Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΟΜΗΣ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ - ΣΤΟΝ ΠΑΝΣΕΠΤΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΗ ΙΩΑΝΝΗ


ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΟΜΗΣ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

  ΣΤΟΝ ΠΑΝΣΕΠΤΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΚΑΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΗ ΙΩΑΝΝΗ

      Εάν ο θάνατος των οσίων είναι άξιος τιμής και η μνήμη δικαίων πρέπει να συνοδεύεται με εγκώμια[Παρ. 10,7: «Μνήμη δικαίων μετ᾿ γκωμίων, νομα δ σεβος σβέννυται(:Η ανάμνηση των δικαίων συνοδεύεται πάντοτε από επαίνους και εγκώμια, ενώ το όνομα κάθε ασεβούς ανθρώπου σβήνει, λησμονείται διαπαντός)»], πόσο μάλλον πρέπει να τελούμε με εγκώμια τη μνήμη της ακροτάτης κορυφής των οσίων και δικαίων, του Ιωάννη, που προεσκίρτησε και προέτρεξε και προεκήρυξε τον λόγο του Θεού που σαρκώθηκε για μας, από τον οποίο πάλι ο ίδιος ανακηρύχθηκε και μαρτυρήθηκε ανώτερος από τους αιώνες προφητών και οσίων και δικαίων;

Όμως το γεγονός ότι τα σχετικά με αυτόν υπερβαίνουν κάθε ανθρώπινο λόγο και το γεγονός ότι έλαβε την μαρτυρία και την απόδοση τιμής από τον Ίδιο τον μονογενή Υιό του Θεού, και δεν χρειάζεται από μας δώρο τιμής, δεν είναι λόγος να σιωπήσομε εμείς και να τον αφήσομε ατίμητο με λόγια, όσο εξαρτάται από μας, αυτήν την φωνή του ανωτάτου Λόγου, σύμφωνα με τα γεγραμμένα[ βλ. Ησ. 40,3: «Φων βοντος ν τ ρήμ· τοιμάσατε τν δν Κυρίου. Εθείας ποιετε τς τρίβους το Θεο μν(: Ακούστηκε φωνή ανθρώπου, ο οποίος βοά στην έρημο και λέγει: ‘’ Ετοιμάστε την οδό μέσω της οποίας θα διέλθει ο προς απελευθέρωση και σωτηρία σας ερχόμενος Κύριος, ευθείς και ίσιους κάνετε τους δρόμους, δια των οποίων θα περάσει ο προς εσάς ερχόμενος Θεός μας’’)»· επίσης, πρβ. Ματθ. 3,3: «Οτος γάρ στιν ηθες π σαΐου το προφήτου λέγοντος· φων βοντος ν τ ρήμ, τοιμάσατε τν δν Κυρίου, εθείας ποιετε τς τρίβους ατο(:Έπρεπε, λοιπόν, εκείνες τις ημέρες να εμφανιστεί ο Ιωάννης και να ακουστεί το κήρυγμά του αυτό, διότι αυτός ήταν ο άνθρωπος για τον οποίο προφήτευσε ο προφήτης Ησαΐας, όταν φωτισμένος από το Πνεύμα του Θεού είχε πει: «Φωνή ανθρώπου ο οποίος κράζει στην έρημο και λέει: ‘’Ετοιμάστε τον δρόμο απ’ τον οποίο θα έλθει σε εσάς ο Κύριος˙ κάνετε ίσιους και ομαλούς τους δρόμους απ’ τους οποίους θα περάσει. Ξεριζώστε, δηλαδή, απ’ τις ψυχές σας τις αγκαθιές των αμαρτωλών παθών και ρίξτε μακριά τις πέτρες του εγωισμού και της σκληρότητας. Και καθαρίστε με τη μετάνοια το εσωτερικό σας, για να δεχθεί τον Κύριο’’)»· πρβ. και Ιω.1,23: «φη· γ φων βοντος ν τ ρήμ, εθύνατε τν δν Κυρίου, καθς επεν σαΐας προφήτης(:Τότε είπε ο Ιωάννης: ‘’Εγώ είμαι η φωνή κάποιου που κραυγάζει δυνατά στην έρημο και λέει τα εξής, όπως είπε ο προφήτης Ησαΐας: ‘’Κάνετε ίσιο το δρόμο από τον οποίο πρόκειται να περάσει ο Κύριος. Προετοιμάστε, δηλαδή, τις ψυχές σας για να δεχθείτε τον Κύριο, που πρόκειται να έλθει’’)»].

      Αντιθέτως, για τον λόγο ότι αναγορεύθηκε και μαρτυρήθηκε από τον δεσπότη των όλων Χριστό ότι είναι τόσο σπουδαίος[Ματθ. 11,11: «μν λέγω μν, οκ γήγερται ν γεννητος γυναικν μείζων ωάννου το βαπτιστο(:Αληθινά σας λέω, δεν έχει αναφανεί μεταξύ των ανθρώπων που γεννήθηκαν μέχρι τώρα από γυναίκες άλλος μεγαλύτερος ως προς την αξία από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή)»], πρέπει να κινείται κάθε γλώσσα πιστών προς εξύμνηση, κατά δύναμη. Κι αυτό, όχι για να προσθέσομε κάτι στη δόξα εκείνου(πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό;), αλλά για να εκπληρώσομε εμείς την οφειλή, ανυμνώντας και διηγούμενοι τα σχετικά με αυτόν θαυμάσια πράγματα ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί.

      Πραγματικά όλος ο βίος του ανθρώπου, που ανάμεσα στα γεννήματα των γυναικών υπερβαίνει όλους, είναι θαύμα θαυμάτων. Όχι δε μόνο ο βίος όλος του Ιωάννη, που και πριν ακόμη γεννηθεί, ήταν προφήτης και ανώτερος από προφήτη, αλλά και τα πολύ πριν από τον βίο του και τα μετά τον βίο του γεγονότα, όσα αναφέρονται σ’ αυτόν, είναι πέρα από όλα τα θαύματα. Θείες γι’ αυτόν προρρήσεις θεολήπτων προφητών τον χαρακτηρίζουν άγγελο, όχι άνθρωπο, λυχνία φωτός, θεοφεγγή και αστέρα αυγερινό, διότι προπορεύθηκε του Ηλίου της δικαιοσύνης και ως φωνή του Ιδίου του Λόγου του Θεού. Και τι είναι πλησιέστερο ή συγγενέστερο προς τον Θεό Λόγο από την φωνή του Θεού;

      Όταν δε πλησίαζε η σύλληψίς του, όχι άνθρωπος αλλά άγγελος πέταξε από τον ουρανό και λύει την στείρωση του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, αναγγέλλοντας ότι οι από τη νεότητά τους άγονοι θα γεννήσουν σε βαθύ γήρας παιδί, και προκαταγγέλλει ότι η γέννησις του παιδιού τούτου θα προξενήσει πολλή χαρά, διότι θα είναι σωτηριώδης για όλους. Διότι λέγει ο άγγελος στον πατέρα του, τον Ζαχαρία, σχετικά με τον γιο του που θα γεννιόταν: «σται γρ μέγας νώπιον το Κυρίου κα Πνεύματος γίου πλησθήσεται τι κ κοιλίας μητρς ατο, κα πολλος τν υἱῶν σραλ πιστρέψει π Κύριον τν Θεν ατν· κα ατς προελεύσεται νώπιον ατο ν πνεύματι κα δυνάμει λιού, πιστρέψαι καρδίας πατέρων π τέκνα κα πειθες ν φρονήσει δικαίων, τοιμάσαι Κυρί λαν κατεσκευασμένον(:.Η γέννησή του θα φέρει τόση μεγάλη χαρά, διότι ο άνθρωπος αυτός θα είναι πραγματικά μεγάλος και αναγνωρισμένος από τον ίδιο τον Κύριο. Και θα είναι γεμάτος με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος από τον καιρό ακόμη που θα είναι στην κοιλιά της μητέρας του. Και θα κάνει πολλούς απ’ τους απογόνους του Ισραήλ που έχουν αποπλανηθεί και απομακρυνθεί από τον Θεό με τις αμαρτίες τους, να επιστρέψουν με την μετάνοια στον Ενανθρωπήσαντα Κύριο, τον Θεό τους. Αυτός θα προπορευθεί από την έλευση του Θεανθρώπου Μεσσία έχοντας το ίδιο προφητικό χάρισμα του Πνεύματος και την ίδια παρρησία και δυναμική δράση που είχε και ο Ηλίας. Και θα τα χρησιμοποιεί αυτά για να ξαναγυρίσει στα παιδιά τις καρδιές των πατέρων που ψυχράνθηκαν και έχασαν κι αυτήν την φυσική τους στοργή, και να θερμάνει έτσι και να σφίξει στενότερα τους οικογενειακούς δεσμούς˙ κι ακόμη για να επαναφέρει τους απειθείς και δύστροπους και να τους κάνει να αποκτήσουν τις σκέψεις και το φρόνημα των δικαίων και να γίνουν ενάρετοι. Και έτσι να ετοιμάσει για τον Κύριο ένα λαό θρησκευτικώς και ηθικώς προετοιμασμένο να τον υποδεχθεί  και να τον εγκολπωθεί ως Σωτήρα του)»[Λουκά 1,15-17]. Διότι και αυτός, όπως ήταν και ο Ηλίας, θα ήταν παρθένος, ερημοπολίτης περισσότερο από εκείνον, και ελεγκτής βασιλέων και βασιλισσών που παρανομούσαν. Ό,τι δε τον καθιστά και ανώτερο μάλιστα από τον προφήτη Ηλία είναι ότι θα είναι και πρόδρομος Θεού· διότι, λέγει: «προελεύσεται νώπιον ατο(:θα προπορευθεί από την έλευση του Θεανθρώπου Μεσσία)»[Λουκ.1,17].

       Επειδή ο Ζαχαρίας τα θεώρησε αυτά απίστευτα, δένεται στη γλώσσα. Επειδή, δηλαδή, δεν θέλησε να κηρύξει εκουσίως, σιωπώντας φωνάζει ακουσίως την παράδοξη σύλληψη του παιδιού, έως ότου δει να προβαίνει η φωνή του Λόγου. Αφού δε συνελήφθη με τόσες και τόσο μεγάλες επαγγελίες, χρίεται προφήτης πριν ακόμη γεννηθεί και μεταδίδει το χάρισμα -τι θαύμα!- στη μητέρα· και σύμφωνα με τα λόγια του Ησαΐα ενδύεται ιμάτιο σωτηρίας και χιτώνα ευφροσύνης[Ησ.61,10: «νέδυσε γάρ με μάτιον μάτιον σωτηρίου κα χιτνα εφροσύνης(: Διότι με ενέδυσε με ένδυμα της σωτηρίας και με χιτώνα χαράς και αγαλλιάσεως)»], κατά δε τον Ηλία, χρίει προφήτη αντί του εαυτού του, και φθάνει και ξεπερνά την τελειότητα και των δύο προφητών, όταν ακόμη ήταν έμβρυο, αφού επιδεικνύει τέτοιες ιδιότητες ενώπιον του Κυρίου. Επειδή, δηλαδή, έμβρυο μετά την διάρθρωση των μελών του έχει μεν κίνηση, αλλά φωνή δεν έχει ακόμη, αφού δεν ζει ακόμη στον αέρα, ήλθε δε η παρθένος που κυοφορούσε τότε τον Θεό, και ενώ ο Ιωάννης ήταν στην κοιλιά, δεν του διέφυγε η θεϊκή παρουσία και οικονομία, αλλά την ανυμνεί από εκεί θεολογώντας την[Η πρώτη έννοια του ρήματος «θεολογώ» είναι «διακηρύσσω την θεότητα] δια της μητρικής γλώσσας· σκιρτά και αυτός από μέσα και αγαλλιάται-τι θαύμα και αυτό!- επειδή και το Άγιο Πνεύμα δέχθηκε στην μητρική γαστέρα την τελειότητα του μέλλοντος αιώνος[βλ. Λουκά 1, 41-44: «Κα γένετο ς κουσεν λισάβετ τν σπασμν τς Μαρίας, σκίρτησε τ βρέφος ν τ κοιλί ατς· κα πλήσθη Πνεύματος γίου λισάβετ· κα νεφνησε φων μεγλ κα επεν· ελογημνη σ ν γυναιξ κα ελογημνος καρπς τς κοιλας σου. Κα πθεν μοι τοτο να λθ μτηρ το Κυρου μου πρς με; δο γρ ς γνετο φων το σπασμο σου ες τ τ μου, σκρτησε τ βρφος ν γαλλισει ν τ κοιλίᾳ μου(:Και την στιγμή που άκουσε η Ελισάβετ τον χαιρετισμό της Μαρίας, αναπήδησε το βρέφος μέσα στην κοιλιά της. Και γέμισε η Ελισάβετ από Πνεύμα Άγιο. Και εξαιτίας της μεγάλης χαράς και εκπλήξεώς της φώναξε με μεγάλη φωνή και είπε: ‘’Είσαι ευλογημένη από τον Θεό εσύ περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα. Και είναι ευλογημένο και το έμβρυο που βλάστησε στην κοιλιά σου ως καρπός άχραντος και παρθενικός. Και πώς μου έγινε αυτή η τιμή, για ποια αρετή ή αξία μου, να έλθει να με επισκεφθεί η μητέρα του Κυρίου μου; Και είσαι πραγματικά η μητέρα του Κυρίου μου, διότι να, μόλις ήλθε στ’ αυτιά μου η φωνή του χαιρετισμού σου, αναπήδησε μέσα στα σπλάχνα μου το βρέφος με ασυγκράτητη χαρά’’)»].

     Όπως δηλαδή ο μέγας Παύλος, λέγει, προκαταγγέλλοντας το μυστήριο της αιώνιας ζωής: «Σπείρεται σμα ψυχικόν, γείρεται σμα πνευματικόν(:Σπέρνεται και ενταφιάζεται σώμα που ζωοποιούνταν και διευθυνόταν από τις κατώτερες φυσικές δυνάμεις της ψυχής˙ εγείρεται σώμα που θα ζωοποιείται και θα διευθύνεται από τις πνευματικές δυνάμεις της ψυχής που θα ενισχύονται από το Άγιο Πνεύμα)» [Α΄Κορ.15,44], δηλαδή κυβερνώμενο και κινούμενο με υπερφυή δύναμη του θείου Πνεύματος κατά τον μέλλοντα αιώνα, έτσι και ο Ιωάννης σπάρθηκε μεν και συστάθηκε ως σώμα ψυχικό στην μητρική γαστέρα, αλλά με την παράδοξη, σε αυτήν, χρήση του θείου Πνεύματος, αναδείχθηκε σε σώμα πνευματικό, σκιρτώντας και αγαλλιώμενος κατά το πνεύμα και καθιστώντας προφήτιδα αυτήν που τον κυοφορούσε· διότι με την γλώσσα εκείνης ευλογούσε τον Θεό με φωνή μεγάλη, ανακήρυσσε μητέρα του Κυρίου την έγκυο Παρθένο και τον Κυοφορούμενο σε αυτήν ονόμασε «καρπό της κοιλίας της», δείχνοντας ότι είναι συγχρόνως έγκυος και παρθένος.

       Έτσι, όχι μόνο πριν γνωρίσει το κακό ο Ιωάννης εξέλεξε το αγαθό, συμφώνως με το γεγραμμένο [Ησ. 7,16: «διότι πρν γνναι τ παιδίον γαθν κακόν, πειθε πονηρί το κλέξασθαι τ γαθόν(:διότι πριν ακόμη το παιδί κατανοήσει και είναι σε θέση να διακρίνει μεταξύ αγαθού και κακού, εξαιτίας της αγαθότητας που υπάρχει μέσα του θα απειθεί σε κάθε πονηρία, για να εκλέγει και να προτιμά πάντοτε το αγαθό)»], αλλά ήταν υπερκόσμιος και πριν ακόμη γνωρίσει τον κόσμο, ως έμβρυο ακόμη. Όταν δε γεννήθηκε, εύφρανε και εξέπληξε τους πάντες με τα θαυμάσια γύρω του περιστατικά· διότι, λέγει, «χερ Κυρίου ν μετ᾿ ατο(:το προστατευτικό χέρι του Κυρίου ήταν μαζί του)» [Λουκά 1,66], που έκανε θαυμαστά σημεία πάλι όπως και προηγουμένως. Διότι το στόμα του πατέρα του, που είχε κλειστεί επειδή δεν πίστεψε την παράδοξη σύλληψη του παιδιού, ανοίχθηκε και πληρώθηκε Άγιο Πνεύμα και προφήτευσε και άλλα και για το παιδί του λέγοντας: «Κα σύ, παιδίον, προφήτης ψίστου κληθήσ· προπορεύσ γρ πρ προσώπου Κυρίου τοιμάσαι δος ατοῦ, το δοναι γνσιν σωτηρίας τ λα ατο(:Και συ, παιδί μου, θα αναδειχθείς και θα αναγνωρισθείς προφήτης του υψίστου Θεού. Διότι θα προπορευθείς μπροστά από τον Ενανθρωπήσαντα Κύριο για να ετοιμάσεις τους δρόμους μέσα απ’ τους οποίους θα πλησιάσει τον καθένα ξεχωριστά απ’ τους ανθρώπους για να τους οδηγήσει στη σωτηρία. Και θα προετοιμάσεις το έργο του Κυρίου γνωστοποιώντας στον λαό του Θεού με το κήρυγμά σου τον Σωτήρα που θα έλθει στον κόσμο και τη σωτηρία που θα φέρει)»[Λουκά 1,76-77].

     Όπως επίσης, μόλις αυτό το θείο παιδί συνελήφθηκε, το έμψυχο όργανο της χάριτος από την μητρική γαστέρα εκινείτο ήδη μέσα σ’ αυτήν και ευφραινόταν με το θείο Πνεύμα, έτσι και όταν γεννήθηκε, αυξανόταν πάλι και δυνάμωνε με το Πνεύμα. Επειδή δε δεν ήταν άξιός του ο κόσμος, διέμενε από την παιδική, θα λέγαμε, ηλικία συνεχώς στις ερήμους, διανύοντας βίο λιτό, χωρίς φροντίδες κοσμικές, απέριττο, άμοιρο λύπης, αμέτοχο χονδροειδών παθών, ανώτερο αυτής της χαμηλής και υλιστικής ηδονής που χαϊδεύει μόνο το σώμα και τις αναφερόμενες στο σώμα αισθήσεις· ζώντας μόνο για τον Θεό, τον Θεό μόνο βλέποντας, τον Θεό καθιστώντας τρυφή του. Ζούσε, λοιπόν, σε έναν τόπο σαν ανυψωμένο από τη γη: «Κα ν ν τας ρήμοις(:Και έμενε στις ερημιές, ζώντας μακριά από τους θορύβους του κόσμου)», λέγει, «ως μέρας ναδείξεως ατο πρς τν σραήλ(:μέχρι την ημέρα που είχε ορίσει η Θεία Πρόνοια να φανερωθεί και να αναδειχθεί ως προφήτης και απεσταλμένος του Θεού στον ισραηλιτικό λαό)» [Λουκά 1,80].

       Ποια δε ήταν η «μέρα» αυτής της «ναδείξεως»; Όταν έφθασε ο καιρός της Βαπτίσεως του Κυρίου, για τον οποίο καιρό έχει γραφτεί ότι δεν θα υπήρχε κανένας σώφρων που να αναζητούσε τον Θεό, αλλά όλοι θα είχαν παρεκκλίνει, όλοι θα είχαν εξαχρειωθεί [βλ. Ψαλμ.13,3-4: «Κύριος κ το ορανο διέκυψεν π τος υος τν νθρώπων το δεν ε στι συνιν κζητν τν Θεόν. Πάντες ξέκλιναν, μα χρειώθησαν, οκ στι ποιν χρηστότητα, οκ στιν ως νός(: Ο Κύριος έσκυψε από το ύψος του ουρανού και έριξε τα βλέμματά Του κάτω σε όλους τους ανθρώπους, για να δει εάν υπάρχει μεταξύ τους κανείς με σύνεση που να γνωρίζει τον Θεό ή να ποθεί και να επικαλείται Αυτόν, προσπαθώντας με τις ενάρετες πράξεις του να ευαρεστήσει σε Αυτόν. Αλίμονο…Όλοι εξετράπησαν από την ευθεία οδό και κατάντησαν σε εξαχρείωση και διαφθορά. Δεν υπάρχει κανένας που να πράττει το αγαθό, δεν υπάρχει ούτε ένας)» [Ψαλμ.13,3].

     Όπως, λοιπόν, ο Κύριος τότε, ενώ είμαστε όλοι ασεβείς, από άφατη φιλανθρωπία κατήλθε για χάρη μας από τον ουρανό, έτσι και ο Ιωάννης εξήλθε τότε από την έρημο για χάρη μας για να υπηρετήσει το θέλημα Εκείνου. Ανάλογα με το κορύφωμα της τότε κακίας των ανθρώπων και με την απερίγραπτη, εκείνη, συγκατάβαση της φιλανθρωπίας του Θεού, τέτοιος διάκονος χρειαζόταν που δεν άφηνε καμία υπερβολή αρετής· διότι έτσι θα είλκυε όσους τον παρατηρούσαν , όπως βέβαια και τους είλκυσε, στρέφοντάς τους προς τον εαυτό του με θαυμασμό, καθώς ήταν απομακρυσμένος από τα κοσμικά και διαφοροποιημένος και παρουσίαζε διαγωγή υπερανθρώπινη. Προέβαινε δε και σε κήρυγμα αντάξιο της διαγωγής του· διότι διεκήρυσσε βασιλεία ουρανών, απειλούσε με άσβεστο πυρ και υπεδείκνυε τον Χριστό ως Βασιλέα των Ουρανών: «Ο τ πτύονν τ χειρ ατο (: του Οποίου το φτυάρι που κρατά στο χέρι Του, αποχωρίζει το σιτάρι από το άχυρο. Η δίκαιη κρίση Του, δηλαδή, είναι έτοιμη να λειτουργήσει.)», λέγει, «κα διακαθαριε τν λωνα ατο, κα συνάξει τν στον ες τν ποθήκην ατο, τ δ χυρον κατακαύσει πυρ σβέστ(:Και θα ξεκαθαρίσει τελείως το αλώνι Του, δηλαδή τον κόσμο ολόκληρο. Και θα μαζέψει το σιτάρι Του στην αποθήκη, δηλαδή τους ενάρετους στη Βασιλεία των Ουρανών, και το άχυρο, δηλαδή τους αμετανόητους, θα τους κατακάψει με φωτιά που δεν σβήνει ποτέ)» [Λουκά 3,17].

       Όχι δε μόνο με λόγια, αλλά και με έργα Τον φανέρωσε σε όλους· Τον βάπτισε, Τον έδειξε με τον δάκτυλο, Τον συνέστησε στους μαθητές του και μαρτύρησε με όλα, ότι Αυτός είναι ο Υιός του Πατρός, ο Αμνός του Θεού, ο Νυμφίος των ψυχών που προσέρχονται σ’ Αυτόν, ο Οποίος αίρει την αμαρτία του κόσμου, αφαιρεί το μόλυσμα, προσφέρει και χαρίζει τον αγιασμό. Αφού λοιπόν με αυτόν τον τρόπο ετοίμασε την οδό του κατά την πρόρρηση του Ζαχαρίου και τέλεσε όλα εκείνα για τα οποία αποστάλθηκε και προέτρεξε και έγινε Βαπτιστής στον Ιορδάνη, παραχωρεί στον Χριστό την παραίνεση και διδασκαλία προς τους συναθροισμένους και αναχωρεί από το πλήθος, παραδίδοντάς τους στον Κύριο. Επειδή όμως ο Ηρώδης, ο υιός του βρεφοκτόνου εκείνου, δεν διαδέχθηκε μεν όλη την εξουσία του πατρός- διότι ήταν απλά «τετράρχης» αυτός- στην κακία όμως τον υπερέβαινε, αφού ζούσε με ακολασία και παρουσιαζόταν στους Ιουδαίους ως παράδειγμα κάθε κακίας, ο Ιωάννης δεν δεχόταν να σιωπά -πώς θα έπραττε τούτο, αφού ήταν φωνή της αληθείας;- τον ήλεγχε λοιπόν και για όλες τις άλλες πονηρές πράξεις του, και μάλιστα για την γυναίκα του αδελφού του, την Ηρωδιάδα, την οποία άρπαξε και νυμφεύτηκε εκείνος. Του έλεγε: «Οκ ξεστί σοι χειν τν γυνακα το δελφο σου(:Δεν σου επιτρέπεται από τον νόμο του Θεού να έχεις σύζυγο τη γυναίκα του αδελφού σου)» [Μάρκ.6,18]. Εκείνος δε, μη ανεχόμενος τον έλεγχο ή μάλλον τους ελέγχους, προσέθεσε και τούτο στα άλλα πονηρά έργα του, ότι έκλεισε τον Ιωάννη στη φυλακή.

      Ο Φίλιππος, ο νόμιμος άντρας της Ηρωδιάδας, ήταν επίσης υιός του Ηρώδη, τετράρχης άλλου τμήματος του κράτους. Διότι όταν ο πατέρας τους, ο Ηρώδης, μετά την σκληρή και φρενοβλαβή εκείνη σφαγή των νηπίων, περιέπεσε σε συμφορές και νόσους αθεράπευτες και αφόρητες και από υπερβολική αφροσύνη και οδύνη εφόνευσε τον εαυτό του, τότε πια ο άγγελος είπε προς τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο : «γερθες παράλαβε τ παιδίον κα τν μητέρα ατο κα πορεύου ες γν σραήλ· τεθνήκασι γρ ο ζητοντες τν ψυχν το παιδίου(:Σήκω και πάρε το παιδί και την μητέρα του και πήγαινε με την ησυχία σου στην χώρα των Ισραηλιτών· διότι έχουν πεθάνει πλέον εκείνοι που ζητούσαν να πάρουν την ζωή του παιδιού)» [Ματθ.2,20]. Όταν, λοιπόν, ο Ηρώδης εκείνος τελείωσε κακώς την ζωή του, ο τότε αυτοκράτωρ της οικουμένης Καίσαρ[τότε ήταν ο Οκταβιανός Αύγουστος] διαίρεσε σε τέσσερα μέρη το κράτος εκείνου, και στα μεν δύο τοποθέτησε επικεφαλής άλλους, των δε άλλων δύο μερών τετράρχες κατέστησε τους υιούς του Ηρώδη, τον Φίλιππο και τον Ηρώδη τούτον. Γι'αυτό και ο ευαγγελιστής Λουκάς λέγει ότι αυτός τετραρχούσε στην Ιουδαία, ο δε αδελφός του Φίλιππος στην Ιτουρία και Τραχωνίτιδα, όταν ο Ιωάννης παρουσιάστηκε στον Ιορδάνη κηρύσσοντας βάπτισμα μετανοίας.

      Αυτός, λοιπόν, ο νέος Ηρώδης, αφού τον έπιασε τον Ιωάννη, τον έδεσε και τον έβαλε στην φυλακή, όπως μεν λέγουν οι ευαγγελιστές Ματθαίος και  Μάρκος, επειδή ελεγχόταν από αυτόν για την Ηρωδιάδα, την οποία είχε σφετεριστεί, ενώ ήταν γυναίκα του αδελφού του[Ματθ.14,3: « γρ ρδης κρατήσας τν ωάννην δησεν ατν κα θετο ν φυλακ δι ρδιάδα τν γυνακα Φιλίππου το δελφο ατο(:Ο Ηρώδης λοιπόν, αφού συνέλαβε τον Ιωάννη, τον έδεσε και τον έβαλε στη φυλακή εξαιτίας της Ηρωδιάδας, η οποία ήταν σύζυγος του Φιλίππου, του αδελφού του, και συζούσε τώρα μαζί του)»· Μάρκ.6,17: «Ατς γρ ρδης ποστείλας κράτησε τν ωάννην κα δησεν ατν ν φυλακ δι ρδιάδα τν γυνακα Φιλίππου το δελφο ατο, τι ατν γάμησεν(:Και ο Ηρώδης τα είπε αυτά, διότι ο ίδιος είχε στείλει να συλλάβουν τον Ιωάννη και τον έριξε δεμένο στη φυλακή. Και το έκανε αυτό εξαιτίας της Ηρωδιάδος, που την πήρε για σύζυγο, παρόλο που ήταν σύζυγος του αδελφού του, Φιλίππου)»]. Ο δε Λουκάς λέγει επιπλέον ωστόσο ότι τον ήλεγχε όχι μόνο για την Ηρωδιάδα, αλλά και για όλες γενικότερα τις πονηρές πράξεις που έκανε ο Ηρώδης[Λουκά 3,19-20: « δ ρδης τετράρχης, λεγχόμενος π᾿ ατο περ ρδιάδος τς γυναικς το δελφο ατο κα περ πάντων ν ποίησε πονηρν ρδης, προσέθηκε κα τοτο π πσι κα κατέκλεισε τν ωάννην ν τ φυλακ(:Αλλά επειδή ο Ιωάννης ήλεγχε και κατηγορούσε τον τετράρχη Ηρώδη για την Ηρωδιάδα, την γυναίκα του αδελφού του, του Φιλίππου, με την οποία συζούσε παράνομα, καθώς και για όλα τα κακά και παράνομα έργα που είχε κάνει, ο Ηρώδης πρόσθεσε κι αυτό σε όλα τα εγκλήματά του και έκλεισε τον Ιωάννη στη φυλακή)»]. Πώς, λοιπόν, οι άλλοι ευαγγελιστές αναφέρουν μόνο τον έλεγχο περί Ηρωδιάδος; Επειδή της φυλακίσεως του Ιωάννη τα αίτια είναι και άλλα πολλά, μάλλον δε όλα τα έργα του φιλοπόνηρου βασιλέως, για όλα τα οποία ελεγχόμενος δεν υπέμενε την παρρησία του Ιωάννη· της δε αποκεφαλίσεως μοναδική αιτία ήταν η μοιχαλίδα, η οποία προγραμμάτισε και πραγματοποίησε το έργο με τις μηχανές και τις ραδιουργίες της.

       Αυτή πραγματικά μνησικακούσε οργισμένη κατά του Ιωάννη, που ήλεγχε και διέσυρε τον Ηρώδη για την παράνομη πράξη και ήθελε να τον αποκτείνει· διότι δεν μπορούσε αλλιώς να κατασιγάσει τον εναντίον της, όπως νόμιζε, έλεγχο. Δεν ήταν δε απλό το βδέλυγμά της, ούτε διπλό μόνο, αλλά πολλαπλό. Διότι ήταν μοιχεία, το αισχρότερο όλων των αμαρτημάτων, που την εκτελούσε όχι κανείς άλλος, αλλά ο αδελφός του συζύγου της μοιχευομένης που είχε παιδοποιήσει με αυτήν και η θυγατέρα ζούσε ακόμη. Το γεγονός τούτο, και αν ακόμη είχε πεθάνει εκείνος, δεν επέτρεπε ούτε κατά τον νόμο του Μωυσέως στον αδελφό να νυμφευθεί την γυναίκα εκείνου, ενώ αυτός και ζώντος ακόμη του αδελφού και έχοντος θυγατέρα, επιβουλεύθηκε την κλίνη· και δεν εκτελούσε το βδέλυγμα κρυφά, διαπράττοντας την ασέλγεια με κάποια συστολή, αλλά φανερά και αδιάντροπα.

       Έτσι, λοιπόν, προσηλωμένος με όλη του την καρδιά στην κακία και μην υποφέροντας τον έλεγχο γι’ αυτά, έκλεισε τον Ιωάννη στη φυλακή. Αλλά και η φυλακή η ίδια ήταν μεγαλύτερος ακόμη έλεγχος, διότι ακουόταν και φαινόταν και δια της φήμης έκανε τον γύρο παντού. Γι'αυτό και η Ηρωδιάδα τον εχθρευόταν, δηλαδή έτρεφε μέσα της την εναντίον του Ιωάννη μανία, και ήθελε να τον φονεύσει, αλλά δεν μπορούσε· διότι ο Ηρώδης, λέγει, «φοβετο τν ωάννην, εδς ατν νδρα δίκαιον κα γιον(:τον φοβόταν επειδή τον σεβόταν ο λαός, αλλά και επιπλέον επειδή ήξερε ότι είναι άνθρωπος δίκαιος και άγιος)»[Μάρκ.6,20]. Φοβόταν μεν τον Ιωάννη ο Ηρώδης λόγω της υπερβολικής του αρετής, αλλά δεν φοβόταν τον Θεό, από τον Οποίο χορηγείται στους ανθρώπους η αρετή· ούτε τον ίδιο τον Ιωάννη άλλωστε φοβόταν καθ’ εαυτόν, αν και τον γνώριζε ως άνδρα δίκαιο και άγιο, αλλά τον φοβόταν εξαιτίας των όχλων, διότι τον θεωρούσαν ως προφήτη, όπως λέγει ο Ματθαίος[Ματθ.14,5: «Κα θέλων ατν ποκτεναι φοβήθη τν χλον, τι ς προφήτην ατν εχον(:Και ενώ αρχικά, παρακινούμενος από την Ηρωδιάδα, ήθελε να τον σκοτώσει, φοβήθηκε τα πλήθη του λαού, διότι τον θεωρούσαν και τον σέβονταν ως προφήτη)»]. Όπως, δηλαδή, γράφει αυτός, όχι μόνο η Ηρωδιάς, αλλά και ο ίδιος ο Ηρώδης, θέλοντας να αποκτείνει τον Ιωάννη, φοβόταν τον όχλο.

       Εκείνο δε που λέγει ο Μάρκος περί του Ηρώδη, ότι άκουσε ευχαρίστως τον Ιωάννη[Μάρκ.6,20: « γρ ρδης φοβετο τν ωάννην, εδς ατν νδρα δίκαιον κα γιον, κα συνετήρει ατόν, κα κούσας ατο πολλ ποίει κα δέως ατο κουε(:Και δεν μπορούσε η Ηρωδιάδα να τον θανατώσει, διότι ο Ηρώδης τον φοβόταν τον Ιωάννη, επειδή τον σεβόταν ο λαός, αλλά και επιπλέον επειδή ήξερε ότι είναι άνθρωπος δίκαιος και άγιος. Και γι’ αυτό τον κρατούσε στη ζωή. Κι όταν κάποτε τον άκουσε στη φυλακή, έκανε πολλά από εκείνα που τον συμβούλευσε ο Ιωάννης. Και κάθε φορά που τον συναντούσε, τον άκουγε με ευχαρίστηση)»] έχει την εξής έννοια: Στα φάρμακα συμβαίνει το αντίθετο από τα πνευματικά διδάγματα· αισθανόμαστε μεν την πίκρα, αλλά τα δεχόμαστε, αντιλαμβανόμενοι την ωφέλεια από αυτά, ενώ στα πνευματικά διδάγματα αντιστρόφως, επειδή είναι εκ φύσεως τόσο γλυκά, ευχαριστούνται και όσοι δεν πείθονται σε αυτά, αλλά δεν τα καταδέχονται, επειδή καταλαβαίνουν την αντίθεσή τους προς τις πονηρές ορέξεις τους. Εξάλλου ίσως τον άκουγε με ευχαρίστηση πρωτύτερα, επειδή, λέγει, τον κρατούσε στη ζωή και, ακούγοντάς τον, έκανε πολλά από όσα δίδασκε ο Ιωάννης. Επειδή οι κακοί εκ φύσεως μισούν όσους τους ελέγχουν, αφού από τον έλεγχο προκλήθηκε το μίσος, αψηφώντας όλα εκείνα, συμφώνησε με την μοιχαλίδα κατά την φονική διάθεση· αλλά, αν και ήθελε και αυτός να αποκτείνει τον Ιωάννη, όπως λέγει ο Ματθαίος, φοβόταν τον όχλο[Ματθ. 14,5: «Κα θέλων ατν ποκτεναι φοβήθη τν χλον, τι ς προφήτην ατν εχον(:Και ενώ αρχικά, παρακινούμενος από την Ηρωδιάδα, ήθελε να τον σκοτώσει, φοβήθηκε τα πλήθη του λαού, διότι τον θεωρούσαν και τον σέβονταν ως προφήτη)»], όχι διότι ανησυχούσε για ενδεχόμενη επανάστασή τους, αλλά απλώς για την επίκριση από αυτούς, επειδή τον θεωρούσαν ως προφήτη. Πραγματικά γνώριζε ότι κανένας δεν αγνοούσε την περίσσεια της αρετής και χάριτος του Ιωάννη και επειδή αγαπούσε την δόξα από τους πολλούς, φοβόταν την από αυτούς κατηγορία· και, επειδή επεδίωκε τον έπαινο για ορισμένα πράγματα, προσποιούνταν την ευπείθεια και ευλάβεια προς τον Ιωάννη.

     Αλλά η Ηρωδιάδα, που ήταν σοφή στην κακουργία, του διέλυσε και αυτόν τον φόβο και τον παρέσυρε προς τον φόνο, χωρίς αιτία, όπως τον συμβούλευσε, μάλλον δε όπως τον παραπλάνησε. Γεμάτη μίσος και φονική διάθεση ζητούσε ευκαιρία να αποφύγει την εκ μέρους του πλήθους μομφή και να φέρει σε έργο τη μανία της εναντίον του Βαπτιστού και προφήτη. Όταν λοιπόν, λέγει, παρουσιάστηκε κατάλληλη ημέρα για την φονική σκευωρία, ενώ εορτάζονταν τα γενέθλια του Ηρώδη και ήταν συγκεντρωμένο όλο το πλήθος, παρακάθονταν δε όλοι οι επίσημοι, εισήλθε ανάμεσα σε όλους, αφημένη από αυτήν επίτηδες, η θυγατέρα της και χόρεψε κάτω από τα βλέμματα όλων και άρεσε τόσο στους άλλους, όσο και στον Ηρώδη. Πώς άλλωστε δεν θα χόρευε αναιδώς και δεν θα άρεσε στον Ηρώδη, αφού αυτής ήταν και από αυτήν είχε διδαχτεί; Τόσο δε εντυπωσίασε τον φιλοπαίγμονα βασιλέα η αναιδής όρχηση, ώστε είπε στο κορίτσι: «Ατησόν με ἐὰν θέλς, κα δώσω σοι. Κα μοσεν ατ τι άν με ατήσς δώσω σοι, ως μίσους τς βασιλείας μου(:Ζήτησέ μου οτιδήποτε θέλεις και θα σου το δώσω. Και της ορκίστηκε ότι ‘’θα σου δώσω ό,τι κι αν μου ζητήσεις, μέχρι και το μισό βασίλειό μου’’)» [Μάρκ.6,22-23].

     Εξέρχεται το αδιάντροπο κορίτσι προς τη μητέρα και διδασκάλισσα των ασέμνων εκείνων πηδημάτων και λυγισμάτων, αναφέρει τον όρκο, ζητεί να διδαχθεί τι να ζητήσει, μαθαίνει αμέσως και πείθεται προθυμότατα· και επανέρχεται δε με σπουδή προς τον βασιλέα και προβάλλει αναίσχυντα το αίτημα: «Θέλω», λέγει, «να μοι δς ξαυτς π πίνακι τν κεφαλν ωάννου το βαπτιστο(:Θέλω να μου δώσεις τώρα αμέσως και χωρίς χρονοτριβή μέσα σε πιάτο το κεφάλι του Ιωάννου του Βαπτιστού )»[Μάρκ.6,25]. Αυτά, λοιπόν, ζήτησε αναίσχυντα το κορίτσι· η δε μοιχαλίδα, όπως νόμιζε, αναιρούσε με αυτά την κατηγορία κατά του βασιλέως για τον φόνο του Βαπτιστή και προφήτη, λέγοντας ότι θα θεωρηθεί ότι διέπραξε την εκτέλεση από ευλάβεια προς τον όρκο και όχι από το μίσος για τον δίκαιο. «Ο βασιλιάς τότε», λέγει, «λυπήθηκε πολύ, διότι είχε κάνει όρκους, και μάλιστα ήταν παρόντες κι αυτοί που κάθονταν μαζί του στο τραπέζι, στους οποίους δεν ήθελε να παρουσιαστεί ψεύτης και επίορκος. Κι ενώ λυπόταν πολύ να θανατώσει τον Ιωάννη, δεν θέλησε να της το αρνηθεί και να αθετήσει την υπόσχεσή του)» [βλ. Μάρκ. 6,26: «Κα περίλυπος γενόμενος βασιλεύς, δι τος ρκους κα τος συνανακειμένους οκ θέλησεν ατν θετσαι»].Γι'αυτό έστειλε στη φυλακή ανθρώπους που αποκεφάλισαν τον Ιωάννη και προσκομίστηκε η κεφαλή και δόθηκε στο κορίτσι.

     Αλίμονο, πόσων κακών αίτιο είναι η δοξομανία, αυτή η έντονη επιθυμία για προσωπική ανάδειξη και προβολή! Δεν μπορούσε να φονεύσει εξαιτίας του όχλου, φόνευσε όμως εξαιτίας των παρευρισκομένων· έγινε περίλυπος όχι για τίποτε άλλο παρά διότι νόμισε ότι είχε στερηθεί της δόξης από τους πολλούς. Αληθινά τα πράγματα είχαν στενέψει από παντού για τον βασιλέα· αν μεν φόνευε τον δίκαιο, η μομφή για τον φόνο θα ήταν βεβαία· αν δεν τον φόνευε, θα φαινόταν επίορκος. Ο όρκος ήταν για επίδειξη, ο φόβος από την παράβαση του όρκου για φιλοδοξία, ο φόνος για την τήρηση του όρκου. Αληθινά όλο αυτό το συμπόσιο το συγκρότησε η κενοδοξία. Καλώς, λοιπόν, λέγει στα ευαγγέλια ο Κύριος: «Πς δύνασθε μες πιστεσαι, δόξαν παρ λλήλων λαμβάνοντες, κα τν δόξαν τν παρ το μόνου Θεο ο ζητετε;(:Αλλά πώς είναι δυνατόν να πιστέψετε εσείς, αφού επιδιώκετε να παίρνετε δόξα και επαίνους ο ένας από τον άλλο και δεν ζητάτε τη δόξα που πηγάζει από τον ένα και μόνο Θεό;)»[Ιω5,44]. Ζητώντας και οι Ιουδαίοι αυτήν την δόξα από τους ανθρώπους, αθέτησαν την πίστη προς Αυτόν και, όσο περνούσε από το χέρι τους, έκοψαν την κεφαλή όλων των προφητών, φονεύοντας ακόμη και το πλήρωμα των προφητών, τον Ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό. Τέτοια ήσαν τα έργα του βασιλέως που κυβερνιόταν από μοιχαλίδες και χορεύτριες· με αυτά θελγόταν και ευχαριστιόταν, γι’ αυτά θυσιάζει και προδίδει την βασιλεία και σε τέτοια πράξη οδηγείται.

      Από κάτι τέτοιο πάσχει και ο νους μας, αδελφοί· διότι, ενώ έχει δημιουργηθεί από τον Θεό βασιλεύς και αυτοκράτωρ των παθών, όταν θελχθεί από αυτά, οδηγείται σε άτοπες δουλείες και έκτοπες πράξεις. Και έτσι ο καθένας από τους δουλωμένους στην αμαρτία και τα πάθη, όταν ελέγχονται από την συνείδησή τους, πρώτα μεν αγανακτούν και δυσανασχετούν, και γι'αυτό την εγκλείουν κατά κάποιον τρόπο, όπως ο Ηρώδης τον Ιωάννη, μη θέλοντας να την ακούουν· καθώς επίσης και τους λόγους τους γραμμένους για την αθέτηση της αμαρτίας και για την προτροπή σε κάθε καλοκαγαθία, μη δεχόμενοι να ακούουν ούτε αυτούς. Όταν δε κυριαρχηθούν τελείως από την παρανόμως συνοικούσα με αυτούς Ηρωδιάδα, την αμαρτητική γνώμη, τότε αναιρούν και τον έμφυτο μέσα τους λόγο της χάριτος, δηλαδή την συνείδησή τους, καταργώντας την τελείως, απιστούν και αντιλέγουν στη θεόπνευστη Γραφή, γινόμενοι εντελώς ασυνείδητοι και αντίθετοι προς τον λόγο του Θεού, όπως ο Ηρώδης στον Ιωάννη.

      Αλλά κι εκείνοι που αντιλέγουν στην αλήθεια της ευσέβειας, πάσχουν παρόμοια, μάλλον δε και ενεργούν παρόμοια. Διότι, όταν ελέγχονται από τα προφητικά και αποστολικά και πατερικά λόγια που προτείνονται από μας, πρώτα μεν, κατά κάποιον τρόπο, τα φυλακίζουν μέσα στα βιβλία, λέγοντας: «Αφήστε τα να βρίσκονται εκεί και ας μην τα χρησιμοποιεί κανείς και ας μην τα προβάλλει κανείς», μην ακούοντας ούτε τον Κύριο που λέγει: «ρευντε τς γραφάς, τι ν ατας ερήσετε ζωήν αιώνιον(:Ερευνάτε τις Γραφές και θα βρείτε σε αυτές την αιώνιο ζωή)»[Ιω.5,39]. Έπειτα προαγόμενοι προς το χειρότερο από την Ηρωδιάδα, δηλαδή την δυσσεβή δοξασία τους, τα παραθέτουν σαν κατεσφαγμένα επάνω στο πινάκιο, αναιρώντας τα με τα συγγράμματά τους, για χαιρεκακία και βλάβη των ομοφρόνων των.

      Έτσι ο μεν Ηρώδης είναι το πρότυπο κάθε κακίας και δυσεβείας, ο δε Ιωάννης η στήλη κάθε αρετής και ευσεβείας· δηλαδή ο μεν Ηρώδης είναι το πλήρωμα της κακίας, το κράτος της δυσεβείας, το όργανο της παρανομίας, ο αληθινά σαρκικός άνθρωπος, αφού ζούσε και φρονούσε κατά σάρκα, ο δε Ιωάννης είναι η κορυφή των από αιώνος θεοφόρων, το περίλαμπρο ταμείο των χαρισμάτων του Πνεύματος, ο επώνυμος της θείας χάριτος φερωνύμως, το ενδιαίτημα κάθε ευσεβείας και αρετής. Υπάρχουν λοιπόν εμπρός σήμερα δύο εικόνες, που αντιστέκονται και αντιτίθενται μεταξύ τους υπερβολικά· η μία από αυτές, αφού φαίνεται ότι ευφραίνει και τιμά ολίγο και για ολίγο καιρό αυτούς που αποφασίζουν να ζήσουν κατά το πρότυπό της, τους παραδίδει σε ατελείωτη και αφόρητη ατιμία και θλίψη· η δε άλλη, αφού επιτρέπει στους αποβλέποντες σε αυτήν να πονέσουν για λίγο, έπειτα τους χαρίζει δόξα και απόλαυση θεία και άρρητη, αληθινή και αιώνια. Αν λοιπόν ζούμε κατά σάρκα, πρόκειται να αποθάνουμε κατά μίμηση του δερματίνου Ηρώδη, όπως λέγει ο απόστολος[Ρωμ.8,13: «Ε γρ κατ σάρκα ζτε, μέλλετε ποθνήσκειν· ε δ Πνεύματι τς πράξεις το σώματος θανατοτε, ζήσεσθε(:Διότι, εάν ζείτε ως δούλοι των επιθυμιών της σαρκός, οπωσδήποτε πρόκειται να πεθάνετε τον αθάνατο θάνατο της αιώνιας κόλασης, τον οποίο φέρνει στον άνθρωπο ο αιώνιος χωρισμός από τον Θεό. Εάν όμως, με τις αναγεννημένες από τη θεία χάρη πνευματικές σας δυνάμεις, νεκρώνετε τις κακές πράξεις του σώματος, θα ζήσετε αιώνια και ευτυχισμένα)»]. Εάν όμως με την βοήθεια του θείου Πνεύματος σύμφωνα προς τον ζήλο του Ιωάννη αντιτασσόμαστε στις πονηρές ορέξεις και πράξεις του σώματος, θα ζήσουμε στους αιώνες.

      Το τέλος της κατά πνεύμα ζωής είναι τώρα κρυμμένο στον Χριστό προς τον Θεό και δεν είναι ακόμη φανερό σε  όλους, όταν όμως φανερωθεί, θα είμαστε όμοιοι με Αυτόν, κληρονόμοι Θεού, συγκληρονόμοι Χριστού[Ρωμ.8,17: «Ε δ τέκνα, κα κληρονόμοι, κληρονόμοι μν Θεο, συγκληρονόμοι δ Χριστο, επερ συμπάσχομεν να κα συνδοξασθμεν(:Αφού λοιπόν είμαστε παιδιά, είναι φυσικό να είμαστε και κληρονόμοι˙ κληρονόμοι του Θεού ως πατέρα μας, και συγκληρονόμοι του Χριστού ως αδελφού μας. Και γινόμαστε συγκληρονόμοι του Χριστού, αν βεβαίως πάσχουμε μαζί με Αυτόν, έτσι ώστε και να δοξαστούμε μαζί Του)»], που θα έχομε επιτύχει εκείνα τα αιώνια και ακήρατα αγαθά, τα οποία ούτε οφθαλμός είδε, ούτε αυτί άκουσε, αλλά και τα οποία ούτε σε καρδιά ανθρώπων ανέβηκαν, διότι είναι επάνω από ακοή και οφθαλμό και διάνοια. Σ’ αυτούς όμως που ζουν σαρκικώς, δεν είναι μόνο θνητά και πρόσκαιρα τα τερπνά, αλλά και τόσο μικρά και ευτελή, ώστε να ομοιάζουν με ξυλοκέρατα και με τροφή χοίρων.

       Αν, λοιπόν, ήσαν και αυτά αιώνια, πάλι έπρεπε να προτιμούμε εκείνα από αυτά, ως ασυγκρίτως υπεροχικά καθ’ όλα· εάν δε και αυτά ήσαν όπως εκείνα μεγάλα και θαυμαστά, για τον λόγο ότι αυτά μεν είναι πρόσκαιρα, εκείνα δε αιώνια, πάλι εκείνα είναι προτιμητέα ως μόνιμα· επειδή δε εκείνα και ατελείωτα είναι και ασύγκριτα, αυτά δε και άχρηστα και πρόσκαιρα, ας παρατρέξομε τα πρόσκαιρα, έστω και αν υποκλέπτουν την αίσθηση κολακεύοντας για λίγο· ας οικειοποιηθούμε τα μέλλοντα ως μόνιμα και μη διαλυόμενα ποτέ· ας αποφύγουμε την ομοίωση προς τον Ηρώδη· ας σπεύδουμε κατά το δυνατό προς την μίμηση της χάριτος του Προδρόμου, και περισσότερο από όλους εμείς που έχομε μοναστικό βίο· εμείς, των οποίων η διαγωγή έχει διαχωριστεί από τα κοσμικά ήθη και πράγματα και, κατά κάποιον τρόπο, πλησιάζει προς τον ερημικό και μοναστικό βίο του προφήτου και Βαπτιστού, ο οποίος, ως προφήτης προβλέποντας και τούτο, ότι το μοναστικό τάγμα θα είναι αυτό που θα μπορέσει να μιμηθεί κάποτε και τούτον μετρίως, αποκόπηκε στην κεφαλή, αγωνιζόμενος όχι για την ευσέβεια, αλλά για την αρετή, ώστε και εμείς να είμαστε έτοιμοι να αντιστεκόμαστε προς την αμαρτία μέχρι θανάτου, γνωρίζοντας ότι θα λάβει στέφανο μαρτυρίου αυτός που κατατροπώνει τα πάθη δια της αρετής. Πραγματικά, όσο μικρότερο κακό είναι η αμαρτία συγκρινόμενη προς την ασέβεια, τόσο μεγαλύτερο αγαθό θα είναι φυσικά η υπεράσπιση της αρετής· πώς, λοιπόν, δεν θα έθετε την ζωή του και υπέρ του μεγαλύτερου εκείνου, δηλαδή της ευσεβείας, αν χρειαζόταν, αυτός που την παρέδωσε για το κατώτερο;

     Γι'αυτό και ο μεγαλύτερος μεταξύ των γεννημάτων των γυναικών, ο κήρυξ της μετανοίας, ο πρόδρομος και Βαπτιστής του Σωτήρος, αποκόπηκε στην κεφαλή, αγωνιζόμενος υπέρ της αρετής· ο οποίος δεν ήταν μόνο Πρόδρομος του Χριστού, αλλά και της Εκκλησίας Του και της δικής μας πολιτείας μάλιστα, αδελφοί. Εκείνος γεννήθηκε από στείρα γυναίκα, την Ελισάβετ, και εμείς γεννηθήκαμε από την Εκκλησία εξ εθνών, για την οποία έχει γραφεί: «Εφράνθητι, στερα ο τίκτουσα, ῥῆξον κα βόησον, οκ δίνουσα, τι πολλ τ τέκνα τς ρήμου μλλον τς χούσης τν νδρα(:Χαροποιήσου, η εξ εθνών Εκκλησία, η μέχρι σήμερα στείρα, η οποία δεν τεκνοποιούσες. Κράξε και βόησε φωνή ευφρόσυνων ωδίνων, εσύ, που δεν δοκίμασες τους πόνους του τοκετού, διότι περισσότερα είναι τα τέκνα της ερήμου ανδρός και χήρας, όπως ήσουν μέχρι τώρα εσύ, παρά της ιουδαϊκής συναγωγής, η οποία είχε ως πνευματικό Νυμφίο τον Θεό)»[Ησ. 54,1· πρβ. Γαλ.4,27: «Γέγραπται γάρ· εφράνθητι στερα ο τίκτουσα, ῥῆξον κα βόησον οκ δίνουσα· τι πολλ τ τέκνα τς ρήμου μλλον τς χούσης τν νδρα(:Και είναι μητέρα όλων μας η Εκκλησία, διότι έχει γραφεί από τον Ησαΐα: ‘’Να ευφραίνεσαι εσύ, η Εκκλησία, η οποία πριν έλθει ο Χριστός και πριν δοθεί το Άγιον Πνεύμα ήσουν στείρα και δεν γεννούσες παιδιά. Βγάλε τώρα φωνή και κραύγασε με πολλή χαρά, εσύ που δεν κοιλοπονούσες. Διότι ενώ ήσουν έρημη από παιδιά, τώρα τα παιδιά σου είναι περισσότερα απ’ τα παιδιά της επίγειας Ιερουσαλήμ, η οποία γνώριζε τον αληθινό Θεό και σχετιζόταν με Αυτόν και παρουσιαζόταν έτσι ότι έχει άνδρα’’)»]. Εκείνον μετά την γέννηση κατεδίωκε με φονική μανία ο βρεφοκτόνος Ηρώδης, πολεμώντας και εκείνον εξαιτίας της απέχθειας προς τον Χριστό, αλλά αυτός βρήκε καταφυγή στην έρημο και την έκρινε πιο αγαπητή από τον κόσμο και εκεί κατοίκησε. Επιτίθεται και εναντίον μας μετά την πνευματική γέννηση ο νοητός Ηρώδης, διώκοντας και αυτός τελευταίως τον Χριστό εξαιτίας μας.

       Γι'αυτό αποφεύγουμε κι εμείς τον κόσμο και βρίσκουμε καταφυγή σε αυτά τα αφιερωμένα στον Θεό φροντιστήρια της αρετής, και έτσι ξεφεύγουμε από τους ανηλεείς δορυφόρους και μαχαιροφόρους εκείνου, τις προκλήσεις των παθών, με τις οποίες επιφέρει τον πνευματικό θάνατο, χωρίζοντας τον άνθρωπο από τον Θεό. Αυτός είναι ο θάνατος που ανεβαίνει σε εμάς δια των θυρίδων που έχομε, δηλαδή δια των αισθήσεων· διότι διαμέσου αυτών επήλθε και στην αρχή και κατέρριψε από τότε το γένος μας, εκβάλλοντας τους προπάτορες από την αθανασία. Άκουσε η Εύα την κακόβουλη συμβουλή του πονηρού· είδε, έπαθε, έφαγε, πέθανε, έθελξε τον άνδρα, τον έλαβε κοινωνό και του γεύματος και της πτώσεως. Εκείνοι δεν κατόρθωσαν να αντισταθούν σε έναν πειρασμό, έκλεισαν αμέσως τα αυτιά τους σε ένα δόλιο λόγο, νικήθηκαν από μία ωραία θέα, αν και δεν ήσαν ακόμη εμπαθείς, αλλά απαθείς, κινούμενοι σε τόπο απαλλαγμένο από πάθη· άραγε εμείς, τρεφόμενοι ισοβίως στον κόσμο, θα μπορέσουμε απέναντι στις πολύμορφες θέες των παθών, απέναντι στις φλύαρες και όχι λιγότερο άσχημες ακοές και ομιλίες, να μην πάθουμε κακώς, να μην τραυματιστούμε και αποκτήσουμε πονηρή διάθεση κατά τον εσωτερικό άνθρωπο; Δεν είναι δυνατόν τούτο, δεν είναι.

      Γι'αυτό οι πατέρες, μιμούμενοι τον Πρόδρομο της χάριτος, αφού απαρνήθηκαν τον κόσμο και απέφυγαν την συμβίωση των προσκειμένων σε αυτόν, άλλοι μεν κατοίκησαν στην έρημο και είλκυσαν προς αυτήν πολλούς από τους μεταγενεστέρους· άλλοι δε ασκήθηκαν σε ιερά περιτειχίσματα και συγκρότησαν σε αυτά πνευματικές συνοδείες· εμείς προσαρμοζόμενοι ο καθένας σε άλλην από αυτές με ζήλο, εγκαταβιώνομε στους ιερούς αυτούς σηκούς. Δεν πρέπει δε μόνο να κατοικούμε σε αυτούς, αλλά και να ζούμε σύμφωνα με τους πατέρες εκείνους· διότι από τους άλλους τούτους παραδείσους του Θεού επί της γης δεν απουσιάζει το δέντρο της γνώσεως καλού και πονηρού, ούτε ο πονηρός εισηγητής, αλλά είναι δυνατό για μας, αφού διδαχθούμε από τα παραδείγματα της παλαιάς εποχής, να προσέχομε τον μόνο σοφό και αγαθό σύμβουλο και να ακολουθούμε στα ίχνη αυτών που και προηγουμένως και τώρα πειθαρχούν σε αυτόν, μιμούμενοι, για να εκφραστούμε αποστολικώς[Εβρ.13,7: «Μνημονεύετε τν γουμένων μν, οτινες λάλησαν μν τν λόγον το Θεο, ν ναθεωροντες τν κβασιν τς ναστροφς μιμεσθε τν πίστιν(:Να θυμάστε πάντοτε το άγιο παράδειγμα των πνευματικών αρχηγών και προεστών σας, οι οποίοι σας δίδαξαν τον λόγο του Θεού. Να αναλογίζεστε και να μελετάτε το άγιο και θεάρεστο τέλος της ζωής και της συμπεριφοράς τους, και να μιμείστε την πίστη τους)»], την διαγωγή αυτών, των οποίων είδαμε το αποτέλεσμα. Υπάρχουν δε και θηρία και κτήνη και στην έρημο και στα ιερά αυτά φροντιστήρια και είναι πολύς φόβος, μην τυχόν εξισωθούμε με τα ανόητα κτήνη και ομοιάσουμε με αυτά [Ψαλμ.48,13: «Κα νθρωπος ν τιμ ν ο συνκε, παρασυνεβλήθη τος κτήνεσι τος νοήτοις κα μοιώθη ατος(: Και ο ταλαίπωρος ο άνθρωπος, ενώ είχε τιμή και αξία φέροντας μέσα σε αυτόν την εικόνα του Θεού, δεν κατανόησε αυτό, εξισώθηκε προς τα ανόητα και άλογα κτήνη και ομοιώθηκε προς αυτά)»], αν δεν μιμούμαστε, ο καθένας κατά την δύναμή του, τον βίο του Ιωάννη.

      Τι λοιπόν; Εκείνος είχε πάντοτε ακάλυπτη την κεφαλή, δείγμα αδιαλείπτου προσευχής και της παρρησίας προς τον Θεό· διότι πρέπει ο άνδρας να προσεύχεται ακάλυπτος κατά τον λόγο του αποστόλου[Α΄Κορ.11,4: «Πς νρ προσευχόμενος προφητεύων κατ κεφαλς χων καταισχύνει τν κεφαλν ατο(:Κάθε άνδρας, είτε έγγαμος είτε άγαμος, που προσεύχεται στην κοινή λατρεία σας ή φανερώνει το θέλημα του Θεού ως προφήτης φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, όταν έχει πάνω στο κεφάλι του κάλυμμα, το οποίο είναι σύμβολο υποτέλειας, καταντροπιάζει το κεφάλι του. Διότι έρχεται να λατρεύσει ή να υπηρετήσει τον Χριστό χωρίς να αποδέχεται, με το κάλυμμα της υποτέλειας που φορά, το αξίωμα και την κυριαρχία που του έδωσε ο Χριστός)»], έτσι ώστε με ελεύθερο πρόσωπο να κατοπτρίζομε την δόξα του Κυρίου[Β΄Κορ.3,18: «μες δ πάντες νακεκαλυμμέν προσώπ τν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τν ατν εκόνα μεταμορφούμεθα π δόξης ες δόξαν, καθάπερ π Κυρίου Πνεύματος(:Και όλοι εμείς με ξέσκεπο το πρόσωπο του εσωτερικού μας ανθρώπου, σαν καθρέφτες πνευματικοί δεχόμαστε και αντανακλούμε την δόξα του Κυρίου. Κι έτσι μεταμορφωνόμαστε και παίρνουμε την ίδια ένδοξη εικόνα του Κυρίου. Και προοδεύουμε από έναν βαθμό δόξας σε άλλο ανώτερο βαθμό, όπως είναι επόμενο να προοδεύει ο άνθρωπος που φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα, το Οποίο είναι ο Κύριος)»]. Να καλύπτονται δε οι συνδεδεμένοι με τον κόσμο εξαιτίας των βλαβών που τους περιστοιχίζουν ή μάλλον που είναι σύμφυτες με αυτούς και των συνεχών εμποδίων στα πόδια τους, αφού δεν κατορθώνουν αυτό, την προσευχή διηνεκώς, όπως εμείς. Εμείς όμως που καλώς αναχωρήσαμε από τον κόσμο, ας αναχωρούμε από αυτόν και κατά την διάνοια συνδέοντας τον νου μας προς τον Χριστό με ψαλμούς και ωδές και προσευχές πνευματικές, και ας καταστήσομε τους εαυτούς μας σκήνωμα του σωτηριώδους Ονόματος, μνημονεύοντας Αυτόν, για τον Οποίο εξήλθαμε από τον κόσμο. Διότι όποιος αναχώρησε από τον κόσμο και από τα βιοτικά γι’ Αυτόν, οπωσδήποτε ποθεί την ένωση προς Αυτόν· και αυτή προκαλείται δια της συνεχούς μνήμης Αυτού που καθαρίζει τον νου.

     Ας καθαρίσουμε, λοιπόν, το μάτι της διανοίας με έργα και λόγια και λογισμούς κοιτάζοντας προς τον Θεό· διότι και μόνο αν θέλομε να βλέπομε κατά το δυνατό προς τον βίο του Ιωάννου, δεν έχομε τίποτε από εκείνα που αποσπούν από τον Θεό. Εκείνος γύριζε άστεγος, εμείς ας αρκεστούμε στη μικρή στέγη, ας δεχτούμε ο καθένας στον οικίσκο που δίδεται από τον προϊστάμενο, ενθυμούμενοι αυτόν τον ισοβίως ανέστιο· εκείνος αρκείτο σε ακρόδρυα και μελέαγρο, που είναι χόρτο φυόμενο στην έρημο αυτομάτως, του οποίου τις ρίζες χρησιμοποίησαν για τροφή και οι έπειτα από αυτόν ερημοπολίτες πατέρες· ακρόδρυα δε λέγουν τις σκληρόφλοιες οπώρες. Με οπώρες, λοιπόν, και ρίζες χόρτων, ζούσε εκείνος ή με ορεινό μέλι, ήταν μονοχίτων και είχε δερμάτινη ζώνη γύρω στη μέση του· έτσι, αφενός μεν έδειχνε με σύμβολα ότι περιέφερε στο σώμα τη νέκρωση των παθών, αφετέρου δε κατείχε και ο ίδιος το αγαθό της ακτημοσύνης και δίδασκε και εμάς με πράξεις. Πόσο πλούτο εφοδίων για τροφή και ενδυμασία διαθέτομε εμείς, έχοντας δοχεία και αποθήκες γεμάτες σίτο και οίνο, αρτοποιεία και αρτοκοπεία και γενικώς όλα τα επιτήδεια;

       Ας ευχαριστούμε, λοιπόν, τον χορηγό αυτών των εφοδίων Θεό και τον Πρόδρομό Του, εξαιτίας του οποίου αυτά συγκομίζονται άκοπα, σαν να ρέουν προς εμάς από πηγή· και ας τα προσλαμβάνομε για δόξα Του, ανταποδίδοντας σε Αυτόν την ευχαριστία με έργα. Αν δε αρκούμαστε σε αυτά τα κοινά στους αδελφούς της μονής, δεν είμαστε πολύ μακριά από την ακτημοσύνη και εγκράτεια του Ιωάννη· διότι και εκείνος είναι καθ’ όλα απαράμιλλος, αλλά όπως αυτός τρεφόταν από τον Θεό, έτσι και εμείς τρεφόμαστε από τα ταμεία του Θεού. Αν όμως έχομε δικά μας κτήματα και ταμεία, τούτο είναι το δεινό που μας απομακρύνει από την κοινωνία των αγίων· διότι όποιος αναχώρησε από τον κόσμο και έχει ιδιοκτησία, την οποία ή έφερε από εκεί ή απέκτησε εδώ, συμπεριφέρει μαζί του τον κόσμο και δεν αναχωρεί ποτέ από τον κόσμο, ακόμη δε και αν βρίσκεται στο ίδιο το Άγιο Όρος και αν κατοικεί σε αυτές τις μονές που εικονίζουν τον ουράνιο χώρο, όσο εξαρτάται από αυτόν, μιαίνει τον τόπο και δεν τον αφήνει να είναι ανώτερος του κόσμου τέτοιος άνθρωπος οπωσδήποτε θα κατακριθεί, διότι θεώρησε κοσμικό το ιερό του Θεού.

     Αλλά και ο βαπτιστής και Πρόδρομος του Κυρίου Ιωάννης εξήλθε από εκείνη την ηρεμία και ερημία; Το έπραξε όμως διότι στάλθηκε από Αυτόν για να δώσει γνώση σωτηρίας στον λαό Του και για να προχωρήσει σε έλεγχο των απειθούντων, εξαιτίας του οποίου ελέγχου έχασε σήμερα και την κεφαλή του από αυτούς. Πραγματικά αυτός δεν έπρεπε να υποστεί φυσικό θάνατο· διότι τέτοιος θάνατος είναι καταδίκη για την παράβαση του Αδάμ, για την οποία δεν είναι οφειλέτης ο υπηρέτης της εντολής, ο υπήκοος στον Θεός από την μητρική γαστέρα ακόμη. Οι άγιοι οφείλουν να δίδουν την ζωή τους για την αρετή και την ευσέβεια κατά την εντολή του Κυρίου· και γι'αυτό κατάλληλος μάλλον σε τούτους είναι ο βίαιος υπέρ του καλού θάνατος· γι'αυτό και ο Κύριος με τέτοιον τρόπο γεύτηκε τον θάνατο. Έπρεπε δε και ο θάνατος του Ιωάννη να είναι πρόδρομος του θανάτου του Χριστού, έτσι ώστε κατά την πατρική προς αυτόν προφητεία να προπορευτεί από τον Κύριο για να δώσει γνώση σωτηρίας και στους ευρισκομένους στο σκότος του Άδη, για να προστρέξουν και εκείνοι και να επιτύχουν την εν Χριστώ μακαρία και αθάνατη ζωή.

      Αυτήν την ζωή είθε να επιτύχουμε όλοι εμείς, με τις πρεσβείες αυτού που την πέτυχε από την μητρική κοιλία ακόμα και την διεκήρυξε στους επί της γης και κάτω από την γη και καθοδήγησε και καθοδηγεί προς αυτήν όλους τους ανθρώπους με έργο και λόγο και με τις ικεσίες προς τον Θεό, μέσα στον Ίδιο τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, στον Οποίο μόνο πρέπει δόξα αιώνια. Γένοιτο.

 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, Ομιλίες ΚΑ΄-ΜΒ΄, ομιλία Μ’, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1985, τόμος 10, σελίδες 512-551.
  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
  • Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/ 
  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/ 
  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016. 
  • http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html 
  • http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
  • http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου