Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΜΠΟΡΕΥΣΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ & ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


Γράφει ὁ Ἰωάννης Ἀσλανίδης

Οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας γιὰ νὰ μεταλαμπαδεύσουν τὰ Θεῖα τοῦ Κυρίου κηρύγματα, χρησιμοποίησαν τὸ πνεῦμα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων καὶ τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα. Ἔτσι! Ἡ Πατερικὴ ἀξιοποίηση τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἔφερε τὴν σύζευξη αὐτῶν, ἡ δὲ διάρκεια τῆς διαδικασίας αὐτῆς βάσταξε τρεῖς περίπου αἰῶνες. Στὴν συνέχεια ἦλθε ἡ συμπόρευση Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας, ποὺ φθάνει μέχρι τῶν ἡμερῶν μας.

Τὴν κοινωνικὴ καὶ πολιτιστικὴ συνοχὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, ἰδίως δὲ κατὰ τοὺς πρώτους μετὰ τὴν Ἅλωση χρόνους, διατήρησε ἡ παραδοσιακὴ προσήλωση τοῦ λαοῦ στὴν θρησκεία, τὴν οἰκογένεια καὶ προπαντὸς στὴν Ἐκκλησιαστικὴ λατρεία.

Μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς τουρκικῆς κυριαρχίας μόνη παρηγοριὰ εἰς τοὺς ἀπελπισμένους Ἕλληνες, ἀπέμεινε ἡ Ἐκκλησία.

Ἡ Ἀδήριτος ἀνάγκη τῆς συσπείρωσης τῶν ἀπορφανισμένων Ἑλλήνων, ἔκαμε τὴν ἐκκλησία πολύτιμη καὶ ἀπαραίτητη, ὄχι μόνο ὡς θρησκευτικὸ θεσμὸ ἀλλὰ καὶ ὡς κοινωνικὸ χῶρο. Ὁ Ἐκκλησιασμὸς τῶν ὑποδούλων χριστιανῶν στοὺς πτωχοὺς καὶ πενιχροὺς ναούς των ἐγένετο, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν γιὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων των καὶ διὰ τὴν προσευχή, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου γιὰ τὴν ἀνάγκη ψυχικῆς ἐπαφῆς καὶ ἐθνικῆς ἐπικοινωνίας καὶ συναντήσεως μεταξύ των.

Μὲ τὰ βυζαντινὰ σύμβολα τοῦ τελετουργικοῦ, μὲ τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ μὲ τὰ προφητικὰ ἀναγνώσματα, ὁ ὑπόδουλος λαὸς σύντομα ἀνέκτησε τὸ Ἠθικό του καὶ ξαναβρῆκε στοὺς ναοὺς τὴν Μυστικὴ «Ἐκκλησία τοῦ Δήμου».

Εἶναι τεράστια ἡ προσφορὰ τῆς ἐκκλησίας, ὄχι μόνο γιὰ τὴν διατήρηση τῆς πίστεως καὶ τῆς χριστιανικότητος τοῦ ὑποδούλου ἔθνους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀνανέωση τῆς Ἐθνικῆς καὶ κοινωνικῆς των συνοχῆς, τῆς Ἑλληνικῆς των ταυτότητας, καὶ ἀκόμη γιὰ τὴν σύνδεση μὲ τὸ ἔνδοξο ἱστορικὸ παρελθόν.

Οἱ Ἕλληνες γράφει ὁ Φωτάκος στ᾿ ἀπομνημονεύματά του, κατὰ τὴν συνήθεια: Μετὰ τὴν λειτουργία ἐστέκοντο ἔξω εἰς τὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησίας καὶ ἐκεῖ ἐβλέποντο καὶ ὁμίλουν μεταξὺ των καὶ ἂν κανένας ἐγνώριζε καμία εἴδηση ἐξωτερικὴ περὶ πολέμου τῶν Φράγκων ἢ τῶν Ρώσων κατὰ τῶν Τούρκων, αὐτοὶ ἀναστέναζαν γιὰ τὴν ἐλευθερία των καὶ παρεκάλουν τὸν Θεὸν νὰ ἐνδυναμώσει τὴν Ρωσία διὰ νὰ καταβάλλει τὸν Τοῦρκο. Ἐπίσης λένε τὰ δημοτικὰ μας Τραγούδια «.... καὶ ἔβγαιναν καὶ κουβέντιαζαν στῆς ἐκκλησιᾶς τὴν πόρτα...». 

Αὐτὴ ἡ ἐθνωφελὴς συνήθεια, διαφοροποιημένη κάπως, ἐξακολουθεῖ νὰ ἰσχύει ἀκόμη καὶ σήμερα, παρὰ τὴν ἄγρια εἰσβολὴ τῆς τεχνολογίας.

Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν καθ᾿ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς τουρκοκρατίας, λειτούργησε ὡς φάρος μέσα στὸ σκοτάδι καὶ ὡς ὑπήνεμο λιμάνι, ὅπου συγκεντρώνοντο οἱ ἀπελπισμένοι καὶ οἱ δυστυχισμένοι ὑπόδουλοι καὶ ὡπλίζοντο μὲ θάρρος καὶ καρτερία γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀντιξόων περιστάσεων. Οἱ ἀγῶνες συνεπῶς τοῦ Ἔθνους μας συνδέονται στενὰ μὲ τὴν θρησκεία καὶ τὴν ἠθικὴ καὶ ὑλικὴ συμπαράσταση καὶ συμμετοχὴ τῆς ἐκκλησίας.

Μὲ τὰ δεδομένα αὐτὰ εἶναι εὔκολο καὶ εὐεξήγητο, γιατί ὅλα σχεδὸν τὰ Ἑλληνικὰ συντάγματα, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἐπικαλοῦνται εἰς τὸ προοίμιον αὐτῶν τὴν ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ περιλαμβάνουν διατάξεις διασφαλίζοντας τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ τὴν νομικὴ θέση τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς καὶ τῶν λοιπῶν ἐκκλησιῶν ἔναντι τῆς πολιτείας.

Βραχύλογο, ἀλλὰ σαφὲς καὶ περιεκτικὸ τὸ ἄρθρο 1 τοῦ Συντάγματος τῆς Ἐπιδαύρου[ι-ι-1822] ὅριζε ὅτι: «Ἡ Ἐπικρατοῦσα θρησκεία εἰς τὴν Ἑλληνικὴ ἐπικράτεια εἶναι ἡ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου του Χριστοῦ Ἐκκλησίας, δέχεται ὅμως ἡ Διοίκηση τῆς Ἑλλάδος πᾶσαν ἄλλην θρησκείαν καὶ αἱ τελεταὶ καὶ ἱερουργίαι ἑκάστης αὐτῶν ἐκτελοῦνται ἀκωλύτως». Καί! Στὴν παράγρ.β'«..Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουν εἰς τὸν Χριστὸν εἰσὶν Ἕλληνες..».

Ἀλλὰ καὶ ἄλλες διατάξεις τῶν Συνταγμάτων τοῦ ἐπαναστατημένου γένους, παρέχουν ἀκαταμάχητα στοιχεῖα καὶ ἀποδείξεις, περὶ τοῦ ἑνιαίου χαρακτῆρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Στὰ Συντάγματα αὐτὰ διαφαίνεται ἐπίσης ἡ ψυχικὴ ἑνότης καὶ ἡ ψυχικὴ στροφὴ τοῦ μαχομένου Ἔθνους πρὸς τὸ Βυζάντιο. Τὸ Σύνταγμα τῆς Ἐπιδαύρου ἐπίσης λέγει ὅτι: «Ἄχρι τῆς κοινοποιήσεως τῶν εἰρημμένων κωδίκων, αἱ πολιτικαὶ ἐγκληματικαὶ διαδικασίαι βάσιν ἔχουν τοὺς νόμους τῶν ἀειμνήστων ἡμῶν αὐτοκρατόρων». Σὲ ἄρθρο τοῦ Ὀργανικοῦ Νόμου τῆς Ἐπιδαύρου του 1823 ἐπαναλαμβάνεται τὸ ἴδιο: «... οἱ Νόμοι τῶν ἀειμνήστων Αὐτοκρατόρων».

Ἐπίσης μόλις ἡ Ἑλλὰς ἀπελευθερώθη ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγὸ καὶ συνεκροτήθη σὲ κράτος, τοὺς κανόνες βάσει τῶν ὁποίων θὰ ἐρρυθμίζοντο αἱ σχέσεις τῶν ἰδιωτῶν, ἀνεζήτησε τὸ νεοσύστατο Ἑλληνικὸ Κράτος εἰς τοὺς Πολιτικοὺς Νόμους τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων.

Ἀπὸ τὰ παραπάνω συνάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἐνεφανίσθη ἡ ἀκατάλυτος σύνθεσις Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ. Τὸ ἀγωνιζόμενο Γένος, ἦταν Γένος τῶν Χριστιανῶν καὶ Γένος τῶν Ἑλλήνων. 



Καί! Ἐδῶ βλέπουμε στὸν ἀγῶνα τῆς Παλιγγενεσίας τῶν Ἑλλήνων: Ἡ πίστη στὸν Χριστὸ καὶ οἱ πατριωτικοὶ ὁραματισμοὶ συμπορεύονται, Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση τοῦ γένους, Ἐλευθερία καὶ θυσία ἀδελφώνονται, πατρὶς καὶ πίστις, Ἐκκλησία καὶ Ἔθνος ταυτίζονται.

Ὁ Κολοκοτρώνης διεκήρυξε: «Σηκώσαμε τὰ ἅρματα πρῶτα γιὰ τὴν θρησκεία μας καὶ μετὰ γιὰ τὴν πατρίδα μας».

Ὁ Ἥρωας τῆς Ἀλαμάνας Ἀθανάσιος Διάκος στὴν ἐρώτηση τοῦ Τούρκου Διοικητοῦ ποὺ τὸν ἀνέκρινε ἐὰν θέλει ν᾿ ἀλλάξει πίστη, ἀπαντᾶ: Ἐγὼ Ρωμιὸς γεννήθηκα Ρωμιὸς θέ νὰ πεθάνω. Ὁ Τοῦρκος δὲν τοῦ ζητᾶ ν᾿ ἀλλάξει πατρίδα, ἀλλὰ πίστη, διότι αὐτὴ ἡ πίστις ἦτο τὸ ἐμπόδιο ποὺ δὲν ἄφηνε τοὺς Ραγιᾶδες νὰ Τουρκέψουν. Ὁ Ἀθαν. Διάκος ἀπαντῶντας ὑπερήφανα δὲν ξεχώριζε ὅπως καὶ ὁ καθένας ἀγωνιστὴς τὴν πίστη ἀπὸ τὴν πατρίδα.

Ἀλλὰ καὶ ἡ δημοτική μας ποίηση καὶ τὰ δημοτικὰ μας τραγούδια τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τὸν καθρέπτη τῆς ψυχῆς τοῦ Ἕλληνος, καταλήγουν εἰς τὸ ἴδιο συμπέρασμα: «... χαρά, ποὺ τὸ ἔχουν, τὰ βουνὰ τὰ κάστρα περηφάνεια γιατί γιορτάζει ἡ Παναγιά, γιορτάζει καὶ ἡ πατρίδα».

Ἀλλὰ μήπως δὲν ἀποτελεῖ ταύτιση θρησκείας καὶ πατρίδος ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ὁ ψαλλόμενος μὲ συγκίνηση καὶ κατάνυξη: «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ...»



Ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν ἐπαναστατικὴ θρησκευτικὴ ἡμέρα τῶν Ἑλλήνων, στοὺς χαλεποὺς χρόνους τῆς Σκλαβιᾶς ἦταν ἡ Λαμπρή: Τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» συνοδευόμενο μάλιστα ἀπὸ πυροβολισμούς, ἦταν ἡ ἐλπιδοφόρα καὶ νικήτρια ἰαχὴ τοῦ ἔθνους ἐπὶ αἰῶνες ποὺ ἀκολουθοῦσε κάθε χρόνο τὴν ἀνανεούμενη ἀλληγορικὴ εὐχὴ «Καλὴ Ἀνάσταση». 


Μὲ τὸ πνεῦμα αὐτὸ τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος ἀνθίστατο κατὰ τοῦ κατακτητῆ μέχρις ὅτου ἔφθασε τὸ 1821. Καὶ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας, τὸ 1940, ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς ἐθεώρει σύμμαχο καὶ προστάτη τὴν Παναγιά.
Αὐτὰ τὰ ὀλίγα παραδείγματα ἀποδεικνύουν τὴν ἑνότητα καὶ τὸν ἄρρηκτο δεσμὸ Ὀρθοδοξίας καὶ Ἑλληνισμοῦ.



Ἀκόμη καὶ ὁ Ε. Παπανούτσος, ὁ παρεξηγημένος αὐτὸς παιδαγωγὸς καὶ φιλόσοφος ὁμιλῶν στὴν Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, ὀλίγον πρὸ τοῦ θανάτου του, διεκήρυξε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς «εἶναι μαζὶ ζυμωμένα».
Τὸ ὅτι ὅμως τὸ θρήσκευμα εἶναι στοιχεῖον τῆς Ἐθνικῆς ὑποστάσεως τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων, δὲν σημαίνει ὅτι, ὅσοι Ἕλληνες δὲν εἶναι Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι δὲν εἶναι Ἕλληνες ἢ ὅτι δὲν εἶναι γνήσιοι Ἕλληνες. Τίποτε δὲν ἀποκλείει τὴν περίπτωση, ἕνας ἑτερόδοξος Ἕλλην νὰ εἶναι καλύτερος ἀπὸ ἕνα Ὀρθόδοξο. Καμία διάκριση δὲν ἔχει γίνει μέχρι σήμερα μεταξὺ Ὀρθοδόξων, ἑτεροδόξων ἢ ἀλλοθρήσκων ἢ καὶ ἀθρήσκων Ἑλλήνων.



Σὲ μία τελευταία συνέντευξη, ὀλίγον πρὸ τοῦ θανάτου του, ὁ σύγχρονος σοφὸς Βυζαντινολόγος Σερ Στίβεν Ράνσιμαν, ποὺ δημοσιεύτηκε στὴν ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ τῆς 5ης Νοε. 2000, μεταξὺ ἄλλων εἶπε...« χαίρομαι μὲ τὴν σκέψη ὅτι στὰ ἑπόμενα 100 ἡ Ὀρθοδοξία θὰ εἶναι ἡ μόνη Ἱστορικὴ Ἐκκλησία ποὺ θὰ ὑφίσταται. Ἡ Ἀγγλικανική Ἐκκλησία εἶναι σὲ πολὺ κακὰ χάλια καὶ ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ χάνει συνεχῶς ἔδαφος...». 
Καί! Σ' ἄλλο μέρος τῆς συνέντευξης του ἐπίσης εἶπε: «...Πολύ ἀμφιβάλλω ὅτι θὰ ἔχουμε ποτὲ πραγματικὰ ἑνωμένη τὴν Εὐρώπη ἢ ὅλο τὸν κόσμο. Πιστεύω ὅμως ὅτι, στὸ πρόβλημα τῆς ἑνότητος τῶν λαῶν, ἡ Ὀρθοδοξία προσφέρει μία ἀρίστη ἐπίλυση, Ἐπειδὴ δὲν προβάλλει τὸν Ἐθνικισμὸ καὶ ἔχει βάση τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη....»

Ἄρα! Μποροῦμε μετὰ ἀπὸ τὰ παραπάνω, μετὰ βεβαιότητος νὰ ἐπισημάνουμε, κάθε προσπάθεια ἀποσυνδέσεως ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ, ἀπὸ ὁπουδήποτε καὶ ἂν προέρχεται εἶναι ἔργο ἀντεθνικό, ἐπικίνδυνο καὶ ἀνεπανόρθωτα θὰ βλάψει τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Πατρίδος μας.


Ἰωάννης Μ. Ἀσλανίδης
Ἀντγος ἐ.ἀ.
Ἐπίτιμος Δκτης τῆς Σ.Σ.Ε. 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου