Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

Ἅγιος Παΐσιος: Ὁ θεῖος φωτισμὸς εἶναι τὸ πᾶν

 



Πολλὲς φορὲς λέω σὲ μερικούς: «Κανόνισε ὅπως σὲ φωτίση ὁ Θεός». Ὅταν λέω «ὅπως σὲ φωτίση ὁ Θεός», ἐννοῶ ὁ ἄνθρωπος νὰ δῆ τὰ πράγματα μὲ θεῖο φωτισμὸ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική. Νὰ μὴ νομίζη πὼς ὅ,τι ἀναπαύει ἐκεῖνον εἶναι καὶ ἡ φώτιση τοῦ Θεοῦ.

– Γέροντα, πῶς ἔρχεται ὁ θεῖος φωτισμός;

– Ἂν ξεσκουριάσουμε τὰ καλώδια, ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος γίνεται καλὸς ἀγωγὸς καὶ τότε περνάει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ δέχεται τὸ θεῖο φῶς τῆς Χάριτος. Ἀλλιῶς γίνονται βραχυκυκλώματα καὶ δὲν ἐνεργεῖ ἡ Χάρις. Ὅλη ἡ βάση εἶναι νὰ προσέξη ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν τὸν ἐγκαταλείψη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἔχη τὸν θεῖο φωτισμό. Γιατί, ἂν δὲν ὑπάρχη θεῖος φωτισμός, ὅλα χαμένα εἶναι.

Τί τράβηξε ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς Μαθητές, πρὶν τοὺς ἐπισκιάση ἡ Χάρις, γιατὶ ἦταν γήινοι! Πρὶν ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ εἶχε δοθῆ ἐξουσία ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς Μαθητὲς νὰ βοηθοῦν τὸν κόσμο. Δὲν εἶχαν ὅμως ἀκόμη τὸν θεῖο φωτισμὸ ποὺ πῆραν τὴν Πεντηκοστή. Ἐνῶ τοὺς ἔλεγε ὁ Χριστὸς ὅτι θὰ πάη στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ θὰ σταυρωθῆ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου κ.λπ., ἐκεῖνοι νόμιζαν ὅτι, ὅταν πάη στὰ Ἱεροσόλυμα, θὰ Τὸν κάνουν βασιλιά. Σκέφτονταν ἀνθρώπινα. Γι᾿ αὐτὸ τοὺς ἀπασχολοῦσε ποιός θὰ καθήση δεξιὰ καὶ ποιός ἀριστερὰ ἀπὸ τὸν Χριστό. 
 
Πῆγε ἡ μητέρα τῶν υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Τὸν παρακάλεσε νὰ βάλη στὴν βασιλεία Του τὸ ἕνα παιδί της ἀπὸ τὰ δεξιά Του καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὰ ἀριστερά Του[1]! Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ὅμως τῆς Πεντηκοστῆς ποὺ ὁ Χριστὸς τοὺς ἔστειλε τὸν Παράκλητο, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, εἶχαν πλέον οἱ Ἀπόστολοι μόνιμα τὴν θεία Χάρη. Προηγουμένως μόνο μερικὲς φορὲς εἶχαν θεῖο φωτισμό· ἦταν σὰν νὰ γέμιζε ἡ μπαταρία τους καὶ πάλι ἐξηντλεῖτο. Πάλι ἔπρεπε νὰ τὴν βάλουν στὴν μπρίζα, νὰ φορτισθῆ! Πάλι ἐξηντλεῖτο, πάλι στὴν μπρίζα! Ὅταν τοὺς ἔστειλε τὸν Παράκλητο, δὲν χρειαζόταν πιὰ ἡ... μπρίζα. 
 
Ὄχι ὅτι ἐμεῖς τώρα εἴμαστε καλύτεροι καὶ ἐκεῖνοι ἦταν χειρότεροι, ἀλλὰ ἐμεῖς ζοῦμε στὸν καιρὸ τῆς Χάριτος, γι' αὐτὸ δὲν ἔχουμε ἐλαφρυντικά. Εἴμαστε βαπτισμένοι, ἔχουμε καὶ τὸν Παράκλητο, τὰ ἔχουμε ὅλα. Τότε δὲν εἶχε σταυρωθῆ ἀκόμη ὁ Χριστός, καὶ εἶχε, κατὰ κάποιον τρόπο, ἐξουσία ὁ διάβολος καὶ εὔκολα παρέσυρε τοὺς ἀνθρώπους. Μετὰ τὴν Σταύρωση δόθηκε σ' ὅλους ἡ δυνατότητα ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ ἔχουν τὸν θεῖο φωτισμό. Θυσιάσθηκε ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς ἐλευθέρωσε. Βαπτισθήκαμε στὸ ὄνομά Του. Τὴν μπρίζα τὴν ἔχει συνέχεια βαλμένη. Τώρα ἐμεῖς γινόμαστε αἰτία νὰ μὴν περνάη τὸ ρεῦμα τῆς θείας Χάριτος, γιατὶ ἀφήνουμε τὰ καλώδιά μας σκουριασμένα.

– Γέροντα, τί προϋποθέσεις χρειάζονται, γιὰ νὰ κατοικήση στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα;

– Ἀγωνιστικὸ πνεῦμα, ταπείνωση, φιλότιμο, ἀρχοντιά, θυσία. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄχρηστος, ἅμα λείψη ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ φῶς, τὸ θεῖο φῶς. Ὅλη ἡ βάση ἐκεῖ εἶναι. Ἂν κανεὶς δὲν βλέπη, μπορεῖ νὰ χτυπήση πάνω στὸ τζάμι, νὰ πέση σὲ κανέναν γκρεμὸ ἢ σὲ λάκκο ἢ σὲ ἀκαθαρσίες, καὶ σὲ βόθρο ἀκόμη. Δὲν βλέπει ποῦ πάει, γιατὶ στερεῖται τὸ φῶς. Ἅμα ὅμως βλέπη λίγο, προφυλάγεται· ἅμα βλέπη πιὸ πολύ, ἀποφεύγει ὅλους αὐτοὺς τοὺς κινδύνους καὶ βαδίζει μὲ ἀσφάλεια στὸν δρόμο του. Καὶ γιὰ νὰ ᾿ρθῆ τὸ Φῶς, πρέπει νὰ θέλης νὰ βγῆς ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Καὶ λίγο θαμπὰ ἂν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι, δὲν θὰ πέφτουν, καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ στενοχωριέται. Ἂν ἕνας πατέρας στενοχωριέται, ὅταν τὰ παιδιά του πέφτουν στὶς λάσπες, στὰ ἀγκάθια, στὸν γκρεμό, πόσο μᾶλλον ὁ Θεός!

Ὅλο τὸ κακὸ ποὺ γίνεται στὸν κόσμο, εἶναι γιατὶ λείπει ὁ θεῖος φωτισμός. Καὶ ὅταν λείπη ὁ θεῖος φωτισμός, βρίσκεται στὸ σκοτάδι ὁ ἄνθρωπος. Τότε ὁ ἕνας λέει «ἀπὸ ᾿δῶ θὰ πᾶμε», ὁ ἄλλος λέει «ὄχι, ἐγὼ ξέρω καλά· ἀπὸ ᾿δῶ θὰ πᾶμε», ὁ ἄλλος «ἀπὸ ᾿δῶ», ὁ ἄλλος «ἀπὸ ᾿κεῖ». Ὁ καθένας νομίζει ὅτι εἶναι καλὸ νὰ πᾶνε ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ λέει αὐτός. Ὅλοι δηλαδὴ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ καλό, ἀλλὰ βρίσκονται σὲ μιὰ θαμπομάρα καὶ δὲν μποροῦν νὰ συνεννοηθοῦν. 
 
Ἂν δὲν ὑπῆρχε θαμπομάρα, δὲν θὰ μάλωναν· θὰ ἔβλεπαν τὸν καλύτερο δρόμο καὶ θὰ τραβοῦσαν πρὸς τὰ ἐκεῖ. Θέλω νὰ πῶ ὅτι ὅλοι μπορεῖ νὰ κινοῦνται μὲ καλὴ διάθεση, ἀλλά, ἐπειδὴ ὑπάρχει θαμπομάρα, δημιουργοῦνται πολλὰ καὶ στὴν κοινωνία καὶ στὴν Ἐκκλησία. Τοὐλάχιστον στὴν Ἐκκλησία οἱ περισσότεροι δὲν ἔχουν κακὴ διάθεση, ἀλλὰ λείπει ὁ θεῖος φωτισμός. Γιὰ τὸ καλὸ ἀγωνίζονται, ἀλλὰ τελικὰ ποῦ καταλήγουν; Γι' αὐτὸ νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δίνη ἔστω καὶ λίγο θεῖο φωτισμό, γιατὶ ἀλλιῶς σὰν τὸν τυφλὸ θὰ σκοντάφτουμε. 
 
Στὴν Θεία Λειτουργία, ὅταν λέη ὁ ἱερέας «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν...», προσεύχομαι στὸν Θεὸ νὰ φωτίση τὸν κόσμο, γιὰ νὰ βλέπη. Λίγο νὰ φωτίση ὁ Θεός, νὰ φύγη τὸ σκοτάδι, γιὰ νὰ μὴ σακατεύωνται πνευματικὰ οἱ ἄνθρωποι. Καὶ στὸν δεύτερο Ψαλμό, ποὺ ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης τὸν διάβαζε «γιὰ νὰ φωτίση ὁ Θεὸς αὐτοὺς ποὺ πηγαίνουν σὲ συνέδρια», λέω: «Νὰ φωτίση ὁ Θεὸς ὅλους τοὺς ἄρχοντες, μετὰ νὰ φωτίση τὴν Ἱεραρχία καὶ ὅλους τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, νὰ δέχωνται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ βοηθοῦν τὸν κόσμο». Καὶ λίγο ἕναν νὰ φωτίση καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τοὺς κάνη δεκτικούς, ξέρετε τί καλὸ μπορεῖ νὰ γίνη; Μιὰ κουβέντα νὰ πῆ ἕνας ἄρχοντας, ὅλα ἀλλάζουν. Ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ θεῖο φωτισμὸ οἱ ἄνθρωποι.

Ὁ Καλὸς Θεὸς δίνει τὸν θεῖο φωτισμό Του σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀγαθὴ προαίρεση. Ἕνας δικαστικὸς μοῦ διηγήθηκε μιὰ περίπτωση ποὺ ἀντιμετώπισε ὁ ἴδιος. Ἕναν μοναχὸ τὸν ἔστειλε τὸ μοναστήρι του μὲ πεντακόσιες λίρες νὰ ἀγοράση ἕνα κτῆμα. Πῆγε νὰ ρωτήση κάποιον ἔμπορο καὶ ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Ἄσ' τα σ' ἐμένα, γιὰ νὰ μὴν τὰ κουβαλᾶς». Τοῦ ἄφησε τὰ χρήματα. «Τί καλὸς ἄνθρωπος, εἶπε ὁ μοναχὸς μὲ ἕναν καλὸ λογισμό, μοῦ πῆρε καὶ τὸ βάρος». Ὅταν ἐπέστρεψε, δὲν τοῦ ἔδινε τὶς πεντακόσιες λίρες καὶ ἐπιπλέον ἔλεγε ὅτι τοῦ ἔδωσε καὶ ὀκτὼ ἑκατομμύρια! 
 
Ὁ καημένος ὁ μοναχὸς σκεφτόταν πῶς θὰ γυρίση στὸ μοναστήρι. Ἔδωσε τὶς πεντακόσιες λίρες καὶ δὲν πῆρε τίποτε, καὶ ἐπιπλέον ὁ ἄλλος τοῦ ζητοῦσε καὶ ὀκτὼ ἑκατομμύρια. Τὸ θέμα κατέληξε στὸ δικαστήριο. Στὴν δίκη, ὁ δικαστικὸς ἀπὸ μιὰ ἔμπνευση ποὺ εἶχε, ἔκανε μιὰ σειρὰ ἐρωτήσεων καὶ ἀποδείχθηκε ὅτι ὁ ἔμπορος ὄχι μόνο δὲν ἔδωσε τίποτε στὸν μοναχό, ἀλλὰ καὶ ὅτι τοῦ πῆρε καὶ τὶς λίρες. Διέκρινα σ᾿ αὐτὸν τὸν δικαστικὸ μιὰ κατάσταση σὰν τοῦ Προφήτη Δανιήλ[2]! Ἐπειδὴ εἶχε φόβο Θεοῦ, ὁ Θεὸς τὸν φώτισε καὶ ἐνήργησε σωστά.

Ὅλη ἡ βάση εἶναι ὁ θεῖος φωτισμός. Καὶ ἂν ἔρθη ὁ θεῖος φωτισμός, τότε ὁ ἄνθρωπος ἀναπαύει καὶ τὸ περιβάλλον του καὶ ὁ ἴδιος ἐξελίσσεται πνευματικά. Γι' αὐτὸ λέω ὅτι καλὰ εἶναι τὰ φῶτα καὶ τὰ πολύφωτα, οἱ ἐφευρέσεις τοῦ ἐγκεφάλου, ἀλλὰ ἀνώτερο εἶναι τὸ θεῖο φῶς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο φωτίζει τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει θεῖο φωτισμὸ βλέπει πολὺ καθαρὰ τὰ πράγματα, πληροφορεῖται χωρὶς ἀμφιβολία, καὶ οὔτε ἐκεῖνος κουράζεται, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους βοηθάει πολὺ θετικά.


π τ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου γιορείτου ΛΟΓΟΙ Β' «Πνευματικὴ ἀφύπνιση»

______________________________

[1] Βλ. Ματθ. 20, 17–21.

[2] Βλ. Δαν. 45–62, Σωσάννα
.
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου