Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου «ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ» [9-7-1995] (Β319)

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου

μὲ θέμα:

«ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ»

[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 9-7-1995]

(Β319)

Ἀκούσαμε, ἀγαπητοί, τὴν ὡραία περικοπὴ τοῦ Ματθαίου σήμερα, ποὺ ἕνας ἑκατόνταρχος ζητᾷ ἀπὸ τὸν Κύριον τὴν θεραπεία τοῦ δεινῶς βασανιζομένου δούλου του. Κι αὐτὸς ὁ ἑκατόνταρχος βεβαίως δὲν ἀνῆκε εἰς τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ. Ἦταν Ρωμαῖος πολίτης, ἀξιωματοῦχος καὶ εἰδωλολάτρης. Ἡ στάση του, ὅμως, ἔναντι τοῦ Κυρίου ἦταν στάση ἀξιοθαύμαστη. Λέγει τὸ ἱερὸ κείμενο ὅτι: «Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον».

Καὶ εἶπε ὁ Κύριος ἐκεῖνον τὸν θαυμάσιον λόγον, ποὺ ἐξισώνει πλέον τοὺς ἐθνικούς, δηλαδὴ τοὺς εἰδωλολάτρας, μὲ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ -ὅσοι φυσικὰ θὰ ἀπεδέχοντο τὸ θεανθρώπινον πρόσωπό Του: «Ἀμὴν λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων». Ὅτι δηλαδὴ «ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς θὰ γίνει ἀποδεκτὸν τὸ θεανθρώπινον πρόσωπό Του· ἐνῶ ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τῆς βασιλείας, αὐτοὶ ποὺ κλήθηκαν πρῶτοι νὰ μποῦν στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, οἱ  Ἑβραῖοι, αὐτοί», λέει, «θὰ ἐκβληθοῦν ἔξω». Καὶ τὸ «ἔξω» δὲν εἶναι παρά, ὅπως σαφῶς ἐδῶ τὸ λέγει ὁ Κύριος, ἡ κόλασις.

Τί εἶναι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ δίδει τόσα προνόμια; Εἶναι ἡ πίστις. Σὲ τί πίστις; Στὸ θεανθρώπινον πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Βλέπει κανεὶς τὴν στάση τοῦ ἐκατόνταρχου, τοῦ στρατιωτικοῦ, ἔναντι τοῦ Κυρίου, στάση πλήρους πίστεως. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη βλέπει τὴν στάση τῶν υἱῶν τῆς Βασιλείας, νὰ λέγουν, οἱ Ἑβραῖοι, νὰ λέγουν διὰ τὸν Κύριον ὅτι εἶναι ὁ ἄρχων τῶν δαιμονίων, ὁ σφετεριστὴς θείων ἰδιοτήτων καὶ ἄξιος, συνεπῶς, θανάτου σταυροῦ καὶ κολάσεως.

Ὄντως ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμον ἐδημιούργησε κρίσιν. Κρίση στὶς ἀνθρώπινες ψυχές. Καὶ τίς χώρισε σὲ δύο στρατόπεδα. Σὲ ἐκείνους ποὺ θὰ πίστευαν καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν θὰ πίστευαν. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἔχομε πάρα πολλὰ σημεῖα, στοιχεῖα ποὺ μποροῦμε νὰ λέμε ὅτι ὁ κόσμος χωρίζεται στὰ δυό. Λέμε: «τὸ ἀνατολικὸ καὶ τὸ δυτικὸ μπλόκ», παράδειγμα. Λέμε: «ὁ ἀνατολικὸς καὶ ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς» κ.ὅ.κ. Ἀγαπητοί μου, στὴν πραγματικότητα μόνον ἕνα πρᾶγμα χωρίζει τὴν ἀνθρωπότητα. Μόνον ἕνα. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι χωρισμοὶ κατ᾿ ἐπίφασιν. Ὅπως θὰ χωρίζαμε ἕνα θέμα μας στὸ βιβλίο ποὺ γράφομε σὲ κεφάλαια, ἐνῶ τὰ κεφάλαια ἔχουν μεταξύ των ἑνότητα, ἔτσι κι ἐδῶ, μποροῦμε νὰ λέμε τοῦτο ἢ ἐκεῖνο· στὴν πραγματικότητα πρόκειται περὶ ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι συνδέονται, οὕτως ἢ ἄλλως, μεταξύ των. Διαφοροποιοῦνται καὶ συνδέονται. Ἕνα χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ πίστις καὶ ἡ ἀπιστία. Ἡ πίστις στὸ θεανθρώπινον πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀπιστία καὶ ἡ ἄρνησις τοῦ θεανθρώπινου προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι αὐτὴ ἡ κρίσις εἶναι ἡ μεγαλύτερη μέσα στὴν Ἱστορία τῶν ἀνθρώπων. Γιατί τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας θὰ σταθεῖ ἀκριβῶς πάνω εἰς αὐτὴν τὴν κρίσιν. Ὅταν θὰ ἔλθει τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας, δὲν θὰ σταθοῦν οἱ ἄνθρωποι σὰν δυτικοὶ καὶ ἀνατολικοί, σὰν πολιτισμένοι καὶ ἀπολίτιστοι, σὰν λευκοὶ καὶ μαῦροι, ἀλλὰ θὰ σταθοῦν σὰν πιστεύσαντες καὶ μὴ πιστεύσαντες.

Καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι πιστεύουν, θέλουν νὰ πιστέψουν, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀναζητοῦν καὶ βρίσκουν τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν κι ἐκεῖνοι ποὺ ἀναζητᾷ ὁ Χριστὸς καὶ τοὺς βρίσκει. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἀμοιβαία ἀναζήτηση καὶ ἀμοιβαία εὕρεση. Καὶ ἀξίζει νὰ τὴν προσεγγίσουμε. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ὅτι ὑπάρχει ἡ μερίδα τῶν ἀνθρώπων ποὺ δὲν πιστεύει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πολλὲς φορές, ὅταν καταπιάνεται μὲ ἕνα τέτοιο θέμα, ἀγνοεῖ τὸ τί θὰ γίνουν παρακάτω οἱ ἀπιστοῦντες. Λέει: «Ἐμεῖς οἱ περιλειπόμενοι ποὺ θὰ ζοῦμε τότε, μαζὶ μὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι πίστευσαν, ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ὑπάντησιν τοῦ Κυρίου» κ.λπ. Ἀπόστολε Παῦλε, οἱ ἁμαρτωλοὶ τί ἔχουνε γίνει; Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει. Εἶναι ἄξιοι τῆς τύχης των. Ναί. Διότι ἁπλούστατα, λυπούμεθα, ἀλλὰ εἶναι ἄξιοι τῆς τύχης των, διότι ἁπλούστατα εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς κακῆς των προαιρέσεως.

Γι᾿ αὐτὸ ἐδῶ ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ μείνομε ἀνάμεσα στὸν Χριστὸν καὶ τοὺς πιστούς. Καὶ πρόκειται, ὅπως σᾶς εἶπα, γιὰ μιὰ ἀμοιβαία ἀναζήτηση, ἀλλὰ καὶ μία ἀμοιβαία εὕρεση. Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἀναζητοῦν, φυσικὰ δὲν εὑρίσκουν. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει. Κι ἐκείνους ποὺ ἀναζητᾷ ὁ Χριστός, ἀλλὰ δὲν ἀνταποκρίνονται, συνεπῶς κι αὐτοὶ δὲν τὸν εὑρίσκουν. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει. Μὴ νομιστεῖ αὐτὸ τὸ «δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει» ὅτι πρόκειται περὶ ἀσπλαχνίας. Γιατί τότε πρῶτος ἄσπλαχνος εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ παραπέμπει στὴν κόλαση τοὺς τέτοιους ἀνθρώπους. Ἢ καλύτερα, ὀρθότερα, παραπέμπονται ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν τους. Ἕνας μαθητής, ὅταν μένει στὴν ἴδια τάξη, δὲν τὸν παραπέμπει ὁ σύλλογος τῶν καθηγητῶν. Αὐτὸς παραπέμπει τὸν ἑαυτόν του στὸ νὰ μείνει στὴν ἴδια τάξη.

Ἔτσι λοιπὸν ὁ Θεὸς ἀναζητᾷ καὶ βρίσκει. Ὁ Θεὸς ἀναζητᾷ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ μεγάλος μαγνήτης ποὺ ἕλκει τὰ ἀντίτυπά Του, τὶς εἰκόνες Του. Τὸ πρωτότυπον ἔχει τὰ ἀντίτυπα. Καὶ ὅτι «ὁ Θεὸς πάντας θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» δὲν ὑπάρχει καμία ἀντίρρηση. Ὅλους θέλει ὁ Θεὸς νὰ τοὺς σώσει. Ὁ Θεὸς πρὸ τῆς πτώσεως εἶχε κοινωνία μὲ τὸν ἄνθρωπο. Διεκόπῃ ὅμως ἡ κοινωνία αὐτὴ ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας τῶν πρωτοπλάστων. Καὶ ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Θεὸς ἔκτοτε δὲν ἐγκατέλειψε τὸν ἄνθρωπον. Τὸν περιπολοῦσε. Προσέξτε τὸ ρῆμα. Τὸν περιπολοῦσε. Καὶ θὰ πεῖ εἰς τοὺς κατοίκους τῶν Λύστρων: «Οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν». Ὁ Θεός. Ἀγαθοποιῶν. Δὲν ἀφῆκε τὸν ἑαυτόν Του χωρὶς μαρτυρίαν. «Οὐκ ἀμάρτυρον». Εἶναι πολὺ σημαντικό, πάρα πολὺ σημαντικό. Νὰ πεῖ κανείς: «Μά, δὲν ξέρω τὸν Θεό». Ὁ Θεὸς δίδει πάντα στὴν Ἱστορία τὴν μαρτυρία τῆς ὑπάρξεώς Του καὶ τῆς προσωπικότητός Του. Ἔτσι: «Ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν ἡμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς καρποφόρους (:δίδει τὴν βροχή, δίδει τοὺς εὐκράτους καιρούς, γιὰ νὰ καρποφορήσει ἡ γῆ) ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ἡμῶν». «Καὶ γεμίζει, χορταίνει», λέγει, «καὶ δίδει καὶ ἀγαλλίαση, εὐφροσύνη ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς Γῆς». Καὶ ὅπως λέγει ἕνας στίχος τῶν Ἐπιταφίων Ἐγκωμίων, εἶναι στὸ «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ», τὸ ψάλλομε κάθε Μεγάλη Παρασκευή: «Ἐπὶ γῆς κατῆλθες, ἴνα σώσῃς Ἀδάμ, καὶ ἐν γῇ μὴ εὐρηκὼς τοῦτον Δέσποτα, μέχρις Ἅδου κατελήλυθας ζητῶν». Τί ὀμορφιὰ ἔχει αὐτὸς ὁ στίχος! «Κατέβηκες στὴν Γῆ γιὰ νὰ σώσεις τὸν Ἀδάμ. Δὲν τὸν βρῆκες ὅμως γιατί εἶχε πεθάνει». Εἶχες πεῖ: «Ἐὰν παραβῆτε τὴν ἐντολή μου, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». «Δὲν τὸν βρῆκες. Εἶχε πεθάνει. Δὲν ἡσύχασες. Καὶ κατέβηκες στὸν Ἅδη, γιὰ νὰ πᾶς νὰ τὸν βρεῖς». Τί ὡραῖος στίχος! Ἄν ἔτσι ἔχομε αἴσθηση τοῦ πράγματος.

Ἔτσι, λοιπόν, ἀγαπητοί, δείχνει ὅτι ὁ Χριστὸς φροντίζει, ζητᾷ, ζητᾷ νὰ βρεῖ καὶ νὰ σώσει. Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀπολωλότος προβάτου εἶναι χαρακτηριστική. «Ἔχασε», λέει, «ἕνα πρόβατο, εἶχε ἑκατό, ἄφησε τὰ ἐνενῆντα ἐννέα καὶ πάει νὰ βρεῖ τὸ ἕνα». Εἶναι ἡ ἀνθρωπότητα. Ἀκόμα ἡ παραβολὴ τῆς ἀκάρπου συκῆς. «Ἦλθε», λέει, «ζητῶν -ζητῶν!- καρπὸν ἐν αὐτῇ καὶ οὐχ εὗρεν». «Ζητάει καρπό, ἀλλὰ δὲν τὸν βρῆκε». Εἶναι βέβαια, ἀρχικὰ ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραήλ. Ζητοῦσε καρπό. Ἀλλὰ δὲν βρῆκε. Ζητοῦσε ὅμως. Στὴν παραβολὴ τῆς χαμένης δραχμῆς. «Καὶ ζητεῖ», λέει, «ἐπιμελῶς, ἕως ὅτου εὕρῃ». «Καὶ ζητεῖ», λέει, «ἐπιμελῶς, ἕως ὅτου εὕρει». Μία γυναῖκα εἶχε δέκα δραχμές. Μία τὴν ἔχασε. Κάπου στὸ σπίτι μέσα. Ἄναψε, λέει, λυχνάρι κι ἄρχισε νὰ ψάχνει. Καὶ τὴν βρῆκε τὴν δραχμὴ τὴν χαμένη. Κοιτᾶξτε τὴν φρασούλα: «Καὶ ζητεῖ ἐπιμελῶς -ἐπιμελῶς- ἕως ὅτου εὕρῃ». Εἶναι ὁ χαμένος ἄνθρωπος· ποὺ ψάχνει νὰ τὸν βρεῖ ὁ Χριστός. Διὰ τοῦ Ἠσαΐου λέγει: «Ἐμφανὴς ἐγενήθην, τοῖς ἐμὲ ἐπερωτῶσι (:ἔγινα φανερὸς σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δὲν μὲ ρωτοῦσαν) εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν». «Καὶ βρέθηκα μπροστὰ σὲ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δὲν μὲ ζητοῦσαν». Δηλαδὴ μία αὐτεπάγγελτος πρᾶξις.

Δηλαδὴ ὁ Χριστὸς ζητάει νὰ βρεῖ τὸν ἄνθρωπον. «Εἶπα· ἰδοὺ εἰμὶ ἐν τῷ ἔθνει, οἳ οὐκ ἐκάλεσάν μου τὸ ὄνομα». «Εἶπα· Νά, εἶμαι σὲ ἐκεῖνον τὸν λαό», στοὺς ἐθνικοὺς συγκεκριμένα, «στοὺς εἰδωλολάτρας συγκεκριμένα πρῶτοι ἐκ τῶν ὁποίων εἴμεθα ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μὲ κάλεσαν μὲ τ᾿ ὄνομά Μου, ἐκεῖνοι νὰ φανερώσω». Καὶ ἀντιθέτει ὁ Κύριος: «Ἐξεπέτασα τὰς χεῖρας μου ὅλην τὴν ἡμέραν πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα» -ὁμιλεῖ διὰ τοὺς Ἑβραίους. «Ἅπλωσα τὰ χέρια μου...».... Ὅταν ξέρετε, μιλᾶμε, πολλὲς φορές, κι ἔχομε ἀγανάκτηση, ἁπλώνομε τὰ χέρια μας. Αὐτὸ θὰ πεῖ «ἐξεπέτασα τὰς χεῖρας μου». Ὅλη τὴν ἡμέρα. Κάθε μέρα. Σὲ ἕναν λαὸ ποὺ ἀπειθεῖ καὶ ἀντιλέγει. Κοιτᾶξτε ἀντιπαράθεσις. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος ἀναζητᾷ τὴν πίστη στὸ θεανθρώπινό πρόσωπό Του, γιὰ νὰ δώσει τὴν Βασιλεία Του. Γι᾿ αὐτὸ ἐθαύμασε, ἀγαπητοί μου, ἐθαύμασε πραγματικὰ τὸν ἑκατόνταρχο γιὰ τὴν συμπεριφορά του· ποὺ σᾶς εἶπα, ἦταν εἰδωλολάτρης.

Ἔτσι, ἐρωτᾷ ὁ Κύριος ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς πίστεως. Γιατί οἱ Ἑβραῖοι δὲν πίστεψαν. Καὶ νὰ τὸ μυστήριον, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, δύο χιλιάδες χρόνια. Δὲν ἐπίστεψαν. Ἕνα μέρος -ἂν θέλετε νὰ ὁλοκληρώσω-  ἕνα μέρος ἀπὸ αὐτούς, θὰ πιστέψουν λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἄν δεῖτε τοὺς Ἑβραίους νὰ ἀρχίσουν νὰ πιστεύουν ὁμαδικά, θὰ πεῖτε: «Ἦλθε τὸ τέλος!». Εἶναι σημάδι τῶν ἐσχάτων. Κάποτε ρωτήθηκε ὁ Κύριος ἐὰν θὰ ἔλθει. «Δὲν ὑπάρχει θέμα ἐκεῖ», εἶπε ὁ Κύριος. «Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἂν θὰ ἔλθω ἢ δὲν θὰ ἔλθω. Βεβαίως θὰ ἔλθω». Τὸ πρόβλημα εἶναι κάπου ἀλλοῦ: «Πλήν, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἄρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς Γῆς;». «Ἐγὼ θά ᾿ρθω. Ἀλλὰ θὰ βρῶ τὴν πίστη ἐπάνω στὴ Γῆ;». Ναί. Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι ἡ πίστις... - τὸ θέτει ἐρωτηματικῶς δὲν ἀπαντᾷ, ἀλλὰ γνωρίζομε ἀπὸ ἄλλα σημεῖα ὅτι δὲν θὰ βρεῖ τὴν πίστιν, παρὰ μόνον σὲ ἕναν μικρὸ ἀριθμὸ χριστιανῶν. Ὅπως δὲν θὰ βρεῖ καὶ τὴν ἀγάπη. Παρὰ μόνον σὲ ἕνα μικρὸ ἀριθμὸ χριστιανῶν. Γιατί ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι καὶ ἡ ἀγάπη θὰ ψυγεῖ, θὰ παγώσει. Καὶ ὁμιλεῖ φυσικὰ γιὰ τοὺς Χριστιανούς.

Ὁ Κύριος ὁμιλεῖ ἀκόμα περὶ μεγάλου πειρασμοῦ ἐφ᾿ ὅλης τῆς γῆς εἰς τὰ ἔσχατα τῆς Ἱστορίας. Τὸ λέγει αὐτὸ εἰς τὸν ἄγγελον τῆς Φιλαδελφείας, δηλαδὴ εἰς τὸν ἐπίσκοπον, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Φιλαδελφείας, μία ἀπὸ τίς ἑπτὰ ἱστορικὲς Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Καὶ λέγει: «Κἀγὼ σὲ τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὅλης». «Θὰ σὲ φυλάξω», λέει. Ξέρετε οἱ ἑπτὰ αὐτὲς παραγγελίες στὶς ἑπτὰ ἱστορικὲς ἐκκλησίες, εἶναι ἑπτὰ πτυχὲς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ προφανῶς ἀποτείνεται εἰς τὸ λείμμα, εἰς τὸ ὑπόλοιπον. Σὲ ἐκεῖνο τὸ μικρὸ ποίμνιον ποὺ θὰ σώσει, ποὺ θὰ μείνει σωστό. «Μὴ φοβοῦ, τὸ μικρὸ ποίμνιον», λέει ὁ Χριστός, «Μὴ φοβᾶσαι, ὦ μικρὸ ποίμνιον».  Εἶναι κλητική. Δὲν εἶναι ὀνομαστική, εἶναι κλητική. «ὅτι εὐδόκησε ὁ Πατὴρ δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν». «Ἔτσι, λοιπόν», λέγει, «ἐπειδὴ ἐτήρησες τίς ἐντολές μου, τίς ἐφύλαξες, κι Ἐγὼ θὰ σὲ φυλάξω ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν πειρασμὸν ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθει σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη» - Προσέξτε: «οἰκουμένη», «οἰκουμένη»! - «πειρᾶσαι τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς Γῆς»· ποὺ αὐτὸς ὁ πειρασμὸς θὰ θέσει ὑπὸ δοκιμασίαν αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦν ἐπάνω στὴ γῆ.

Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ πειρασμός; Ἀκούσατέ τον ποιός εἶναι καὶ τρομάξατε. Γιατί ἔχομε μπεῖ στὴν περιοχὴ τοῦ πειρασμοῦ αὐτοῦ. Κι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες μάλιστα... Εἶναι ὁ πειρασμὸς ποιός; Ἡ ἀμφισβήτησις τῆς θεανθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ πειρασμός. Τὸ ἀκούσατε; Ἡ ἀμφισβήτησις τῆς θεανθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός». Αὐτὸ εἶναι. Δηλαδὴ ὁ διαρκῶς ὑπάρχων, ὑποβόσκων καὶ ἀναδεικνυόμενος εἰς τὰ ἔσχατα Ἀρειανισμός· ὁ ὁποῖος Ἀρειανισμὸς ἠρνεῖτο βεβαίως τὴν θείαν φύσιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀπιστία στὸν Χριστό, νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι ἁπλᾶ. Καὶ τὸ βλέπομε, τὸ βλέπομε, σᾶς εἶπα, νὰ ἔρχεται ταχύτατα, ἁλματωδῶς, στὴν ἐποχή μας, στὴν χώρα μας, στὸν κόσμον ὅλον. Ἡ Εὐρώπη; Πρὸ πολλοῦ, ἡ χριστιανικὴ Εὐρώπη. Ἀρειανίζει. Δὲν τὸ λέω ἐγώ. Ὁ μακαριστὸς πατὴρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ἔγραψε ὁλόκληρο βιβλίο. Διαβάσατέ το. «Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος». Ἡ Εὐρώπη; Ἀρειανίζει. Ἡ Ἀμερική; Ἡ Ἀμερικὴ εἶναι Εὐρώπη. Οἱ ἴδιοι κάτοικοι εἶναι. Οἱ Ἕλληνες; Ὦ, οἱ Ἕλληνες... Ἀνοῖξτε, παρακαλῶ, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, δὲν ξέρω, ἀνοῖξτε, νὰ δεῖτε τί θὰ ἀκοῦτε κάθε φορά. Νὰ δεῖτε τί θὰ ἀκοῦτε καὶ νὰ σᾶς πιάνει ἀγανάκτηση... Κυριολεκτικά. Λοιπόν. Μέσα στὸν χρόνο στὸν μεταξὺ τῶν δύο παρουσιῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ Κύριος συνεχῶς ζητᾷ νὰ βρεῖ τὴν πίστη. Κι ὅπου τὴν βρεῖ, τὴν ἐπαινεῖ. Καὶ τὴν θαυμάζει. Ὅπως ἀκριβῶς στάθηκε ὁ Κύριος μπροστὰ στὴν πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου, ποὺ ἀκούσαμε στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή.

Εἶναι, ὅμως, ἀγαπητοί μου, καὶ ἡ πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος τώρα ἀναζητᾷ τὸν Χριστὸν καὶ Τὸν βρίσκει. Ὅταν ὁ Φίλιππος λέγει εἰς τὸν Ναθαναήλ: «Εὑρήκαμε τὸν Μεσσία!». Προφανῶς ἐδῶ ὑπονοεῖται ὅτι Τὸν ἀνεζήτουν. Γιατί; Ποῦ Τὸν ἀνεζήτουν; Ὄχι βεβαίως εἰς τοὺς δρόμους καὶ στὰ βουνά. Εἰς τίς γραφές. Κι ἐκεῖ ἐγνώριζαν πολὺ καλὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Μεσσίου. Γιὰ διαβάστε Παλαιὰ Διαθήκη νὰ δεῖτε. Διαβάστε τὸν Ἠσαΐα· ὅλους τοὺς προφῆτες· τὸν Ἠσαΐα, νὰ δεῖτε πόσο κυριολεκτικὰ καὶ μετὰ πολλῶν λεπτομερειῶν ἀναφέρεται ὁ προφήτης καὶ οἱ προφῆται εἰς τὰ γνωρίσματα, εἰς τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Μεσσίου. Οἱ Ἑβραῖοι δὲν Τὸν ἀνεγνώρισαν. Δὲν πρόσεχαν τὰ χαρακτηριστικὰ τὰ ἐξαγγελόμενα ὑπὸ τῶν προφητῶν. Ἀλλὰ ὁ Φίλιππος καὶ ὁ Ναθαναήλ, φίλοι ἦσαν, μελετοῦσαν κατὰ τρόπον ἀμερόληπτον. Ὄχι μεροληπτικόν, ὅτι ἔρχεται ἕνας Μεσσίας ποὺ θὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους καὶ θὰ τρῶμε μὲ χρυσὰ κουτάλια... Αὐτὰ ποὺ πιστεύει σήμερα ὁ Σιωνισμός. Τὸ ἴδιο κλίμα, τὸ ἴδιο κλίμα... Καὶ θὰ γίνομε κοσμοκράτορες, ποὺ λέει ὁ Σιωνισμός. Ὄχι, ὄχι, ὄχι. Θέλομε τὸν Μεσσία. Μὲ τὰ χαρακτηριστικά Του ἐκεῖνα ποὺ βλέπομε στὴν Ἁγία Γραφή. Καὶ ὅταν μίλησε ὁ Χριστὸς εἰς τὸν Φίλιππον, ὁ Φίλιππος Τὸν ἀναγνώρισε. Ἀμέσως.

Καὶ πάει καὶ λέει στὸν Ναθαναήλ: «Βρήκαμε τὸν Μεσσία». Ποιόν; «Ὅν ἔγραψε Μωσὴς καὶ οἱ προφῆται». Γιατί αὐτοὺς μελετοῦσαν. Ἔτσι λοιπὸν σημαίνει ὅτι δηλαδὴ «Τὸν βρήκαμε» σημαίνει Τὸν ἀνεζήτουν. Τότε κανεὶς μόνον βρίσκει ὅταν ἀναζητᾷ . Γι᾿ αὐτὸ σημειώνει καὶ ὁ Παῦλος εἰς τοὺς Ἀθηναίους - εἰδωλολάτραι ἦσαν οἱ Ἀθηναῖοι πρόγονοί μας. «Ζητεῖ τὸν Κύριον, εἰ ἄρα γὲ ψηλαφήσειεν αὐτὸν καὶ εὔροιεν». Νά, ψηλάφησε. Θὰ τὸν βρεῖς. Εἶναι μέσα μας. Ψηλάφησε. Ψηλάφησε στὴν κτίσιν καὶ θὰ τὸν βρεῖς. Εἶναι μέσα μας. Γιατί; Γιατί ὁ Θεός, δὲν ἄφησε, ὅπως εἶπε εἰς τὰ Λύστρα, τὸν ἑαυτόν Του ἀμάρτυρον, χωρὶς μαρτυρία. «Καὶ γὲ οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα». «Δὲν ὑπάρχει μακριὰ ἀπὸ τὸν καθέναν ἀπό μας». «Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα  καὶ ἐσμέν». Σ᾿ αὐτὸν ὑπάρχομε, σ᾿ Αὐτὸν κινούμεθα. Ὄχι κατὰ πανθεϊστικὸν τρόπον.

Καὶ θὰ σημειώσει: «Ὡς καὶ τινες τῶν καθ᾿ ἡμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι». «Ὅπως ἔχουν πεῖ καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς δικούς σας ποιητὰς καὶ φιλοσόφους». Καὶ ὁ ἀρχαῖος κόσμος, ὁ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ Ἰσραήλ, ἀναζητοῦσε τὸν Κύριον. Καὶ ὁ Κύριος γιὰ νὰ δείξει αὐτὴν τὴν ἀνθρωπίνη ἀναζήτηση καὶ εὕρεση, εἶπε τὴν παραβολὴ τοῦ πολυτίμου μαργαρίτου. «Ὅς εὑρὼν (ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, λέει) ἕναν πολύτιμον μαργαρίτην, ἀπελθὼν πέπρακε πάντα ὅσα εἶχε καὶ ἠγόρασε αὐτόν». «Ὅσα εἶχε τὰ πούλησε γιὰ νὰ ἀγοράσει αὐτὸν τὸν μαργαρίτην». Τί ἐπούλησε; Καλὸς εἶναι ὁ πολιτισμὸς ἀλλὰ ἐὰν μὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Χριστόν... γιατί ἀπὸ ἕνα ὅριο καὶ πέρα στρέφεται ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου ὁ πολιτισμός, περιττὸν νά σᾶς τὸ ἐξηγήσω περισσότερο, τὸν ξεπουλῶ, γιὰ νὰ ἀγοράσω τὸν πολύτιμον μαργαρίτη.  Καὶ ὅ,τι ἄλλο, ὅ,τι ἄλλο... Ὁμοίως καὶ ἡ παραβολὴ τοῦ κρυμμένου θησαυροῦ. Βρῆκε, λέει, ἕναν θησαυρὸ σὲ ἕνα χωράφι. Μαζεύει τίς οἰκονομίες του, ἀγοράζει τὸν ἀγρόν, γιὰ νὰ ἔχει τὸν θησαυρό. Εἶναι ἡ Γραφή, εἶναι ἡ Γραφή· κι ἐκεῖ μέσα θὰ βρεῖς τὸν θησαυρόν. Αὐτὲς οἱ δυὸ παραβολὲς τοῦ πολυτίμου μαργαρίτου καὶ τοῦ κρυμμένου θησαυροῦ, δείχνουν ὅτι εἶναι Αὐτὸς ὁ Χριστός, ὁ πολύτιμος μαργαρίτης. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος συνιστᾷ ἔντονα καὶ λέγει: «Ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε (:καὶ θὰ βρεῖτε)». «Ὁ ζητῶν -λέει ἀλλοῦ- εὑρίσκει». «Αὐτὸς ὁ ὁποῖος ζητάει, βρίσκει».

Ἀγαπητοί, πρόβλημα δὲν ὑφίσταται ἂν θὰ ἀναζητήσομε τὸν Κύριον διὰ νὰ Τὸν βροῦμε. Πρόβλημα ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει. Τὸ πρόβλημα ὑφίσταται στὸ ἂν ὑπάρχει ἡ ἀναζήτησις. Καὶ ἐρωτοῦμε: Σήμερα ἀναζητοῦμε τὸν Κύριον; Βέβαια κάποιοι ἄνθρωποι Τὸν ἀναζητοῦν καὶ δὲν θὰ παύσουν νὰ Τὸν ἀναζητοῦν. Καὶ βέβαια Τὸν βρίσκουν. Ἀλλὰ εἶναι οἱ ὀλίγοι. Οἱ πολλοὶ Τὸν ἀναζητοῦν στὰ ὑποκατάστατα. Γι᾿ ὐυτὸ ὑπάρχει καὶ τὸ πλῆθος τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, ποὺ βρίσκουν ἀπήχηση στοὺς Χριστιανούς μας. Ξέρετε ποιό εἶναι τὸ ἔσχατον ὑποκατάστατον ἀναζητήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς μακαριότητος; Τὰ ναρκωτικά! Ἐπειδὴ δὲν βρίσκουν τὸν Χριστὸν ἢ δὲν θέλουν νὰ Τὸν βροῦν, πηγαίνουν στὰ ὑποκατάστατα. Εἶναι λυπηρό. Νὰ ἀναζητοῦμε τὸν Χριστὸ ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ψαλμωδὸς μὲ μελαγχολικὸ τρόπο γράφει: «Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν (:ἔσκυψε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ) ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν (:νὰ δεῖ) εἰ ἔστι συνιῶν ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν (:Ποιός εἶναι φρόνιμος καὶ ποιός ἀναζητᾷ τὸν Κύριον;)». Καὶ συμπληρώνει μελαγχολικά: «Πάντες ἐξέκλιναν (:ὅλοι στραβολόξυσαν) ἅμα ἠχρειώθησαν (:ἔγιναν ἀχρεῖοι) οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός». Κανείς! Καὶ δὲν ἀναζητοῦμε τὸν ἀληθινὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἐπειδὴ ἐξεκλίναμε. Δηλαδὴ ἀπομακρυνθήκαμε. Ὅπως εἴπαμε, λοξοδρομήσαμε. Ἐπειδὴ γινήκαμε ἀχρεῖοι. Τὸ ἦθος μας ἔγινε ἀχρεῖον. Ἐπειδὴ δὲν ποιοῦμε χρηστότητα. Δὲν ἀσκοῦμε τὴν ἀρετή. Εἶναι ἡ ἐποχή μας φοβερὴ ἐποχή. Γκρεμίζει τὰ πάντα. Γι᾿ αὐτὸ ἐπιτρέπει ὁ Κύριος γιὰ τιμωρία μας νὰ πλανώμεθα.

Τί χρειάζεται; Ταπείνωσις καὶ αὐτογνωσία. Ὅπως καὶ ὁ ἑκατόνταρχος ποὺ εἶπε: «Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανός, ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς». Καὶ προσθέτει μὲ πίστη: «Ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου». Καὶ ὅταν ὑπάρχει ταπείνωσις καὶ ἡ αὐτογνωσία, τότε ἔρχεται καὶ ἡ θεολογία. Καὶ ἡ θεολογία εἶναι νὰ ζητήσεις καὶ νὰ βρεῖς τὸν Θεὸν Λόγον. Ἀφοῦ πρῶτα Ἐκεῖνος σὲ ἀνεζήτησε. Καὶ Τὸν βρίσκεις καὶ σὲ βρίσκει. Καὶ Τὸν θαυμάζεις καὶ σὲ θαυμάζει. Ὅπως τότε ὁ Κύριος ἐθαύμασε τὸν ἑκατόνταρχον.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

ψηφιοποίηση τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας καὶ ἐπιμέλεια:

Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

 

ΠΗΓΕΣ:

•   Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.

•   http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 644.mp3

___________________________________

Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου