Νὰ προσέξουμε πολὺ τὰ ἐκ προθέσεως σφάλματα, γιατὶ αὐτὸ ποὺ θὰ ἐξετάση ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πρόθεσή μας. Τὰ σφάλματα ποὺ κάνουμε ἀπὸ ἀπροσεξία εἶναι ἐλαφρότερα. Μερικὲς ἁμαρτίες εἶναι ἁμαρτίες, ἀλλὰ ἔχουν καὶ ἐλαφρυντικά.
Ὕστερα, ὅταν σφάλουμε χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε, ὁ Θεὸς οἰκονομάει ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε νὰ χρησιμοποιηθῆ τὸ σφάλμα μας γιὰ καλό. Δηλαδή, ὄχι ὅτι ἔπρεπε νὰ σφάλουμε, γιὰ νὰ γίνη αὐτὸ τὸ καλό, ἀλλὰ ἀφοῦ σφάλαμε χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε, ὁ Θεὸς ἀξιοποιεῖ τὸ σφάλμα μας καὶ βγαίνει καλό. Ὅταν ὅμως κάνουμε ἕνα σφάλμα ἐν γνώσει μας καὶ ἔπειτα μετανοιώσουμε, νὰ εὐχηθοῦμε νὰ μὴ γίνη κακὸ ἀπὸ τὶς συνέπειες τοῦ σφάλματός μας.
– Γέροντα, ἐκεῖνος ὁ μοναχὸς ποὺ ἀναφέρει ὁ Εὐεργετινὸς ὅτι δέκα χρόνια ἔπεφτε σὲ κάποια ἁμαρτία κάθε μέρα, ἀλλὰ καὶ κάθε μέρα μετανοοῦσε[1], πῶς σώθηκε;
– Ἐκεῖνος ἦταν κατὰ κάποιον τρόπο κυριευμένος, αἰχμαλωτισμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Δὲν εἶχε κακὴ διάθεση, ἀλλὰ δὲν εἶχε βοηθηθῆ, σπρώχτηκε στὸ κακό, γι᾿ αὐτὸ δικαιοῦτο τὴν θεία βοήθεια. Πάλευε, πονοῦσε, εἶχε μετάνοια εἰλικρινῆ, καὶ ὁ Θεὸς τελικὰ τὸν ἔσωσε. Βλέπεις, ἕνας μπορεῖ νὰ ἔχη καλὴ διάθεση· ἂν ὅμως δὲν βοηθηθῆ ἀπὸ μικρὸς καὶ παρασυρθῆ στὸ κακό, εἶναι δύσκολο μετὰ νὰ σηκωθῆ. Κάνει μιὰ προσπάθεια, πάλι πέφτει, πάλι σηκώνεται· παλεύει δηλαδή.
Ὕστερα, ὅταν σφάλουμε χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε, ὁ Θεὸς οἰκονομάει ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε νὰ χρησιμοποιηθῆ τὸ σφάλμα μας γιὰ καλό. Δηλαδή, ὄχι ὅτι ἔπρεπε νὰ σφάλουμε, γιὰ νὰ γίνη αὐτὸ τὸ καλό, ἀλλὰ ἀφοῦ σφάλαμε χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε, ὁ Θεὸς ἀξιοποιεῖ τὸ σφάλμα μας καὶ βγαίνει καλό. Ὅταν ὅμως κάνουμε ἕνα σφάλμα ἐν γνώσει μας καὶ ἔπειτα μετανοιώσουμε, νὰ εὐχηθοῦμε νὰ μὴ γίνη κακὸ ἀπὸ τὶς συνέπειες τοῦ σφάλματός μας.
– Γέροντα, ἐκεῖνος ὁ μοναχὸς ποὺ ἀναφέρει ὁ Εὐεργετινὸς ὅτι δέκα χρόνια ἔπεφτε σὲ κάποια ἁμαρτία κάθε μέρα, ἀλλὰ καὶ κάθε μέρα μετανοοῦσε[1], πῶς σώθηκε;
– Ἐκεῖνος ἦταν κατὰ κάποιον τρόπο κυριευμένος, αἰχμαλωτισμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Δὲν εἶχε κακὴ διάθεση, ἀλλὰ δὲν εἶχε βοηθηθῆ, σπρώχτηκε στὸ κακό, γι᾿ αὐτὸ δικαιοῦτο τὴν θεία βοήθεια. Πάλευε, πονοῦσε, εἶχε μετάνοια εἰλικρινῆ, καὶ ὁ Θεὸς τελικὰ τὸν ἔσωσε. Βλέπεις, ἕνας μπορεῖ νὰ ἔχη καλὴ διάθεση· ἂν ὅμως δὲν βοηθηθῆ ἀπὸ μικρὸς καὶ παρασυρθῆ στὸ κακό, εἶναι δύσκολο μετὰ νὰ σηκωθῆ. Κάνει μιὰ προσπάθεια, πάλι πέφτει, πάλι σηκώνεται· παλεύει δηλαδή.
Ὁ Θεὸς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο δὲν θὰ τὸν ἀφήση, γιατὶ ὁ καημένος κάνει τὴν μικρή του προσπάθεια, ζητάει καὶ τὴν θεία βοήθεια καὶ δὲν ἁμαρτάνει ἐν ψυχρῷ. Κάποιος λ.χ. ξεκινάει νὰ πάη κάπου, χωρὶς νὰ ἔχη σκοπὸ νὰ ἁμαρτήση, ἀλλὰ πηγαίνοντας τοῦ συμβαίνει ἕνας πειρασμὸς καὶ πέφτει σὲ κάποια ἁμαρτία. Μετανοεῖ, κάνει μιὰ προσπάθεια, τοῦ στήνουν πάλι μιὰ παγίδα καί, ἐνῶ δὲν ἔχει διάθεση νὰ κάνη κάτι κακό, ὁ καημένος ξαναπέφτει καὶ πάλι μετανοεῖ. Αὐτὸς ἔχει ἐλαφρυντικά, γιατὶ δὲν θέλει νὰ κάνη τὸ κακό, ἀλλὰ παρασύρεται στὸ κακὸ καὶ ὕστερα μετανοεῖ.
Ὅποιος ὅμως λέει: «γιὰ νὰ πετύχω ἐκεῖνο, πρέπει νὰ κάνω αὐτὴν τὴν ἀδικία· γιὰ νὰ πετύχω τὸ ἄλλο, πρέπει νὰ κάνω ἐκείνη τὴν πονηριὰ» κ.λπ., αὐτὸς ἁμαρτάνει ἐσκεμμένως καὶ ἐν γνώσει του. Καταστρώνει δηλαδὴ τὸ ἁμαρτωλό του σχέδιο καὶ βάζει πρόγραμμα μὲ τὸν διάβολο τί ἁμαρτία θὰ κάνη. Αὐτὸ εἶναι πολὺ κακό, ἐπειδὴ εἶναι προμελετημένο. Δὲν εἶναι ὅτι πέφτει σὲ πειρασμό, ἀλλὰ ξεκινάει νὰ κάνη κάτι μαζὶ μὲ τὸν πειρασμό. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ βοηθηθῆ, γιατὶ δὲν δικαιοῦται τὴν θεία βοήθεια, καὶ τελικὰ πεθαίνει ἀμετανόητος.
Ἀλλὰ καὶ ὅσοι λένε ὅτι θὰ μετανοιώσουν, ὅταν γεράσουν, πῶς εἶναι σίγουροι ὅτι θὰ προλάβουν νὰ μετανοιώσουν καὶ δὲν θὰ πᾶνε ἀπὸ αἰφνίδιο θάνατο; Ἔλεγε κάποιος ἐργολάβος: «ὅταν γεράσω, θὰ πάω στὰ Ἱεροσόλυμα, θὰ βαπτισθῶ στὸν Ἰορδάνη ποταμό, ὁπότε θὰ ἐξαλειφθοῦν ὅλες οἱ ἁμαρτίες μου», καὶ συνέχιζε νὰ ζῆ ἁμαρτωλά. Τελικά, ὅταν πλέον δὲν εἶχε ἄλλο κουράγιο, ἴσα-ἴσα ποὺ μόλις περπατοῦσε, ἀποφάσισε νὰ πάη. Λέει σὲ ἕναν μάστορά του: «Μάστορα, ἀποφάσισα νὰ πάω στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ βαπτισθῶ στὸν Ἰορδάνη ποταμό». «Ἄ, ἀφεντικό, τοῦ λέει ἐκεῖνος, ἂν εἶσαι καθαρός, θὰ πᾶς· ἂν δὲν εἶσαι καθαρός, στὸν δρόμο θὰ μείνης!». Λὲς καὶ προφήτευσε! Μόλις πῆγε στὴν Ἀθήνα νὰ βγάλη τὰ χαρτιά του, πέθανε! Τοῦ πῆραν ὅλα τὰ χρήματα οἱ ἄλλοι, τὸν πῆγαν σὲ ἕνα γραφεῖο κηδειῶν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἔστειλαν μὲ τὸ φέρετρο πίσω στὸν τόπο του.
Ἀλλὰ καὶ ὅσοι λένε ὅτι θὰ μετανοιώσουν, ὅταν γεράσουν, πῶς εἶναι σίγουροι ὅτι θὰ προλάβουν νὰ μετανοιώσουν καὶ δὲν θὰ πᾶνε ἀπὸ αἰφνίδιο θάνατο; Ἔλεγε κάποιος ἐργολάβος: «ὅταν γεράσω, θὰ πάω στὰ Ἱεροσόλυμα, θὰ βαπτισθῶ στὸν Ἰορδάνη ποταμό, ὁπότε θὰ ἐξαλειφθοῦν ὅλες οἱ ἁμαρτίες μου», καὶ συνέχιζε νὰ ζῆ ἁμαρτωλά. Τελικά, ὅταν πλέον δὲν εἶχε ἄλλο κουράγιο, ἴσα-ἴσα ποὺ μόλις περπατοῦσε, ἀποφάσισε νὰ πάη. Λέει σὲ ἕναν μάστορά του: «Μάστορα, ἀποφάσισα νὰ πάω στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ βαπτισθῶ στὸν Ἰορδάνη ποταμό». «Ἄ, ἀφεντικό, τοῦ λέει ἐκεῖνος, ἂν εἶσαι καθαρός, θὰ πᾶς· ἂν δὲν εἶσαι καθαρός, στὸν δρόμο θὰ μείνης!». Λὲς καὶ προφήτευσε! Μόλις πῆγε στὴν Ἀθήνα νὰ βγάλη τὰ χαρτιά του, πέθανε! Τοῦ πῆραν ὅλα τὰ χρήματα οἱ ἄλλοι, τὸν πῆγαν σὲ ἕνα γραφεῖο κηδειῶν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἔστειλαν μὲ τὸ φέρετρο πίσω στὸν τόπο του.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Γ' «Πνευματικὸς ἀγώνας»
_______________________________
[1] Βλ. Εὐεργετινός, τόμος Α´, Ὑπόθεσις Α´, σ. 34 κ.ἑ.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου