Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

Λάμπρος Σκόντζος: Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος ὁ Ρῶσος


 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
 
Ἡ ρωσικὴ Ὀρθοδοξία ἐμπλούτισε ἀρκούντως τίς μυριάδες χορεῖες τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ χιλιάδες Μάρτυρες, Ὁμολογητές, Ὁσίους καὶ ἀληθινοὺς πιστούς. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἁγίους εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος.
 
Γεννήθηκε τὸ 1815 στὸ χωριὸ Τσερνάφσκα τῆς ἐπαρχίας Ὀρλόφ. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος Βασιλιέβιστς Γοβόρωφ. Ἦταν γιὸς εὐλαβοῦς ἱερέα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο κληρονόμησε βαθιὰ πίστη στὸ Θεὸ καὶ εὐλάβεια. Τὰ πρῶτα γράμματα τὰ διδάχτηκε στὴν πατρίδα του. Κατόπιν, τὸ 1831, εἰσήχθῃ στὸ Σεμινάριο τοῦ Ὀρλόφ. Ἀκολούθως, τὸ 1837, συνέχισε τίς σπουδές του στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου, ὡς τὸ 1841. Ἐκεῖ εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπισκέπτεται συχνὰ τὴν περίφημη Λαύρα τοῦ Κιέβου, τὴν κοιτίδα τοῦ ρωσικοῦ μοναχισμοῦ, ὅπου βρίσκονται πλῆθος ἄφθορων Ἱερῶν Λειψάνων, τὰ ὁποῖα μοσχοβολοῦν καὶ θαυματουργοῦν. Συνδέθηκε μὲ ὀνομαστοὺς πνευματικούς, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐνέπνευσαν τὸν πόθο τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ἔτσι, λίγο πρὶν τελειώσει τίς σπουδές του, τὸ 1841, ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχός.
 
Ὁ φημισμένος στάρετς τῆς Λαύρας Παρθένιος τὸν ὑποδέχτηκε μὲ καμάρι καὶ χαρά, διότι ὁ νεαρὸς μοναχὸς συνδύαζε στὸ πρόσωπό του τὴν πίστη στὸ Θεό, τὴν ἀγάπη γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ τὴν σπουδαία μόρφωση. Πῆρε τὸ μοναχικὸ ὄνομα Θεοφάνης. Ἀξιοσημείωτη εἶναι οἱ παραινέσεις του πρὸς αὐτὸν νὰ ἀσκεῖ σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Τὴν ἴδια χρονιὰ χειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὴ συνέχεια πρεσβύτερος.
 
Μετὰ τὴ λήψη τοῦ πτυχίου του διορίστηκε καθηγητὴς τῆς Ἠθικῆς, τῆς Φιλοσοφίας, τῆς Λογικῆς καὶ τῶν Λατινικῶν σὲ διάφορες Ἀκαδημίες καὶ Σχολές. Τὸ 1847 κατέβηκε στὰ Βαλκάνια, ὅπου ἦρθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἑλληνορθόδοξο μοναχισμὸ καὶ κουλτούρα. Ἀκολούθως τὸ 1857 ἀναγορεύτηκε πρύτανης τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἁγίας Πετρούπολης καὶ ἐπίσης κρατικὸς ἐπιθεωρητὴς στὰ σχολεῖα τῆς περιοχῆς. Τὸ 1859 του προτάθηκε νὰ χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας Ταμπὼφ καὶ ἀργότερα στὴν ἕδρα τῆς ἐπαρχίας Βλαδιμίρ. Ὁ Θεοφάνης ἀποδέχτηκε μὲ ταπείνωση τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα, πιστεύοντας ὅτι ὡς Ἐπίσκοπος θὰ προσέφερε περισσότερα στὴν Ἐκκλησία, παρὰ ὡς δάσκαλος. Ἡ ἐπισκοπική του διακονία στέφτηκε ἀπὸ πλήρη ἐπιτυχία. Ἐργάστηκε μὲ ἀσυνήθιστο ζῆλο γιὰ τὸ λογικὸ ποίμνιο, ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός, παρ᾿ ὅλες τίς δυσκολίες καὶ τίς πίκρες ποὺ δοκίμασε, ἀπὸ κακεντρεχεῖς ψευδαδέλφους.
 
Στὰ 1861 ἔζησε μιὰ ἀσυνήθιστη πνευματικὴ ἐμπειρία. Ἀξιώθηκε νὰ παραστεῖ στὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ μεγάλου ἁγίου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Τύχωνος τοῦ Ζαντόνσκ. Κι᾿ αὐτὸ διότι ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία εἶχε ἀκούσει πολλὰ γι᾿ αὐτόν, τὸν ὑπεραγαποῦσε καὶ εἶχε θέσει στόχο τῆς ζωῆς του νὰ τὸν μιμηθεῖ. Ἴσως τὸ γεγονὸς αὐτό, σὲ  συνδυασμὸ μὲ τὸν παιδικὸ πόθο του νὰ ζήσει τὴν ἐρημικὴ μοναχικὴ ζωή, ἀποφάσισε νὰ ἀφήσει τὸν ἐπισκοπικό του θρόνο.
 
Στὰ 1866 καὶ ὕστερα ἀπὸ εἰκοσιπέντε καρποφόρα καὶ δημιουργικὰ χρόνια ἐκκλησιαστικῆς διακονίας του, ζήτησε τὴν παραίτησή του, ἡ ὁποία ἔγινε δεκτή, ὕστερα ἀπὸ δισταγμοὺς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ λαὸς τῆς ἐπισκοπικῆς του περιφέρειας τὸν ἀποχαιρέτησε μὲ ἰδιαίτερη συγκίνηση, διότι στεροῦνταν ἕναν ἅγιο Ἐπίσκοπο. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεοφάνης ἀποχαιρέτησε τὸ λαὸ μὲ δάκρυα καὶ συγκίνηση. «Μὴ μὲ παρεξηγεῖτε, τοὺς εἶπε, ποὺ  σᾶς ἀποχωρίζομαι. Ἡ ἀγάπη μου γιὰ σᾶς εἶναι δεδομένη, ἀλλὰ μιὰ ἄλλη ἰσχυρότερη ἀγάπη, ὁ ἀκατανίκητος πόθος μιᾶς ἀνώτερης ζωῆς, μὲ ἀνάγκασε  νὰ σᾶς ἀποχωριστῶ. Θὰ προσεύχομαι γιά σᾶς, νὰ σᾶς χαρίζει ὁ Κύριος κάθε καλὸ καὶ κάθε εὐλογία. Νὰ σᾶς φυλάγει ἀπὸ κάθε συμφορὰ καὶ νὰ ἐξασφαλίζει τὴ σωτηρία σας. [...] Νὰ φυλάγεσθε ἀπὸ τοὺς  ψευδοδιδασκάλους. Ὅποιοι δὲ συμφωνοῦν μὲ αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία νά τοὺς διώχνετε, ὁποιαδήποτε θέση καὶ ἂν κατέχουν. [...]  Πίσω ἀπὸ τὴ γνησιότητα τῆς πίστεως ἔρχεται ἡ ἐπίσκεψις τῆς θείας χάριτος. Μὲ τὴ βοήθεια της οἱ καθαροὶ στὴν ψυχή, βλέπουν τὸν Θεὸ ἀπό τὴν παροῦσα ζωὴ καὶ προγεύονται τὴ μακαριότητα τῆς αἰωνίας ζωῆς».
 
Κατόπιν ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο Βισένσκ. Ἐκεῖ ἔχτισε ἕνα μικρὸ καὶ φτωχικὸ κελλί, στὸ ὁποῖο κλείστηκε καὶ ἔζησε, ὡς ἔγκλειστος, τὰ ὑπόλοιπα εἴκοσι ὀχτὼ χρόνια. Μὲ ἀδιάλειπτη προσευχή, νηστεία καὶ ἀγρυπνία ἔφτασε σὲ μεγάλα ὕψη ἁγιότητας. Μέσα στὴν ἀπομόνωσή του καὶ παράλληλα μὲ τὴν πνευματική του ἄσκηση ἔγραφε συνεχῶς. Ἄλλωστε ὁ Θεοφάνης εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πολυγραφότατους συγγραφεῖς τῆς ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας. Μάλιστα ἡ ἀδελφὴ τοῦ Λέοντα Τολστόϊ εἶχε πεῖ πὼς «δύο σύγχρονοι Ρῶσοι ἔγραψαν τόσα πολλά. Ὁ ἀδελφός μου Λέων καὶ ὁ ἐπίσκοπος Θεοφάνης. Μὲ τὴ διαφορὰ πὼς ὁ ἕνας ἔγραψε γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς καὶ ὁ ἄλλος γιὰ τὴ σωτηρία της». Ὁ μεγάλος ὄγκος τοῦ κλασικοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου διακρίνεται σὲ θεολογικές, ἠθικὲς καὶ ἑρμηνευτικὲς μελέτες, ὅπως καὶ σὲ μεταφράσεις. Μετέφρασε στὰ ρωσικὰ τὴν «Φιλοκαλία» καὶ τοὺς μοναχικοὺς κανόνες τῶν ἁγίων Παχωμίου, Μεγάλου Βασιλείου, Βενεδίκτου καὶ Κασσιανοῦ.
 
Παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ ἴδιος ἐπιθυμοῦσε τὴν ἡσυχία, ἡ φήμη του εἶχε φτάσει μακριά. Ἔτσι πλῆθος ἐπιστολῶν ἔφταναν στὸ κελλί του ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς ἀχανοῦς ρωσικῆς γῆς, μὲ ἐρωτήσεις γιὰ πνευματικὰ θέματα. Προσπαθοῦσε νὰ ἀπαντᾷ σὲ ὅλες τίς ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες σώζονται, οἱ περισσότερες. Ἀλλὰ ταυτόχρονα ἡ ἔρημος Βισὲνσκ ἔγινε πόλος ἕλξης χιλιάδων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι συνέρρεαν γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του καὶ νὰ τὸν συμβουλευτοῦν.
 
Στὶς 10 Ἰανουαρίου τοῦ 1894 κοιμήθηκε εἰρηνικά, παραδίδοντας τὴν ψυχή του στὸ Θεό, τὸν ὁποῖο τόσο ἀγάπησε ἀπὸ μικρὸ παιδὶ καὶ ὑπηρέτησε σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Ἡ ἁγιότητά του δὲν ἄργησε νὰ φανεῖ. Ἄλλωστε ὁ εὐσεβεῖς λαὸς τὸν θεωροῦσε ἅγιο πρὶν τὴν κοίμησή του. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἕναν αἰῶνα ἀργότερα, στὶς 6 Ἰουνίου 1988 διακήρυξε καὶ ἐπίσημα τὴν ἐκπεφρασμένη, ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ λαό, ἁγιότητά του καὶ ὅρισε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη του στὶς 10 Ἰανουαρίου, τὴν ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του.

__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου