Ἀπὸ ἕνα ἐξαιρετικὸ στιχούργημα τοῦ Παλαμᾶ εἶναι κλεμμένος ὁ τίτλος. («Ἱερὲς κλεψίες» ἔλεγε ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, τὴν προσφυγὴ στοὺς τρανοὺς τοῦ Γένους). Εἶναι ἀφιερωμένο στὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὴν ἡμέρα τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς πατρίδος, ὅταν γιορτάζουμε τὰ δύο «χαῖρε». Τὸ «χαῖρε» τοῦ ἀρχαγγέλου καὶ τὸ «χαῖρε» τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ.
«Σβήνουν δυὸ νύχτες, καὶ δυὸ αὐγὲς προβάλλουν στὸν ἀγέρα.
Δυὸ λευτεριὲς ποὺ σμίγουνε μέσα στὴν ἴδια μέρα.
Δυὸ λευτεριὲς ματόβρεχτες, παιδιὰ μεγάλου κόπου,
ἡ λευτεριὰ τοῦ Ἕλληνα κι ἡ λευτεριὰ τοῦ ἀνθρώπου».
Μιὰ παρένθεση. Δὲν θέλω νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὴν τρέχουσα ἐπικαιρότητα. Γράφτηκαν καὶ γράφονται πολλά. Ἀκούω πολὺ κόσμο νὰ μονολογεῖ: δὲν βλέπω τηλεόραση μὲ τοὺς νεκροθάφτες δημοσιογράφους ποὺ νυχθημερὸν μᾶς κουκουλώνουν μὲ σάβανα καὶ ἀσθένειες.
Κουραστήκαμε νὰ διαβάζουμε γνῶμες ἀντιφατικές. Ἀκόμη περισσότερο τρομοκρατεῖται ὁ λαός, ἀντὶ νὰ καθησυχάζεται, μὲ προφητεῖες καὶ αὐθαίρετες προβλέψεις ἀπὸ ἀδαεῖς καὶ «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν», ζηλωτές. Θυμᾶμαι ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ μιὰ φράση: «Τὸ διδάξαι τὸν πλησίον ὅμοιον ἐστὶ τοῦ ἐλέγξαι», τοῦ ἁγίου ἀββᾶ Παμβώ. Δὲν ἰσοπεδώνω τίποτε οὔτε κατακρίνω κανέναν.
Ἐν μέσῳ σύγχυσης καὶ πληθώρας γνωμῶν, λάμπουν καὶ τὰ πραγματικὰ πετράδια. Νουνεχεῖς καὶ σοβαροὶ ἐπιστήμονες, θεολόγοι καὶ πιστοὶ ἄνθρωποι, γράφουν μὲ περισσὴ περίσκεψη. Οἱ σοβαροὶ ἐπιστήμονες λιώνουν στὰ ἐργαστήριά τους, οἱ καλύτεροι θεολόγοι εἶναι «τὰ βοτσαλάκια τῆς ἐρήμου», ὅσοι ἐπιδίδονται σὲ ἀνείπωτους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες. Αὐτοὺς νὰ ἀκοῦμε καὶ νὰ ἐμπιστευόμαστε καὶ ὁ νοῶν νοείτω.
Εἶμαι μάχιμος δάσκαλος καὶ μὲ ἐνδιαφέρει, πρωτίστως, τὸ τί παιδεία προσφέρουμε στὰ παιδιὰ τοῦ λαοῦ μας. Φέτος 200 χρόνια μετὰ τὴν Εὐλογημένη Ἐπανάσταση τοῦ '21, εἶναι μιὰ λαμπρὴ εὐκαιρία νὰ σηκωθοῦμε λίγο ψηλότερα, νὰ ἀρωματίσουμε τοὺς μαθητές μας μὲ τὴν εὐωδία τῶν ἡρώων. Μαύρισε, φαρμακώθηκε ἡ ψυχὴ τῶν παιδιῶν ἐδῶ καὶ ἕνα χρόνο μὲ τοὺς ἐγκλεισμούς, τὶς ἀπειλές, τὶς βλοσυρὲς μάσκες, τοὺς θανάτους, τὴν οἰκονομικὴ φρίκη.
Εἶμαι μάχιμος δάσκαλος καὶ μὲ ἐνδιαφέρει, πρωτίστως, τὸ τί παιδεία προσφέρουμε στὰ παιδιὰ τοῦ λαοῦ μας. Φέτος 200 χρόνια μετὰ τὴν Εὐλογημένη Ἐπανάσταση τοῦ '21, εἶναι μιὰ λαμπρὴ εὐκαιρία νὰ σηκωθοῦμε λίγο ψηλότερα, νὰ ἀρωματίσουμε τοὺς μαθητές μας μὲ τὴν εὐωδία τῶν ἡρώων. Μαύρισε, φαρμακώθηκε ἡ ψυχὴ τῶν παιδιῶν ἐδῶ καὶ ἕνα χρόνο μὲ τοὺς ἐγκλεισμούς, τὶς ἀπειλές, τὶς βλοσυρὲς μάσκες, τοὺς θανάτους, τὴν οἰκονομικὴ φρίκη.
Ἄς μπεῖ καὶ λίγο φῶς στὰ σπίτια καὶ τὰ σχολεῖα. Ὄχι γιὰ νὰ κρυβόμαστε ὑποκριτικά, ἀλλὰ γιατί ὁ νοῦς τῶν μικρῶν μαθητῶν δὲν χωράει τὸ κακό, δὲν μπορεῖ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μιὰ φράση τοῦ συρμοῦ, νὰ τὸ διαχειριστεῖ. Γνωρίζω ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μου πόσο «θεραπευτικὴ» εἶναι ἡ διδασκαλία ποὺ στηρίζεται σὲ κείμενα βιωματικά, ποὺ ἀναδεικνύουν τὸ πνευματικὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς ἢ τῆς ἐπετείου.
Ἕνα ὑπουργεῖο, ὄντως ἐθνικῆς παιδείας, θὰ εἶχε ἑτοιμάσει ἤδη καὶ θὰ τὸ διαμοιράζαμε στοὺς μαθητές μας, ἕνα ἀνθολόγιο-ἀφιέρωμα στὸν βίο καὶ πολιτεία τῶν ἐλευθερωτῶν μας. Νὰ κλείναμε, γιὰ ἕνα ἑξάμηνο, τὰ βαρετὰ καὶ φλύαρα, ἄχρηστα καὶ ἀντιπαιδαγωγικὰ βιβλία τους καὶ νὰ διδάσκαμε, ναί! καὶ ὡς γλωσσικὸ μάθημα, λόγια καὶ φράσεις τοῦ Κολοκοτρώνη συνοδευόμενα ἀπὸ τὴν μάχη στὰ Δερβενάκια.
Λόγια τοῦ Καραϊσκάκη μαζὶ μὲ τὴν ἐποποιία στὴν Αράχωβα. Τοῦ ἀντρειωμένου «Δυσσέα», ὅταν πολιορκοῦσε τὴν Ἀκρόπολη.
Μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀμώμητο πίστη μας. Τί πιὸ ὡραῖο νὰ μάθει καὶ νὰ κρατήσει ὁλοζωὴς στὴν μνήμη του, τὸ μικρὸ παιδί, τὸ παράδειγμα τοῦ Γέρου τοῦ Μοριᾶ.
Γράφει ὁ μεγάλος δάσκαλος τοῦ Γένους μας, Κωνσταντῖνος Οἰκονόμου ὁ ἐξ Οἰκονόμων, γιὰ τὴν πίστη τοῦ Κολοκοτρώνη:
Γράφει ὁ μεγάλος δάσκαλος τοῦ Γένους μας, Κωνσταντῖνος Οἰκονόμου ὁ ἐξ Οἰκονόμων, γιὰ τὴν πίστη τοῦ Κολοκοτρώνη:
«Χρόνια πολλὰ πρὶν τὸν εὕρει ὁ θάνατος, τὸν πρόβλεπε, κι ἑτοίμαζε τὴν ψυχή του καὶ μετανοοῦσε. Φιλιώτανε, μὲ τοὺς παλιοὺς ἐχθρούς του, μὲ κάθε ἄνθρωπο ποῦ ‘χε ψυχραθεί. Γι' αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἔκαμε τελευταία καὶ ταξίδι στὰ νησιά, καὶ στὸ Μοριά, κι ἀντάμωσε τοὺς παλιοὺς συναγωνιστές, φίλους, γνωρίμους του κι ἐχθρούς του, καὶ συγχώρεσε καὶ συγχωρέθηκε. Καὶ χαιρέτησε τὸν τόπο του γιὰ τελευταία φορά. Συχνὰ εξομολογιότανε καὶ μεταλάβαινε. Αὐτὸ τό 'καμε καὶ τὴν τελευταία Μεγάλη Σαρακοστή, πρὶν πεθάνει». Θέλουμε νὰ ἀναδείξουμε ὅτι ὁ ἀγῶνας ἦταν ἐθνικός, ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἀγωνίζονται. Ὅτι καὶ ἡ προδομένη Μακεδονία μας συμμετεῖχε. Νά, τὸ ἱστορικὸ παράδειγμα, ποὺ θὰ συγκινήσει τοὺς μαθητές.
Ἡ περίφημη Καρατάσαινα, γυναῖκα καὶ μάνα ἡρώων. Συνελήφθη, κατὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Νάουσας, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1822 καὶ ὁδηγήθηκε, μαζὶ μὲ πλῆθος αἰχμάλωτα γυναικόπαιδα στὴν Θεσσαλονίκη. Πιέστηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἀρνήθηκε. «Γι' αὐτό», γράφει ὁ αὐτόπτης Γάλλος Πουκεβὶλ στὴν ἱστορία του «ἐβύθισαν ἐντὸς σάκκου, τὸν ὁποῖον εἶχαν γεμίσει μὲ ὄφεις, τὴν σύζυγο τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου. Ὁ Αβδοὺλ Λουμποὺτ ἤλπιζεν ὅτι ὁ θάνατός της, θὰ ἐπήρχετο κατόπιν φρικτῶν πόνων καὶ βασάνων. Ἀλλὰ αἱ πληγαὶ πλήθους ἐχιδνῶν ἔχυσαν τόσον δηλητήριον εἰς τὰς φλέβας τῆς μάρτυρος, ὥστε περιέπεσεν εἰς λήθαργον καὶ ἀπέθανεν ἀνωδύνως, λυτρωθεῖσα οὕτῳ τῶν δημίων της, ὑπὲρ τῶν ὁποίων δὲν ἔπαυσεν νὰ προσεύχεται θερμῶς, ἐπικαλούμενη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας. Οὕτως ἀπέθνησκον αἱ χριστιαναὶ γυναῖκες».
Ἡ περίφημη Καρατάσαινα, γυναῖκα καὶ μάνα ἡρώων. Συνελήφθη, κατὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Νάουσας, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1822 καὶ ὁδηγήθηκε, μαζὶ μὲ πλῆθος αἰχμάλωτα γυναικόπαιδα στὴν Θεσσαλονίκη. Πιέστηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἀρνήθηκε. «Γι' αὐτό», γράφει ὁ αὐτόπτης Γάλλος Πουκεβὶλ στὴν ἱστορία του «ἐβύθισαν ἐντὸς σάκκου, τὸν ὁποῖον εἶχαν γεμίσει μὲ ὄφεις, τὴν σύζυγο τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου. Ὁ Αβδοὺλ Λουμποὺτ ἤλπιζεν ὅτι ὁ θάνατός της, θὰ ἐπήρχετο κατόπιν φρικτῶν πόνων καὶ βασάνων. Ἀλλὰ αἱ πληγαὶ πλήθους ἐχιδνῶν ἔχυσαν τόσον δηλητήριον εἰς τὰς φλέβας τῆς μάρτυρος, ὥστε περιέπεσεν εἰς λήθαργον καὶ ἀπέθανεν ἀνωδύνως, λυτρωθεῖσα οὕτῳ τῶν δημίων της, ὑπὲρ τῶν ὁποίων δὲν ἔπαυσεν νὰ προσεύχεται θερμῶς, ἐπικαλούμενη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας. Οὕτως ἀπέθνησκον αἱ χριστιαναὶ γυναῖκες».
Νὰ διδάξουμε τί σημαίνει Ἕλληνας πολιτικός. Ὅτι τοῦτος ὁ τόπος δὲν μπορεῖ νὰ ἀναστηθεῖ, γιατί, μετὰ τὸν Καποδίστρια, καταντήσαμε, κατὰ τὸν Μακρυγιάννη, «κοπέλια τῶν ξένων». «...... Ὁ γιατρός του, τοῦ εἶπε νὰ βελτιώσει λίγο τὴν τροφή του, ἦταν ἐπείγουσα ἀνάγκη γιὰ τὴν ὑγεία του. Κι ἐκεῖνος ἀπήντησε ἀποφασιστικά: Τότε μονάχα θὰ βελτιώσω τὴν τροφή μου, ὅταν θὰ εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα Ἑλληνόπουλο ποὺ νὰ πεινάει ......».
Εἴμαστε σὲ βαθὺ σκοτάδι. Ἀλλὰ τὸ βαθὺ σκοτάδι προμηνύει τὴν αὐγή. Ξημερώνει, ποὺ θὰ πεῖ ἡμερώνει, καλοσυνεύει ὁ Θεὸς τὴν πλάση του. Ξέρουμε, ἐμεῖς οἱ Ρωμιοί, τὸν δρόμο γιὰ νὰ βγοῦμε στὸ ξέφωτο. Καὶ αὐτὸ μᾶς τὸ δίδαξαν ἐκεῖνοι, οἱ μεταξένιοι ἥρωές μας. Νά, τί μᾶς κανοναρχοῦν, ἀπὸ τὴν «ἄκρα σιωπή» τους.
«Μεσολόγγι. Ἦταν πρωί, Σάββατο τοῦ Λαζάρου, 10 Ἀπριλίου τοῦ 1826, ὅταν συγκροτήθηκε τὸ ἀθάνατο ἐκεῖνο συμβούλιο ἀποφάσεως. Ἦταν ἕνα συμβούλιο θανάτου. Οἱ καπεταναῖοι εἶχαν ἀναλάβει νὰ διερευνήσουν, μὲ ἀνιχνευτὲς τὴν ὕπαρξη μυστικοῦ δρόμου-διόδων γιὰ ἀκίνδυνο πέρασμα τῶν Ἐλεύθερων Πολιορκημένων στὴν ἐλευθερία. Κανένας ὅμως δὲν ἔφερε ἐλπιδοφόρα πληροφορία. Οἱ λόγχες καὶ οἱ στενωποὶ φυλάγονταν ἄγρυπνα ἀπὸ τοὺς Μωχαμετάνους. Γενικὴ ἦταν ἡ κατήφεια καὶ ἡ σιωπηλὴ θλίψη. Τὴν σιωπὴ τῆς στιγμῆς ἔσπασε ἡ βροντώδης καὶ σταθερὴ φωνὴ τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Φρουρᾶς, τοῦ Θανάση Ραζηκότσικα.
- Ὑπάρχει δρόμος ωρέ!
- Ποιός εἶναι, στρατηγέ, καὶ δὲν τὸν λὲς τόση ὥρα; Διαμαρτυρήθηκαν ὅλοι οἱ παριστάμενοι.
- Εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, φωνάζει».
Μόνο ἂν βαδίσουμε τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀναστηθοῦμε, θὰ ἐλευθερωθοῦμε ὡς λαὸς καὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί...
Δημήτρης Νατσιός- Ποιός εἶναι, στρατηγέ, καὶ δὲν τὸν λὲς τόση ὥρα; Διαμαρτυρήθηκαν ὅλοι οἱ παριστάμενοι.
- Εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, φωνάζει».
Μόνο ἂν βαδίσουμε τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀναστηθοῦμε, θὰ ἐλευθερωθοῦμε ὡς λαὸς καὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί...
δάσκαλος- Κιλκίς
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου