Ὁ Βασίλειος Κοντζικλῆς ἔλαβε σύζυγο τήν Σουλτάνα ἀπό τό χωριό Σαρμουσακλί (Χαμιντιέ). Ἀπέκτησαν τέσσερα ἀγόρια καί περισσότερα κορίτσια. Ὁ Βασίλειος πρίν γίνη ἱερέας ἔζησε γιά ἕνα διάστημα μαζί μέ ἀσκητές πού ὑπῆρχαν στά μέρη του, ἀπό τούς ὁποίους ἔμαθε νά νηστεύη αὐστηρά καί νά προσεύχεται πολύ. Αὐτά τά τηροῦσε στήν μετέπειτα ἱερατική του διακονία.
Ὁ Βασίλειος, ἔχοντας ἔμφυτη κλίση πρός τήν ἱερωσύνη, χειροτονήθηκε ἱερέας γύρω στά 18302 στό χωριό Τσάτ, τό βορειότερο ἀπό τά Ἑλληνικά χωριά τῆς Καππαδοκίας, πέρα ἀπό τόν Ἅλυ ποταμό. Σ᾿ αὐτό τό χωριό ζοῦσαν μαζί Ρωμιοί, Τοῦρκοι καί Ἀρμένιοι. Μετά τήν ἐκδίωξη τῶν Ἀρμενίων καί τήν ἐγκατάσταση τῶν Τσερκέζων στά σπίτια τῶν Ἀρμενίων, οἱ Ρωμιοί πιεζόμενοι ἔφυγαν ἀπό τό χωριό καί ἐγκαταστάθηκαν στό τουρκόφωνο ἑλληνικό χωριό Τασλίκ, 31 χιλιόμετρα νοτίως τοῦ Τσάτ.
Ὁ παπα–Βασίλης εἶχε φόβο Θεοῦ, εὐλάβεια, πίστη μεγάλη καί προσήλωση (ἀφοσίωση) στά ἱερατικά του καθήκοντα. Ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα νά θεραπεύη τούς ἀσθενεῖς καί ἡ φήμη του ἐξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τήν Καππαδοκία. Κοντά του ἔτρεχαν Χριστιανοί καί Τοῦρκοι γιά νά θεραπευθοῦν.
Στά γειτονικά βουνά τοῦ Πόντου ζοῦσε κάποιος ἅγιος ἐρημίτης πού δέν διασώθηκε τό ὄνομά του. Μία νύχτα τοῦ παρουσιάστηκε Ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ εἶπε: «Ἦρθε ὁ καιρός νά ἀναπαυθῆς ἀπό τούς κόπους τῆς ἀσκήσεώς σου. Ὁ Κύριος σέ καλεῖ κοντά Του. Τήν Μεγάλη Παρασκευή τό βράδυ θά ἔρθεις στόν Παράδεισο. Νά προετοιμασθῆς καί νά κοινωνήσης τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τρεῖς Κυριακές συνεχόμενες». Ὁ ἐρημίτης ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι πράγματι εἶναι στ᾿ ἀλήθεια Ἄγγελος Κυρίου καί ὄχι δαιμονική πλάνη, ἔκανε ὅ,τι τοῦ ὑπέδειξε ὁ Ἄγγελος καί πῆγε στόν παπα–Βασίλη, τόν ἐφημέριο τοῦ Τσάτ. Τοῦ διηγήθηκε ὅσα συνέβησαν καί ζήτησε τήν θεία Κοινωνία. Καί πράγματι ὁ παπα–Βασίλης τόν κοινώνησε. Ὁ ἐρημίτης εἶπε ὅτι θά ξανάρθει τήν ἑπόμενη Κυριακή νά κοινωνήση.
Ὁ παπα–Βασίλης θέλοντας νά δοκιμάση τήν ἁγιότητα τοῦ ἐρημίτου, τό βράδυ τῆς Κυριακῆς πού τόν περίμενε, κλείδωσε καλά τίς πόρτες βάζοντας τίς ἀμπάρες καί ἄφησε ἐλεύθερα τά ἄγρια μαντρόσκυλά του. Μόλις νύχτωσε παρουσιάστηκε ὁ ἅγιος ἀσκητής καί ἀμέσως ἀνοίχθηκαν μόνες τους μπροστά του οἱ ἀμπαρωμένες πόρτες˙ τά δέ σκυλιά οὔτε γαύγισαν οὔτε κουνήθηκαν ἀπό τήν θέση τους.
Ὁ παπα–Βασίλης πού τόν περίμενε, τόν ρώτησε μέ ἀπορία πῶς ἄνοιξαν οἱ πόρτες. «Γιά μᾶς οἱ κλειδαριές δέν ἰσχύουν. Πᾶμε στήν ἐκκλησία νά μέ κοινωνήσης», εἶπε. Ἀφοῦ τόν κοινώνησε, τόν ρώτησε: «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πές μας, ποῦ μένεις, γιά νά ἔρθουμε νά φροντίσουμε γιά τήν ταφή σου».
–Δέν χρειάζεται, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἀσκητής. Ὑπάρχουν τά λιοντάρια τοῦ Θεοῦ πού θά ἔρθουν νά μᾶς σκάψουν τόν τάφο.
–Τί τρῶτε ἐσεῖς; ρωτᾶ ὁ παπα–Βασίλης.
–Μάννα ἐξ οὐρανοῦ μᾶς στέλνει ὁ Θεός καί μᾶς τρέφει.
–Τήν ἄλλη φορά πού θἄρθεις, φέρε μας καί ἕνα κομμάτι σάν ἀντίδωρο γιά νά ἔχουμε καί ἐμεῖς τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, καθώς καί ἕνα ἀπό τά βιβλία πού διαβάζετε, γιά νά τό ἔχω ἐνθύμιο σ᾿ αὐτόν τόν ψεύτικο κόσμο.
Τήν ἄλλη Κυριακή ξανάρχεται ὁ ἅγιος ἐρημίτης. Τόν κοινώνησε γιά τελευταία φορά ὁ παπα–Βασίλης καί πρίν ἀποχωριστοῦν τοῦ δίνει ὁ ἐρημίτης τό κομμάτι τῆς τροφῆς του λέγοντας: «Πάρε αὐτό τό μάννα· νά φᾶς ἕνα κομμάτι καί τό ἄλλο νά τό βάλης στό ἀμπάρι τῶν γεννημάτων τοῦ σπιτιοῦ σου, νά ἔχη τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, νά εἶναι πάντα γεμᾶτο ἀγαθά καί νά μήν λείψη ποτέ τό ψωμί ἀπό τό σπίτι σου». Ὕστερα βγάζει ἀπό τόν κόρφο του ἕνα βιβλίο δερματόδετο καί δίνοντάς το στόν παπα–Βασίλη τοῦ λέει: «Πάρε αὐτό τό βιβλίο3 καί ὅσους θά δένεις νά εἶναι δεμένοι καί ὅσους θά λύνεις νά εἶναι λυμένοι».
Μαζί μέ αὐτό ὁ ἐρημίτης τοῦ ἔδωσε τήν εὐχή του καί τρόπον τινά τόν ἔκανε κληρονόμο τῶν χαρισμάτων πού τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεός, καί ἀπό τότε δέν ξαναφάνηκε.
Ὅλα αὐτά ἔγιναν γνωστά στά γύρω Ἑλληνοχριστιανικά χωριά τῆς περιοχῆς. Ἀργότερα κάλεσαν τόν παπα–Βασίλη στό χωριό Τασλίκ, στό ὁποῖο ἤδη εἶχαν μετακινηθῆ καί οἱ χριστιανοί τοῦ Τσάτ, γιά νά ἐφημερεύη ἐκεῖ, καί ὁ παπα–Βασίλης ἀποδέχθηκε τήν πρόσκληση. Τό Τασλίκ βρίσκεται πέρα ἀπό τόν Ἅλυ ποταμό καί ἀπέχει 57,5 χιλιόμετρα ΒΑ τῆς Καισάρειας. Τό 1924 εἶχε 154 οἰκογένειες, πληθυσμό 775 ἀτόμων ἀμιγῶς Χριστιανῶν Ἑλλήνων πού μιλοῦσαν τούρκικα.
Στό Τασλίκ ἡ δράση τοῦ παπα–Βασίλη ἔγινε μεγαλύτερη. Πήγαινε ὅπου τόν καλοῦσαν πονεμένοι ἄνθρωποι καί τούς βοηθοῦσε μέ τό χάρισμα πού τοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό. Πρωΐ καί βράδυ ἔκανε ἀκολουθία στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ τήν ἡμέρα δεχόταν τούς πονεμένους στό σπίτι του καί τούς θεράπευε.
Χρήματα δέν δεχόταν γιά τίς θεραπεῖες πού ἔκανε. Παρέμενε φτωχός καί ἀφιλάργυρος. Συνέπασχε μέ τούς πάσχοντες καί πολλές φορές ἔκλαιγε γιά τούς δυστυχισμένους ἀνθρώπους. Ὁ ἴδιος ὑπέφερε ἀπό μία πληγή στό πόδι του, τήν ὁποία φρόντιζε ἡ νύφη του Δέσποινα. Ἐξ αἰτίας τῆς πληγῆς του ἐλαφρῶς κούτσαινε γι᾿ αὐτό τόν ἀποκαλοῦσαν μερικοί στά τούρκικα Τοπάλ–Κεΐς (κουτσο–παπᾶς).
Κάποια χρονιά, ἐνῶ στό Τασλίκ ἔβρεχε, στά γειτονικά χωριά ἔκανε μεγάλη ἀνομβρία. Ἄρχισαν τά σπαρτά καί τά δένδρα νά ξηραίνωνται καί νά ὑποφέρουν τά ζῶα ἀπό τήν ἔλλειψη τοῦ νεροῦ. Τότε οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς σκέφτηκαν ὅτι ἀπό αὐτό τό κακό μόνο ὁ παπα–Βασίλης μποροῦσε νά τούς ἀπαλλάξη. Ἔκαναν μία ἐπιτροπή, πῆγαν καί τόν παρεκάλεσαν νά ἔρθη νά τούς βοηθήση. Πῆγε μαζί τους καί εἶπε στό συγκεντρωμένο πλῆθος πού τόν περίμενε, νά τόν ἀκολουθήσουν ὅλοι σ᾿ ἕνα μικρό λόφο γιά νά κάνουν προσευχή νά στείλη ὁ Θεός τήν ποθούμενη βροχή. Μόλις ἔφθασαν στό ὕψωμα τούς εἶπε νά γονατίσουν ὅλοι καί αὐτός διάβαζε τίς εὐχές. Σέ λίγο ἄρχισαν νά ἐμφανίζωνται στόν οὐρανό τά πρῶτα σύννεφα, νά πέφτουν οἱ πρῶτες σταγόνες καί μετά ἔβρεξε καλά γιά πολλή ὥρα.
Κάποια ἡμέρα ὁ παπα–Βασίλης καθόταν μέ παρέα γερόντων στόν ἐξώστη τοῦ διώροφου σπιτιοῦ του καί συζητοῦσαν. Σέ μία στιγμή τούς λέει: «Κοιτάξτε πρός τό Ἄας Πουνάρ (Ἄσπρη βρύση, ἀσπρόνερο). Βλέπετε ἕναν Τοῦρκο πάνω σέ γαϊδουράκι; Εἶναι φτωχός, βασανισμένος, ἄρρωστος καί ἔρχεται σέ μένα νά τοῦ διαβάσω εὐχή γιατί ὑποφέρει. Φέρνει μαζί του στόν κόρφο του σαράντα λεπτά (ἕνα γρόσι) γιά νά μοῦ δώση ὡς ἀμοιβή γιά τήν εὐχή πού θά τοῦ διαβάσω». Οἱ γέροι ἐξεπλάγησαν, κοιτάχθηκαν μεταξύ τους καί εἶπαν: «Ἂν εἶναι ἔτσι, παπα–Βασίλη, ὅπως τά λές, καί γνωρίζης ὅλα αὐτά, τότε ἐσύ εἶσαι Ἅγιος!».
Συνεχίζεται
[2]. Διασώζεται σήμερα ὁ ἀσημένιος Σταυρός πού φοροῦσε. Στήν κυκλική βάση του εἶναι γραμμένο: «Παπα–Βασίλης ἔτος 1830», καί στό κέντρο ἀπεικονίζει τήν περιστερά, σύμβολο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτόν τόν Σταυρό τόν χρησιμοποιοῦσε καί σάν σφραγίδα. Μ᾿ αὐτόν σταύρωνε τούς ἀσθενεῖς, τόν ἔδινε νά τόν φοροῦν οἱ ἀσθενεῖς καί ἔκανε Ἁγιασμούς.
[3]. Πρόκειται γιά τό Εὐχολόγιο τῆς Ἐκκλησίας στήν Καραμανλίδικη γραφή (δηλαδή τούρκικη γλῶσσα μέ ἑλληνικά στοιχεῖα) πού σώζεται μέχρι σήμερα ὡς κειμήλιο.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου