Σήμερα, εορτάζουμε, όσους αγίασε το Άγιο Πνεύμα, τους Προπάτορες και Πατριάρχες, τους Προφήτες και ιερούς Αποστόλους, τους Μάρτυρες και τους Ιεράρχες, τους Ιερομάρτυρες και Οσιομάρτυρες, τους Όσιους και Δίκαιους και όλες γενικά τις άγιες Γυναίκες και τους υπόλοιπους ανώνυμους Αγίους.
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Βλαστοὺς εὐαγγελίου καὶ καρποὺς ἀμαράντους, χοροὺς ἁγίων Πάντων εὐφημήσωμεν πάντες, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, μιμούμενοι αὐτῶν τὰς ἀρετάς, καὶ ἀγῶνας τοὺς γενναίους, ἀπὸ ψυχῆς συμφώνως ἀνακράζοντες· δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς· δόξα τῷ ἁγιάσαντι· δόξα τῷ ἐν τῇ γῇ καὶ οὐρανῷ ὑμᾶς δοξάσαντι.
(Ποίημα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ῾Αγιορείτου)
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Τῶν ἁγίων Πάντων οἶκος ὁ πάνσεπτος, οὐρανὸς ὥς τις ἄλλος ἀστράπτει αἴθριος, ἐν μέσῳ ἔχων τὸν Χριστόν, ὥς περ ἥλιον λαμπρόν, τὴν παρθένον Μαριάμ, σελήνην ὡς πλησιφαῆ, καὶ κύκλῳ καθάπερ ἄστρα, χορούς τε πάντων ἁγίων, ἀεὶ πρεσβεύοντας σωθῆναι ἡμᾶς.
(Ποίημα Κυρίλλου πατριάρχου Κων/πόλεως)
Κοντάκιον
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν Ἁγίων σύμπαντες, τῶν ἀπ’ αἰῶνος τὴν μνήμην, Προφητῶν Δικαίων τε, καὶ Ἀποστόλων Μαρτύρων, ἅμα τε, σὺν Ἱεράρχαις καὶ τοῖς Ὁσίοις, σήμερον, ἐγκωμισάσωμεν θεοφρόνως, αὐτοὶ γὰρ σὺν τοῖς Ἀγγέλοις, ἀκαταπαύστως, ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσι.
Μεγαλυνάριον
Ἔνδοξοι Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ, Μάρτυρες Κυρίου, καὶ πανθαύμαστοι Ἀθληταί, Προφητῶν ὁ δῆμος, Ἱεραρχῶν Ὁσίων, ποιήσατε πρεσβείαν, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς Θεόν.
Είχε όμως την τύχη και των
άλλων σαράντα παρεκκλησίων του Κάστρου. Μετά την εγκατάλειψη του
Φρουρίου το 1830 μ.Χ. και την επιστροφή των Σκιαθιτών στο χώρο της πάλαι
ποτέ βυζαντινής πολίχνης, όπου έχτισαν την σημερινή πόλη της Σκιάθου, ο
ναΐσκος ερειπώθηκε και κατέρρευσε. Εξαίρεση βέβαια αποτελούν οι
τέσσερεις ενοριακοί Ναοί που διατηρήθηκαν έως των ημερών μας.
Μόλις
τον χειμώνα του 2010 μ.Χ. ο Ναός αποκαθάρθηκε από τις προσχώσεις. Κατά
τις εργασίες αποκαλύφθηκε το σωζόμενο δάπεδο του ναΐσκου, η είσοδος, η
διαγράμμιση του αγίου βήματος καθώς και ίχνη τοιχογραφίας και
κονιάματος. Στο σημείο της εισόδου ο Ναΐσκος συγκοινωνούσε με άλλο
ορθογώνιο δώμα που πιθανώς χρησιμοποιούνταν ως πρόναος, το οποίο
γειτνίαζε με τα λουτρά. Εντοπίστηκαν ακόμη κάποια μικροαντικείμενα όπως
και ένα μικρό κανόνι σε άριστη κατάσταση.
Μετά την αποκάλυψη των
ερειπίων του Ναού πλήθος σκιαθιτών επισκέφτηκε το Κάστρο, και όλων η
γνώμη συνηγορούσε στο να καθιερωθεί και εδώ υπαίθρια Αγρυπνια, όπως
καθιερώθηκε λίγα χρόνια πιο μπροστά και στον άλλο ερειπωμένο Ναό του
Κάστρου, τον αφιερωμένο στην Κοίμηση, την Παναγία την Πρέκλα, που είχε
την τύχει να αποκαλυφθούν και εκείνου τα ερείπια.
Έτσι
καθιερώθηκε να τελείται η εξοχική αυτή Αγρυπνία την τελευταία Κυριακή
του Ιουνίου, ώστε να είναι αφορμή να επισκεφθεί κανείς το Κάστρο, τον
Ιούνιο, που από Απρίλιο έως Αύγουστο έχει κάθε μήνα ένα τουλάχιστον
πανηγύρι στις Εκκλησίες του.
Η Αγρυπνία αρχίζει με την Ακολουθία
του Όρθρου του Ακαθίστου, που τελείται κατά παράβαση της Τάξεως,
ιδιαιτέρως την ημέρα αυτή, καθώς ο Ναός της Παναγίας ετιμάτο στην εορτή
του Ακαθίστου, και ακολούθως λαμβάνει χώρα η Θεία Λειτουργία.
Η πρώτη Αγρυπνία έγινε το 2011 μ.Χ.
Ἦχος δ᾿. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς δῶρον ἀτίμητον ἐν τῇ σῇ νήσῳ σεπτόν, Εἰκὼν ἡ περίπυστος πηγὴ θαυματων πολλῶν, ἐν Σκιάθῳ ἀνεύρηται. Ἣν ὡς Μεγαλομάταν, μετ᾿ εὐχῶν θερμοτάτων, πίστει τε καὶ ἐλπίδι, εὐσεβῶς μελωδοῦμεν, τὴν ὄντως Θεοτόκον καὶ ἀειπάρθενον.
Φανέντες θαυμαστῶς ἀθληταὶ κεκρυμμένοι,
καρδίας πιστῶν σπεύδετε κατευφραίνειν.
Κατά
τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η αγιοστόλιστη Κεφαλονιά έχει να
προσφέρει φωτεινά παραδείγματα ομολογητών και αγωνιστών της πίστεως.
Έτσι στο ανατολικό τμήμα του νησιού και συγκεκριμένα στην περιοχή της
Σάμης έζησαν και κοιμήθηκαν οσιακώς οι ομολογητές Άγιοι Γρηγόριος,
Θεόδωρος και Λέων, οι οποίοι είναι περισσότερο γνωστοί με την προσωνυμία
«Άγιοι Φανέντες», που τους δόθηκε λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης των
ιερών λειψάνων τους και της ανάδειξής τους από την αφάνεια.
Σύμφωνα
με τα διασωθέντα δύο λατινικά συναξάρια του 14ου μ.Χ. αιώνα, τα οποία
γράφτηκαν το μεν πρώτο από τον Βενετό Pietro Calὸ, το δε δεύτερο από τον
επίσκοπο της Ακυληίας Pietro Natali, οι Άγιοι Γρηγόριος, Θεόδωρος και
Λέων κατάγονταν από το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας,
υπηρετούσαν ως στρατιωτικοί στον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό στρατό και
διακρίνονταν για τις πολλές τους αρετές και τη βαθιά τους πίστη στον
Θεό. Την εποχή όμως αυτή βρισκόταν σε μεγάλη εξάπλωση η φοβερή αίρεση
του Αρειανισμού και σύμφωνα με το εκδοθέν διάταγμα του αιρετικού
αυτοκράτορος Κωνσταντίου Β΄ (337 -361 μ.Χ.), θα έπρεπε όλοι οι υπήκοοι
του κράτους να ασπασθούν αυτή την ανόσια αίρεση. Τότε οι τρεις ευσεβείς
και ενάρετοι στρατιωτικοί, φοβούμενοι μήπως και αναγκασθούν να ασπασθούν
την αιρετική κακοδοξία, εγκατέλειψαν μαζί και με άλλους έλληνες
στρατιώτες τη Σικελία, όπου βρίσκονταν την εποχή εκείνη και κατέφυγαν
στην Κεφαλληνία. Μόλις αποβιβάσθηκαν στο νησί του Ιονίου και
πληροφορήθηκαν ότι το διάταγμα του αιρετικού Κωνσταντίου είχε τεθεί σε
ισχύ στον τόπο, όπου μέχρι πρότινος υπηρετούσαν, προτίμησαν να
αποχωρισθούν από τους υπόλοιπους και να παραμείνουν στην Κεφαλληνία. Ο
Γρηγόριος ήταν τότε ηλικιωμένος με άσπρα μαλλιά και πλήρης σοφίας, ο
Θεόδωρος ήταν περίπου τριάντα ετών, ενώ ο Λέων έλαμπε μέσα στη νιότη
του. Αποφάσισαν λοιπόν να αφιερωθούν στον Θεό και γι’ αυτό άρχισαν να
αναζητούν κατάλληλο τόπο για άσκηση και προσευχή.
Μία κοιλάδα, η
οποία ονομάζεται Σάμη (Samos κατά τη λατινική γραφή) και βρίσκεται στο
ανατολικό τμήμα της Κεφαλληνίας απέναντι από την Ιθάκη, αποτέλεσε τον
ιδανικό τόπο για να ζήσουν αφιερωμένοι στον Θεό το υπόλοιπο της ζωής
τους. Μάλιστα στον τόπο αυτό ανακάλυψαν μέσα σε ένα μικρό, αλλά πυκνό
δάσος από χαμηλά δένδρα και θάμνους τα ερείπια ενός μισοκαταστρεμμένου
ναού. Ο τόπος αυτός αποτέλεσε το πνευματικό τους καταφύγιο, στο οποίο
αφού εγκαταστάθηκαν, έζησαν ασκητικά, προσευχόμενοι αδιάλειπτα στον Θεό
και αγωνιζόμενοι ως γνήσιοι στρατιώτες Χριστού. Στον ευλογημένο αυτό
τόπο της ανατολικής Κεφαλληνίας πλησίον της σημερινής κωμοπόλεως της
Σάμης έζησαν το υπόλοιπο της επίγειας ζωής τους μέχρι που κάποια ημέρα,
αφού γονάτισαν και προσευχήθηκαν, παρέδωσαν μετά από λίγο τις πάναγνες
ψυχές τους στον Πανάγαθο Θεό, τον Οποίο τόσο πολύ αγάπησαν και
υπηρέτησαν σε όλη τους τη ζωή.
Τα σώματα των τριών Αγίων έμειναν
για πάρα πολλά χρόνια άγνωστα, μέχρι που η Πρόνοια του Θεού θέλησε να τα
αποκαλύψει με θαυματουργικό τρόπο. Στο νησί ζούσε κάποιος επιφανής και
πλούσιος κάτοικος, ο οποίος ονομαζόταν Μιχαήλ και έπασχε από μία μορφή
λέπρας, την ελεφαντίαση. Ο Μιχαήλ απευθύνθηκε στους γιατρούς, δαπανώντας
μάλιστα και ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του, για να μπορέσει να
θεραπευτεί από την ασθένειά του, αλλά δυστυχώς δεν βρήκε πουθενά την
ποθούμενη θεραπεία. Κάποιο βράδυ εμφανίσθηκαν σε όραμα στον ύπνο του
τρεις άνδρες με μορφές αγγέλων και του είπαν ότι θα θεραπευτεί μόνο, εάν
βρει τα άταφα σώματά τους. Όταν ο Μιχαήλ ξύπνησε, δεν γνώριζε ούτε τα
ονόματα των τριών ανδρών ούτε και τον τόπο, όπου αυτά βρίσκονταν.
Συνάντησε όμως έναν χοιροβοσκό, ο οποίος του διηγήθηκε ότι ακολουθώντας
έναν χοίρο που είχε απομακρυνθεί από το υπόλοιπο κοπάδι, μπήκε σε ένα
πυκνό δάσος και εκεί αντίκρισε τρία άταφα και άφθορα σώματα, από τα
οποία αναδίδονταν μία υπέροχη ευωδία. Τότε ο Μιχαήλ κατάλαβε ότι
πρόκειται για τους εμφανισθέντες στον ύπνο του τρεις Αγίους. Αμέσως
ανέβηκε στο άλογό του και κατευθύνθηκε με οδηγό τον χοιροβοσκό προς το
δάσος, όπου βρίσκονταν τα ιερά λείψανα των τριών Αγίων μέσα σε άπλετο
φως. Αφού προσκύνησε με ευλάβεια τα τρία φεγγοβολούντα ιερά σκηνώματα
και παρακάλεσε με δάκρυα τους Αγίους, αμέσως η λέπρα εξαφανίσθηκε και
επέστρεψε στο σπίτι του εντελώς υγιής. Λόγω της θαυματουργικής φανέρωσης
των ιερών λειψάνων των τριών Αγίων και της ανάδειξής τους από την
αφάνεια, τους δόθηκε η προσωνυμία «Άγιοι Φανέντες», με την οποία μέχρι
σήμερα είναι περισσότερο γνωστοί.
Αξιοσημείωτη είναι και η
επιτόπια προφορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία τρεις Άγιοι με τα
ονόματα Γρηγόριος, Θεόδωρος και Λέων έφθασαν κάποτε στη Σάμη της
Κεφαλληνίας και έζησαν ως ασκητές. Πολλά χρόνια μετά την κοίμησή τους
ανακαλύφθηκαν τα λείψανά τους σε ένα σπήλαιο στο όρος Αυλοχώρι και προς
τιμήν τους κτίσθηκε η μονή των Αγίων Φανέντων.
Σύμφωνα με τα
λατινικά συναξάρια η επ’ ονόματι των τριών ομολογητών Αγίων της
Κεφαλληνίας ιστορική ιερά μονή ανεγέρθηκε στον τόπο της θαυματουργικής
ανεύρεσης των ιερών τους λειψάνων με δαπάνη του θεραπευθέντος από τη
λέπρα Μιχαήλ.
Η μονή των Αγίων Φανέντων είναι κτισμένη στην
κορυφή της νότιας ακροπόλεως της αρχαίας Σάμης και σε υψόμετρο 226μ. Η
ίδρυσή της χρονολογείται πριν το 1264 μ.Χ. και τα σωζόμενα ερείπια
ανάγονται στη μεταβυζαντινή εποχή. Μετά την κατάληψη της Κεφαλονιάς από
τους Νορμανδούς το 1185 μ.Χ. άρχισε η βαθμιαία παρακμή της μονής, που
οφείλεται και στην αρπαγή των ιερών λειψάνων των Αγίων από τους Ενετούς
και τη μεταφορά τους στη Βενετία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα μέσα σε
μαρμάρινη λάρνακα στον μεγαλοπρεπή ναό του Προφήτου Ζαχαρία. Στα τέλη
του 15ου μ.Χ. αιώνα έχουμε την επανασύσταση της μονής, η οποία μέχρι και
τον 18° μ.Χ. αιώνα ακτινοβολεί προσελκύοντας πολλούς μοναχούς,
προσκυνητές, αλλά και ξένους περιηγητές.
Η θρησκευτική πολιτική
των Άγγλων στα Επτάνησα οδήγησε στις αρχές του 19ου μ.Χ. αιώνα στην
ερήμωση της μονής, η οποία ολοκληρώθηκε με τους σεισμούς του 1953 μ.Χ.,
που κατερείπωσαν το ιστορικό μοναστήρι. Από το τέμπλο του καθολικού της
ιστορικής μονής διασώθηκε η παλαιά εφέστια εικόνα των τριών Αγίων, που
χρονολογείται το 1654 μ.Χ. και φυλάσσεται σήμερα στον περικαλλή ιερό
ενοριακό ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Σάμης. Δίπλα στα ερείπια της μονής
ανεγέρθηκε αργότερα παρεκκλήσιο, όπου κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων
Πάντων εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη των τριών ομολογητών και
παλαιότερων Αγίων της Κεφαλονιάς.
Ἦχος γ΄. Μέγαν εὕρατο.
Δόξῃ Κύριος καὶ ἀφθαρσίᾳ, κατελάμπρυνεν, πιστοὺς ὁπλίτας, ὡς στρατείαν φυγόντας καὶ αἵρεσιν, τῶν Κεφαλλήνων δὲ νῆσον ἐπλούτισεν, διὰ σεπτῶν σκηνωμάτων τῆς χάριτος. Ὅθεν ἅπαντες, τοὺς τρεῖς Φανέντας τιμήσωμεν, Χριστοῦ ἀῤῥαγεῖς ἀμύντορας, Γρηγόριον Θεόδωρον καὶ Λέοντα.
Μεγαλυνάριον
Ὀρθοδόξου πίστεως ἀριστεῖς, φανέντας ἐκ λήθης, ὥσπερ φῶτα θεοειδῆ, Γρηγόριον πάντες, Θεόδωρον ἐν πόθῳ, σὺν Λέοντι προφρόνως, ὕμνοις τιμήσωμεν.
Ὁ Οἶκος
Τὸν θησαυρὸν τῶν ἁπάντων σφοδρῶς ἀγαπήσαντες, καὶ διδαχὰς τοῦ Κυρίου τηρήσαντες πάσας, τῆς πίστεως ἐδείχθησαν ἀριστεῖς φαεινότατοι, οἱ πιστοὶ ὁπλῖται. Ἐπουρανίων οὖν στρατιῶν κοινωνούς, Γρηγόριον, Θεόδωρον καὶ Λέοντα, ἱκετεύσωμεν οἱ πόθῳ τιμῶντες τὴν πανθαύμαστον αὐτῶν πολιτείαν τε καὶ εὔρεσιν, ὅπως παντοίων ὁ Σωτὴρ κινδύνων ἡμᾶς ῥύσῃ, οὐρανοδρόμον τε ἀναδείξῃ τὸν βίον, ἵνα ἀεὶ δοξάζειν ἀξιωθῶμεν, τὸν ἐν Μονάδι Θεὸν τὸν Τρισήλιον.
Ο Ιερός Ναὸς Πάντων των Θρακών Αγίων, ο οποίος βρίσκεται εντός της Ιεράς Μονής αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Αετοχώρι, είναι ο μοναδικός που υπάρχει με αναφορά στην ιστορική Θράκη και αποτελεί Μνημείο της πλούσιας θρακικής αγιολογίας με αναρτημένους πίνακες των κατὰ μήνα εορταζομένων θρακών μαρτύρων και οσίων αγίων, καθὼς και χάρτες της ενιαίας Θρακικής αγιοτόκου γης
Γρηγόριε Ὅσιε τῇ σῇ ἀσκήσει,
Ταχέως εἴληφας τοῦ Χριστοῦ τὴν χάριν.
Ο
Όσιος Γρηγόριος, ήταν γόνος επίσημης οικογένειας χριστιανών της
περιοχής του σημερινού Μυστρά και έζησε κατά τον 11ο μ.Χ. αιώνα. Από
μικρός διδάχθηκε τα ιερά γράμματα και επέδειξε ζήλο για τη μοναχική ζωή.
Σε
ηλικία 16 ετών, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αποσυρθεί
σε μοναστήρι, χωρίς όμως να του το επιτρέψουν οι γονείς του. Αργότερα,
ακολούθησε μια ομάδα μοναχών – επισκεπτών του Μυστρά, με σκοπό να
προσκυνήσει μαζί τους, τους Αγίους Τόπους. Απρόβλεπτοι όμως λόγοι, τους
οδήγησαν στη Ρώμη. Εκεί ο νεαρός Γρηγόριος γίνεται μοναχός, σε κάποια
Ιερά Μονή της περιοχής.
Αργότερα αναχωρεί για τους Αγίους Τόπους,
και στη συνέχεια φθάνει στη Νίκαια της Μικράς Ασίας και από εκεί
μεταβαίνει στη Θράκη, Μακεδονία για να εγκατασταθεί τελικά στην Εύβοια. Η
παρουσία του γεμάτου από τη Θεία Χάρη Γρηγορίου στη μικρή πόλη του
Ωρεού, ξεσηκώνει παλλαϊκό συναγερμό. Ο Ιερός Ναός που έμενε,
κατακλυζόταν καθημερινά από πλήθη πιστών, που πήγαιναν στον Όσιο για να
ακούσουν το κήρυγμά του και τις βαθυστόχαστες συμβουλές του.
Πολύ
γρήγορα όμως, για να αποφύγει την τιμή που του έκαναν οι άνθρωποι και
για να βρει την πολυπόθητη ησυχία, φεύγει από τον Ωρεό και εγκαθίσταται
σε ένα πολύ μικρό νησάκι, τη νήσο Στρογγυλή, το οποίο ανήκει στο
συγκρότημα των Λιχαδονήσων στο Βορειοδυτικό άκρο της Ευβοίας. Δεν άργησε
όμως το νέο αυτό κρησφύγετο του Οσίου Γρηγορίου να γίνει γνωστό και να
προστρέχουν σ’ αυτόν πλήθη πλουσίων και φτωχών, Ιερείς και Αρχιερείς και
Μοναχοί, για να διδαχθούν απ’ αυτόν την οδό της μετανοίας και ν’
ακολουθήσουν το παράδειγμά του.
Ο Όσιος Γρηγόριος, ο «εκ Μυστρά
καταγόμενος», αφού διέπρεψε σε όλους τους τομείς της αρετής, και έγινε
πλήρης ημερών, μετέστη προς την ουράνια μακαριότητα, συναντώντας τον
Πατέρα και Πλάστη του.
Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία μας κάθε χρόνο την Κυριακή των Αγίων Πάντων.
Σήμερα,
στη βορειοανατολική ακτή της Στρογγυλής υπάρχουν τα ερείπια του
ησυχαστηρίου του Οσίου Γρηγορίου. Στο κτιριακό συγκρότημα διακρίνονται
σήμερα ο Ναός της Παναγίας, ο τάφος του Οσίου Γρηγορίου, τα κελιά, η
είσοδος, τα πελώρια τείχη και αλλά προσκτίσματα. Γύρω από τα ερείπια του
ησυχαστηρίου υπάρχει πλήθος θραυσμάτων κεράμων, ογκόλιθοι και πολλοί
πωρόλιθοι από τα κτίρια του ησυχαστηρίου. Το μνημείο χρήζει ιδιαιτέρου
ενδιαφέροντος.
Ο Όσιος Γρηγόριος είναι ο Πολιούχος της ιστορικής
έδρας του Δήμου Σπάρτης και στον Μυστρά υπάρχει νεόδμητος Ιερός Ναός
αφιερωμένος σε αυτόν.
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Λακεδαίμονος γόνον τοῦ Μυστρᾶ τὸ ἐκβλάστημα, νήσου Στρογυλῆς τῆς ἀοίκου, πολιστὴν γενναιότατον, Ὠρεῶν Εὐβοίας φωτιστήν, καὶ πλείστων μοναχῶν τὸν ποδηγόν, τὸν Ὅσιον Γρηγόριον εὐσεβῶς, τιμήσωμεν κραυγάζοντες· δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Χαλινώσας Ὅσιε, τῆς σῆς σαρκὸς τὰς ὀρέξεις, ὡς ἀστὴρ ἐξέλαμψας, ἐν ἀοικήτῳ Στρογγυλῇ, καταλαμπρύνας τὰ τάγματα, τῶν μοναζόντων, Γρηγόριε πάντιμε.
Πηγές:http://www.saint.gr/06/30/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/6/d/30/sxsaintlist.aspx
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου