Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

Περί τῆς Μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας καί τῆς Σχολαστικῆς Θεολογίας - Πρωτοπρ. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου (♱)

 

Ἐμεῖς ξέρομε ὅτι μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοσι ἔχωμε νὰ κάνωμε μὲ τὴν Ἑλληνικὴ καὶ Ρωμαϊκὴ φιλοσοφία καὶ ὅτι δὲν ἔχομε καμμία ἄλλη φιλοσοφικὴ ἐξέλιξι. Στὴν Δύσι ὅμως ἔχουν μία ξεχωριστῇ φιλοσοφικὴ παράδοσι, τὴν ὁποία ὀνομάζουν Μεσαιωνικὴ φιλοσοφία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ φιλοσοφία ὅπως ἀνεπτύχθῃ ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς κατακτητὲς τῆς Εὐρώπης (Νορμανδούς, Φράγκους, Γότθους, Σάξονες, Λογγοβάρδους κλπ.). Οἱ ἀσχολούμενοι μὲ αὐτὴν εἶναι οἱ λεγόμενοι Σχολαστικοὶ θεολόγοι τοῦ Δυτικοῦ Μεσαίωνα. Ἐμεῖς τοὺς λέμε Λατίνους. Εἶναι οἱ Φράγκοι, ποὺ λέγαμε παλαιότερα καὶ τώρα τοὺς ὀνομάζουμε Εὐρωπαίους.

Αὐτοὶ οἱ κατακτηταὶ τῆς Δυτικῆς Ρωμηοσύνης ἔχουν μία εἰδικὴ θεολογικὴ παράδοσι, ποὺ λέγεται Σχολαστικὴ καὶ ἡ ὁποία ἔχει μία εἰδικὴ φιλοσοφικὴ παράδοσι, ποὺ λέγεται Μεσαιωνικὴ φιλοσοφία. Μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀναφέρεται στὰ διδακτικὰ ἐγχειρίδια τῆς ἱστορίας τῆς φιλοσοφίας. Αὐτὰ τὰ διδακτικὰ ἐγχειρίδια δὲν ἀσχολοῦνται μὲ τὴν Θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἀνατολῆς, παρὰ μόνον μὲ ἐκείνην τῶν Πατέρων τῆς Δύσεως, τὴν ὁποία διδάσκουν ὅπως οἱ Φράγκοι κατάλαβαν τὴν Θεολογία. Ὁπότε, ἐφ᾿ ὅσον ἐμεῖς γίναμε αἱρετικοὶ γιὰ τοὺς Φράγκους, γι᾿ αὐτὸ καὶ μείναμε ἔξω ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξι καὶ τῆς θεολογίας καὶ τῆς φιλοσοφίας, μετὰ τὸ Σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν.

Μετὰ δηλαδὴ τὸ Σχίσμα δὲν ὑπάρχουν Πατέρες ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ γιὰ τοὺς Εὐρωπαίους! Ἄν πάρετε τίς Πατρολογίες τους, θὰ τὸ δῆτε αὐτό. Λένε ὅτι ὁ τελευταῖος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (!) στὴν Ἀνατολή, ἐνῶ στὴν Δύσι, ὁ Ἰσίδωρος τῆς Σεβίλλης. Μετὰ ἔχομε τὴν λεγόμενη Σχολαστικὴ Θεολογία καὶ μαζί της ἐμφανίζεται καὶ ἡ Μεσαιωνικὴ φιλοσοφία γιὰ τοὺς Δυτικούς, χωρὶς καμμία ἀπολύτως ἀναφορὰ στὴν Ἀνατολή!

Οἱ Δυτικοὶ δὲν δέχονται ὅτι ἡ Πατερικὴ Θεολογία εἶναι ὁ Παλαμισμός. Ἡ γραμμὴ τῶν Δυτικῶν εἶναι ὅτι οἱ Ἀνατολίτες δὲν κατάλαβαν(!) τοὺς ἀρχαίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἐκεῖνοι (οἱ Δυτικοὶ) ἔμειναν πιστοὶ στὴν Πατερικὴ Παράδοσι, τὴν ὁποία ἐμεῖς διαστρέψαμε! Αὐτὴ εἶναι ἡ γραμμὴ τῶν Φράγκων. Ὅταν ἐμφανίζεται ξεχωριστὴ Θεολογία τῶν Φράγκων, ἐμφανίζεται μὲ αὐτὸν τὸν παράδοξο ἰσχυρισμό, ὅτι δηλαδὴ οἱ Φράγκοι παρέμειναν πιστοὶ στὴν Πατερικὴ Παράδοσι, ἐνῶ ὁ Γραικοὶ (Graeci)115 πρόδωσαν τὴν Ἑλληνικὴ Παράδοσι τῶν Πατέρων!
 
Ὅμως τὸ πλέον ἀξιοσημείωτον εἶναι ὅτι οἱ Ἑλληνόφωνοι Ρωμηοὶ τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλὰ καὶ οἱ Ρωμηοὶ τῆς Δύσεως, κυρίως τῆς Ἰταλίας, ἔχουν μία ἀδιάκοπη συνέχεια μὲ τὸ παρελθόν τους, τὸ γνωσιολογικό, τὸ ἱστορικό, τὸ πολιτιστικό, τὸ γλωσσικὸ καὶ τὸ θεολογικό, ἐνῶ στὴν Δύσι παρατηρεῖται μία ὑποδούλωσις τῶν Ρωμαίων Ὀρθοδόξων (Ρωμηῶν), μία μετατροπὴ τῶν Ρωμαίων Ὀρθοδόξων σὲ ἀγραμμάτους. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ στὴν Γαλλία καὶ στὴν Ἱσπανία, ποὺ ξέρουν ποιοὶ εἶναι οἱ τελευταῖοι Ρωμαῖοι συγγραφεῖς καὶ ξέρουν ποιοὶ εἶναι οἱ Φράγκοι συγγραφεῖς. Ξέρουν δηλαδὴ ποιοὶ εἶναι οἱ τελευταῖοι Ρωμαῖοι ποὺ γράφουν στὴν Λατινικὴ γλῶσσα καὶ ποιοὶ εἶναι οἱ πρῶτοι Φράγκοι ποὺ γράφουν στὴν Λατινικὴ γλῶσσα.

Καὶ εἶναι παράδοξο τὸ ὅτι καὶ στὴν Γαλλία καὶ στὴν Ἱσπανία σταματοῦν τὰ Ρωμαϊκὰ συγγράμματα καὶ τὰ διαδέχονται τὰ Γοτθικὰ καὶ Φραγκικὰ συγγράμματα. Καὶ πάλι τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ ριζικὴ διακοπή, ποὺ εἶναι μία ἐθνικὴ καταστροφὴ γιὰ τοὺς Ρωμαίους καὶ νίκη τῶν Γερμανικῶν φυλῶν, ποὺ ἐπέφερε μία διάσπασι μεταξὺ τῶν δύο, ἀφοῦ οἱ μὲν ὑποδουλώθηκαν στοὺς δέ, μαζὶ μὲ τὴν μακρόχρονη ὑποδούλωσι τῶν Ρωμαίων στοὺς Γότθους καὶ στοὺς Γερμανοὺς δημιούργησε μία κατάστασι, ὥστε οἱ ἴδιοι οἱ Ρωμαῖοι νὰ χάσουν τὴν παληὰ ἐπαφή τους μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸν ὑπόλοιπο Ρωμαϊκὸ κόσμο.

Ἀντιθέτως βλέπομε ὅτι στὴν Ἀνατολὴ κατὰ τὴν ἴδια χρονικὴ περίοδο δὲν ὑπάρχει καμμία διάσπασις, καμμία ἀνακοπὴ τῆς ἱστορικῆς ἐξελίξεως, ἀλλὰ ὅτι ὑπάρχει μία ἀδιάκοπη συνέχεια καὶ στὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ στὴν συγγραφικὴ δραστηριότητα τῶν Πατέρων καὶ στὴν Παράδοσι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων κλπ.

Εἰς πεῖσμα ὅμως αὐτῆς τῆς πραγματικότητος οἱ Φράγκοι κατηγοροῦν τοὺς Graeci, δηλαδὴ τοὺς Ρωμαίους τῆς Ἀνατολῆς κατὰ τὰ μέσα τοῦ 9ου αἰῶνος, ὅτι δὲν ἔχουν μείνει πιστοῖ στὴν Πατερικὴ παράδοσι καὶ καλοῦν ἐμᾶς νὰ πιστέψωμε ὅτι πιστοῖ στὴν Πατερικὴ παράδοσι ἔμειναν οἱ ἀγράμματοι Φράγκοι, ποὺ δὲν ἤξεραν καθόλου Ἑλληνικὰ οὔτε ἤξεραν νὰ διαβάσουν σωστὰ τὰ Λατινικὰ κείμενα! Καὶ συμβαίνει ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα νὰ συνεχίζουν νὰ ἔχουν αὐτὴν τὴν ὑπεροψία, ὅτι δηλαδὴ αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ διέσωσαν τὴν Πατερικὴ Παράδοσι(!) καὶ μάλιστα τὴν βελτίωσαν(!) μὲ τὴν Σχολαστική τους Θεολογία.

Σὲ ἀντίθεσι μὲ ὅλα αὐτὰ ἔχομε τὴν παραμένουσα καὶ διαιωνιζομένη μεθοδολογία τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως καὶ θεολογίας. Βλέπομε δὲ νὰ συμβαίνῃ τοῦτο, ὅτι δηλαδὴ στὴν Δύσι ὑπάρχει ἡ ἴδια θεολογικὴ μέθοδος μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ρωμαίων, ὅπως ὑπάρχει καὶ στὴν Ἀνατολή. Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ εἶναι ἡ ἴδια καὶ ἑπομένως ἡ Θεολογία εἶναι ἡ ἴδια καὶ στοὺς δύο χώρους. Αὐτὸ ἐξακριβώνεται ἀπὸ τὰ συγγράμματα τῶν Δυτικῶν κυρίως Ρωμαίων ἐπάνω σὲ θέματα πνευματικῆς ζωῆς, ἀσκήσεως κλπ. Συμβαίνει μάλιστα σήμερα νὰ ἔχουν ἀποδεχθῇ ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ οἱ Ἀγγλικανοὶ ὅτι τὰ πνευματικὰ θεμέλια τῆς θεολογίας εἶναι τὰ ἴδια καὶ ὅτι ἡ Θεολογία ἦταν ἡ ἴδια καὶ στὴν Δύσι καὶ στὴν Ἀνατολή. Αὐτοὶ ἐξακρίβωσαν πῶς καὶ πότε ἄρχισε ἡ διαφοροποίησις μεταξὺ Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς ἐπάνω στὰ θεολογικὰ καὶ πνευματικὰ θέματα.

Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα αὐτῆς τῆς διαφοροποιήσεως εἶναι τὸ ὅτι στὴν περιοχὴ τῶν κατακτήσεων στὴν Δύσι ἐγκαταλείφθηκε ἡ παλαιὰ παράδοσις νὰ ἐκλέγωνται οἱ ἐπίσκοποι ἀπὸ τοὺς φωτισμένους καὶ θεουμένους. Σ᾿ αὐτοὺς οἱ ἐπίσκοποι ἐξελέγοντο ὄχι γιὰ πνευματικοὺς λόγους, ἄλλα γιὰ διοικητικούς. Ὁπότε ὁ ἐπίσκοπος στὴν Δύσι μετατράπηκε ἀπὸ πνευματικὸ πατέρα σὲ πολιτικὸ διοικητὴ (φεουδάρχη) μὲ ἐξουσίες πολιτικὲς καὶ στρατιωτικές. Αὐτὸ ἔγινε καὶ στὴν Γοτθικὴ παράδοσι καὶ στὴν Φραγκικὴ καὶ στὴν Νορμανδική, ὄχι ὅμως τόσο στὴν Γερμανική, διότι ὁ Γερμανικὸς φεουδαλισμὸς διαφέρει ἀρκετὰ ἀπὸ τὸν Φραγκικό, τὸν Γοτθικὸ καὶ τὸν Νορμανδικὸ φεουδαλισμό. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ οἱ περισσότεροι Γερμανοὶ δὲν εἶχαν ὡς σκλάβους Ρωμαίους δουλοπαροίκους, ἀφοῦ ζοῦσαν στὴν Γερμανία, ὅπου δὲν ὑπῆρχαν Ρωμαῖοι, οἱ δὲ δοῦλοι τους ἦταν ἁπλῶς αἰχμάλωτοι πολέμου.

Ὅταν λοιπὸν ὁ ἐπίσκοπος γίνεται φεουδάρχης, ἀρχίζει πλέον νὰ ἀσχολῆται μὲ τὴν διοίκησι καὶ μὲ τὴν καθυπόταξι τῶν Ρωμαίων δουλοπαροίκων καὶ βιλάνων. Ἔτσι δὲν ἠσχολεῖτο πλέον μὲ τὰ πνευματικὰ θέματα οὔτε μὲ τὰ θεολογικὰ γράμματα, ἀλλὰ μὲ διοικητικὰ θέματα. Τὴν δὲ Θεολογία τὴν πῆραν στὰ χέρια τους, κάτι καλόγεροι στὰ μοναστήρια. Ὁπότε ἡ θεολογικὴ ἐπιστήμη ἐκαλλιεργεῖτο συνήθως μέσα στὰ μοναστήρια, τὰ ὁποῖα καὶ αὐτὰ ὅμως δὲν ἠσχολοῦντο μὲ τὸ πὼς θὰ φθάσουν οἱ μοναχοὶ στὴν κατάστασι τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως, τὴν ὁποία οὔτε ἐπεδίωκαν· διότι ἐπηρεασμένοι ὄντες ἀπὸ τὴν Θεολογία τοῦ Αὐγουστίνου δέχθηκαν μία φιλοσοφικὴ ἀντίληψι περὶ τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως.

Βλέπομε λοιπὸν ὅτι στὸν χῶρο τῶν κατακτητῶν τῶν Δυτικῶν Ρωμαίων ἡ ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ φιλοσοφοποιήθηκε καὶ εἰσῆλθε στὴν διδασκαλία περὶ φωτισμοῦ ὁ νοητὸς κόσμος τοῦ Πλάτωνος. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ διαστρεβλωμένη καὶ παραποιημένη θεώρησις περὶ φωτισμοῦ μπῆκε μέσα στὸν μοναχισμὸ τῶν Φράγκων καὶ ἔτσι καὶ ὁ μοναχισμὸς τῶν Φράγκων ἔχει πλέον μία ἰδιαίτερη ἐξέλιξη καὶ δὲν εἶναι μία συνέχισις τῆς ἀρχαίας πνευματικότητος καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ διαμορφώθηκε μία παράδοσις διαφορετική.

Ἡ παράδοσις αὐτὴ δὲν εἶναι βέβαια ἐντελῶς καινούργια, εἶναι ὅμως ἡ παράδοσις τοῦ Αὐγουστίνου. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι οἱ πρῶτοι Φράγκοι θεολόγοι καὶ πνευματικοί τους πατέρες διάβαζαν παρὰ πολὺ τὸν Αὐγουστῖνο καὶ σχεδὸν καθόλου τοὺς ἄλλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁπότε μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια εἶναι πολὺ παράδοξο τὸ νὰ ἰσχυρίζωνται οἱ Δυτικοὶ ὅτι ἐκεῖνοι μόνον καταλαβαίνουν τὴν Πατερικὴ παράδοσι καὶ ὅτι ἐμεῖς παρεκκλίναμε ἀπὸ αὐτήν. Ἰσχυρίζονται μάλιστα ὅτι ἐμεῖς ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνὸ καὶ μετὰ εἴμαστε μία εἰδωλολατρικὴ μορφὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ(!)116.

Μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια γίνεται λοιπὸν στὴν Δύσι ἡ συζήτησις ἐπάνω στὰ διάφορα κατηγορήματα τῆς Πατερικῆς θεολογίας. Στὴν Δύσι γιὰ κάποιο λόγο δέχθηκαν ὅτι ἡ οὐσία καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Ταυτίζουν δηλαδὴ τὴν οὐσία μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα ὑπάρχουν ἰσχυρὲς ἐνδείξεις ὅτι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Αὐγουστῖνος ἐταύτιζε τὴν οὐσία μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τοὐλάχιστον φαίνεται καθαρὰ στὰ πρῶτα συγγράμματά του. Φαίνεται δηλαδὴ ὅτι μὲ ἕναν τρόπο καθαρὰ φιλοσοφικὸ ἐταύτιζε τὴν οὐσία μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ἐπίσης διατείνεται ἐπανειλημμένως ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι una substantia (μία οὐσία) καὶ ὅ,τι ὑπάρχει στὸν Θεὸ ταυτίζεται μὲ αὐτὴν τὴν una substantia. Αὐτὰ τὰ λέγει ὁ Αὐγουστῖνος ὄχι μία, ἀλλὰ πολλὲς φορές.

Ἔτσι φαίνεται ὅτι οἱ Γερμανικὲς φυλὲς τοῦ Μεσαίωνα υἱοθέτησαν αὐτὴν τὴν διδασκαλία. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ταύτισις τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνεργείας στὸν Θεὸ ἔγινε πλέον ἡ σπονδυλικὴ στήλη τῆς Σχολαστικῆς παραδόσεως. Σ᾿ αὐτὴν ὅμως τὴν γραμμὴ ὑπάρχουν καὶ ὡρισμένες παραλλαγές. Μερικοὶ ἐξ αὐτῶν κάνουν διάκρισι μεταξὺ οὐσίας καὶ προσόντων (attributia) στὸν Θεό. Σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐξέλιξι τῆς Δύσεως οἱ ἐκπρόσωποι τῶν τριῶν ἐπικρατεστέρων τάσεων εἶναι ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, ὁ Duns Scotus ἀπὸ τὸ δεύτερο μέρος καὶ ὁ Γουλιέλμος Ockham ἀπὸ τὸ τρίτο μέρος. Ὁ Duns Scotus, τοῦ ὁποίου οἱ ὀπαδοὶ λέγονται Σκωτισταί, κάνει μία διάκρισι μεταξὺ τῶν προσόντων (attributia) καὶ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ μοιάζει κατὰ κάποιο τρόπο μὲ τὴν Ὀρθόδοξη διάκρισι μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Μοιάζει μέν, ἀλλὰ δὲν ταυτίζεται, διότι ἡ διάκρισίς του εἶναι καθαρὰ φιλοσοφική, ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη διάκρισις εἶναι καθαρὰ ἐμπειρική. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ διάκρισίς του αὐτὴ ὀνομάζεται καὶ ὀντολογικὴ ἢ μεταφυσική.

Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία τέτοιες διακρίσεις, ὀντολογικὲς ἢ μεταφυσικές, φιλοσοφικὲς δηλαδή, μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ ἔκαναν συστηματικὰ οἱ αἱρετικοί. Οἱ πιστοὶ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ἔκαναν καὶ αὐτοὶ διάκρισι, ποὺ ἦταν ὅμως καθαρὰ ἐμπειρική, ἀφοῦ ἐβασίζετο στὴν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως.

Σημειώσεις:
_________________________

115. Τὸ Graecus (Γραικὸς) γιὰ τοὺς Δυτικοὺς ἐσήμαινε: αἱρετικός, ψεύτης, κλέφτης, ἀπατεῶνας (βλ. παλαιότερες ἐκδόσεις γαλλικῶν κυρίως λεξικῶν).

116. Κατ᾿ ἀλήθειαν βέβαια συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίστροφο.
 
«Πᾶνος» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου