Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Ηδονική «Κυριοκτονία»


Ιωάννης Γ. Κουρεμπελές
Καθηγητής Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας ΑΠΘ



 Εισαγωγικά
Είναι γεγονός ότι στις μέρες μας η ιοφοβία εκδηλώνεται ως μια ιδιαίτερου τύπου πανδημία, καθώς η τεχνική ψυχή καθίσταται ενδημική στον βίο του σύγχρονου ανθρώπου και οι φαλκιδευμένες πληροφορίες γίνονται καλωδιακά, «μετά φόβου ιού», παρελκυστικές της εύρεσης της Αλήθειας. Έτσι, αντί κανείς να αντιμετωπίσει επιστημονικά ένα ιατρικό πρόβλημα (με όλα τα απαραίτητα και άκρως αρμόζοντα μέτρα για τη σωματική υγεία του ανθρώπου), στοχεύει τελικά στο να διαιρέσει την καθολική ζωή, αδυνατώντας, βέβαια, να δει τη σωτηρία που προσφέρει ο σαρκωμένος Θεός (πνεύματι και σώματι) στον άνθρωπο.
Θεωρώ ότι η επίκαιρη στόχευση κατά της ορθόδοξης ευχαριστιολογίας, με σκοπό τέτοιο που να αμαυρώνεται συστημικά η εικόνα της θεραπευτικής σημασίας του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, σχετίζεται άμεσα με την ιδεολογία του σύγχρονου ηδονοδοξιτισμού. Ως εκ τούτου, για τον χριστιανό που ενδιαφέρεται για την εύρεση νοήματος μέσα από τις γραφές των Πατέρων της Εκκλησίας, θα σημειώσω ορισμένα σημαντικά σημεία έκφρασης στη μικρή σε έκταση παρούσα συγγραφή μου. 

1. Αφιλότιμη ηδονή και «Κυριοκτονία»

Δυστυχώς, η σύγχρονη παραθεολογική ηδονοδοξία1 προσπαθεί να επιβάλει στον φιλοτιμούμενο άνθρωπο την Ευχαριστιοφοβία
(=Χριστοφοβία). Λειτουργεί έτσι υπέρ της σωτηρίας της διαιρετικότητος του ανθρώπου. Λειτουργεί, δηλαδή, υπέρ της αφιλοτιμίας. Ενώ, μάλιστα, έως τώρα, και όλον τον τελευταίο καιρό, πάσχισε για νά διαφημίσει τα ηδονιστικά δικαιώματα του ατομικού (διαιρεμένου) ανθρώπου, τώρα προσπαθεί να επιβάλει με δικαιικούς καταναγκασμούς τον ατομικό εγκλεισμό του ανθρώπου στον απόλυτο φόβο του θανάτου (φιλατομία), τον όποίο διαχειρίζονται κατά σύστημα τα εγκόσμια εξουσιαστικά εργαστήρια. Το ψευδερώτημα, λοιπόν, «ησον Βαραββν;» παραμένει διαχρονικό.
Πράγματι, στο θανατοφοβικό σύστημα της ηδονολατρείας δεν θα μπορούσε να δεχθεί κάποιος τον έσχατο άνθρωπο (που θέλει, βέβαια, να σωθεί ως όλος άνθρωπος) ακριβώς όπως τον πρώτο. Στο σύστημα του Πιλάτου δεν αναγνωρίζεται ως Οικοδεσπότης ο φιλότιμος (και ανεξουσίαστος) Θεός2, ούτε είναι αποδεκτή η καθόλου Κοινωνία (θεανθρώπινη Κοινωνία). Γίνεται παραδεκτή μόνο η συνάθροιση ατομικοτήτων και η αφιλόθεη οχλοβοή των θρησκευτικοπολιτικών τελετών. Δεν θα ήθελε κανείς στο εν λόγω εξωεκκλησιαστικό παραπέτασμα των οπαδών του Βαραββά και των συναθροισμένων ατομισμών έτσι, ώστε ο ασθενέστερος (και ο ασθενών άνθρωπος εν γένει) να μην γίνεται δούλος στη συστημική ηθική του ανταλλακτικού ωφελιμισμού, που λατρεύει την ανθρωποκεντρική εξουσιαστική θεραπεία και εχθρεύεται τη θεοκεντρική θεραπευτική εξουσία.
Ατυχώς, στον παραγοντικό «εκκλησιαστικό βίο», η εμβύθιση ατόμων και ατομικών ομάδων στην ιδεολογία του ηδονικού (α)μοραλισμού έκανε πάντα τα πράγματα ούτως, ώστε να προκαλούνται έσωθεν (δι)αιρέσεις, οι οποίες έθεταν σε αμφισβήτηση το θεϊκό υποκείμενο της εκκλησιαστικής-ευχαριστιακής ζωής, που είναι, βέβαια, το αντικείμενο μετοχής από τον οικειοθελώς μετέχοντα τον Θεό άνθρωπο3.
Έγραφε, λοιπόν, ενάντια σε αυτόν τον «Κυριοκτόνο» κολασμό, αιώνες πριν, υπέρ του ευχαριστιακού τρόπου ζωής, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Γίνεται τοίνυν τος πίστει ξίως μεταλαμβάνουσιν, ες φεσιν μαρτιν, καες ζων αώνιον, καες φυλακτήριον ψυχς τε κασώματος· τος δὲ ἐν πιστίᾳ ἀναξίως μετέχουσιν, ες κόλασιν κατιμωρίαν, καθάπερ κα
τοΚυρίου θάνατος, τος μν πιστεύουσι γέγονε ζωκαὶ ἀφθαρσία ες πόλαυσιν τς αωνίου μακαριότητος· τος δὲ ἀπειθοσι κατος κυριοκτόνοις, ες κόλασιν κατιμωρίαν αώνιον»4.
Σύγχρονοι «Κυριοκτόνοι», λοιπόν, εργαλειοποιούν τον τρόπο μετάδοσης της Θείας Ευχαριστίας έτσι, ώστε να πλήξουν την αδιάφθορη (και αδιαίρετη) ουσία της, παραγκωνίζοντας τον Θεό Λόγο ως αδιάφορο για τη σωτηρία του κόσμου. Αν, λοιπόν, για τους ίδιους η Ευχαριστία γίνεται κόλαση, θέλουν, προφανώς, χωρίς να έχουν το θάρρος να το δηλώσουν ευθέως, αυτή την κόλασή τους να την επιβάλουν και σε όσους ασκούμενους χριστιανούς επιθυμούν ελεύθερα να προσέρχονται (στή σωτήρια Ευχαριστία) «ξίως τπίστ»5. Παραβλέπουν, βεβαίως, ότι o τρόπος Μετάληψης είναι αναπόσπαστος από τη Θεοκοινωνία και δεν προσβλέπει στην εξατομίκευση του ανθρώπου ή στη στήριξη της δυσπιστίας του για το Υποκείμενο που κάνει ενυπόστατα τα Θεία Δώρα, δηλαδή τον Θεό Λόγο. Αυτός ο ορθόδοξος τρόπος δεν υπερκειμενοποιεί τον ανθρώπινο φόβο του θανάτου ενώπιον του ενοποιητικού για την ανθρωπότητα με τον Θεό αναστάσιμου μυστηρίου, αλλά γίνεται εν τόπω και χρόνω αίτημα προαίρεσης για αδιάλειπτη μετοχή που δείχνεται και ως τροπική έξοδος του ευχαριστιακού Χριστού (σώματι καὶ αἵματι) στον αναγκεμένο άνθρωπο (ασθενή, ετοιμοθάνατο, φυλακισμένο, ασκητεύοντα στην ερημία) σε κάθε τόπο. Συνεπώς, στην ανάγκη του ανθρώπου να μετέχει τον Θεό συγκαταβαίνει αδιαιρέτως και φιλανθρώπως ο Θεός6.
Αντίθετα, στην ψευδοκοινωνία των Ηδονοδοξιτών αναγκεμένος είναι ένας μολυσματικός-ταφικός θεός, που τον δημιουργεί ο άνθρωπος κατ’ ανάγκη, και κατ’ εικόνα του, για τη νεκροφορούσα και διαιρετική ατομικότητά του, την οποία προσπαθεί να προφυλάξει με νόμους και διατάγματα εν τόπω και χρόνω, δίχως τον πάνδημο και άχρονο Θεό. Στην επιλογή, δηλαδή, του ετερόφθαλμου ανθρώπου να μεγαλύνει τη διαιρετική ατομικότητά του διαφθείρεται η όρασή του προς τον μετεχόμενο από τον άνθρωπο Θεό.
Ανάγκη ζωής, λοιπόν, στην περίπτωση της ορθόδοξης πνευματικότητας, ανάγκη Θεοκοινωνίας, έχει ο πάντα εμπερίστατος και
κτιστός άνθρωπος που ασθενεί παντοιοτρόπως. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υποταχθεί ο χριστιανός στη θεώρηση της Θεοκοινωνίας ως διατομικής συνάθροισης, ενώπιον μιας εξωεκκλησιαστικής προπαγάνδας που επιδιώκει να παρουσιάσει κακοτρόπως την Ευχαριστία ως φθορική.
Έτσι, και η παρεκκλησιαστική εκζήτηση «τρόπων μετάληψης», όχι υπέρ της μετοχής του αναγκεμένου ανθρώπου με τον Θεό ενυπόστατα, αλλά για να ικανοποιηθούν οι «ναξίως τπίστ» επισκέπτες και υπερόπτες θρησκειο-εργαλειοποιοί, είναι οπωσδήποτε εκζήτηση Κυριοκτονική και παραβλέπει το θεοποιό γεγονός της μυστηριακής και ενυπόστατης Ευχαριστίας που κοινωνικοποιεί (δεν συνωστίζει) τον άνθρωπο. 

2. Η του Μετεχομένου ταυτότητα

Με το παρόν κείμενό μου επιδιώκω εν τάχει και απλά να τονίσω τη σημασία της Ευχαριστίας στην αναγκαία προσπάθεια της σύγχρονης χριστιανικής ζωής να καταδείξει το ήθος της, μέσα από τον επανατονισμό (και επαναπατρισμό) της φιλοθεας της στην ευχαριστιακή της πράξη.
Σε αντίθεση με την προπαγάνδα που έγινε (και γίνεται συνεχώς στις μέρες μας) από ραδιοτηλεοπτικούς παραθεολόγους, να προκριθεί, δηλαδή, μια εικόνα του διαφθορικού χριστιανού (ή της διεφθαρμένης Ορθοδοξίας), πιστεύω ότι στην ευχαριστιακή αγαθοτοπία ανασταίνονται στοιχεία αντισυστημικής ηθικής που πηγάζουν από το βαθύτερο ήθος της Πασχάλιας Τράπεζας, αυτής που φέρει αιώνες τώρα μέσα της η απλή ζωή του εκκλησιαζόμενου τόπου μας. Αυτή η ζωή αντιστέκεται στο να παραδεχθεί ότι όλα στον κόσμο είναι διεφθαρμένα και ηδονοταφικά (βέβηλα και αφιλότιμα).
Αναφέρω, λοιπόν, εν προκειμένω ένα σημείο έκφρασης του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού στη Θεία Μετάληψη: «Μετάληψις δλέγεται· δι’ ατς γρ τς ησοθεότητος μεταλαμβάνομεν. Κοινωνία δλέγεται τε καὶ ἔστιν ληθς, διτκοινωνεν μς δι’ ατς τΧριστ, καμετέχειν ατοτς σαρκς τε κατς θεότητος· κοινωνεν δέ, καὶ ἑνοσθαι λλήλοις δι’ ατς·
πεγρ ξ νς ρτου μεταλαμβάνομεν, οπάντες ν σμα Χριστο, καὶ ἕν αμα, καὶ ἀλλήλων μέλη γινόμεθα, σύσσωμοι Χριστοχρηματίζοντες»7.
Ο άγιος διευκρινίζει εδώ την έννοια της Μεταλήψεως και της Κοινωνίας, τονίζοντας την πραγματικότητα της ταυτότητας του Μετεχόμενου, που είναι ο ίδιος ο Θεάνθρωπος8. Αυτός παρέχει από το μετεχόμενο σώμα του την πραγματική ενότητα των ανθρώπων. Έτσι, υπογραμμίζοντας την ταυτότητα του υποκειμένου που υποστασιοποεί τον θείο Άρτο και τον Οίνο, επικρίνει ο άγιος τη μετάληψη των αιρετικών, που προφανώς δεν θεωρούν στα Θεία Δώρα ως πραγματική την ενύπαρξη του ίδιου του Θεού, ο οποίος γίνεται έτσι αυτός ο ίδιος μεθεκτός από τους ανθρώπους: «Πάσδυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα, μή λαμβάνειν μετάληψιν αρετικν, μήτε διδόναι. Μδτε γρ τὰ ἅγια τος κυσίν, Κύριός φησι, μηδὲ ῥίπτετε τος μαργαρίτας μν μπροσθεν τν χοίρων, να μμέτοχοι τς κακοδοξίας κατς ατν γενώμεθα κατακρίσεως. Εγρ πάντως νωσίς στι πρς Χριστόν, καπρς λλήλους, πάντως καπσι τος συμμεταλαμβάνουσιν μν κατπροαίρεσιν νούμεθα. κ προαιρέσεως γρ ἡ ἕνωσις ατη γίνεται, οχωρς τς μν γνώμης. Πάντες γρ ν σμά σμέν, τι κ τοῦ ἑνός ρτου μεταλαμβάνομεν, καθς φησίν θεος πόστολος»9.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος τονίζει εν προκειμένω την ανθρώπινη γνώμη, δηλαδή την ανθρώπινη ελευθερία (και άσκηση) ως προϋπόθεση κοινωνίας με τον Θεό. Δεν εξαναγκάζεται να ευχαριστιοποιηθεί όποιος δεν παραδέχεται έμπιστα ότι ο ζωοποιός Θεάνθρωπος είναι πραγματικά μεθεκτός στα ευχαριστιακά Δώρα. Η Εκκλησία δεν αποτελεί αυλή αλόγων προβάτων, όπως προσπαθούν πολλοί σήμερα να την παρουσιάσουν. Κανείς όντως χριστιανός δεν επιβάλλει σε κάποιον την παραδοχή της Θεομέθεξης. Αντιθέτως, η «Κυριοκτονία» (που είναι και Κυριακοκτονία) επιδιώκει μανικώς να εξαναγκάσει τους εν πίστει ασκούμενους χριστιανούς να αρνηθούν τη μετοχή στον αδιαίρετο Ζωοδότη Θεό.
1 Βλ. για το θέμα αυτό στο βιβλίο μου δονοδοξία: Κριτική στή μεταπατερική θεώρηση της Παρθενίας της Θεοτόκου, Θεσσαλονίκη 2019, όπου καταδεικνύεται με κριτικό λόγο το γεγονός ότι αποδομείται συστημικά από το
Επιλογικά
Έγινε εκ των ανωτέρω σαφές ότι η ευχαριστιολογία που εκφράζεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το υποκείμενο του κοινωνούμενου από τον άνθρωπο Θεού είναι άνευ ουσίας. Όταν, δηλαδή, γίνεται απλά παραδεκτό ότι η Ευχαριστία είναι μυστήριο, έτσι αφηρημένα, δίχως την πίστη ότι μετεχόμενος είναι ο ίδιος ο Λόγος του Θεού, που θεοποιεί τον άνθρωπο διά της μετεχόμενης, ζώσας στα ευχαριστιακά δώρα, σάρκας του, τότε χρησιμοποιείται το «μυστηριακό τρίκ», για να ειπωθεί από αντεκκλησιαστικούς παράγοντες σήμερα ότι:
1. Παραδεχόμαστε τη μυστηριακότητα της ευχαριστίας,

όμως,
2. η μυστηριακότητα αυτή δεν έχει σωστικό υποκείμενο, το οποίο είναι μεθεκτό πραγματικά από τον άνθρωπο.

Συνεπώς:
3. ο Άρτος και ο Οίνος είναι σχετικής σωτηριακής σημασίας και ως τέτοιας σημασίας έχουν αυτά (σαν ανενέργητα σύμβολα πλέον) ανθρωπικό και όχι θεανθρώπινο χαρακτήρα.

Δυστυχώς, η «εξυπνάδες» τέτοιου τύπου από Κυριοκτόνους-Κυριακοκτόνους γίνονται εργαλεία στην αφιλότιμη προσπάθεια αποδόμησης της ορθόδοξης πνευματικότητας. Χτίζουν τον ιδεοληπτικό άνθρωπο. Έτσι, δηλαδή, προκρίνεται η άρνηση της σωτηριακής δύναμης που προσφέρει πράγματι ο ευχαριστιακός Χριστός στον θεοδόχο άνθρωπο.
ηδονοδοξιτικό ιδεολόγημα η Αειπαρθενία της Θεοτόκου και το περιεχόμενο της θεολογικής μάθησης. Στη συναποδόμηση της ευχαριστιολογίας επιδίδονται στις μέρες μας έντονα οι ηδονοδοξίτες (με αφορμή την απειλή του κορωνοϊού). Την αναπόσπαστη σύνδεση της αδιάφθορης γέννησης του Θεού Λόγου με την ευχαριστιολογία τονίζει, πάντως, ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός ως εξής (με υποκείμενο τον Θεό Λόγο): «εθελήσας ατς Θες Λόγος γένετο νθρωπος, καττς γίας ειπαρθένου καθαρκαὶ ἀμώμητα αματα αυτῷ ἀσπόρως σάρκα πεστήσατο, οδύναται τν ρτον αυτοσμα ποισαι, κατν ονον κατὸ ὕδωρ αμα;» (κδοσις κριβς τς ρθοδόξου Πίστεως, PG 94, 1140C).
2 «Ετις εσεβς καφιλόθεος, πολαυέτω τς καλς ταύτης καλαμπρς πανηγύρεως· ετις δολος εγνώμων, εσελθέτω χαίρων ες τν χαρν τοΚυρίου ατο· ετις καμε νηστεύων, πολαβέτω νν τδηνάριον. Ετις ππρώτης ρας εργάσατο, δεχέσθω σήμερον τδίκαιον φλημα· ετις μεττν τρίτην λθεν, εχαριστν ορτάσ· ετις μεττν κτην φθασε, μηδν μφιβαλλέτω· καγρ οδν ζημιοται· ετις στέρησεν ες τν νάτην, προσελθέτω μηδν νδοιάζων· ετις ες μόνην φθασε τν νδεκάτην, μφοβηθτν βραδύτητα. Φιλότιμος γρ ν δεσπότης, δέχεται τν σχατον, καθάπερ κατν πρτον» (PG 59, 721-722).
3 Γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ενώπιον τέτοιου κινδύνου, διευκρίνιζε: «... Σμά στιν ληθς νωμένον θεότητι, τὸ ἐκ τς γίας Παρθένου σμα, οχ τι τὸ ἀναληφθέν σμα ξ ορανοκατέρχεται, λλ’ τι ατς ὁ ἄρτος καονος μεταποιονται ες σμα κααμα Θεο. Εδτν τρόπον πιζητες, πς γίνεται, ρκεσοι κοσαι, τι διΠνεύματος γίου, σπερ καὶ ἐκ τς γίας Θεοτόκου διΠνεύματος γίου αυτ, καὶ ἐν αυτῷ ὁ Κύριος σάρκα πεστήσατο· καπλέον οδν γινώσκομεν, λλ’τι Λόγος τοΘεοῦ ἀληθής στι, καὶ ἐνεργής, καπαντοδύναμος, δτρόπος νεξερεύνητος... οτως τς προθέσεως ρτος, ονος τε, καὶ ὕδωρ διτς πικλήσεως καὶ ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, περφυς μεταποιονται ες τσμα τοΧριστοκαταμα, καοκ εσδύο, λλ’ ν κατατό» (κδοσις κριβς τς ρθοδόξου Πίστεως, PG 94, 1145A)· «Οκ στι τύπος ὁ ἄρτος καὶ ὁ ονος τοσώματος κααματος τοΧριστογένοιτο), λλ’ αττσμα τοΚυρίου τεθεωμένον, ατοτοκυρίου επόντος· Τοτό μου στι, οτύπος τοσώματος, λλτσμα· καοτύπος τοαματος, λλταμα. Καπρτούτου τος ουδαίοις, τι Ἐὰν μφάγητε τν σάρκά τοΥοτοῦ ἀνθρώπου, καί πίητε ατοταμα, οκ χετε ζων ν αυτος. γρ σάρξ μου ληθς στι βρώσις, καταμα μου ληθς στι πόσις. Καπάλιν· τρώγων με, ζήσεται» (κδοσις κριβς τς ρθοδόξου Πίστεως, PG 94, 1148Α-1149Α).
4 κδοσις κριβς τς ρθοδόξου Πίστεως, PG 94, 1148A.
5 Δυστυχέστατα κάποιοι θεωρούν στις μέρες μας ότι η ευχαριστιακή ζωή είναι για τους ανελεύθερους ανθρώπους. Έτσι, ανελεύθερα και εξαναγκαστικά προσπαθούν να εμποδίσουν την ελεύθερη μετοχή στον ίδιο τον Δημιουργό της Ελευθερίας Θεό.
6 Ως χαρακτηριστική λειτουργική έκφραση του ευχαριστιακού γεγονότος μπορεί να δει κανείς τον λόγο του Συμεών Θεσσαλονίκης: «πρ μν γρ μερίζεται ὁ ἀμέριστος, να πάντες ατομετέχομεν· καὶ ἀδιαίρετος ν, δι’ μς διαιρεται, νν μς αυτ, καὶ ἕν ποιν, σπερ ηξατο. τοποτηρίου δὲ ἕνωσις, τεσαγαγεν ν τποτηρίτν θεον ρτον, τι ες στιν Χριστός, εκαὶ ἐν ποτηρίκαὶ ἄρτκαθορται... Καττάξιν δκαατη, ς προειρήκαμεν, γίνεται διτν εταξίαν τε καδικαιοσύνην, κατν πτς ταπεινοφροσύνης ελάβειαν... θεν καὶ ἀμέσως μν τούτου καμόνος καπρτος κοινωνεῖ ὁ ἀρχιερεύς· ς καὶ ἐν τος ρχαγγέλοις οπρτοι τπρτον μετέχουσι, καδι’ ατν ομέσοι, καμετ’ κείνους ολοιποί, ς φησι Διονύσιος. θεν καδι’ ρχιερέως πίσκοποι τε καὶ ἱερες, καδιτν ερέων ολοιποπάντες ερες καδιάκονοι. στερον δ’ αθις εσκομισθέντων τν ερν λειψάνων τοθείου ρτου ν τῷ ἱερποτηρί, δείκνυται τοτο πσιν, περ στν Χριστός, ατό ατοῦ ἀληθς τσμα καταμα, διτν λαν ατοτν περιούσιον μς ρούργησε, καί γεύεσθαι καβλέπειν καὶ ἅπτεσθαι παρέχει τε καὶ ἐφίεται. Δικαὶ ὁ ἱερς λας κ ψυχς ρτοτον, καπροσκυνε, κατπρς σωτηρίαν ατεται· τοδιακόνου μν βοώντοςτπροσελθεν μετφόβου Θεοκαπίστεως, να μετασχεν τινες προσελθόντες, μες κρίμα μετάσχωσιν αυτος· τοῦ ἀρχιερέως δτος προσελθοσι μεταλαβεν διδόντος διλαβίδος· κατοτο καττν πτασίαν τοῦ Ἠσαου, τι οχρπάντας μέσως μετέχειν, ς ερηται, τν θείων καί φρικτν· καὶ ὅτι πτος θέοις ελαβεσθαι δεκασυστέλλεσθαι.... Καατν δτν ν τποτηρίζντα ρτον μεττοαματος χρις δάφους λοψύχως δεπροσκυνεν· καατω τς χείρας δεσμεν σταυρικς ες νδειξιν τς δουλείας κατς τοῦ ἐσταυρωμένου μολογίας... οτε γρ ντς τοβήματος πλν ρχιερέων, πρεσβυτέρων καδιακόνων τις λλως μεταλαμβάνει, τι καατρες τάξεις αται ντς μόναι χειροτονονται τοβήματος. Ολοιποί δὲ ἔξωθεν τούτου οτε ες τς χερας τν θεον ρτον λαμβάνουσιν, ποβεβηκότες ττάξει κατοῦ ἐσχάτου μέρους τελοντες τβαθμ, κν ρετῇ ὑπερέχωσι...» (Συμεών Θεσσαλονίκης, Περτς ἱερᾶς Λειτουργίας, PG 155, 300B- 301A).
7 Ἔκδοσις ἀκριβὴς τς ρθοδόξου Πίστεως, PG 94, 1153Α.
8 Έτσι και ο Νικόλαος Καβάσιλας λέει χαρακτηριστικά: «Ογρ τι τν ατο, λλ’ατν μετέχομεν» (Λόγος Δ΄, SC 355, σ. 268).
9 κδοσις κριβς τς ρθοδόξου Πίστεως, PG 94, 1153 B-C.  

«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου