– Και ο Άγιος Ιγνάτιος (Μπριαντσανίνοβ) ακόμα έγραφε ότι δεν υπάρχουν αληθινοί γέροντες πλέον, ότι ακόμα και στα μοναστήρια δεν έχουν την προσευχή του Ιησού.
– Λίγο πιο σύντομα μπορείτε; - ψιθυρίζει ο βοηθός.
– Εντάξει, εν συντομία, τότε… ακόμα και οι άγιοι πατέρες ισχυρίζονταν ότι «δεν είναι πως σώζονται όλοι στα μοναστήρια και δεν είναι πως όλοι καταστρέφονται στον κόσμο». Στο δικό μας το μοναστήρι δεν είναι αδελφότητα, είναι συμμορία, και ο ηγούμενος είναι δράκος.
– Άρα, θέλεις να φύγεις από το μοναστήρι; – ρωτάει ο παππούλης και συνεχίζει – Ξέρεις, όμως, αδελφέ, ότι ο μοναχός που εγκαταλείπει το μοναστήρι του ισούται με αυτόχειρα; Ξέρεις ότι στερείται ακόμα και της χριστιανικής ταφής;
– Η μάνα μου είναι άρρωστη – αρχίζει να γέρνει ο μοναχός – και ζητάει να επιστρέψω σπίτι.
– Και εμένα η μάνα μου μού ζητούσε το ίδιο. Και είχα, αδελφέ μου, την ιστορία που θα σου πω…
Όμως, αυτήν την ιστορία την ξέρω από τους γνωστούς του γέροντα, από τη Μόσχα. Είχε γίνει το εξής. Μια φορά ο πατήρ Αδριανός πήρε από τη μάνα του ένα γράμμα όπου αυτή κλαιγόταν και του έγραφε ότι είχε καεί το σπίτι τους και ότι ζουν σε μια υπόγεια καλύβα. Στην καλύβα, όταν βρέχει, το νερό είναι μέχρι το γόνατο και η μάνα αρρώστησε βαριά. Και ικέτευε η μάνα τον γιο της, έστω για ένα διάστημα, να εγκαταλείψει το μοναστήρι του, να δουλέψει και να βγάλει χρήματα και να τους κτίσει σπίτι, αφού δεν είχαν από πού να περιμένουν βοήθεια. Ο πατήρ Αδριανός δεν έφυγε τότε από το μοναστήρι, αλλά μέρα και νύχτα προσευχόταν στον Άγιο Νικόλαο Επίσκοπο Μύρων της Λυκίας να βοηθήσει την άρρωστη μάνα του.
Δεν ξέρω για πόσο καιρό προσευχόταν έτσι. Αλλά, ξαφνικά του φέρνουν μια τσάντα με χρήματα με ένα σημείωμα με την παράκληση τα χρήματα αυτά να δοθούν στη μάνα του μοναχού, της οποίας κάηκε το σπίτι. Κανείς δεν ξέρει ακόμα ποιος έστειλε αυτά τα χρήματα. Όμως, όταν η μάνα του πατέρα Αδριανού αγόρασε σπίτι και άρχισε να το περιεργάζεται, βρήκε στη σοφίτα μια μεγάλη εικόνα του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού, και ο Άγιος της χαμογελούσε.
– Δυσκολεύεσαι, αδελφέ, καταλαβαίνω, - παρηγορεί ο παππούλης τον μοναχό και του βάζει στην τσέπη ένα πακέτο χρήματα. – Μου έδωσαν χρήματα εδώ, να τα στείλεις στη μάνα για να αγοράσει τα καλύτερα φάρμακα και να τρέφεται καλά. Και το κυριότερο, να πιστεύεις ότι ο Κύριος δε θα μας εγκαταλείψει.
– Καταστρέφομαι, παππούλη, - κλαίει ο μοναχός. – Θέλω να σωθώ, όμως τους κατακρίνω όλους.
– Και πάνω σε αυτό θα σου πω το εξής…
Όμως, δεν τους αφήνουν να τελειώσουν τη συζήτηση γιατί εν τω μεταξύ είχε έρθει το όχημα της «Άμεσης Βοήθειας». Ωστόσο, ο παππούλης όλο και προσπαθεί να συνεχίσει να δέχεται ανθρώπους και λέει σε μένα:
– Σε παρακαλώ, απάντησε σε αυτό το γράμμα.
Παίρνω από τα χέρια του παππούλη ένα κλειστό γράμμα από μια διάσημη πρωταθλήτρια. Από αυτό αργότερα μαθαίνω ότι, μετά από τραυματισμό στη σπονδυλική στήλη, η αθλήτρια έμεινε παράλυτη. Δε βοηθούν οι θεραπείες, αλλά πιστεύει στον Θεό, έχει βαπτιστεί στην παιδική της ηλικία και ένας γνωστός ιερέας την κοινωνεί στο σπίτι.
– Γράψε της, - υπαγορεύει την απάντηση ο παππούλης, - ότι δεν έχει βαπτιστεί. Κάνει λάθος που την βάπτισαν στην παιδική ηλικία. Τώρα πολλοί κάνουν τέτοια λάθη. Μετά την βάπτιση, θα γίνει καλύτερα και μπορεί και να θεραπευτεί.
– Παππούλη, αφού δεν έχετε διαβάσει το γράμμα, δεν είναι καν ανοιχτό, - απορώ εγώ.
– Α, ναι; Δε το διάβασα; - εκπλήσσεται ο γέροντας και δίνει τις τελευταίες εντολές. – Χωρίς εμένα να πηγαίνεις στον παππούλη Ιωάννη (Κρεστιάνκιν). Αυτός είναι πνευματικός και εγώ τι είμαι; Παλαιότερα, υπήρχαν μεγάλοι γέροντες και τώρα έμειναν μόνο τα γεροντάκια.
Χρόνια αργότερα, ο Αρχιμανδρίτης Ιωάννης (Κρεστιάνκιν) θα μου γράψει σε γράμμα του: «Ο πατήρ Αδριανός είναι πραγματικά αληθινός γέροντας, ενώ εγώ είμαι μόνο φροντιστής ψυχών». Και λέξη προς λέξη θα επαναλάβει αυτά που είχε πει ο πατήρ Αδριανός για τους παλαιότερους γέροντες και τωρινά γεροντάκια, εννοώντας τον ίδιον.
Οι γέροντες πολλές φορές μπορεί να μιλάνε με τον ίδιο τρόπο, αλλά είναι πολύ διαφορετικοί. Ο Αρχιμανδρίτης Ιωάννης είχε το χάρισμα του λόγου. Τον επισκέπτονταν συχνά διάσημοι διανοούμενοι για να ακούσουν τις θεόσοφες νουθεσίες του. Στον παππούλη Αδριανό, όμως, τρέχει πιο πολύ ο καημένος ο λαός, που η ζωή του είναι γεμάτη θλίψεις, δεινά και αρρώστιες που όλο και τους καταβάλλουν.
– Γιατί με ακολουθείτε συνέχεια; - λέει συντετριμμένος ο παππούλης. – Τι είμαι, ο Παντελεήμων ο Ιαματικός; Κύριε, δεν έχω ησυχία και δεν με αφήνουν να προσευχηθώ.
Ο παππούλης, όντως, δεν έβρισκε ησυχία. Να και τώρα το όχημα της «Άμεσης Βοήθειας» το περιτριγύριζε πλήθος κόσμου. Οι γυναίκες να κλαίνε και να λυπούνται τον γέροντα. Και ο πατήρ Αδριανός τους δίνει για παρηγοριά εδέσματα που του είχαν ετοιμάσει για το δρόμο. Μου δίνει και εμένα μια σακούλα με φρούτα.
– Παππούλη, έχουμε πολλά φρούτα στο σπίτι, – αρνούμαι εγώ. – Καλύτερα δώστε μου την τελευταία πνευματική συμβουλή.
– Για ποιο πράγμα;
– Για το πώς να ζήσω.
– Ε, πώς να ζήσεις; - σκέφτεται για λίγο ο παππούλης. Και μου λέει με συγκίνηση, όπως όταν μιλάνε για προσωπικά ζητήματα. – Να ζεις απλά. Να κοιτάζεις πού πάνε τα πόδια του Χριστού και να Τον ακολουθείς.
Το όχημα της «Άμεσης Βοήθειας» ξεκινάει με τον παππούλη για το περιφερειακό νοσοκομείο και εγώ ξαφνικά καταλαβαίνω ότι τα πόδια του Χριστού οδηγούν προς τον Γολγοθά. Είναι στενή η οδός, αλλά δεν υπάρχει άλλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου