Τρίτη 14 Ιουνίου 2022

ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ: ΕΚΘΕΣΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ ΤΗΣ «ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ» ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΣΥΝΟΔΟΝ ΤΗΣ ΕΝ ΣΕΡΒΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟ 1971

Καταχωρῆται ἐν συνεχείᾳ ἡ ἱστορικὴ ἔκθεσις τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς ἐπὶ τοῦ θέματος τῆς «Πανορθοδόξου Συνόδου», τὴν ὁποίαν ὑπέβαλε τῷ 1971 πρὸς τὴν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ἐν Σερβίᾳ Ἐκκλησίας. Ἡ ἔκθεσις αὕτη ἀποτελεῖ κείμενον λαμπρᾶς σημερινῆς ὀρθοδόξου ὁμολογίας, ἥτις ὁδηγεῖ ὀρθῶς τοὺς ἀγνοοῦντας, εὐφραίνει τοὺς Ὀρθοδόξους ὁμολογητάς, ἐνθαρρύνει τοὺς λιποψύχους, καὶ καταισχύνει τούς προδότας τῆς ἐν Χριστῷ καλῆς ὁμολογίας. Τὸ περιεχόμενον τῆς ἐκθέσεως ἕχει ὡς ἕπεται.

«Ἀναμφιβόλως, διὰ τὸ ὁμαλῶς σκεπτόμενον θεοειδὲς ὄν, ποὺ λέγεται ἄνθρωπος, ἡ μόνη παναξία εἰς ὁλους τοὺς ἀνθρωπίνους κόσμους εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός καὶ ἡ Ἐκκλησία Του, ἡ ὁποία εἶναι τό σῶμα Του καὶ Αὐτὸς ἡ μόνη κεφαλή της. Τὸ νὰ ὁμιλῇ δὲ τις περὶ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου, σημαίνει ὅτι ὁμιλεῖ περῖ Αὐτοῦ, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τοῦ Θεανθρώπου. Διότι, ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς, παρατεινόμενος εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας. Ἐντεῦθεν τὸ “Εὐαγγέλιον” καὶ ἡ πανυποχρεωτικὴ ἐντολή : “ἵνα γένηται ἐν πᾶσιν Αὐτὸς πρωτεύων”[1]. Αὐτός, ὁ ἱστορικός Θεάνθρωπος Κύριος Ἱησοῦς. Δι’ αὐτὸ πρὸς πᾶν ὅ,τι εἶναι ἰδικόν Του, ἤτοι ὅ,τι εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νὰ προσέρχεταί τις μετὰ ἁγιολειτουργικοῦ “φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης’’[2]. Συγχρόνως, ἡ ὀρθόδοξος αὐτοαίσθησὶς μας καὶ ἡ ὀρθόδοξος καθολικὴ αἵσθησὶς μας, ἡ ὀρθόδοξος αὐτοσυναίσθησὶς μας καὶ ἡ ὀρθόδοξος καθολικὴ συνείδησὶς μας, δέον νὰ ἀρχίζουν πάντοτε μὲ Αὐτὸν καὶ νὰ τελειώνουν μὲ Αὐτὸν· μὲ Αὐτὸν, ὁ Ὁποῖος ἐδήλωσε καὶ ἐκήρυξεν εἰς ὅλην τὴν αἰωνιότητα καὶ δι’ ὅλας τὰς ἐποχὰς τὴν ἀλήθειαν περὶ τοῦ Ἑαυτοῦ Του : “Ἐγὼ τὸ Α καὶ τό Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἀρχὴ καὶ τέλος”[3]. Ὁ Θεάνθρωπος, λοιπὸν, εἶναι τὸ πᾶν καὶ τὰ πάντα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν : Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀποστολικότης Της, Αὐτὸς καὶ ἡ ἁγιότης Της· Αὐτὸς εἶναι ἡ ἑνότης Της,  Αὐτὸς καὶ ἡ καθολικότης (σομπόρνοστ) Της· Αὐτὸς καὶ ἡ οἰκουμενικότης Της, Αὐτὸς καὶ τὸ ἀλαθητόν Της.  Δι’ αύτὸ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τὸ πᾶν καὶ τὰ πάντα, οὐδὲν ἐπιτρέπεται νὰ ρυθμίζεται “κατὰ ἄνθρωπον”[4], “κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, καὶ οὐ κατὰ Χριστὸν”[5]. Διατὶ; Διότι, “ἐν Αὐτῶ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς”[6]. Δηλαδὴ κατὰ τρόπον σωματικόν, ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι. Ἀκόμη, καὶ διότι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος “Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας”[7]. Ἑνεκα τούτου, ὅλα τὰ προβλήματα ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπὸ τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς μέχρι σήμερον, καὶ ἀπὸ σήμερον μέχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας, λύονται καὶ δέον νὰ λύωνται μὲ Αὐτὸν καὶ μόνον μὲ Αὐτὸν. Εἰς αὐτὸ ἔγκειται ἡ ὀρθοδοξότης τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ἡ μοναδικότης Της καὶ ἡ παναληθινότης Της.

Ἐὰν καὶ τὰ σύγχρονα προβλήματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν λύωνται μὲ τὸν Θεάνθρωπον καὶ κατὰ τὸν θεανθρώπινον, ἀποστολικὸν, ἁγιοπατερικὸν τρόπον, εἶναι ἀδύνατον νὰ λυθοῦν ὀρθοδόξως καὶ θεαρέστως. Θὰ ὁδηγήσουν κατ’ ἀνάγκην εἰς καταστροφάς, εἰς σχίσματα, εἰς αἱρέσεις καὶ εἰς πολυποικίλους οὑμανιστικὰς πλάνας, εἰς μηδενισμοὺς καὶ ἀναρχισμούς. Τοῦτο ἰσχύει ἀπὸ πάσης ἀπόψεως καὶ διὰ τὸ πρόβλημα τῆς συγκλήσεως τῆς νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ἐπισπεύδεται τελευταίως ἀπὸ ὡρισμένους κύκλους καὶ ἐπιβάλλεται εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Άποστέλλονται ἀντιπρόσωποι τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, διὰ νὰ συζητήσουν περὶ τούτου. Δημοσιεύεται εἰς τὰ περιοδικὰ καὶ τὰς ἐφημερίδας ἀκόμη καὶ τὸ ἔτος καὶ ὁ τόπος τῆς συγκλήσεως τῆς ὲν λόγῳ Συνόδου : 1973 εἰς Ἀλεξάνδρειαν.

Ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἡ ἀνήσυχος συνείδησις κάθε Ὀρθοδόξου, ἀλλὰ καὶ ἡ καθολικὴ συνείδησις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δικαίως ἐκπλήσσεται καὶ διερωτᾶται : Πόθεν αὐτό, καὶ μάλιστα τὴν στιγμὴν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὅλαι σχεδὸν αἱ τοπικαὶ (Σλαυικαὶ) Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι εἶναι ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἐπιθετικοῦ ἀντιθρησκευτικοῦ Κομμουνισμοῦ; Ὡς πρὸς τοῦτο, ὑπάρχει ἐκ διαμέτρου ἀντίθετος διαφορὰ μεταξὺ προπολεμικῆς καὶ μεταπολεμικῆς καταστάσεως τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Κάποτε ἡ Ὀρθοδοξία ἧτο ἡ πίστις τῶν εὐρέων στρωμάτων τοῦ λαοῦ, τώρα ἡ πίστις θεωρεῖται “ὄπιον διὰ τὸν λαόν”.

Προσωπικῶς δὲν βλέπω ὅτι κατὰ τὰς σημερινὰς περιστάσεις ὑπάρχει πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διὰ τὴν σύγκλησιν τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐὰν, ὅμως, ὑπάρχῃ, τότε ἡ παροῦσα στιγμὴ εἶναι ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Διότι, διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ ἕν τοιοῦτον ἔργον ἱστορικῆς σημασίας ἐπιτυχῶς, εἶναι ἀναγκαῖον νὰ δημιουργηθοῦν αἱ κατάλληλοι συνθῆκαι δι’ αὐτὸ καὶ νὰ γίνουν ἐγκαίρως αἱ θεμελιώδεις προετοιμασίαι. Σήμερον, ὅμως, καθ’ ὅσον γνωρίζω, δὲν κατωρθώσαμεν νὰ προετοιμάσωμεν τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν ἐκτέλεσιν τῶν ἀποφάσεων τῶν Διασκέψεων τῆς Ρόδου, ἄν καὶ δι’ αὐτὸ ὑπῆρχον πολλαὶ δυνατότητες. Τί, λοιπὸν, νὰ εἴπωμεν ὡς πρὸς τὰς συνθήκας τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Αὖται εἶναι, ἁπλῶς εἰπεῖν, ἀπελπιστικαὶ εἰς ὅλας, ὀλίγον ἤ πολὺ, τὰς τοπικὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας.

Δὲν πρέπει νὰ λησμονήσωμεν ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι ἐν πολλοῖς μία ἀποκαλυπτική ἐποχή. Ἤδη ἤρχισεν ἡ ὥρα τοῦ πειρασμοῦ, ἡ μέλλουσα “ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης, πειράσαι τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς”[8]. Μεταξὺ δέ αὐτῶν καὶ ὁμοῦ μετ’ αὐτῶν ἔρχεται πειράσαι καὶ ἡμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους (Σέρβους). Ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ὁ Κύριος λέγει εὶς τήν Ἀποκάλυψιν περὶ τῶν ἑπτὰ τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἰσχύει πολὺ περισσότερον διὰ τὰς σημερινὰς τοπικὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, αἱ ὁποῖαι εἶναι πλησιέστεραι χρονικῶς πρὸς τὰς ἀντιχρίστους καὶ ἀποκαλυπτικὰς φρικαλεότητας καὶ γεγονότα, παρὰ αἱ τοπικαὶ Ἑκκλησίαι τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς, περὶ τῶν ὁποίων ὁμιλεῖ ὁ Κύριος[9]. Ἀπὸ τοὺς ἀγωνιώδεις λόγους τοῦ Σωτῆρος ἀντηχεῖ δυνατωτέρα ὅλων ἡ βροντώδης ἐντολή Του δι’ ὅλας τὰς τοπικὰς Ἐκκλησίας “μετανόησον”[10], ἰδιαιτέρως διὰ τὰς σημερινὰς τοπικὰς Ἐκκλησὶας. Τὸ λέγει αὐτὸ ὁ Κύριος παντοκρατορικῶς καὶ προνοητικῶς, κρατῶν “ἐπὶ τῆς δεξιᾶς”[11] Του ἑπτὰ ἀστέρας, ἤγουν ἑπτὰ Ἐκκλησίας.

Εἰς τὸν θεανθρώπινον ὀργανισμὸν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅλα εἶναι ὀργανικῶς συνδεδεμένα. Ἐγγίζων τις οἱονδήποτε πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας, ἐγγίζει αὐτὸ τοῦτο τὸ θεανθρώπινον πρόσωπον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἡ ἀπόδειξις τούτου; Καὶ αἱ ἑπτὰ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι! Ὅλαι αὐταὶ λύουν εἰς τὴν πραγματικότητα ἕν πρόβλημα, ἕν παμπρόβλημα τοῦ πλανήτου τούτου καί τοῦ ἐπ’ αὐτοῦ ἀνθρωπίνου γένους : τὸ πρόβλημα τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὄχι ἁπλῶς ἡ μέριμνά των, ἀλλὰ ἡ πᾶσα μέριμνά των εἶναι : νὰ φυλάξουν ἄθικτον καὶ ἀπαραμόρφωτον τὸ πανάγιον θεανθρώπινον πρόσωπον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ ὅλα τὰ ἄφθαρτα ἀγαθά, τὰ ὁποῖα Αὐτός ἔφερεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ - τῷ σώματι Αὐτοῦ - καὶ ἐκεῖ ἐθησαύρισε δι’ ὅλας τὰς ἐποχὰς καὶ δι’ ὅλην τὴν αἰωνιότητα. Εἶναι φανερόν εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν τὸ ἐξῆς κύριον δίδαγμα τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων : μὲ τὴν λύσιν τοῦ προβλήματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ - τῆς Ἀποστολικῆς καὶ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Του – λύονται ἀμέσως καὶ ἐμμέσως ὅλα τὰ σπουδαιότερα προβλήματα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Πᾶσα νέα Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν θὰ εἶναι οὔτε ἁγία, οὔτε Οἰκουμενικὴ, οὔτε ὀγδόη, ἐὰν πρωτίστως δὲν δεχθῇ τὰς προγενεστέρας Οἰκουμενικὰς καὶ ἀσαλεύτους ἀποφάσεις των.

Εἰς τὴν πραγματικότητα, ἡ νέα Οἰκουμενικὴ Σύνοδος πρέπει νὰ εἶναι συνέχεια τῶν προγενεστέρων ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, διὰ νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος καὶ Οἰκουμενική. Εἰς αὐτὸ πρέπει τις νὰ εἶναι ἀποστολικῶς καὶ ἁγιοπατερικῶς προορατικὸς καὶ θεόσοφος. Ἐάν ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, πολλῷ μᾶλλον ἐδῶ, ἰσχύει ἡ τοῦ Σωτῆρος φιλάνθρωπος προειδοποίησις, ὅτι ἕκαστος θὰ δώσῃ λόγον ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς φοβερᾶς Κρίσεως διὰ “πᾶν ρῆμα ἀργόν”[12], ποὺ θὰ λαλήσῃ περὶ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ Αὐτὸς ἡ παναγία καὶ αἰωνία κεφαλή Της. Τοιαῦτα δὲ ἀργὰ ρήματα καὶ ἀπείρως ἐπικινδυνα ἐλάλησαν πολλὰ στόματα διαφόρων ἀντιπροσώπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ στόματα διαφόρων ἀντιπροσώπων τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας. Περὶ τούτου θὰ ἧτο δυνατὸν νὰ γραφοῦν ὁλόκληρα βιβλία, διότι ὑπάρχουν πάρα πολλὰ περιστατικὰ τοιούτου εἴδους. Ὅλα αὐτὰ φωνάζουν, ἤ, ψαλμικῶς εἰπεῖν, βοοῦν μέσα ἀπὸ τὰ βάθη των πρὸς τὸν γλυκύτατον Κύριον καὶ ἀπορρίπτουν τὸ οὐρανογήινον αἰώνιον σύνταγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸ διακηρυχθὲν ἀπὸ τὸν Κύριον διὰ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων : “πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον, ἤ ἀνθρώποις”[13]. Μὲ αὐτὸ, ὅμως. διετυπώθη ἅπαξ διὰ παντὸς τὸ ἀσάλευτον ἐκκλησιαστικὸν δόγμα διὰ πᾶν δίλλημα μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ κοσμικῆς ἐξουσίας. Τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι ἡ πανισχύουσα δύναμις καὶ τὸ κριτήριον τῆς Ἐκκλησίας, αἰώνιος δύναμις καὶ κριτήριον, ποὺ παρατείνεται διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας.

Ἡμεῖς θὰ ὑπενθυμίσωμεν ἐπ’ εὐκαιρίᾳ ὀλίγας μόνον ἐξ αὐτῶν τῶν δηλώσεων καὶ ὀλίγα ἐξ αὐτῶν τῶν γεγονότων, ποὺ προέρχονται ἐκ τῆς ἀποκαλύψεως τῶν ἡμερῶν μας. Γνωρίζει ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τοὺς ἐν αἵματι διωγμοὺς καὶ ἀφανισμοὺς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν Σοβιετικὴν Ἕνωσιν ἀπὸ τοῦ 1917 ἕως τῶν ἡμερῶν μας. Ὅμως, παρ’ ὅλα ταῦτα ὁ Πατριάρχης Μόσχας δηλώνει τὸ 1966 τὰ ἑξῆς : “Ἡ κατάστασις τῆς ἐν Ρωσίᾳ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἧτο καὶ παραμένει τελείως ὁμαλή. Τὰ ζητήματα τὰ ἁφορῶντα εἰς τὰς σχέσεις μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Κράτους ἐρρυθμίσθησαν μὲ τὴν βοὴθειαν τοῦ Συμβουλίου ὑπουργῶν τῆς Ε.Σ.Σ.Δ. Μὲ τὴν Χὰριν τοῦ Θεοῦ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιτελεῖ τὸ ἔργον της, τῆς σωτηρίας, μετὰ σοβαρότητος καὶ σταθερότητος” (περιοδικὸν Πατριαρχείου Μόσχας, ἀριθ., 1966). Ὁ Β. Κουροϊέντωφ, διευθυντὴς τοῦ Συμβουλίου διὰ τὰς ὑποθέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας παρὰ τῷ ὑπουργείῳ Ἐσωτερικῶν, δηλώνει τὸ 1969 : “Ἡ νομιμοφροσύνη τῶν ἱερέων πρὸς τὸ Κράτος εἶναι τὸ βασικὸν στοιχεῖον τῆς πραγματικότητός μας. Ὅλοι οἱ ἱερεῖς ὑποστηρίζουν τὴν ἐσωτερικήν καὶ τὴν ἐξωτερικὴν πολιτικὴν τῆς Κυβερνήσεώς μας” (Ἰσβέστια, 18.10.1969).

Μητροπολίτης τοῦ Λένινγκραντ καὶ Νόβγοροντ Νικόδημος, διευθυντὴς τῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῶν ἐξωτερικῶν ὑποθέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀπὸ τὸ 1968, εἰς μίαν διεθνῆ Διάσκεψιν, ἀφοῦ ἐχαρακτήρισε τὰ δυτικὰ κρὰτη “ὡς πηγὴν ἀναριθμήτων συμφορῶν”, εἷπεν : Ἡ ζωὴ εἰς τήν Ε.Σ.Σ.Δ. εἶναι “ἡ πραγμάτωσις τοῦ χριστιανικοῦ ἰδεώδους” (Οἱ πιστοὶ εἰς τήν Ε.Σ.Σ.Δ., Ἀνδρέου Μαρτίν, Παρισίοις 1970, σ. 132, γαλλιστί). Συμφώνως πρὸς τὰς ἐπισήμους πηγὰς, εἰς τὴν Ρωσίαν ὑπῆρχον μέχρι τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1917 73.000 ναοί. Σήμερον ὑπάρχουν 7.000. Αἱ ἐπίσημοι σοβιετικαὶ πηγαὶ ἀκριβολογοῦν, λέγουσαι ὅτι τὸ 1961 εἰς τήν Ε.Σ.Σ.Δ. ὑπῆρχον 11.500 ἀνοικτοὶ ναοὶ καὶ ὅτι εἰς τὸ τέλος τοῦ 1969 ἔμειναν 7.000, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν ναῶν τῶν κοιμητηρίων (αὐτόθι, σ. 21). Ἡ δεξιὰ χεὶρ τοῦ Μητροπολίτου Νικοδήμου, ὁ Μητροπολίτης Ποιμήν, νῦν Τοποτηρητὴς τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου Μόσχας (σήμερον Πατριάρχης Μόσχας), ἐδήλωσε τὴν 19ην Δεκεμβρίου 1964 εἰς τὸ πρακτορεῖον ΤΑΣ “ὅτι οἱ ἰσχυρισμοὶ διὰ τὸ κλείσιμον τῶν ναῶν στεροῦνται πάσης βάσεως” (ἔ. ἀ.). Τὸ περιοδικὸν “Ναούκα ἴ Ρελίγια”, Μάϊος 1969, σ. 52 γράφει : “Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θὰ ὑπάρχῃ, ἐν ὅσῳ θὰ ὑποστηρίζῃ τὴν σοβιετικὴν πολιτικὴν”.

Τὸ ἔτος 1944, ὡς Τοποτηρητὴς τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου, ὁ Μητροπολίτης Ἀλέξιος, ὁ ἀργότερον Πατριάρχης Ρωσίας, εἰς τὴν ἀναφοράν του πρὸς τὸν Στάλιν λέγει : “Ἐργαζόμενοι ἐν πλήρει συμφωνίᾳ μετὰ τοῦ Ἀνωτάτου Συμβουλίου ὡς πρὸς ὅλα τὰ ζητήματα τὰ ἀφορῶντα εὶς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἐγὼ καὶ ἡ Σύνοδος θὰ φυλαχθῶμεν ἀπὸ τὰς πλάνας καὶ ἀπὸ τὰς ἐσφαλμένας πράξεις” (αὐτόθι, σ. 132). Ὁ Λουνατσάρσκι, ὁ πρῶτος ὑπουργὸς Παιδείας εἰς τὴν Ε.Σ.Σ.Δ., διατυπώνει τὴν στάσιν τοῦ ἀθέου Κομμουνισμοῦ ἔναντι τῆς Ἐκκλησσίας μὲ τὴν ἐξῆς κραυγήν : “Κάτω ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον! Ἠμεῖς πρέπει νὰ μάθωμεν νὰ μισῶμεν. Ἡμείς μισοῦμεν τοὺς Χριστιανούς. Ἀκόμη καὶ οἱ καλλίτεροι μεταξύ των εἶναι οἱ ἐχθροί μας. Εἰς τὰς σημαίας τοῦ προλεταριὰτου πρέπει νὰ γραφοῦν συνθήματα μίσους καὶ ἐκδικήσεως” (αὐτόθι). Τί σημαίνουν αἱ ὡς ἄνω δηλώσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ρωσικῆς Ἱεραρχίας; Ἕν καὶ μόνον ἕν : ἡ Ἱεραρχία ἔχει προδώσει τὴν Ὀρθοδοξον Πίστιν καὶ ἔχει γίνει τὸ πλέον ὑπάκουον ὄργανον τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας.

Τί νὰ εἴπῃ τις περὶ τῆς τοῦ Ἰούδα ἀποφάσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (16/29 – 12 – 1969), περὶ τῆς μυστηριακῆς ἐπικοινωνίας (intercommunion) μὲ τοὺς ρωμαιοκαθολικούς, ληφθείσης ἐναντίον ὅλων τῶν ἁγίων Δογμάτων καὶ Κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Μὲ αὐτὴν τὴν πρωτάκουστον εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν δογματικὴν καὶ τὴν κανονικὴν Παράδοσίν Της, ἀπόφασιν περὶ τῆς μυστηριακῆς ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς φανεροὺς αἱρετικοὺς, ὁλόκληρον τὸ θεανθρώπινον σῶμα τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχει πληγωθῆ βαθέως˙ ὅλοι οἱ Πατέρες καὶ ὅλαι αἱ Σύνοδοι ἔχουν ἀτιμασθῆ˙ τὰ Δόγματα καὶ οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν πατηθῆ˙ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἄμωμος Νύμφη, ἔχει ριφθῆ εἰς τὸν δηλητηριασμένον βόρβορον τῶν αἱρετικῶν. Τοιαῦται δηλώσεις καὶ τοιαῦτα γεγονότα μὲ τὴν ἀδίστακτον ἀναισχυντίαν των ἐκπλήττουν τὸν κόσμον. Τί μαρτυροῦν αὐτά; Μαρτυροῦν περὶ τοῦ ὅτι ἡ ρωσικὴ τῆς Μόσχας Ἱεραρχία εὑρίσκεται εἰς φοβεράν πνευματικὴν παράλυσιν. Καὶ αὐτή, τοιαύτη οὖσα, πρέπει νὰ ἐκπροσωπῇ τὴν ἐν Ρωσίᾳ Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν εἰς τήν ἐνδεχομένως μέλλουσαν νὰ συνέλθῃ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον; Νὰ μὴ ἐπιτρέψῃ ὁ Θεὸς μίαν τοιαύτην ἀποκαλυπτικὴν φρικαλεότητα!

Ὅ,τι ἰσχύει διὰ τὴν ρωσικὴν Ἱεραρχίαν τῆς Μόσχας, ὀλίγον ἤ πολύ, ἰσχύει καὶ διὰ τὰς Ἱεραρχίας εἰς ὅλας τὰς τοπικὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, αἱ ὁποῖαι εὑρίσκονται ὑπὸ τὴν ἀντιεκκλησιαστικὴν ἐξουσίαν τοῦ Κομμουνισμοῦ. Ἡ ἐν Ἑλλάδι πάλιν Ἐκκλησία ἔχει εἰδικὰς δυσκολίας : τὸ παλαιοημερολογητικόν, τὴν σύγκρουσιν μὲ τὴν Ρωσικὴν Ἐκκλησίαν ἐξ ἀφορμῆς τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς ρωσικῆς Μητροπόλεως τῆς Ἀμερικῆς καὶ τὴν σύγκρουσιν ἐξ ἀφορμῆς τῆς χορηγήσεως τῆς Θείας Κοινωνίας εἰς τοὺς ρωμαιοκαθολικούς.

Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Αὐτός, μὲ τὴν νεοπαπιστικὴν συμπεριφοράν του εἰς τοὺς λόγους καὶ εἰς τὰς πράξεις, σκαναδαλίζει ἐπὶ μίαν ἤδη δεκαετίαν τὰς ὀρθοδόξους συνειδήσεις, ἀρνούμενος τὴν μοναδικὴν καὶ πανσωστικὴν ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Πίστεως, ἀναγνωρίζων τὰς ρωμαϊκὰς καὶ ἄλλας αἱρέσεις ὡς ἰσοτίμους μὲ τὴν ἀλήθειαν, ἀναγνωρίζων τὸν Ρωμαῖον ἄκρον Ποντίφηκα μὲ ὅλην τὴν δαιμονικὴν ἀντιεκκλησιαστικὴν ὑπερηφάνειάν του. Καὶ προετοιμάζει μὲ αὐτοκτονικὴν ταχύτητα καὶ ἐπιπολαιότητα, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Βατικανοῦ, αὐτὴν τὴν ἰδικὴν του λεγομένην “Μεγάλην Πανορθόδοξον Σύνοδον”, ὄχι ὅμως μὲ τὸ βασικὸν εὐαγγελικὸν καὶ ἁγιοπαραδοσιακὸν θέμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μὲ καθαρῶς σχολαστικο-προτεσταντικὴν θεματολογίαν. Τὴν προετοιμάζει μάλιστα εἰς τὸν Πύργον τῆς Βαβὲλ (εἰς τὴν Γενεύην) τοῦ συγχρόνου ἀναρχικοῦ καὶ μηδενιστικοῦ κόσμου, ἄνευ τῆς συμμετοχῆς τῶν πραγματικῶν Ὀρθοδόξων ὁμολογητῶν, φορέων τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Θεολογίας, Παραδόσεως καὶ Ἐκκλησιαστικότητος. Τὸν τελευταῖον καιρὸν αὐτὸς ἔχει γίνει πηγὴ ἀναρχισμοῦ καὶ μηδενισμοῦ εἰς τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον. Οἱ Ἁγιορεῖται δικαίως τὸν ὀνομάζουν αἱρετικὸν καὶ ἀποστάτην εἰς ἀνοικτὰς ἐπιστολάς των, ἀπευθυνομένας πρὸς αὐτὸν διὰ τοῦ Τύπου. Αὐτὸς, ἐπίσης, ἔχει ὀξυτάτην σύγκρουσιν μὲ τὴν Ρωσικὴν Ἐκκλησίαν, ἐξ ἀφορμῆς τῆς χορηγήσεως τοῦ αὐτοκεφάλου εἰς τὴν ρωσικὴν Μητρόπολιν τῆς Ἀμερικῆς ἐκ μέρους τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας.

Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά; Αὐτὸ εἶναι τὸ ὀδυνηρότερον πρόβλημα τῆς Ὀρθοδοξίας σήμερον. Πρῶτον αὐτὸ πρέπει νὰ λυθῇ καὶ μάλιστα θετικῶς. Καὶ εἶναι δυνατὸν μὲ ὀλίγην καλὴν θέλησιν νὰ λυθῇ πολὺ συντόμως. Ταὐτοχρόνως δὲ, δὲν πρέπει νὰ λησμονηθῇ τὸ ὅτι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Διασπορὰν εὑρίσκονται σήμερον σπουδαιότατοι Ὀρθόδοξοι θεολόγοι. Αἱ προετοιμασίαι διἀ τὴν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἄνευ αὐτῶν θά ἧτο μὶα ἀσυγχώρητος ἁμαρτία.

Ἀλλά, τέλος, εἶναι γνωστὸν εἰς τοὺς ἀγγέλους καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἰδιαιτέρως εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς, ὅτι εἰς αὐτὴν τὴν ἀποκαλυπτικὴν ἐποχὴν εἶναι δύσκολον, ἤ μᾶλλον ἀδύνατον εἰς πολλοὺς ἱεράρχας τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, λόγῳ ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν, νὰ ὁμολογήσουν ὀρθοδόξως καὶ ἁγιοπατερικῶς εἰς αὐτὴν τὴν ἐνδεχομένως μέλλουσαν νὰ συνέλθῃ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τὰ ὀρθόδοξα Δόγματα καὶ τὰς Κανονικὰς ἀληθείας. Ἕνεκα τούτου, τὸ ὀρθοδοξότερον θὰ ἦτο νὰ μὴ συγκληθῇ καθόλου ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἤ τοὐλάχιστον νὰ μή συμμετάσχῃ τις εἰς αὐτήν. Εἰδικῶς, ποία θὰ εἶναι ἡ θέσις καὶ στάσις τῆς ἰδικῆς μας ἐν Σερβίᾳ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς αὐτὴν τὴν ἐνδεχομένως μέλλουσαν νὰ συνέλθῃ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον; Μὲ ποῖον πρόσωπον θὰ παρουσιασθῶμεν ἐνώπιον τῶν ἁγίων ἀθλητῶν τοῦ Σταυροῦ; Ἀλλοίμονο! Μὲ δύο σχίσματα καὶ ἀναριθμήτους ἄλλας πνευματικὰς πληγὰς καὶ τραύματα!

Καὶ, εἰς τὸ τέλος τέλος, τὶ δύναται νὰ περιμένῃ κανεὶς ἀπὸ μίαν τοιαύτην Οἰκουμενικὴν Σύνοδον; Ἕν, καὶ μόνον ἕν : σχίσματα καὶ αἱρέσεις καὶ διαφόρους ἄλλας συμφοράς. Αὐτὸ εἶναι ἡ βαθεῖά μου αἴσθησις καὶ πλήρης ὀδύνης ἐπίγνωσις. Δι’ αὐτό, παρακαλῶ καὶ ἱκετεύω τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας νὰ ἀπόσχῃ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴν εἰς τὴν προετοιμασίαν τῆς Συνόδου καὶ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴν εἰς τὴν ἰδίαν τὴν Σύνοδον, ἐὰν ἀτυχῶς συγκληθῇ. Νὰ μὴ φορτώσωμεν τοὐλάχιστον καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν φοβερὰν ἁμαρτίαν έπάνω εἰς τὴν Ἁγιοσαββιτικήν μας Ἐκκλησίαν καὶ εἰς τὸν ἀθῷον λαόν μας.

Ἐκζητῶν τὰς ἁγίας ἀποστολικὰς προσευχὰς τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς ἐν Σερβίᾳ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,

ὁ ἀνάξιος Ἀρχιμανδρίτης Ἰουστῖνος.

Ἁγίου Γεωργίου 1971. Ἱερὰ Μονὴ Τσέλιε».

Αὕτη ἡ σῴζουσα ὁμολογία τῶν Ὀρθοδόξων ἐν τῷ ἀποκαλυπτικῷ πειρασμῷ τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν τῇ παρούσῃ ὥρᾳ.



[1] Κολασ. α’, 18

[2] Θείας Λειτουργίας.

[3] Ἀποκ. κβ’, 13.

[4] Γαλ. α’, 11.

[5] Κολασ. β’, 8.

[6] Κολασ. β’, 9.

[7] Ἑβρ. ιγ’, 8.

[8] Ἀποκ. γ’, 10.

[9] Ἀποκ. α’ 11 – γ’, 22.

[10] Ἀποκ. β’ 5, 16, 22 γ’, 19.

[11] Ἀποκ. α’, 20.

[12] Ματθ. ιβ’, 36

[13] Πράξ. ε’, 29.

«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου