– Τὸ σινάπι σὰν σπόρος εἶναι πολὺ μικρός, ἀλλά, ὅταν σπαρῆ, γίνεται ὁλόκληρος θάμνος. Ἀκόμη καὶ τὰ πουλάκια πηγαίνουν καὶ κάθονται στὰ κλαδιά του. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ παρομοιάζεται μὲ τὸν σπόρο του, γιατὶ ἀπὸ ἕναν μικρὸ εὐαγγελικὸ λόγο ὁ ἄνθρωπος ἀναπτύσσεται καὶ καταλαβαίνει τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
– Γέροντα, πῶς νιώθει κανεὶς αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν»[2];
– Εὐλογημένη, ὅταν μέσα μας εἶναι ἕνα μέρος τῆς χαρᾶς τοῦ Παραδείσου, τότε «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστι». Καὶ τὸ ἀντίθετο, ὅταν ἔχουμε ἄγχος, τύψεις συνειδήσεως, τότε μέσα μας ὑπάρχει ἕνα μέρος τῆς κολάσεως. Εἶναι μεγάλο πράγμα ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τούτη τὴν ζωὴ νὰ νιώθη μέσα του ἕνα μέρος τῆς χαρᾶς τοῦ Παραδείσου. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τὸ πετύχουμε αὐτό· δυστυχῶς ὅμως ὁ ἐγωισμὸς μᾶς ἐμποδίζει ἀπὸ τὸ πνευματικὸ αὐτὸ μεγαλεῖο.
Ὁ ἄνθρωπος μόνος του μπορεῖ νὰ κάνη τὴν ζωή του παραδεισένια, ἐὰν δέχεται νὰ τὸν κυβερνάη ὁ Θεὸς σὰν καλὸς Πατέρας. Πρέπει νὰ ἔχη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, νὰ ἐλπίζη σ᾿ Αὐτὸν γιὰ ὅ,τι ἐπιχειρεῖ νὰ κάνη καὶ νὰ Τὸν δοξάζη γιὰ ὅλα. Νὰ μὴν ἔχη ἄγχος. Τὸ ἄγχος φέρνει ἕνα τσάκισμα στὴν ψυχή, τὴν παραλύει. Ὅταν ζητάη τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅλα τὰ ἄλλα ἔρχονται. Λέει τὸ Εὐαγγέλιο: «ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»[3], ἀλλὰ καὶ «τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἁρπάζουν οἱ βιασταί»[4].
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα δυσκόλεψαν τὴν ζωή τους, γιατὶ δὲν ἀρκοῦνται στὰ λίγα, ἀλλὰ κυνηγοῦν συνέχεια τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ὅσοι ὅμως θέλουν νὰ ζήσουν γνήσια πνευματικὴ ζωή, πρῶτα-πρῶτα πρέπει νὰ ἀρκεσθοῦν στὰ λίγα. Ὅταν ἡ ζωή τους εἶναι ἁπλοποιημένη, χωρὶς πολλὲς σκοτοῦρες, καὶ ἐλευθερωμένοι θὰ εἶναι ἀπὸ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, καὶ χρόνος θὰ τοὺς περισσεύη καὶ γιὰ πνευματικά. Ἀλλιῶς θὰ κουράζωνται προσπαθώντας νὰ ἀκολουθήσουν τὴν μόδα, θὰ χάνουν τὴν γαλήνη τους καὶ θὰ κερδίζουν τὸ μεγάλο ἄγχος.
Καὶ βλέπω, πῶς οἱ ἄνθρωποι μερικὲς φορὲς κάνουν μαρτυρικὴ τὴν ζωή τους! Σήμερα καθὼς ἐρχόμουν μὲ κάποιον ἀπὸ τὴν Οὐρανούπολη, μὲ παρακάλεσε νὰ περάσουμε λίγο ἀπὸ τὸ σπίτι του. Ἐπειδὴ ἐπέμενε, δὲν θέλησα νὰ τοῦ χαλάσω τὸ χατίρι. Μόλις φθάσαμε στὴν ἐξώπορτα, τὸν βλέπω, βγάζει τὰ παπούτσια του καὶ μπαίνει μέσα πατώντας στὶς μύτες. «Τί ἔπαθες καὶ περπατᾶς ἔτσι;», τὸν ρωτάω. «Τίποτε, Γέροντα, μοῦ λέει, περπατάω προσεκτικά, γιὰ νὰ μὴ χαλάσω τὸ παρκέ». Τί νὰ πῆς; Βασανίζονται χωρὶς λόγο.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Δ' «Οἰκογενειακὴ ζωή»
[1] Μάρκ. 4, 31-32 καὶ βλ. Ματθ. 13, 32· Λουκ. 13, 19.
[2] Λουκ. 17, 21.
[3] Ματθ. 6, 33.
[4] Βλ. Ματθ. 11, 12.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου