.
-Καὶ τί εἶχες ἐκεῖ νὰ φᾶς, Πάτερ; ῥώτησε ὁ ἀδελφός;
-Ἀδελφέ μου
Βίκτωρ, πόσα ἔπαθα ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ ἀπὸ τὸ ψύχος, γιὰ ὅλα αὐτὰ μόνο ὁ Θεὸς ξέρει. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὀ Βαπτιστής
ἐμφανίσθηκε καὶ μὲ ἔσωσε ἀπὸ τὸν θάνατο.
***
Ἕναν καιρό,
ὁ Γέροντας Ἄνθιμος γιὰ πέντε μῆνες δὲν εἶχε ἔλθει στὸ Ῥωσικό. Οἱ Μοναχοὶ τῆς Μονῆς δὲν γνώριζαν τὴν αἰτία. Ἀνησυχοῦσαν καὶ εἶχαν πολλοὺς λογισμούς: Μήπως κάποιος τὸν εἶχε
στενοχωρήσει κ.τ.λ. Ὁ Πνευματικὸς τῆς Μονῆς ἤξερε ἕναν Ἡσυχαστή,
στὸν ὁποῖο ὁ Πατὴρ Ἄνθιμος εἶχε ἐμπιστοσύνη, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ μάθη τὴν αἰτία. Ὁ Ἡσυχαστὴς ῥώτησε τὸν Πατέρα Ἄνθιμο, καὶ ἐκεῖνος ἀπήντησε:
-Ὅσο θὰ μὲ ἐπαινοῦν ἐκεῖ καὶ θὰ μὲ τιμοῦν σὰν Ἅγιο, δὲν θὰ
πηγαίνω... Τὴν τελευταία φορά, ὅταν ἤμουν ἐκεῖ, ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἱερομονάχους,
ἔπεσε στὰ πόδια μου καὶ εἶπε: Προσεύχεσθε ἅγιε Πάτερ,
γιὰ μένα τὸν ἁμαρτωλό, νὰ σωθῶ δι’ εὐχῶν σας...
Βλέπεις; Πῶς μπορῶ τώρα νὰ πάω ἐκεῖ, ἀφοῦ μὲ τιμοῦν σὰν ἅγιο;
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Πατὴρ Ἄνθιμος πήγαινε κάπως κρυφὰ στὸ Μοναστήρι
καὶ ἐμπιστευόταν στὸν Πατέρα Βίκτωρα μερικὰ μυστικὰ γύρω ἀπὸ τὴν ζωή του,
ἐπάνω στὶς συζητήσεις τους.
***
Μιὰ φορὰ πάλι ποὺ τὸν εἶχε ἐπισκεφθῆ, καὶ ὁ Πατὴρ Βίκτωρ
τοῦ ἑτοίμασε τὴν τράπεζα, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας:
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, ἐπισκέφθηκε
τὸ Μοναστήρι σας ἐχθές.
Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἦταν
Κυριακή, καὶ κατὰ τὴν συνήθεια ἦρθαν Ἐρημίτες, Σκητιώτες καὶ ἀρκετοὶ λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ἔφαγαν στὴν τράπεζα, καὶ μετὰ τοὺς ἔδωσαν καὶ εὐλογία.
***
Ὁ Πατὴρ Ἄνθιμος
πουθενὰ δὲν εἶχε μόνιμη κατοικία, ἀλλὰ ὁλόκληρο τὸ Ἅγιον Ὄρος ἦταν κατοικία του. Στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ἔμενε κοντὰ στὸ Μοναστήρι τοῦ Ζωγράφου, τὸ Βουλγαρικό, καὶ πολλὲς φορές, βοηθοῦσε στὸ κτίσιμο, σὲ ἐπιδιορθώσεις τῆς Μονῆς –κουβαλοῦσε πέτρες καὶ νερό.
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1867, ὁ μεγάλος Ἀσκητὴς γιὰ τελευταία
φορά, ἐπισκέφθηκε τὸ ἀγαπητό του Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τὸ Ῥωσικό. Μπῆκε μέσα στὴν Μονή, καὶ πῆγε ἀμέσως στὸν ξενώνα. Ἐκεῖ συνήντησε
τὸν φίλο του Πατέρα Βίκτωρα καὶ τοῦ μιλοῦσε πολλὴ ὥρα,
νουθετώντας τον πῶς νὰ νικήση τοὺς πονηροὺς λογισμούς, καὶ τὰ πάθη. Στὸ τέλος τοῦ εἶπε κατ’ εὐθεῖαν:
-Τώρα δὲν θὰ ἔλθω πιὰ ἐδῶ, ἐπειδὴ σύντομα θὰ πεθάνω.
Πράγματι, ἔτσι ἔγινε. Στὸ τέλος τοῦ Νοεμβρίου
τοῦ ἰδίου χρόνου ἦλθε στὴν Μονὴ τοῦ Ζωγράφου καὶ ἐκεῖ ἔπεσε ἄῤῥωστος. Τὸν ἔβαλαν στὸ Νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς, στὸ ὁποῖο ἔμεινε γιὰ δώδεκα μέρες.
Τὴν 9η Δεκεμβρίου τοῦ 1867 ὁ Πατὴρ Ἄνθιμος ἄφησε τὸ Περιβόλι
τῆς Παναγίας, ὅπου ἀγωνίσθηκε φιλότιμα καὶ ἀνεπαύθη πιὰ ἐν Κυρίῳ. Τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε. Ἀμήν.
(Σημ.: Ἡ βιογραφία τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Ἀνθίμου εἶχε
δημοσιευθῆ στὸ βιβλίο: Σύγχρονοι Ἀθωνίτες Ἀσκητές, ἔκδοση 9η,
Μόσχα 1900, σελ. 31-40. Τὴν συντόμευσα κάπως, χωρὶς νὰ ἀλλοιώσω τὰ γραφτὰ τοῦ Ἱερομονάχου
Ἀρσενίου. Τὸ ἔκανα μὲ καλὴ διάθεση, γιὰ νὰ μὴν παρερμηνεύσουν ὁρισμένα τοῦ Ὁσίου Πατέρα).
(Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου: Ἁγιορεῖται
Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα)
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου