Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2021

Ἀσκητές μέσα στόν κόσμο Α΄: Πατήρ Βασίλειος ὁ θαυματουργός - Μέρος 2ο

...Πε­ρί­με­ναν μέ πε­ρι­έρ­γεια τήν ἄ­φι­ξη τοῦ Τούρ­κου. Ὅ­ταν ἦρ­θε, χαι­ρέ­τη­σε κά­νοντας ἕ­να τε­με­νά μέ­χρι τό χῶ­μα.

Ὁ παπα–Βα­σί­λης τόν ἀντι­χαι­ρέ­τη­σε καί τόν ρώ­τη­σε, τί ἤ­θε­λε. Ἀ­πάντη­σε: «Ἄχ, παπα–Ἐ­φέντη, ἀ­πό μα­κρυ­ά ἔρ­χο­μαι, “ντέρ­τια” (βάσανα) πολ­λά ἔ­χω. Πο­νά­ω πο­λύ. Δέν μπο­ρῶ νά κοι­μη­θῶ οὔ­τε νύ­χτα οὔ­τε μέ­ρα. Ἦρ­θα νά μοῦ δι­α­βά­σης εὐ­χή ἀ­πό τό ἅ­γιο “κι­τάπ” (βι­βλί­ο) πού ἔ­χεις, μή­πως βρῶ τήν για­τρειά μου».

Ὁ παπα–Βα­σί­λης τοῦ δι­ά­βα­σε εὐ­χή καί ἀ­μέ­σως στα­μά­τη­σαν οἱ πό­νοι του. Ἀ­πό εὐ­γνω­μο­σύ­νη ἔ­βγα­λε ἀ­πό τόν κόρ­φο του σα­ράντα λε­πτά καί τά ἔ­δι­νε στόν παπᾶ, στόν ὁ­ποῖ­ο συ­νε­χῶς ἔ­λε­γε εὐ­χές καί εὐ­χα­ρι­στί­ες.

–Τί εἶ­ναι αὐ­τά, για­βρούμ, ρώ­τη­σε ὁ πα­πᾶς, τά­χα σάν νά μήν ἤ­ξε­ρε.

–Παπα–Ἐ­φέντη εἶ­ναι ἕ­να γρό­σι, εἶ­ναι ἡ πλη­ρω­μή σου.

–Μά, παι­δί μου, μέ ἕ­να γρό­σι πιά­νει ἡ εὐ­χή; Δέν ἔ­χεις ἄλ­λα χρή­μα­τα πά­νω σου;

–Ἀ­μάν, παπα–Ἐ­φέντη, σέ πα­ρα­κα­λῶ, δέ­ξου τα. Καί αὐ­τά τά μά­ζε­ψα ἀ­πό ἄλ­λους δα­νει­κά.

–Ἐντά­ξει, για­βρούμ, μή στε­νο­χω­ρι­έ­σαι, ἀ­στει­εύ­θη­κα, ἤ­θε­λα νά σέ πει­ρά­ξω. Κρά­τα τα καί αὐ­τά. Τώ­ρα ἔ­λα νά φᾶς καί νά ξε­κου­ρα­στῆς.

Ἔ­φυ­γε ὁ Τοῦρ­κος θε­ρα­πευ­μέ­νος καί εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος, καί μά­λι­στα τοῦ ἔ­δω­σε ὁ πα­πα–Βα­σί­λης ψω­μί καί ἁ­λά­τι γι­ά τά παι­διά του.

Αὐτός, ὁ ἐ­κλε­κτός καί ἅ­γιος λει­τουρ­γός τοῦ Ὑ­ψί­στου, μέ τό χά­ρι­σμά του ἔ­κα­νε σε­βα­στή στούς ἀλ­λό­θρη­σκους τήν πί­στη μας, μέ­σῳ δέ τῶν θαυ­μά­των πού ἐ­νερ­γοῦ­σε ἡ θεί­α Χά­ρι, δο­ξα­ζό­ταν τό ὄ­νο­μα τοῦ Ἀληθινοῦ Θε­οῦ.

Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος γυι­ός του ἦ­ταν ἀρ­ρα­βω­νι­α­σμέ­νος μέ τήν Σουλ­τά­να Κου­λα­ξί­ζο­γλου, κό­ρη τοῦ Ἀ­βρα­άμ καί τῆς Ἑ­λέ­νης (γο­νεῖς καί τοῦ Νι­κο­λά­ου Κου­λα­ξί­ζο­γλου, πού ἀ­φη­γή­θη­κε τό πε­ρι­στα­τι­κό). Ἡ Σουλ­τά­να εἶ­χε στά χρυ­σα­φι­κά της καί ἕ­να πε­ρι­δέ­ραι­ο μέ εἴ­κο­σι χρυ­σᾶ νο­μί­σμα­τα με­γά­λης ἀ­ξί­ας. Κά­ποια μέ­ρα δι­ε­πί­στω­σε ὅ­τι λεί­πει τό πε­ρι­δέ­ραι­ο αὐτό. Τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη ζοῦ­σε στό ἴ­διο σπί­τι καί ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ θεί­ου της Σάβ­βα πού εἶ­χε καί αὐ­τός τρεῖς–τέσ­σε­ρις κό­ρες. Τό­τε ἄρ­χι­σαν οἱ ὑ­πό­νοι­ες γι­ά τό ποι­ός ἔ­κλε­ψε τά χρυ­σᾶ νο­μί­σμα­τα καί ἐπι­κρά­τη­σε μί­α ψυ­χρό­τη­τα μέ­σα στό σπί­τι. Ἔ­ψα­χναν καί δέν μπο­ροῦ­σαν νά τά βροῦν. Τό ἄλ­λο πρωΐ ἡ μη­τέ­ρα της πῆ­γε νά ρω­τή­ση τόν πα­πα–Βα­σί­λη. Τόν βρῆ­κε νά δι­α­βά­ζη τήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη. Ἀ­φοῦ χαι­ρε­τή­θη­καν τῆς λέ­γει: «Πρό­σε­ξε, συμ­πε­θέ­ρα, μήν κα­τη­γο­ρή­σης κα­νέ­ναν ἄ­δι­κα καί κο­λα­στῆς. Χα­μέ­νο θη­σαυ­ρό δέν τόν ἔ­κλε­ψε κα­νείς. Τή νύ­χτα ὁ ποντι­κός ἔσυ­ρε τό πε­ρι­δέ­ραι­ο γιά νά τό πά­ρη στήν φω­λιά του, ἀλ­λά δέν μπό­ρε­σε νά τό τρα­βή­ξη ὁ­λό­κλη­ρο. Πή­γαι­νε στό σπί­τι σου, τρά­βη­ξε τό σεντού­κι καί θά τό βρεῖς».

Πράγ­μα­τι, γύ­ρι­σε στό σπί­τι της ὅπου τήν πε­ρί­με­ναν ὅ­λοι μέ ἀ­γω­νί­α. Τήν βο­ή­θη­σαν νά τρα­βή­ξη τό σεντού­κι καί ἔκ­πλη­κτοι εἶ­δαν τό πε­ρι­δέ­ραι­ο στήν ποντι­κό­τρυ­πα πού ὑ­πῆρ­χε στόν πλί­θι­νο τοῖ­χο. Θαύ­μα­σαν ὅ­λοι γι­ά τό χά­ρι­σμα τοῦ πα­πα–Βα­σί­λη.

Ἄλ­λη φο­ρά ἦρ­θαν δυ­ό Τοῦρ­κοι νά θε­ρα­πευ­τοῦν. Ὁ ἕ­νας εἶ­χε μα­ζί του πέντε γρό­σια καί ὁ ἄλ­λος ἕ­να. Ὁ πα­πα–Βα­σί­λης τούς εἶ­δε ἀ­πό μα­κρυ­ά καί εἶ­πε πά­λι στούς γέ­ρους τοῦ χω­ριοῦ, πού συ­ζη­τοῦ­σαν, τά σχε­τι­κά μέ τούς Τούρ­κους. Ὅ­ταν ἔ­φθα­σαν στό σπί­τι του, ὁ Τοῦρ­κος πού εἶ­χε τά πέντε γρό­σια ἦ­ταν πι­ό θαρ­ρα­λέ­ος για­τί εἶ­χε πε­ρισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα, ἐ­νῶ ὁ ἄλ­λος ἦ­ταν δι­στα­κτι­κός καί φο­βι­σμέ­νος. Τό­τε τοῦ λέ­γει ὁ πα­πα–Βα­σί­λης: «Ἔ­λα μέ­σα, μήν ντρέ­πε­σαι. Δι­στά­ζεις για­τί ἔ­χεις ἕ­να γρό­σι μό­νο καί ὁ φί­λος σου ἔ­χει πέντε γρό­σια;». Οἱ Τοῦρ­κοι μό­λις ἄ­κου­σαν αὐ­τά ἔ­μει­ναν ἔκ­πλη­κτοι καί εἶ­παν: «Πα­πα–Ἐ­φέντη, πολ­λά ἀ­κού­στη­καν γι­ά σέ­να, γι­ά ὅ­σα κα­λά κά­νεις στόν κό­σμο, ἀλ­λά πρώ­τη φο­ρά βλέ­που­με καί ἀ­κοῦ­με πα­πᾶ νά γνω­ρί­ζη τίς σκέ­ψεις τῶν ἀν­θρώ­πων καί τί ἔ­χει ὁ κα­θέ­νας στήν τσέ­πη του».

Ἀφοῦ δι­ά­βα­σε στόν κα­θέ­να τήν ἀ­νά­λο­γη εὐ­χή, στό τέ­λος τούς εἶ­πε: «Τώ­ρα πη­γαί­νε­τε στήν εὐ­χή τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­φοῦ ἔ­χε­τε πί­στη καί κά­να­τε τό­σο κό­πο νά ἔρ­θε­τε ἀ­πό μα­κρυ­ά, μήν φο­βᾶ­στε, ὁ Θε­ός σᾶς θε­ρα­πεύ­ει». Οἱ Τοῦρ­κοι ἅ­πλω­σαν τά χέ­ρια τους νά τοῦ δώ­σουν τά χρή­μα­τα, ἀλ­λά ὁ πατήρ ἀρ­νή­θη­κε νά τά πά­ρη. Τούς εἶ­πε: «Φτω­χοί ἄν­θρω­ποι εἶ­στε. Νά ψω­νί­σε­τε κά­τι γι­ά τίς οἰ­κο­γέ­νει­ές σας».

Ἐν τῷ με­τα­ξύ οἱ φί­λοι τοῦ παπᾶ, οἱ γέ­ροντες τοῦ χω­ριοῦ πού εἶ­δαν ὅ­λα αὐ­τά, τοῦ εἶ­παν: «Ἔ, παπα–Βα­σί­λη, δέν ξέ­ρου­με τί νά ποῦ­με. Τά ἔ­χο­με χα­μέ­να. Κά­τι συμ­βαί­νει μέ σέ­να. Πῶς σοῦ ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός τό­σα χα­ρί­σμα­τα;». Αὐτός τούς ἀ­πάντη­σε: «Πά­ντα νά προ­σεύ­χε­σθε μέ πί­στη καί εὐ­λά­βεια στόν Θε­ό, νά τη­ρῆ­τε τίς ἐντο­λές τοῦ Θε­οῦ καί Αὐ­τός θά σᾶς δώ­σει τήν Χά­ρι του».

Στό χω­ριό Ἀν­δρο­νί­κη ἕ­νας πλού­σιος Τοῦρ­κος εἶ­χε τό μο­νά­κρι­βό του παι­δί ἄρ­ρω­στο. Ἔ­πα­σχε ἀ­πό τρέλ­λα βα­ρειᾶς μορ­φῆς καί δέν ἤ­ξε­ρε τί ἔ­κα­νε. Ἦταν ἐ­πι­θε­τι­κό στούς ἀν­θρώ­πους, ἔ­σπα­ζε, ἔ­κα­νε ζη­μι­ές καί ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του δέν μπο­ροῦ­σε νά τό συγ­κρα­τή­ση. Ὁ πα­τέ­ρας του τε­λι­κά τό ἔ­κλει­σε σ᾿ ἕ­να δω­μά­τιο, κλεί­δω­σε τίς πόρ­τες καί τοῦ ἔ­δι­νε τρο­φή ἀ­πό ἕ­να μι­κρό πα­ρα­θυ­ρά­κι. Ἦ­ταν τό­σο ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νο καί ἐ­πι­κίν­δυ­νο ὥ­στε κα­νείς δέν μπο­ροῦ­σε νά τό πλη­σιά­ση. Ὁ πα­τέ­ρας προ­η­γου­μέ­νως εἷ­χε πά­ει τό παι­δί σέ για­τρούς καί σέ μά­γους ἀλ­λά κα­νείς δέν μπό­ρε­σε νά τό βο­η­θή­ση.

Εἶ­χε ἀ­κού­σει καί γι­ά τόν θαυ­μα­τουρ­γό ἱε­ρέα καί πά­νω στήν ἀ­πε­λπι­σί­α του σκέ­φθη­κε: «Τί κά­θο­μαι καί πε­ρι­μέ­νω; Δέν παίρ­νω τό παι­δί μου νά τό πά­ω στόν παπα–Βα­σί­λη στό Τασ­λίκ νά τό δι­α­βά­ση καμ­μιά εὐ­χή νά γί­νη κα­λά, ὅ­πως τόσοι καί τό­σοι ἄν­θρω­ποι εἶ­δαν τήν θε­ρα­πεί­α τους ἀπ᾿ αὐ­τόν τόν ἅ­γιο ἄν­θρω­πο;».

Κά­λε­σε καμ­μιά δε­κα­ριά γε­ρο­δε­μέ­νους νέ­ους οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τά­φε­ραν νά δέ­σουν καί νά φορ­τώ­σουν τό παι­δί του σ᾿ ἕ­να γα­ϊ­δου­ρά­κι, δε­μέ­νο ἐ­πί­σης πά­νω στό σα­μά­ρι.

Βλέ­ποντας αὐ­τό τό θέ­α­μα οἱ χω­ρι­κοί τοῦ Τα­σλίκ μα­ζεύ­τη­καν ἀ­πό πε­ρι­έρ­γεια στό σπί­τι τοῦ παπα–Βα­σί­λη νά δοῦν ἂν θά γί­νη κα­λά ὁ νέ­ος.

Ὁ πα­τέ­ρας τοῦ παι­διοῦ ἔ­πε­σε στά πό­δια τοῦ πα­πᾶ καί κλαί­γοντας τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σε: «Πα­πα– Ἐ­φέντη ἔ­χω αὐ­τό τό μο­νά­κρι­βο παι­δί πού τρελ­λά­θη­κε καί δέν μπο­ρῶ νά τό συγ­κρα­τή­σω. Δέρ­νει, χτυ­πά­ει, σπά­ζει καί ὅ­λοι φο­βοῦνται. Ἄ­κου­σα γιά τήν ἁγι­­ω­σύ­νη σου καί ἦρ­θα σέ σέ­να γι­ά νά τό κά­νης κα­λά. Λυ­πή­σου με καί δῶ­σε τήν ὑ­γεί­α στό παι­δί μου, τήν χα­ρά σέ μέ­να καί ἐ­γώ θά σοῦ δώ­σω ὅ,τι θέ­λεις».

–Ἡ­σύ­χα­σε, παι­δί μου, ὁ γυι­ός σου θά γί­νει κα­λά, ἀ­πάντη­σε ὁ παπᾶς.

Φέρ­νουν μπρο­στά τό παι­δί. Φο­ρᾶ τό πε­τρα­χή­λι καί τοῦ δι­α­βά­ζει τίς εὐ­χές ἀ­πό τό Εὐ­χο­λό­γιο τοῦ ἐ­ρη­μί­του˙ τό σταυ­ρώ­νει καί λέ­ει στόν πα­τέ­ρα νά λύ­σουν τό παι­δί πού τώ­ρα ἦ­ταν ἤ­ρε­μο. Τό πιά­νει ἀ­πό τό χέ­ρι, τό ση­κώ­νει ὄρ­θιο καί τοῦ λέ­γει: «Παι­δί μου, ἀπ᾿ αὐ­τήν τήν στιγ­μή εἶ­σαι κα­λά, δέν ἔ­χεις τί­πο­τε. Νά εἶ­σαι στό ἑ­ξῆς κα­λό καί φρό­νι­μο παι­δί, νά ἀ­γα­πᾶς τούς γο­νεῖς σου καί τούς συ­ναν­θρώ­πους. Πή­γαι­νε στήν εὐ­χή τοῦ Θε­οῦ».

Ὁ πλού­σιος πα­τέ­ρας ἔ­πε­σε στά πό­δια του εὐ­χα­ρι­στώντας τον καί τοῦ πρό­σφε­ρε πολ­λά μπα­χτσί­σια (δῶ­ρα), τά ὁ­ποῖ­α ὁ παπᾶς φυσικά δέν δέ­χθη­κε.

Συνεχίζεται
 
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Α΄»  
____________________________
Τὸ πρῶτο μἐρος ΕΔΩ
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου