Ήταν ένας παλαιστής στο Βυζάντιο, καταγόμενος από την Κιλικία, που νικούσε στην τέχνη του. Επειδή οι αντίπαλοί του ευρίσκοντο σε δύσκολη θέση με την τέχνη του, τον φαρμάκωσαν και έπασχε. Οι φίλοι του τον περιέφεραν με ανυπομονησία από ναό σε ναό και από μοναστήρι σε μοναστήρι, λυπούμενοι γι’ αυτόν. Στο τέλος όμως από πολλή ανοησία ή μάλλον τρέλλα οι λεγόμενοι χριστιανοί τον οδήγησαν σε μάγους, απαρνηθέντες τους αγίους για τα παίγνια των μάγων. Οι δε μάγοι έδεσαν σ’ αυτόν πονηρό πνεύμα για δυο έτη και ήταν ακαταμάχητος στο εξής στην τέχνη του και εξ αιτίας της σωματικής του δύναμης, αλλά και εξ αιτίας της ενέργειας του δαίμονα.
Αφού όμως πέρασε η διετία, άρχισε πάλι να υποφέρει περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν. Ήταν αυτό απειλή Θεού για να τον προσελκύσει σε μετάνοια, Αυτού που από ευσπλαχνία δεν θέλει κανενός την απώλεια, αλλά μας θέλει όλους να μετανοήσουμε, παραβλέποντας τις ανομίες μας. Οι δε φίλοι του ντροπιασμένοι και ονειδιζόμενοι από τους αντιπάλους γι’ αυτόν, αφού του έδωσαν αρκετά εφόδια, τον έστειλαν στην αγία Πόλη.
Αφού ήλθε, λοιπόν, και προσκύνησε στους αγίους Τόπους, κατεβαίνοντας και στον άγιο Ιορδάνη για να προσευχηθεί, πέρασε από τη μονή Χοζεβά και αφού συνάντησε τον αββά Δωρόθεο, ο οποίος έγινε μετά Σταυροφύλαξ επί του οσίου πατρός Μοδέστου, Πατριάρχου της αγίας Πόλεως του Χριστού και Θεού μας, τον ερώτησε αν υπάρχει κάποιος αξιόλογος Γέροντας, για να του ειπή λόγον. Και αυτός του απάντησε· «υπάρχει και πολύ θαυμαστός Γέροντας, που κατοικεί στα κελλιά κι έρχεται στο κοινόβιο κάθε Κυριακή». Τότε του λέγει· «εγώ βιάζομαι να κατεβώ στον Ιορδάνη, γι’ αυτό σε παρακαλώ να με οδηγήσεις προς αυτόν».
Και ο αββάς Δωρόθεος τον οδήγησε προς τον όσιο Γεώργιο· και αφού έβαλαν μετάνοια, λέγει ο αββάς Δωρόθεος στο Γέροντα· «αυτός ο αδελφός που ήλθε στο κοινόβιο με ρώτησε αν υπάρχει Γέροντας, για να του είπει λόγον και τον οδήγησα σε σένα». Ο δε Γέροντας είπε στον αδελφό· «πήγαινε, παιδί μου, μείνε μέχρι την Κυριακή στο μοναστήρι κι έρχομαι και σου λέγω λόγον». Αυτό το έκαμε, επειδή ήθελε να μάθει τα περί αυτόν από τη Θεία Πρόνοια· γιατί αυτή ήταν η εργασία και η συνήθεια του Γέροντος. Δεν έλεγε γρήγορα λόγο σε κανένα χωρίς πληροφορία. Πείσθηκε βέβαια ο αδελφός και αφού αναχώρησε, έμενε στο κοινόβιο.
✶✶✶
Και όταν ήλθε ο Γέροντας την Κυριακή λέγει στον Επιφάνιο (γιατί αυτό ήταν το όνομα του κοσμικού)· «παιδί μου, αν με ακούσεις θα σου δώσω μια συμβουλή και θα σωθεί η ψυχή σου». Κι αυτός βάζοντας μετάνοια παρακαλούσε λέγοντας· «αυτό είναι που ζητώ, τίμιε πάτερ». Και ο Γέροντας του λέγει, «μείνε εδώ με τους πατέρες· γιατί, όπως βλέπεις, είναι καλή η εργασία του τόπου που σε φιλοξενεί και θα σωθεί η ψυχή σου». Αλλ’ αυτός είπε· «θέλω, πάτερ, να σε ρωτήσω κάτι ιδιαιτέρως».
Και ο Γέροντας του απάντησε· «τι θέλεις, παιδί μου, να με ρωτήσεις; Είναι αδύνατο αυτό που ζητάς. Κι αυτός λέγει· «γιατί, τίμιε πάτερ;». Και του απαντά· «γιατί εγκατέλειψες τους αγίους και κατέφυγες στους μάγους και από αυτούς πήρες βοήθεια πλανεμένη και ντρόπιασες την πίστη σου, και οργίσθηκε ο Θεός γι’ αυτή την παρανομία και γι’ αυτή την ασέβεια…
» Παιδί μου, Επιφάνιε, αν ακούσεις εμένα τον ελάχιστο και μείνεις σ’ αυτόν τον τόπο και αποταγείς από τον κόσμο, από μεν το δαιμόνιο δεν θα απαλλαγείς μέχρι την ημέρα του θανάτου σου, επειδή εγκατέλειψες τους αγίους και προσέτρεξες στους μάγους και πήρες από αυτούς βοήθεια και ντρόπιασες την πίστη σου, πλην όμως παιδευόμενος με τον αγώνα ενάντια στον αντίπαλό σου, προς παιδαγωγίαν της αμαρτίας στην οποίαν έπεσες, θα σωθεί η ψυχή σου».
Και ο νεότερος, αφού έπεσε στα πόδια του Γέροντος, παρακαλούσε με δάκρυα λέγοντας· «ναι, τίμιε πάτερ, ό,τι με διατάξεις θα το κάνω με προθυμία, μόνο να σωθεί η ψυχή μου». Και έγινε πολύ καλός μοναχός και είχε μεγάλη άσκηση. Γιατί πολλές φορές για μέρες έτρωγε μονάχα χαρούπια και φοινίκια και αυτά ενώ ζούσε σε κοινόβιο και έκανε διακονήματα και συνέτριβε τον εαυτό του με τις πιο βαρειές δουλειές και αγρυπνούσε με αγρυπνία ακατάπαυστη.
Λίγο πριν το νυχτερινό τάλαντο, ύστερα από πολλή μελέτη και προσευχή μπροστά στο σπιτάκι των πέντε αγίων Πατέρων, που ήταν εκεί θαμμένοι, καθόταν σε ένα πεζούλι και έπαιρνε λίγο ύπνο, ενώ μετά την Ακολουθία ποτέ δεν κοιμόταν, αλλά έβγαινε στο δάσος και πολλές φορές έμπαινε στο μοναστήρι με την ανατολή του ήλιου· στρώμα ποτέ δεν χρησιμοποίησε από τότε που έγινε μοναχός.
Απέκτησε και πάρα πολύ μεγάλη ακακία. Ποτέ δεν ορκιζόταν, αλλά στη θέση του όρκου χρησιμοποιούσε αυτή τη φράση «αλλ’ ή κύρι»· αυτού τις αρετές και το βίο δεν μας παίρνει εδώ να διηγηθούμε. Απέκτησε δε και το χάρισμα και έβλεπε το πονηρό πνεύμα και συχνά το φόβιζε και το έδιωχνε να μην τον πλησιάζει· όμως δεν απομακρύνθηκε από αυτόν μέχρι την ημέρα του θανάτου του, σύμφωνα με την πρόρρηση του Γέροντος.
Από το βιβλίο: Ο όσιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016, σελ. 47.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου