Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021

Ἀσκητές μέσα στόν κόσμο Α΄: Πατήρ Βασίλειος ὁ θαυματουργός[1] - Μέρος 1ο


Στήν ἁ­γι­ο­τό­κο Καπ­πα­δο­κί­α γεν­νή­θη­κε, ἔ­ζη­σε καί ἐ­κοι­μή­θη ὁ πα­πα–Βα­σί­λης. Κα­τά τίς μαρ­τυ­ρί­ες συγ­χω­ρια­νῶν του γεν­νή­θη­κε στό Κον­τζούκ ἢ Γκöλ­τζύκ (Λί­μνα) πού βρί­σκε­ται 65 χι­λι­ό­με­τρα Ν–ΝΔ τῆς Και­σά­ρειας, γι᾽ αὐ­τό τόν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν ὁ πα­πα–­­­­­­Βα­σί­λης ὁ Κοντζι­κλῆς γιά νά τόν ξε­χω­ρί­ζουν ἀ­πό τούς πολ­λούς ἄλ­λους πού εἶ­χαν τό ἴ­διο ὄ­νο­μα.

Ὁ Βα­σί­λει­ος Κοντζι­κλῆς ἔ­λα­βε σύ­ζυ­γο τήν Σουλ­τά­να ἀ­πό τό χω­ριό Σαρ­μου­σα­κλί (Χα­μιντι­έ). Ἀπέ­κτη­σαν τέσ­σε­ρα ἀ­γό­ρια καί πε­ρισ­σό­τε­ρα κο­ρί­τσια. Ὁ Βα­σί­λει­ος πρίν γί­νη ἱ­ε­ρέ­ας ἔ­ζη­σε γι­ά ἕ­να δι­ά­στη­μα μα­ζί μέ ἀ­σκη­τές πού ὑ­πῆρ­χαν στά μέ­ρη του, ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους ἔ­μα­θε νά νη­στεύ­η αὐ­στη­ρά καί νά προ­σεύ­χε­ται πο­λύ. Αὐ­τά τά τη­ροῦ­σε στήν με­τέ­πει­τα ἱ­ε­ρα­τι­κή του δι­α­κο­νί­α.

Ὁ Βα­σί­λει­ος, ἔ­χοντας ἔμ­φυ­τη κλί­ση πρός τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη, χει­ρο­το­νή­θη­κε ἱ­ε­ρέ­ας γύ­ρω στά 18302 στό χω­ριό Τσάτ, τό βο­ρει­ό­τε­ρο ἀ­πό τά Ἑλ­λη­νι­κά χω­ριά τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας, πέ­ρα ἀ­πό τόν Ἅ­λυ πο­τα­μό. Σ᾿ αὐ­τό τό χω­ριό ζοῦ­σαν μα­ζί Ρω­μιοί, Τοῦρ­κοι καί Ἀρ­μέ­νιοι. Με­τά τήν ἐκδίωξη τῶν Ἀρ­με­νί­ων καί τήν ἐγ­κα­τά­στα­ση τῶν Τσερ­κέ­ζων στά σπί­τια τῶν Ἀρ­με­νί­ων, οἱ Ρω­μιοί πι­ε­ζό­με­νοι ἔ­φυ­γαν ἀ­πό τό χω­ριό καί ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στό τουρ­κό­φω­νο ἑλ­λη­νι­κό χω­ριό Τασ­λίκ, 31 χι­λι­ό­με­τρα νο­τί­ως τοῦ Τσάτ.

Ὁ πα­πα–Βα­σί­λης εἶχε φό­βο Θε­οῦ, εὐ­λά­βεια, πί­στη με­γά­λη καί προ­σή­λω­ση (ἀ­φο­σί­ω­ση) στά ἱ­ε­ρα­τι­κά του κα­θή­κοντα. Ἔ­λα­βε ἀ­πό τόν Θε­ό τό χά­ρι­σμα νά θε­ρα­πεύ­η τούς ἀ­σθε­νεῖς καί ἡ φή­μη του ἐ­ξα­πλώ­θη­κε σ᾿ ὅ­λη τήν Καπ­πα­δο­κί­α. Κοντά του ἔ­τρε­χαν Χρι­στια­νοί καί Τοῦρ­κοι γι­ά νά θε­ρα­πευ­θοῦν.

Στά γει­το­νι­κά βου­νά τοῦ Πόντου ζοῦ­σε κά­ποιος ἅ­γιος ἐ­ρη­μί­της πού δέν δι­α­σώ­θη­κε τό ὄ­νο­μά του. Μί­α νύ­χτα τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­κε Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου καί τοῦ εἶ­πε: «Ἦρ­θε ὁ και­ρός νά ἀ­να­παυ­θῆς ἀ­πό τούς κό­πους τῆς ἀ­σκή­σε­ώς σου. Ὁ Κύ­ριος σέ κα­λεῖ κοντά Του. Τήν Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ή τό βρά­δυ θά ἔρ­θεις στόν Πα­ρά­δει­σο. Νά προ­ε­τοι­μα­σθῆς καί νά κοι­νω­νή­σης τῶν Ἀ­χράντων Μυ­στη­ρί­ων τρεῖς Κυ­ρια­κές συ­νε­χό­με­νες». Ὁ ἐ­ρη­μί­της ἀ­φοῦ βε­βαι­ώ­θη­κε ὅ­τι πράγ­μα­τι εἶ­ναι στ᾿ ἀ­λή­θεια Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου καί ὄ­χι δαι­μο­νι­κή πλά­νη, ἔ­κα­νε ὅ,­τι τοῦ ὑ­πέ­δει­ξε ὁ Ἄγ­γε­λος καί πῆ­γε στόν πα­πα–Βα­σί­λη, τόν ἐ­φη­μέ­ριο τοῦ Τσάτ. Τοῦ δι­η­γή­θη­κε ὅ­σα συ­νέ­βη­σαν καί ζή­τη­σε τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α. Καί πράγ­μα­τι ὁ πα­πα–Βα­σί­λης τόν κοι­νώ­νη­σε. Ὁ ἐ­ρη­μί­της εἶ­πε ὅ­τι θά ξα­νάρ­θει τήν ἑπό­με­νη Κυ­ρια­κή νά κοι­νω­νή­ση.

Ὁ πα­πα–Βα­σί­λης θέ­λοντας νά δο­κι­μά­ση τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ ἐ­ρη­μί­του, τό βρά­δυ τῆς Κυ­ρια­κῆς πού τόν πε­ρί­με­νε, κλεί­δω­σε κα­λά τίς πόρ­τες βά­ζοντας τίς ἀμ­πά­ρες καί ἄ­φη­σε ἐ­λεύ­θε­ρα τά ἄ­γρια μαντρό­σκυ­λά του. Μό­λις νύ­χτω­σε πα­ρου­σι­ά­στη­κε ὁ ἅ­γιος ἀ­σκη­τής καί ἀμέσως ἀ­νοί­χθη­καν μόνες τους μπρο­στά του οἱ ἀμ­πα­ρω­μέ­νες πόρ­τες˙ τά δέ σκυ­λιά οὔ­τε γαύ­γι­σαν οὔ­τε κου­νή­θη­καν ἀ­πό τήν θέ­ση τους.

Ὁ παπα–Βα­σί­λης πού τόν πε­ρί­με­νε, τόν ρώ­τη­σε μέ ἀ­πο­ρί­α πῶς ἄ­νοι­ξαν οἱ πόρ­τες. «Γι­ά μᾶς οἱ κλει­δα­ρι­ές δέν ἰ­σχύ­ουν. Πᾶ­με στήν ἐκ­κλη­σί­α νά μέ κοι­νω­νή­σης», εἶ­πε. Ἀ­φοῦ τόν κοι­νώ­νη­σε, τόν ρώ­τη­σε: «Ἅ­γι­ε τοῦ Θε­οῦ, πές μας, ποῦ μέ­νεις, γι­ά νά ἔρ­θου­με νά φροντί­σου­με γι­ά τήν τα­φή σου».

–Δέν χρει­ά­ζε­ται, τοῦ ἀ­παντᾶ ὁ Ἀ­σκη­τής. Ὑ­πάρ­χουν τά λι­οντά­ρια τοῦ Θε­οῦ πού θά ἔρ­θουν νά μᾶς σκά­ψουν τόν τά­φο.

–Τί τρῶ­τε ἐ­σεῖς; ρω­τᾶ ὁ παπα–Βα­σί­λης.

–Μάν­να ἐξ οὐ­ρα­νοῦ μᾶς στέλ­νει ὁ Θε­ός καί μᾶς τρέ­φει.

–Τήν ἄλ­λη φο­ρά πού θἄρ­θεις, φέ­ρε μας καί ἕ­να κομ­μά­τι σάν ἀντί­δω­ρο γι­ά νά ἔ­χου­με καί ἐ­μεῖς τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ, κα­θώς καί ἕ­να ἀ­πό τά βι­βλί­α πού δι­α­βά­ζε­τε, γι­ά νά τό ἔ­χω ἐν­θύ­μιο σ᾿ αὐ­τόν τόν ψεύ­τι­κο κό­σμο.

Τήν ἄλ­λη Κυ­ρια­κή ξα­νάρ­χε­ται ὁ ἅ­γιος ἐ­ρη­μί­της. Τόν κοι­νώ­νη­σε γι­ά τε­λευ­ταί­α φο­ρά ὁ παπα–Βα­σί­λης καί πρίν ἀ­πο­χω­ρι­στοῦν τοῦ δί­νει ὁ ἐ­ρη­μί­της τό κομ­μά­τι τῆς τρο­φῆς του λέ­γοντας: «Πά­ρε αὐ­τό τό μάν­να· νά φᾶς ἕ­να κομ­μά­τι καί τό ἄλ­λο νά τό βά­λης στό ἀμπά­ρι τῶν γεν­νη­μά­των τοῦ σπι­τιοῦ σου, νά ἔ­χη τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ, νά εἶ­ναι πάντα γε­μᾶ­το ἀ­γα­θά καί νά μήν λεί­ψη πο­τέ τό ψω­μί ἀ­πό τό σπί­τι σου». Ὕ­στε­ρα βγά­ζει ἀ­πό τόν κόρ­φο του ἕ­να βι­βλί­ο δερ­μα­τό­δε­το καί δί­νοντάς το στόν παπα–Βα­σί­λη τοῦ λέ­ει: «Πά­ρε αὐ­τό τό βι­βλί­ο3 καί ὅ­σους θά δέ­νεις νά εἶ­ναι δε­μέ­νοι καί ὅ­σους θά λύ­νεις νά εἶ­ναι λυ­μέ­νοι».

Μα­ζί μέ αὐ­τό ὁ ἐ­ρη­μί­της τοῦ ἔ­δω­σε τήν εὐ­χή του καί τρό­πον τι­νά τόν ἔ­κα­νε κλη­ρο­νό­μο τῶν χα­ρι­σμά­των πού τοῦ εἶ­χε δώ­σει ὁ Θε­ός, καί ἀ­πό τό­τε δέν ξα­να­φά­νη­κε.

Ὅ­λα αὐ­τά ἔ­γι­ναν γνω­στά στά γύ­ρω Ἑλ­λη­νο­χρι­στι­α­νι­κά χω­ριά τῆς πε­ρι­ο­χῆς. Ἀρ­γό­τε­ρα κά­λε­σαν τόν πα­πα–Βα­σί­λη στό χω­ριό Τασ­λίκ, στό ὁ­ποῖο ἤ­δη εἶ­χαν με­τα­κι­νη­θῆ καί οἱ χρι­στια­νοί τοῦ Τσάτ, γιά νά ἐ­φη­με­ρεύ­η ἐκεῖ, καί ὁ πα­πα–Βα­σί­λης ἀπο­δέ­χθηκε τήν πρό­σκλη­ση. Τό Τα­σλίκ βρί­σκε­ται πέ­ρα ἀ­πό τόν Ἅ­λυ πο­τα­μό καί ἀ­πέ­χει 57,5 χι­λιό­με­τρα ΒΑ τῆς Και­σά­ρειας. Τό 1924 εἶ­χε 154 οἰ­κο­γέ­νει­ες, πλη­θυ­σμό 775 ἀ­τό­μων ἀ­μι­γῶς Χρι­στια­νῶν Ἑλ­λή­νων πού μι­λοῦ­σαν τούρ­κι­κα.

Στό Τασ­λίκ ἡ δρά­ση τοῦ παπα–Βα­σί­λη ἔ­γι­νε με­γα­λύ­τε­ρη. Πή­γαι­νε ὅπου τόν κα­λοῦ­σαν πο­νε­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι καί τούς βο­η­θοῦ­σε μέ τό χά­ρι­σμα πού τοῦ δό­θη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό. Πρω­ΐ καί βρά­δυ ἔ­κα­νε ἀ­κο­λου­θί­α στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἐνῶ τήν ἡ­μέ­ρα δε­χό­ταν τούς πο­νε­μέ­νους στό σπί­τι του καί τούς θε­ρά­πευε.

Χρή­μα­τα δέν δε­χό­ταν γιά τίς θε­ρα­πεῖ­ες πού ἔ­κα­νε. Πα­ρέ­με­νε φτω­χός καί ἀ­φι­λάρ­γυ­ρος. Συ­νέ­πα­σχε μέ τούς πά­σχοντες καί πολ­λές φο­ρές ἔ­κλαι­γε γιά το­ύς δυ­στυ­χι­σμέ­νους ἀν­θρώ­πους. Ὁ ἴ­διος ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό μί­α πλη­γή στό πό­δι του, τήν ὁ­ποί­α φρόντι­ζε ἡ νύ­φη του Δέ­σποι­να. Ἐξ αἰ­τί­ας τῆς πλη­γῆς του ἐ­λα­φρῶς κού­τσαι­νε γι᾿ αὐ­τό τόν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν με­ρι­κοί στά τούρ­κι­κα Το­πάλ–Κε­ΐς (κου­τσο–πα­πᾶς).

Κάποια χρο­νιά, ἐ­νῶ στό Τασ­λίκ ἔ­βρε­χε, στά γει­το­νι­κά χω­ριά ἔ­κα­νε με­γά­λη ἀ­νομ­βρί­α. Ἄρ­χι­σαν τά σπαρ­τά καί τά δέν­δρα νά ξη­ραί­νωνται καί νά ὑ­πο­φέ­ρουν τά ζῶ­α ἀ­πό τήν ἔλ­λει­ψη τοῦ νε­ροῦ. Τό­τε οἱ κά­τοι­κοι τῆς πε­ρι­ο­χῆς σκέ­φτη­καν ὅ­τι ἀ­πό αὐ­τό τό κα­κό μό­νο ὁ παπα–Βα­σί­λης μπο­ροῦ­σε νά τούς ἀ­παλ­λά­ξη. Ἔ­κα­ναν μί­α ἐ­πι­τρο­πή, πῆ­γαν καί τόν πα­ρε­κά­λε­σαν νά ἔρ­θη νά τούς βο­η­θή­ση. Πῆ­γε μα­ζί τους καί εἶ­πε στό συγ­κεντρω­μέ­νο πλῆ­θος πού τόν πε­ρί­με­νε, νά τόν ἀ­κο­λου­θή­σουν ὅ­λοι σ᾿ ἕ­να μι­κρό λό­φο γι­ά νά κά­νουν προ­σευ­χή νά στεί­λη ὁ Θε­ός τήν πο­θού­με­νη βρο­χή. Μό­λις ἔ­φθα­σαν στό ὕ­ψω­μα τούς εἶ­πε νά γο­να­τί­σουν ὅ­λοι καί αὐ­τός δι­ά­βα­ζε τίς εὐ­χές. Σέ λί­γο ἄρ­χι­σαν νά ἐμ­φα­νί­ζωνται στόν οὐ­ρα­νό τά πρῶ­τα σύν­νε­φα, νά πέ­φτουν οἱ πρῶ­τες στα­γό­νες καί με­τά ἔ­βρε­ξε κα­λά γι­ά πο­λλή ὥ­ρα.

Κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα ὁ παπα–Βα­σί­λης κα­θό­ταν μέ πα­ρέα γε­ρόντων στόν ἐ­ξώ­στη τοῦ δι­ώ­ρο­φου σπι­τιοῦ του καί συ­ζη­τοῦ­σαν. Σέ μί­α στιγ­μή τούς λέ­ει: «Κοι­τάξ­τε πρός τό Ἄ­ας Που­νάρ (Ἄ­σπρη βρύ­ση, ἀ­σπρό­νε­ρο). Βλέ­πε­τε ἕ­ναν Τοῦρ­κο πά­νω σέ γα­ϊ­δου­ρά­κι; Εἶ­ναι φτω­χός, βα­σα­νι­σμέ­νος, ἄρ­ρω­στος καί ἔρ­χε­ται σέ μέ­να νά τοῦ δι­α­βά­σω εὐ­χή για­τί ὑ­πο­φέ­ρει. Φέρ­νει μα­ζί του στόν κόρ­φο του σα­ράντα λε­πτά (ἕ­να γρό­σι) γι­ά νά μοῦ δώ­ση ὡς ἀ­μοι­βή γι­ά τήν εὐ­χή πού θά τοῦ δι­α­βά­σω». Οἱ γέ­ροι ἐ­ξε­πλά­γη­σαν, κοι­τά­χθη­καν με­τα­ξύ τους καί εἶ­παν: «Ἂν εἶ­ναι ἔ­τσι, παπα–Βα­σί­λη, ὅ­πως τά λές, καί γνω­ρί­ζης ὅ­λα αὐ­τά, τότε ἐ­σύ εἶ­σαι Ἅ­γιος!».

Συνεχίζεται

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Α΄» 
_____________________________
 
[1]. Τά στοιχεῖα γιά τόν παπα-Βασίλη προέρχονται ἀπό τόν τρισέγγονό του κ. Μιχαήλ Παντ. Παπαδόπουλο, ἀπό τό χωριό ἅγ. Κωνσταντῖνος (Καππαδοκικό) Φαρσάλων, ὅπως αὐτός ἄκουσε νά τά διηγῆται ὁ Νικόλαος Κουλαξίζογλου. Ἐπίσης στοιχεῖα γιά τόν παπα-Βασίλη εἶχε συγκεντρώσει καί ὁ π. Ἰωάννης Γαλανόπουλος, ἐφημέριος τῆς Θηριόπετρας Ἀριδαίας, ἀπό τούς γέρους τοῦ χωριοῦ τοῦ ὁποίου οἱ κάτοικοι ἦρθαν πρόσφυγες ἀπό τό Τασλίκ Καππαδοκίας.

[2]. Δι­α­σώ­ζε­ται σή­με­ρα ὁ ἀ­ση­μέ­νιος Σταυ­ρός πού φο­ροῦ­σε. Στήν κυ­κλι­κή βά­ση του εἶ­ναι γραμ­μέ­νο: «Πα­πα–Βα­σί­λης ἔ­τος 1830», καί στό κέντρο ἀ­πει­κο­νί­ζει τήν πε­ρι­στε­ρά, σύμ­βο­λο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Αὐ­τόν τόν Σταυ­ρό τόν χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε καί σάν σφρα­γί­δα. Μ᾿ αὐ­τόν σταύ­ρω­νε τούς ἀ­σθε­νεῖς, τόν ἔ­δι­νε νά τόν φο­ροῦν οἱ ἀ­σθε­νεῖς καί ἔ­κα­νε Ἁγια­σμούς.

[3]. Πρό­κει­ται γιά τό Εὐ­χο­λό­γιο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στήν Κα­ρα­μαν­λί­δι­κη γρα­φή (δηλα­δή τούρ­κι­κη γλῶσ­σα μέ ἑλ­λη­νι­κά στοι­χεῖ­α) πού σώ­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα ὡς κει­μή­λιο.

 «Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου