Μνήμη τοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ φανέντος σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπὶ Κωνσταντίου
Σταυροῦ παγέντος, ἡγιάσθη γῆ πάλαι.
Καὶ νῦν φανέντος, ἡγιάσθη καὶ πόλος.
Ἑβδομάτῃ Σταυροῖο τύπος πόλῳ ἀμφετανύθη.
Ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι ἡ δεύτερη καὶ ἔγινε στὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 346 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Κωνσταντίου (337 – 361 μ.Χ.) καὶ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου († 18 Μαρτίου). Τὴν τρίτη ὥρα τῆς 7ης Μαΐου τοῦ 346 μ.Χ., κατὰ μία τῶν ἡμερῶν τῆς Πεντηκοστῆς, φάνηκε Τίμιος καὶ Ζωοποιὸς Σταυρὸς ἄνωθεν τοῦ Γολγοθᾶ, σχηματισμένος ἀπὸ ὑπερφυσικὸ φῶς καὶ ἐκτεινόμενος πρὸς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.
Τὸ ὅραμα τοῦτο προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅλοι δὲ οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως πρὸ τοῦ ὑπερφυοῦς τούτου θεάματος κατελήφθησαν ἀπὸ ἔκσταση. Ἐπωφελούμενος τῆς περιστάσεως ὁ Πατριάρχης Κύριλλος, περιστοιχούμενος ἀπὸ τὸν ἱερὸ κλῆρο, συγκάλεσε τὸ πλῆθος τῶν παρισταμένων Χριστιανῶν στὸ ναὸ καὶ δοξολόγησαν τὸν Θεό.
Τὸ ὅραμα τοῦτο προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅλοι δὲ οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως πρὸ τοῦ ὑπερφυοῦς τούτου θεάματος κατελήφθησαν ἀπὸ ἔκσταση. Ἐπωφελούμενος τῆς περιστάσεως ὁ Πατριάρχης Κύριλλος, περιστοιχούμενος ἀπὸ τὸν ἱερὸ κλῆρο, συγκάλεσε τὸ πλῆθος τῶν παρισταμένων Χριστιανῶν στὸ ναὸ καὶ δοξολόγησαν τὸν Θεό.
Ἡ πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἔγινε στὶς 27 Ὀκτωβρίου τοῦ 312 μ.Χ. πρὸς τὸν Μέγα Κωνσταντίνο, μὲ τὸ νικητήριο ἔμβλημα «ἐν τούτῳ νίκα», τὴν παραμονὴ τῆς μάχης ἐναντίον τοῦ Μαξεντίου.
Περὶ τοῦ σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ποὺ φανερώθηκε ὑπεράνω τοῦ Γολγοθᾶ μαρτυροῦν, πλὴν τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καὶ ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος (397 μ.Χ.), τὸ Πασχάλιον Χρονικὸν καὶ ἄλλοι Βυζαντινοὶ χρονογράφοι.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τοῦ Σταυροῦ σου ὁ τύπος, νῦν ὑπὲρ ἥλιον ἔλαμψεν, ὅνπερ ἐξ ὄρους ἁγίου, τόπῳ Κρανίου ἐφήπλωσας, καὶ τὴν ἐν αὐτῷ σου Σῶτερ ἰσχὺν ἐτράνωσας, διὰ τούτου κρατύνας, καὶ τοὺς πιστοὺς βασιλεῖς ἡμῶν· οὓς καὶ περίσωζε διὰ παντὸς ἐν εἰρήνῃ, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὁ διανοίξας οὐρανοὺς κεκλεισμένους, ἐν οὐρανῷ περιφανεῖς τὰς ἀκτῖνας, ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέτειλεν ὁ ἄχραντος Σταυρός· ὅθεν οἱ τὴν ἔλλαμψιν, τῆς αὐτοῦ ἐνεργείας, δεξάμενοι πρὸς ἄδυτον, ὁδηγούμεθα φέγγος· καὶ ἐν πολέμοις ἔχομεν αὐτόν, ὅπλον εἰρήνης, ἀήττητον τρόπαιον.
Μεγαλυνάριον.
Ὅλος ἡλιόμορφος ὁ Σταυρός, φέγγει ἀπροσίτῳ, ἀναλάμψας ἐν τῇ Σιών, τὴν τοῦ Σταυρωθέντος, Ἀνάστασιν κηρύττει, δι’ ἧς ἐκ τῆς κακίας, πάντες ἀνέστημεν.
Ὁ Ἅγιος Κοδράτος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἀθλήσαντες ἐν Νικομηδείᾳ
Ζωμοὺς χύτρας σὴς τοὺς ἱδρῶτας, Κοδρᾶτε,
Ἅλατι τμηθεὶς αἱμάτων παραρτύεις.
Yπέρ Θεού Kοδράτος ήκων προς ξίφος,
Δούναι κοδράντην και τον έσχατον θέλει.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Κοδράτος καταγόταν ἀπὸ τὴ Νικομήδεια τῆς Βιθυνίας καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Οὐαλεριανοῦ (251 – 259 μ.Χ.). Ἀφοῦ συνελήφθη μὲ πολλοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς στὸν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν κινηθέντα τότε διωγμό, παραδόθηκε στὸν ἀνθύπατο Περίνιο ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς Ἀληθινός.
Κατόπιν τούτου τὸν ἅπλωσαν κατὰ γῆς καὶ ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν σκληρά, τὸν ἔριξαν στὴν φυλακή.
Ἀπὸ τὴ Νικομήδεια, μὲ ἐντολὴ τοῦ ἀνθύπατου μεταφέρθηκε στὴ Νίκαια, ὅπου δι’ αὐτοῦ πολλοὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ τελειώθηκαν ἄλλοι διὰ πυρὸς καὶ ἄλλοι διὰ μαχαίρας. Τοῦτο ἐξαγρίωσε τὸν ἀνθύπατο, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ κρεμάσουν τὸν Ἅγιο, νὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ νὰ τοῦ καταξεσκίσουν τὶς σάρκες.
Στὴν συνέχεια ἀπεστάλη στὴν Ἀπάμεια, ὅπου ὑπέστη ποικίλα μαρτύρια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁδηγήθηκε δέσμιος στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ὅπου πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους, θαυμάζοντας τὴν ὑπομονὴ καὶ προσκαρτερία τοῦ Μάρτυρος στὰ βασανιστήρια, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Ἀπὸ αὐτοὺς δὲ ὁ Ρουφίνος καὶ ὁ Σατορνίνος, ἀφοῦ κρεμάσθηκαν καὶ καταξεσκίσθηκαν οἱ σάρκες τους, ἀποκεφαλίσθηκαν στὴν Ἀπολλωνιάδα.
Ὁ Ἅγιος Κοδράτος ὁδηγήθηκε, τέλος, στὴν Ἑρμούπολη, ὅπου, ἀφοῦ ξαπλώθηκε ἐπάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα, τελειώθηκε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ, λαμβάνοντας ἔτσι τὸν ἀμαράντινο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Εύρεσις του Τιμίου Λειψάνου του Οσίου Νείλου του Νέου του Μυροβλήτη
Ο Όσιος Νείλος καταγόταν (σύμφωνα με την Ακολουθία του που εκδόθηκε το 1847 μ.Χ.) από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας και έζησε κατά το πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνα μ.Χ. Από νεαρή ηλικία παρελήφθη από τον θείο του, ιερομόναχο Μακάριο, στην εκεί ιερά μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, την καλουμένη του Μαλεβή, όπου και αφού εκπαιδεύθηκε με θεοσέβεια, χειροτονήθηκε διάκονος. Ποθώντας όμως και οι δύο ακόμη πιο ασκητικό βίο, μετέβησαν στο Άγιον Όρος, όπου, αφού για λίγο χρόνο ασκήτεψαν στο σπήλαιο που είχε ασκητέψει ο Όσιος Πέτρος ο Αθωνίτης (τιμάται 12 Ιουνίου), στη συνέχεια μετέβησαν σε έρημη έκταση κοντά στη Λαύρα του Οσίου Αθανασίου, έκτισαν ναό τιμώμενο στο όνομα της Υπαπαντής και παρέμειναν εκεί ασκητεύοντας με αυστηρότητα.
Αργότερα ο Όσιος Νείλος, για μεγαλύτερη άσκηση, κατέφυγε σε σπήλαιο που βρισκόταν σε πολύ απόκρημνο βράχο, όπου, αφού ανήγειρε μικρό ναό, παρέμεινε ασκούμενος και νυχθημερόν προσευχόμενος καθ' όλο τον υπόλοιπο βίο αυτού.
Ο Όσιος Νείλος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 12 Νοεμβρίου του 1651 μ.Χ. και ενταφιάσθηκε πλησίον του σπηλαίου του. Μετά την οσία ταφή του, μύρο ευώδες ανέβλυσε από τον τάφο του, που παρείχε την ίαση σε όσους ασθενείς προσέφευγαν εκεί με πίστη.
Αργότερα, λόγω εδαφικών μεταβολών, ο τάφος του Οσίου εξαφανίσθηκε και παρέμεινε άγνωστος για πολλά χρόνια. Το 1815 μ.Χ., ο Όσιος Νείλος παρουσιάσθηκε σε κάποιον μοναχό, που ονομαζόταν Αιχμάλωτος και αφού του προείπε πολλά μέλλοντα, στην συνέχεια τον πρόσταξε να καταστήσει βατή τον οδό προς το σπήλαιό του, για να μεταβαίνουν οι μοναχοί να προσκυνούν και να λειτουργούν το ναό που είχε ιδρύσει. Αμέσως ο μοναχός Αιχμάλωτος ανακοίνωσε στους υπόλοιπους πατέρες όσα προστάχθηκαν από τον Όσιο, αυτοί δε έσπευσαν με προθυμία όχι μόνο να διανοίξουν την οδό, αλλά και να οικοδομήσουν νέο ναό προς τιμήν του Οσίου. Κατά την εκσκαφή των θεμελίων του ναού, ανευρέθη ο τάφος του και τα σεπτά λείψανά του, τα οποία ανέδιδαν άρρητη ευωδία.
Προφητεία του Οσίου Νείλου του Νέου και Μυροβλύτου
Προφητεία τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Νέου τοῦ καὶ Μυροβλύτου, τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος ἀσκήσαντος, περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ τῶν ἐν τέλει τοῦ αἰῶνος ἀνθρώπων. «Κατὰ τὸ 1900 ἔτος βαδίζοντες πρὸς τὸν μεσασμὸν τοῦ 8ου αἰῶνος ἄρχεται ὁ κόσμος τοῦ καιροῦ ἐκείνου, νὰ γίνεται ἀγνώριστος. Ὅταν πλησιάσῃ ὁ καιρὸς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἀντιχρίστου θὰ σκοτισθῆ ἡ διάνοια τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ πάθη τὰ τῆς σαρκὸς καὶ θὰ πληθυνθῆ σφόδρα ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ ἀνομία.
Τότε ἔρχεται ὁ κόσμος νὰ γίνεται ἀγνώριστος, μετασχηματίζωνται αἱ μορφαὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν θὰ γνωρίζωνται οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὰς γυναῖκας διὰ τῆς ἀναισχύντου ἐνδυμασίας καὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς· οἱ τότε ἄνθρωποι θὰ ἀγριέψουν καὶ θὰ γενοῦν ὡσὰν θηρία ἀπὸ τὴν πλάνην τοῦ Ἀντιχρίστου. Δὲν θὰ ὑπάρχει σεβασμὸς εἰς τοὺς γονεῖς καὶ γεροντότερους, ἡ ἀγάπη θὰ ἐκλείψη, οἱ δὲ Ποιμένες τῶν Χριστιανῶν, Ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, θὰ εἶναι τότε ἄνδρες κενόδοξοι, παντελῶς μὴ γνωρίζοντες τὴν δεξιὰν ὁδὸν ἀπὸ τὴν ἀριστεράν, θὰ ἀλλάξουν τὰ ἤθη, αἱ παραδόσεις τῶν Χριστιανῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ σωφροσύνη θὰ ἀπολεσθῆ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ βασιλεύση ἡ ἀσωτεία. Τὸ ψεῦδος καὶ ἡ φιλαργυρία θὰ φθάσουν εἰς τὸν μέγιστον βαθμόν, καὶ οὐαὶ εἰς τοὺς θησαυρίζοντας ἀργύρια. Αἱ πορνεῖαι, μοιχείαι, ἀρσενοκοιτίαι, κλοπαὶ καὶ φόνοι, θὰ πολιτεύωνται, ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ διὰ τὴν ἐνέργειαν τῆς μεγίστης ἁμαρτίας καὶ ἀσελγείας, οἱ ἄνθρωποι θέλουν στερηθῇ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅπου ἔλαβον εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ὡς καὶ τὴν τύψιν τῆς συνειδήσεως.
Αἱ Ἐκκλησίαι δὲ τοῦ Θεοῦ θὰ στερηθοῦν εὐλαβῶν καὶ εὐσεβῶν Ποιμένων καὶ ἀλλοίμονον τότε εἰς τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ εὑρισκομένους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι θὰ στερηθοῦν τελείως τὴν πίστιν, διότι θὰ ἀναχωροῦν ἀπὸ τὸν κόσμον εἰς τὰ ἱερὰ Καταφύγια διὰ νὰ εὕρουν ψυχικὴν ἀνακούφισιν τῶν θλίψεών των καὶ παντοῦ θὰ εὑρίσκουν ἐμπόδια καὶ στενοχώριας. Καὶ πάντα ταῦτα γεννήσονται διὰ τὸ ὅτι ὁ Ἀντίχριστος θέλει κυριεύσῃ τὰ πάντα, καὶ γεννήσεται ἐξουσιαστὴς πάσης τῆς Οἰκουμένης καὶ θὰ ποιῇ τέρατα καὶ σημεῖα κατὰ φαντασίαν, θέλῃ δὲ δώσῃ πονηρᾶν σοφίαν εἰς τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον, διὰ νὰ ἐφεύρῃ, νὰ ὁμιλῇ ὁ εἷς πρὸς τὸν ἄλλον, ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν της γῆς, ἕως τὴν ἄλλην, τότε θὰ πέτανται στὸν ἀέρα ὡς πτηνὰ καὶ διασχίζοντες τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης ὡς ἰχθύες.
Καὶ ταῦτα πάντα ποιοῦντες οἱ δυστυχεῖς ἄνθρωποι, διαβιοῦντες ἐν ἀνέσει, μὴ γνωρίζοντες οἱ ταλαίπωροι ὅτι ταῦτα ἐστὶ πλάνη τοῦ Ἀντιχρίστου. Καὶ τόσον θὰ προοδεύση τὴν ἐπιστήμην κατὰ φαντασίαν ὁ πονηρός, ὥστε ἀποπλανῆσαι τοὺς ἀνθρώπους καὶ μὴ πιστεύῃ εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ τρισυποστάτου Θεοῦ.
Τότε βλέπων ὁ Πανάγαθος Θεὸς τὴν ἀπώλειαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, θέλει κωλοβώσῃ τὰς ἡμέρας, διὰ τοὺς ὀλίγους σῳζόμενους, διότι θέλει πλανῆσαι εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτούς.
Τότε αἰφνιδίως θέλει ἔλθῃ ἡ δύστομος ῥομφαῖα καὶ θὰ θανατώση τὸν πλάνον καὶ τοὺς ὀπαδοὺς αὐτοῦ».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἄνθη πανεύοσμα, τῆς αἰδίου ζωῆς, τὰ θεία σου λείψανα, ἐκ τῶν ταμείων τῆς γῆς, ἠμὶν ἀνεφάνησαν. Ὅθεν μνείαν τελοῦντες, τῆς εὑρέσεως τούτων, μέλπομεν Πάτερ Νεῖλε, τὴν δοθείσαν σοι χάριν, δι' ἧς πάσι προστάτης, εὑρίσκῃ θερμότατος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τὰ σεπτά σου λείψανα περικυκλοῦντες, ἐξ αὐτῶν λαμβάνομεν, ἁγιασμοῦ τὰς δωρεάς, Μυροβλυτῶν ἐγκαλλώπισμα, Νεῖλε θεόφρον, Ἀγγέλων ὁμόσκηνε.
Μεγαλυνάριον
Μύρου ἀποπνέοντα τὴν ὀσμήν, καὶ μελλούσης δόξης, ἐκδηλοῦντα τᾶ ἀγαθά, ὤφθησαν τοῖς πᾶσι, τὰ θεῖα λείψανά σου· διό σε Μυροβλῦτα, Νεῖλε γεραίρομεν.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Μάρτυρας ὁ κεντυρίων
Εἴπερ τις ἄλλος, ἐν χορῷ τῶν Μαρτύρων,
Κάλλιστος Ἀκάκιος ἐκτμηθεὶς ξίφει.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀκάκιος γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία τὸ 270 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς Ἕλληνες Χριστιανοὺς καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.).
Ἀφοῦ κατετάγη στὸ στράτευμα, στὴν τάξη τῶν Μαρτησίων, ἀναδείχθηκε γρήγορα, λόγω τῆς γενναιότητας καὶ τῆς τιμιότητάς του καὶ προάχθηκε σὲ κεντυρίωνα. Κατὰ τὸν κηρυχθέντα τότε ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν διωγμό, ὁ διοικητὴς τῆς Καππαδοκίας καὶ ἑκατόνταρχος Φίρμος, ἐξετάζοντας τοὺς στρατιῶτες ποὺ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὶς διαταγές του μὲ σκοπὸ νὰ ἐξακριβώσει τὶς θρησκευτικὲς τους πεποιθήσεις, ρώτησε καὶ τὸν Ἀκάκιο.
Ὁ Ἅγιος μὲ παρρησία ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ὁ Φίρμος, ποὺ ἔτρεφε ἰδιαίτερη συμπάθεια πρὸς αὐτόν, λόγω τῶν πολλῶν ἀρετῶν του, προσπάθησε νὰ τὸν μεταπείσει, πλὴν ὅμως κάθε προσπάθεια προσέκρουσε στὴ σθεναρὴ ἀντίδραση τοῦ Ἀκακίου. Κατόπιν τούτου τὸν ἀπέστειλε σιδηροδέσμιο στὴν Ἡράκλεια τῆς Θράκης, πρὸς τὸν ἀνθύπατο Βιβιανό, μόνο ἁρμόδιο νὰ λάβει ὁριστικὲς ἀποφάσεις. Ἀφοῦ προσήχθη ὁ Ἀκάκιος μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς ἐνώπιον τοῦ Βιβιανοῦ καὶ διατάχθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἀρνήθηκε. Ἕνεκα τούτου τὸν προσέδεσαν σὲ στῦλο καὶ τὸν μαστίγωσαν ἀνηλεῶς. Ὁ Ἅγιος ὁμολογοῦσε συνεχῶς τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό. Βλέποντας τὴν ἐπιμονή του, τοῦ ἔθραυσαν τὴ σιαγόνα.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ ἀνθύπατος Βιβιανὸς παρέλαβε τὸν Ἅγιο καὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς τοὺς μετέφερε στὸ Βυζάντιο. Ἐκεῖ ὁ Ἀκάκιος ὑποβλήθηκε σὲ νέα σκληρὰ βασανιστήρια, χωρὶς ὅμως νὰ καμφθεῖ τὸ φρόνημά του. Τότε ἀπεστάλη στὸν ἀνώτερο δικαστή, ἀνθύπατο Θράκης Φλακκίνο ἢ Φαλκιλιανό, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θανάτωσή του. Ἔτσι ὁ Μάρτυς Ἀκάκιος, εὐχαριστώντας τὸν Θεό, διότι τὸν ἀξίωσε μὲ τὴν τιμὴ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου ὑπὲρ Αὐτοῦ, ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη στὴ θέση Σταυρίον, ὅπου καὶ τελειώθηκε τὸ 306 μ.Χ.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του τὸ παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ εὐλάβεια καὶ τιμές. Λίγο δὲ ἀργότερα κτίσθηκε ἐπὶ τοῦ τάφου καὶ ὁ πρῶτος ναὸς ἀφιερωμένος στὸ ὄνομά του.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου ἐτελεῖτο στὴν περιοχὴ τοῦ Ἑπτασκάλου, ὅπου εἶχε ἀνεγερθεῖ ναὸς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό. Ἴσως νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ ναὸς ποὺ ἀναφέρεται κατὰ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ., στὴν βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ († 28 Μαΐου). Ἐκ βάθρων ἀνοικοδόμησε αὐτὸν ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών.
Στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀκακίου μετεκόμισε ὁ κακόδοξος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιος τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀπὸ τὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Στὸ ναὸ αὐτό, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ρῶσος μυθογράφος Ἀντώνιος, εἶδε κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 13ου αἰῶνος μ.Χ. σωζόμενα λείψανα τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀκακίου.
Οἱ Ἅγιοι Ρουφίνος καὶ Σατορνίνος οἱ Μάρτυρες
Δυοίν συνάθλων προς τομόν τόλμη ξίφος.
Πίστει γαρ εστομούντο τη του Kυρίου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ρουφίνος καὶ Σατορνίνος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ὅπου καὶ ἄθλησαν. Βλέποντας τὴν πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ προσκαρτερία τοῦ Ἁγίου Κοδράτου στὰ ποικίλα βασανιστήρια καὶ θαυμάζοντας τὴν ἀκλόνητη πίστη του στὸν Χριστό, ἀφοῦ παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ ἀνθύπατου Περινίου ὁμολόγησαν καὶ αὐτοὶ τὸν Χριστό.
Κατόπιν τούτου συνελήφθηκαν καὶ ἀφοῦ καταξεσχίσθηκαν οἱ σάρκες τους μὲ σιδερένια νύχια, ἀποκεφαλίσθηκαν καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν μισθαποδότη Κύριο τὸν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας καὶ τῆς μακαριότητος.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ψυχαΐτης
Ψυχῆς μόνης σὺ τὴν σχέσιν φέρων Πάτερ,
Ψυχαΐτης κέκλησαι ἐνδίκως μάκαρ.
Εἶναι ἄγνωστη ἡ καταγωγὴ τοῦ Ὁσίου Ἰωάννη τοῦ Ψυχαΐτου, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος Ε’ (813 – 820 μ.Χ.). Ὁ Ὅσιος ὑπῆρξε ἀσκητὴς καὶ κατεμάρανε τὰ φρονήματα τῆς σαρκὸς μὲ νηστεῖες, προσευχὲς καὶ σκληραγωγίες. Ὑπῆρξε σθεναρὸς ὑπερασπιστὴς τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ ἀγωνίσθηκε κατὰ τῶν δυσσεβῶν εἰκονομάχων.
Γι’ αὐτὸ πολλὲς φορὲς συνελήφθη καὶ ἐξορίσθηκε. Μετὰ ἀπὸ κάθε διωγμὸ ἐπανερχόταν ὁρμητικότερος καὶ μαχητικότερος καὶ νικοῦσε τὸ θράσος τῶν λεόντων, ποὺ ἀθετοῦσαν τὸ σεπτὸ χαρακτήρα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἔχαιρε μεγάλης ἐκτιμήσεως καὶ τιμόταν ἀπὸ ὅλους. Τοῦτο δὲ ἐπηύξανε ἡ θαυματουργὸς Χάρη διὰ τῆς ὁποίας εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς καὶ ἀγωνίσθηκε κραταιὰ ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Μάρτυρας
Λίθοις ἐπιβὰς Μάξιμος μεγαλόνους,
Ἀνῆλθε χαίρων οὐρανοῦ εἰς τὸ πλάτος.
Εἶναι ἄγνωστη ἡ καταγωγὴ καὶ ὁ χρόνος ἄθλησης τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μαξίμου. Στοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρεται ὅτι πολλοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἐπέστρεψε στὸν Χριστὸ καὶ ὁμολόγησε ὁ ἴδιος τὴν πίστη του στὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια καί, ἀφοῦ λιθοβολήθηκε, τελειώθηκε.
Ὁ Ὅσιος Ταράσιος ὁ Ἐρημίτης ὁ Θαυματουργὸς
Ὁ Ὅσιος Ταράσιος ὁ ἐν Λυκαονίᾳ, ὁ Ἐρημίτης καὶ Θαυματουργός, εἶναι ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου καὶ τὰ Μηναῖα. Μνημονεύεται στὸ Συναξαριστὴ τοῦ Ἱππόλυτου Delehaye κατὰ τὴν 8η Μαΐου ἀλλὰ ἄνευ ὑπομνήματος, ἐνῷ στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα Ι 70 φ. 217β ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὶς 7 Μαΐου ἀναφέρεται μὲ τὸ ἀκόλουθο ὑπόμνημα:
«Οὗτος ὁ ἅγιος πατὴρ ἡμῶν ἐκ βρέφους σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ἀνάθημα γέγονε, σκληραγωγίᾳ, νηστείᾳ, προσευχῇ, δάκρυσι χαμευνίᾳ ἑαυτὸν ἐκδώσας καὶ πάσῃ κακουχίᾳ καὶ ταλαιπωρίᾳ, καὶ διὰ τὴν ἄκραν αὐτοῦ ἀρετὴν ἠξιώθη θαυματουργιῶν μεγίστων ἐκ Θεοῦ δαίμονας ἀποσοβεῖν, νεκροὺς ἐγείρειν, λεπροὺς καθαίρειν, πάθη ἀνίατα θεραπεύειν καὶ ἁπλῶς πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἰώμενος. Καὶ ἐν τούτοις τοῖς ἀγαθοῖς πᾶσιν ἐπαγωνιζόμενος μετὰ μικρὸν νοσήσας καὶ προεγνωκὼς τὴν αὐτοῦ πρὸς Θεὸν ἐκδημίαν πρὸς Κύριον ἀπῆλθε χαριεντιζόμενος μετὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων, τῶν λαβόντων αὐτοῦ τὴν τιμία ψυχήν».
Ὁ Ὅσιος Ταράσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε σὲ μία μονὴ κοντὰ στὸ ἀκρωτήρι τοῦ Χυλένδρου.
Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ὁ Ἅγιος Ἰουβενάλιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουβενάλιος μαρτύρησε τὸ 132 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ (117 – 138 μ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Φλάβιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Ἅγιοι Μάρτυρες Αὔγουστος καὶ Αὐγουστίνος οἱ αὐτάδελφοι
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φλάβιος ἦταν Ἐπίσκοπος Νικομηδείας καὶ μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς Αὔγουστο καὶ Αὐγουστίνο.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐκ Γεωργίας καὶ οἱ μαθητὲς αὐτοῦ
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴ Συρία καὶ ἔζησε περὶ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰώνα μ.Χ. Σπούδασε τὴν κατὰ κόσμο σοφία στὴν Ἀντιόχεια. Ἡ πνευματική του πρόοδος συμβάδιζε μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ ἔγινε μοναχός. Ἡ ταπείνωσή του ἦταν τόσο βαθιά, ὥστε θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του σκώληκα καὶ ὄχι ἄνθρωπο.
Ἡμέρα καὶ νύχτα παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν εὐλογεῖ, γιὰ νὰ πολεμᾶ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του καὶ τοῦ χάρισε τὴν ἀπάθεια καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του ἄρχισε νὰ ἁπλώνεται σὲ ὅλη τὴ Συρία. Ὁ κόσμος ποὺ συνέρρεε στὸν Ἅγιο Γέροντα ἦταν πολὺς καὶ αὐτὸ διατάρασσε τὴ μοναχική του ἡσυχία. Γι’ αὐτὸ φεύγει ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε καὶ κρύβεται βαθιὰ στὴν ἔρημο.
Ὁ Θεός, ὅμως, ἀλλιῶς οἰκονόμησε τὰ πράγματα. Βλέπει, λοιπόν, ὁ Ἅγιος σὲ ὄνειρο τὴν Παναγία, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἐπιλέξει δώδεκα μαθητές του καὶ νὰ μεταβοῦν στὴν Ἰβηρία, γιὰ νὰ ἑδραιώσουν τὴν χριστιανικὴ πίστη τοῦ λαού της. Ὁ Ἅγιος κάλεσε τοὺς ὑποτακτικούς του καὶ τοὺς ἀνέφερε τὸ γεγονός. Ὅλοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Τότε ἐκεῖνος ἔγραψε τὰ ὀνόματα ὅλως σὲ ξεχωριστὰ χαρτιὰ καὶ τὰ ἔβαλε ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα. Ὅλοι τὴ νύχτα οἱ Πατέρες προσεύχονταν. Τὸ πρωί, μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία, ὁ Ὅσιος τοὺς εἶπε νὰ ὑψώσουν τὰ χέρια τους στὸν οὐρανὸ λέγοντας «Κύριε, ἐλέησον». Κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχὴς Ἄγγελος Κυρίου πῆρε ἐνώπιον ὅλων δώδεκα χαρτιὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὰ ἔβαλε στὰ χέρια τοῦ Ὁσίου.
Οἱ ἐκλεγέντες μαθητὲς ἦταν οἱ Σίω, Δαβίδ, Ἀντώνιος, Θαδδαῖος, Στέφανος, Ἰσήδωρος, Μιχαήλ, Πύρρος, Ζήνων, Ἰσέ, Ἰωσὴφ καὶ Ἄβιβος. Στὴ συνέχεια ἐξέλεξε γιὰ ἡγούμενο τῆς σκήτης κάποιο μοναχὸ Εὐθύμιο καὶ ξεκίνησε μὲ τοὺς μαθητές του τὸ ταξίδι.
Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίσθηκε στὸν Ἐπίσκοπο τῆς πρωτεύουσας τῆς Γεωργίας Εὐλόγιο καὶ τοῦ εἶπε γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Ἰωάννου καὶ τῶν μαθητῶν του. Τότε ὁ μακάριος ἐκεῖνος Ἐπίσκοπος ξεκίνησε συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό, γιὰ νά τοὺς ὑποδεχθεῖ. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔβαλε μετάνοια στὸν Ἐπίσκοπο καὶ πῆρε τὴν εὐλογία του. Καὶ τότε συνέβη τὸ θαῦμα ποὺ μοιάζει μὲ ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους. Ὁ Ὅσιος μιλοῦσε τὴ γεωργιανὴ γλῶσσα.
Ὁ Ὅσιος καὶ οἱ μαθητές του κήρυξαν σὲ ὅλη τὴν Γεωργία καὶ προσκύνησαν ὅλους τοὺς εὐλογημένους τόπους ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶχε περάσει ἡ Ἁγία Νίνα.
Μετὰ τὸ πέρας τοῦ ἱεραποστολικοῦ τους ἔργου ζήτησαν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ὑποδείξει μόνιμο τόπο ἀσκήσεως καὶ διαμονῆς. Ὁ τόπος αὐτὸς ἦταν τὸ ὄρος Ζάντεν. Ὁ Ἅγιος ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα σπήλαιο καὶ ἄρχισε νὰ μιμεῖται τὴν ἰσάγγελη πολιτεία τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἀπὸ ἐκεῖ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μοναχούς, ἀφοῦ στερεώθηκαν στὴν πίστη καὶ στὴν ἀνδρεία, ξεκίνησαν νὰ κηρύξουν τὸν Χριστὸ σὲ ὅλη τὴν χώρα. Ὁ Ὅσιος εἶχε μαζί του καὶ ἱερὰ λείψανα Ἁγίων, τὰ ὁποία τοὺς προσέφερε ὡς εὐλογία, γιὰ νὰ ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων καὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμά τους. Ἐκεῖνος συνέχισε τῆς ἄσκηση καὶ τὸ μονήρη ἡσυχαστικὸ βίο. Ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια θηρία τοῦ ὄρους ἔκαναν ὑπακοὴ στὸν Ὅσιο.
Ἔφθασε, ὅμως, ὁ καιρὸς γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος τοῦ ἀποκάλυψε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του. Κάλεσε τοὺς μαθητές του, τοὺς νουθέτησε πατρικά, τοὺς εὐλόγησε, μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος τοῦ Σόρκϊυ καταγόταν ἀπὸ τὴν εὐγενὴ οἰκογένεια τῶν Μάικωφ καὶ γεννήθηκε στὴ Μόσχα τὸ 1433 μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ὅταν ἦταν νέος, ἐργάσθηκε ὡς ταχυγράφος στὴν ὑπηρεσία τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος τῆς Μόσχας.
Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴ μονὴ τῆς Λευκῆς Λίμνης, ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ ἀσκητὴς Κύριλλος. Λίγο ἀργότερα μεταβαίνει στὸ Ἅγιον Ὄρος, μὲ τὸ συμμοναστή του μοναχὸ Ἰννοκέντιο καὶ ἀσκητεύει στὴ «Σκήτη τοῦ Ξυλουργοῦ». Ὑπάρχει βέβαια ἡ πληροφορία ὅτι ἔμεινε γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ ὁποία ἐκείνη τὴν ἐποχὴ βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀκμή.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος καὶ ὁ μοναχὸς Ἰννοκέντιος ἐπιστρέφουν στὴ Ρωσία περὶ τὸ 1480 μ.Χ. Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἡσυχίας τὸν κάνει νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ ἕνα μικρὸ ἐρημικὸ μέρος, λίγο μακρύτερα ἀπὸ τὴ μονὴ Λευκῆς Λίμνης, στὸν ποταμὸ Σόρα. Ἐκεῖ κτίζει καὶ ἕνα μικρὸ ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου καὶ ἐπιδίδεται στὸ θεωρητικὸ βίο καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ὁ Ὅσιος Νεῖλος συνιστᾶ προσοχὴ καὶ διάκριση. Γνωρίζει ὅτι δὲν πρέπει νὰ μπεῖ κάποιος πρόωρα σὲ ἀνώτερες πνευματικὰ περιοχές. Γνωρίζει ὅτι κάθε μύηση στὴν πνευματικὴ ζωὴ πρέπει νὰ εἶναι προσεγμένη καὶ νὰ γίνεται προοδευτικά. Τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τῆς πνευματικότητας τοῦ Ὁσίου Νείλου εἶναι τὸ «μέτρο» στὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἡ διάκριση στὴ συμπεριφορὰ καὶ στὴ σχέση μας μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ταπείνωση. Εἶναι ὁ κὰτ’ ἐξοχὴν Ὅσιος τῆς κενώσεως, δηλαδὴ τῆς ταπεινῆς ἀσκητικῆς ζωῆς καὶ στάσεως.
Ἕνα ἄλλο χάρισμά του ἦταν ἡ ἀγάπη. Γιὰ νὰ εἶναι χρήσιμος στοὺς ἀδελφοὺς δεχόταν νὰ γίνει σαλός, ἀποκαλύπτοντας σὲ αὐτοὺς τὰ μυστικὰ τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Ὅμως ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ θεολογικὴ κατάρτιση τοῦ Ὁσίου Νείλου ἑλκύουν τὴν προσοχὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν καὶ τῶν κρατικῶν παραγόντων. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ στὴν πόλη Νόβγκοροντ ξεσπᾶ ἡ αἵρεση τῶν Ἰουδαϊζόντων, οἱ ὁποῖοι μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔλεγαν ὅτι τὸ 7000 ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, δηλαδὴ τὸ 1492 μ.Χ., θὰ γίνει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ὁ Ὅσιος βοήθησε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Πολιτεία νὰ μορφώσουν ὀρθὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν αἵρεση καὶ νὰ τὴν καταδικάσουν.
Ἕνα ἄλλο θέμα ποὺ ἀντιμετώπισε ὁ Ὅσιος ἦταν αὐτὸ τῆς περιουσίας τῶν μονῶν. Ὁ Ἅγιος γνώριζε καλὰ τὸν μεγάλο κίνδυνο ποὺ ἀπειλοῦσε τοὺς μοναχοὺς ἀπὸ τὴ συσσώρευση πλούτου στὶς μονές, ἔστω καὶ ἂν ὁ πλοῦτος αὐτὸς δὲν ἀνῆκε στοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ στὴ μονή. Τὸ θέμα συζητήθηκε σὲ Σύνοδο ποὺ συγκλήθηκε τὸ 1503 στὴ Μόσχα, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι γιὰ ποιμαντικοὺς λόγους ἡ Σύνοδος δὲν υἱοθέτησε τὸ πνεῦμα τοῦ Ὁσίου Νείλου. Παρ’ ὅλα αὐτὰ τὸ πνεῦμα αὐτὸ τοῦ Ὁσίου ἐπηρέασε θετικὰ τὸ Ρωσικὸ μοναχικὸ βίο.
Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ὁσίου Νείλου εἶναι πολὺ πλούσιο. Τὰ κυριότερα ἔργα του εἶναι ἀσκητικὰ καὶ ἀφοροῦν τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ τὴν ἐρημικὴ ζωή.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων τοῦ 1508.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος ὁ Ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, ὁ Ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, γεννήθηκε στὴν Αὐστροουγγαρία στὶς 18 Μαρτίου τοῦ 1854 ἀπὸ μία φτωχὴ οἰκογένεια Καρπαθορώσων. Ὅπως πολλὲς ἄλλες οἰκογένειες στὴν Αὐστροουγγρικὴ αὐτοκρατορία, ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἀλεξίου Τὸθ ἦταν ἀρχικὰ συνδεδεμένη μὲ τοὺς Οὐνίτες. Ὁ πατέρας καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἀλεξίου ἦταν «ἱερεῖς» καὶ ὁ θεῖος του ἦταν «Ἐπίσκοπος» τῶν Οὐνιτῶν. Ἔλαβε ἐξαιρετικὴ μόρφωση καὶ ἔμαθε πολλὲς γλῶσσες (καρπαθορωσικά, οὑγγρικά, ρωσικά, γερμανικά, λατινικὰ καὶ ἑλληνικὰ μόνο γιὰ ἀνάγνωση). Νυμφεύθηκε τὴ Ροζαλὶ Μιχάλιτς, τὴν θυγατέρα ἑνὸς «ἱερέως» καὶ χειροτονήθηκε «πρεσβύτερος» στὶς 18 Ἀπριλίου 1878. Ἡ γυναῖκά του πέθανε σύντομα καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ τὸ μονάκριβο παιδί του. Ὁ Ἀλέξιος ἄντεξε τὶς δοκιμασίες αὐτὲς μὲ τὴν ὑπομονὴ τοῦ Ἰώβ.
Τὸν Μάιο τοῦ 1897 ὁ Ἀλέξιος ἀνεδείχθη γραμματέας τοῦ Ἐπισκόπου Πρέσωβ καὶ ὑπεύθυνος τοῦ διοικητικοῦ τομέα τῆς Ἐπισκοπῆς. Ἐπίσης, τοῦ ἀνατέθηκε ἡ διεύθυνση ἑνὸς ὀρφανοτροφείου. Στὸ σεμινάριο τοῦ Πρέσωβ ὁ Ἀλέξιος Τὸθ δίδαξε ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ κανονικὸ δίκαιο, γνώσεις ποὺ τὸν βοήθησαν πάρα πολὺ στὴν μετέπειτα ζωή του στὴν Ἀμερική.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1889 ἀνέλαβε ἱερατικὰ καθήκοντα σὲ μία οὐνιτικὴ ἐνορία στὴ Μινεάπολη τῆς Μινεσότας. Ὅμως, μέσα ἀπὸ διάφορες ἐκκλησιαστικὲς περιπέτειες, ἀποφάσισε νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν Ρῶσο Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο Βλαδίμηρο. Στὶς 25 Μαρτίου τοῦ 1891, ὁ ἱερέας Ἀλέξιος Τὸθ καὶ 3.614 ἐνορίτες του προσῆλθαν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὴν πίστη τῶν προγόνων τους. Οἱ ἐνορίτες, θεωρώντας αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὡς ἕνα νέο θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναφώνησαν μὲ χαρά: «Δόξα Σοι, ὁ Θεός, γιὰ τὸ μεγάλο Του ἔλεος».
Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου καὶ τῆς ἐνορίας του, ποὺ ἐπέστρεψαν στὴν Ὀρθοδοξία, ἦταν ἐνθαρρυντικὸ γιὰ ἑκατοντάδες ἄλλους Οὐνίτες. Ὁ πατὴρ Ἀλέξιος ἦταν φῶς ἐπὶ τὴ λυχνία καὶ ἀποτελοῦσε φωτεινὸ παράδειγμα γιὰ τοὺς πιστούς. Μὲ τὸ τολμηρὸ κήρυγμά του ἐξέθεσε τὴν κακόπιστη διδασκαλία ποὺ εἶχε παραπλανήσει τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἦταν πολὺ διακριτικός, γιὰ νὰ μὴν καλλιεργήσει στὸ ποίμνιό του τὴ μισαλλοδοξία. Ἀναδείχθηκε κήρυκας τῆς θεοσεβοῦς θεολογίας καὶ τοῦ ὀρθοῦ δόγματος καὶ συνέγραψε ἀρκετὰ συγγράμματα γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὸν ὀρθόδοξο βίο.
Ὁ ἐνάρετος ἱερέας, γιὰ νὰ ἀνταπεξέλθει στὶς βιοτικὲς ἀνάγκες, ἦταν ἀναγκασμένος νὰ ἐργάζεται σὲ ἕνα φοῦρνο. Ἂν καὶ τὰ χρήματά του ἦταν λίγα, δὲν παράλειπε νὰ δίνει ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἐνδεεῖς. Μοιραζόταν τὰ χρήματα μὲ ἄλλους κληρικοὺς ποὺ ἦταν σὲ χειρότερη κατάσταση ἀπό αὐτὸν καὶ συνέφερε στὴν ἀνοικοδόμηση ἐκκλησιῶν καὶ στὴν ἐκπαίδευση τῶν φοιτητῶν Θεολογίας. Δὲν ἦταν ἀνήσυχος σχετικὰ μὲ τὴν ζωή του, γιὰ τὸ τί θὰ ἔτρωγε καὶ τί θὰ ἐνδυόταν. Ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο ἀκολουθοῦσε τὴν προτροπὴ τοῦ Εὐαγγελίου: «ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὑπέφερε τὴ θλίψη, τὴ συκοφαντία καὶ τὶς φυσικὲς ἐπιθέσεις μὲ ὑπομονὴ καὶ πνευματικὴ χαρά, ὑπενθυμίζοντάς μας ὅτι «παντὸς δυνατοτέρα ἐστὶν ἡ εὐσέβεια» καὶ ὅπως καὶ ὁ Ἰωσίας «κατευθυνόταν ἐν ἐπιστροφῇ λαοῦ».
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος συνέβαλε στὴ δημιουργία καὶ στὴν ἐπιστροφὴ πολλῶν οὐνιτικῶν κοινοτήτων στὴν Ὀρθοδοξία. Ἀπὸ τὸ 1909, τὴν περίοδο τῆς μακαρίας κοιμήσεώς του, χιλιάδες Καρπαθορώσοι καὶ Γαλισιανοὶ Οὐνίτες εἶχαν ἐπιστρέψει στὴν Ὀρθοδοξία. Αὐτὸ ἦταν ἕνα σημαντικὸ γεγονὸς στὴν ἱστορία τῆς ἱεραποστολῆς στὴν Ἀμερικῆς, τὸ ὁποῖο συνέβαλε καθοριστικὰ στὴν ἐκεῖ ἑδραίωση τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τὸ 1907 ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε τὴν ὑποψηφιότητά του γιὰ τὸν ἐπισκοπικὸ βαθμὸ προτείνοντας κάποιον νεότερο γιὰ τὴ θέση αὐτή.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὴν Παρασκευὴ 7 Μαΐου 1909. Τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Τύχωνος στὴ νότια Καναὰν τῆς Πενσυλβανίας.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Λιοῦμπεχ Ρωσίας
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Λιοῦμπεχ ἔλαβε τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Λιοῦμπεχ στὰ περίχωρα τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ἡ εἰκόνα χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ.
Τὰ θαύματα αὐτῆς γράφηκαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Δημήτριο, Ἐπίσκοπο Ροστὼβ († 21 Σεπτεμβρίου). Τὸ 1653, ὅταν οἱ Πολωνοὶ ἐπρόκειτο νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τοῦ Λιοῦμπεχ, οἱ Χριστιανοὶ φοβούμενοι ἔστειλαν τὴν εἰκόνα στὸ Κίεβο. Τὸ 1701, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλεως, ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἐπεστράφη στὴν πόλη τοῦ Λιοῦμπεχ καὶ τοποθετήθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἕνα ἀκριβὲς ἀντίγραφό της ἔμεινε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας Κιέβου.
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Ζίροβιτς Ρωσίας
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ζίροβιτς βρέθηκε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο τὸ 1470 στὴν περιοχὴ Ζίροβιτς, στὰ σύνορα τοῦ Γκροῦνεγκ. Μέσα στὸ δάσος, τὸ ὁποῖο ἀνῆκε στὸν Ὀρθόδοξο Λιθουανὸ τιτλοῦχο Ἀλέξανδρο Σόλτον, οἱ βοσκοὶ ἀντίκρισαν ἕνα ὑπερφυσικὸ λαμπρὸ φῶς καὶ ὅταν πλησίασαν εἶδαν τὴν ἀκτινοβόλο εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἐπάνω σὲ ἕνα δένδρο. Μὲ σεβασμὸ οἱ βοσκοὶ ἔδωσαν τὴν εἰκόνα στὸν Ἀλέξανδρο Σόλτον, ὁ ὁποῖος, χωρὶς νὰ δώσει ἰδιαίτερη σημασία, τὴν τοποθέτησε σὲ ἕνα προσκυνητάρι.
Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ Σόλτον εἶχε ἐπισκέπτες καὶ ἤθελε νὰ τοὺς δείξει τί εἶχε βρεθεῖ. Πρὸς μεγάλη ἔκπληξή του δὲν βρῆκε τὴν εἰκόνα στὸ προσκυνητάρι, ἂν καὶ τὴν εἶχε δεῖ ἐκεῖ πρὶν ἀπὸ λίγο. Μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα οἱ βοσκοὶ πάλι βρῆκαν τὴν εἰκόνα στὸ ἴδιο μέρος καὶ τὴν πῆγαν πάλι στὸν Ἀλέξανδρο Σόλτον. Αὐτὴ τὴ φορά, ὅμως, παρέλαβε τὴν εἰκόνα μὲ μεγάλο σεβασμὸ καὶ ὑποσχέθηκε νὰ χτίσει μία ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στὸ μέρος ποὺ βρέθηκε ἡ εἰκόνα. Γύρω ἀπὸ τὴν ξύλινη ἐκκλησία, σύντομα δημιουργήθηκε ἕνας οἰκισμὸς καὶ ἀργότερα δημιουργήθηκε μία ἐνορία.
Περὶ τὸ 1520 ἡ ἐκκλησία καταστράφηκε ἀπὸ φωτιά, παρὰ τὶς προσπάθειες τῶν κατοίκων νὰ σβήσουν τὴν πυρκαγιὰ καὶ νὰ σώσουν τὴν εἰκόνα. Ὅλοι νόμιζαν ὅτι ἡ εἰκόνα εἶχε καταστραφεῖ.
Ὅμως, μερικὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ χωριό, γυρνώντας ἀπὸ τὸ σχολεῖο, εἶδαν ἕνα θαυμαστὸ ὅραμα. Ἡ Παρθένος Μαρία, ἐξαιρετικὰ ὄμορφη καὶ ἀκτινοβόλος, καθόταν πάνω σὲ μία πέτρα στὴν καμένη ἐκκλησία καὶ στὰ χέρια της κρατοῦσε τὴν εἰκόνα της. Τὰ παιδιὰ δὲν τόλμησαν νὰ τὴν πλησιάσουν, ἀλλὰ ἔτρεξαν γιὰ νὰ ἀναφέρουν τὸ γεγονὸς σὲ συγγενεῖς καὶ φίλους.
Ὅλοι μαζὶ οἱ πιστοὶ μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα πῆγαν στὸ λόφο καὶ βρῆκαν τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τελείως ἀνέπαφη ἀπὸ τὴ φωτιά, τοποθετημένη ἐπάνω σὲ μία πέτρα μὲ ἕνα ἀναμμένο καντήλι μπροστά της. Ἒκτισαν μία πέτρινη ἐκκλησία καὶ τοποθέτησαν ἐντὸς αὐτῆς τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα. Ἀργότερα, ἐκεῖ, ἀναπτύχθηκε ἕνα ἀνδρικὸ μοναστήρι ποὺ κατηύθυνε τὸν ἀγώνα τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τῆς Οὐνίας καὶ τῶν Λατίνων. Τὸ 1609 ἡ μονὴ κατελήφθη ἀπὸ Οὐνίτες καὶ παρέμεινε ὑπὸ τὴν κατοχὴ τους μέχρι τὸ 1839. Τὸ ἴδιο ἔτος ἡ μονὴ περιῆλθε καὶ πάλι στοὺς Ὀρθοδόξους.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Α’ Παγκοσμίου πολέμου ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Ζίροβιτς μεταφέρθηκε, πρὸς πνευματικὴ ἐνίσχυση τοῦ λαοῦ, στὴν Μόσχα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 1920 ἐπεστράφη στὴ μονή.
Άγιος Κύριλλος ο μάρτυρας
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.
Πηγές:http://www.saint.gr/05/07/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/5/d/7/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου