ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ Φραγκοκρατία (1204 - 1489) εἶναι μιὰ σκοτεινὴ καὶ συνάμα τραγικὴ ἐποχὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Γένος μας. Οἱ βάρβαροι Φράγκοι, αἱρετικοὶ χριστιανοί, παρακινούμενοι καὶ χρηματοδοτούμενοι ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ παπισμό, ὁ ὁποῖος εἶχε μεταλλαχτεῖ σὲ ἐγκόσμιο ὀργανισμό, στράφηκαν στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ μὲ τίς γνωστὲς σταυροφορίες, ἰδιαίτερα τὴν Δ΄ Σταυροφορία (1204), κατέλυσαν μὲ ἀπίστευτη βία τὸ βυζαντινὸ κράτος. Ἔργο τους ἦταν, μὲ διωγμούς, νὰ ἐπιβάλλουν τὴν παπικὴ ἐξουσία καὶ τίς δυτικὲς κακοδοξίες στοὺς ὀρθοδόξους πιστούς. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀναδείχτηκαν ἀρκετοὶ ἅγιοι ὁμολογητές, οἱ ὁποῖοι ἀντέδρασαν στὴν παπικὴ βία καὶ ἔδωσαν τὴ ζωή τους γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Ἄνθιμος Μητροπολίτης Ἀθηνῶν καὶ Εὐρίπου, ὁ ὁμολογητής.
Δὲ γνωρίζουμε πολλὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ ζωή του καὶ εἶναι ἕνας σχετικὰ ἄγνωστος, ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ σημαντικός, διότι σύνδεσε τὴ ζωή του μὲ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ὁποία ἐπιβουλεύονταν οἱ αἱρετικοὶ δυτικοὶ κατακτητές. Γεννήθηκε στὴν Κρήτη, στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνα. Γιὰ κάποιους λόγους, ποὺ ἀγνοοῦμε, βρέθηκε στὴν Ἀθήνα, ὅπου ἀναδείχτηκε Μητροπολίτης τῆς ἀσήμαντης τότε Μητροπόλεως Ἀθηνῶν καὶ Εὐρίπου (Εὔβοιας), ποιμαίνοντας ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1339-1366. Αὐτὸ τὸ στηρίζουμε στὸ «Συνοδικό» τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐπισκοπῆς Σουαρὲτ (Ρεθύμνης), ὅπου ἐξυμνεῖται καὶ μακαρίζεται ὡς ἑξῆς: «Ἀνθίμoυ μητροπολίτου Ἀθηνῶν καὶ Eυρίπoυ καὶ προέδρου Κρήτης τοῦ ὁμολογητοῦ, αἰωνία ἡ μνήμη».
Τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν εἶχαν στὴν κυριαρχία τους οἱ Καταλανοί, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπέτρεπαν νὰ ὑπάρχει ὀρθόδοξος Μητροπολίτης, ἀλλὰ παπικός, ἢ ὀρθόδοξος μὲ λατινικὸ φρόνημα. Ἔτσι ἐκθρόνισαν καὶ ἐκδίωξαν τὸν Ἄνθιμο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἑδραῖος στὴν Ὀρθοδοξία καὶ δριμὺς ἐλεγκτὴς τῶν παπικῶν αἱρέσεων. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ περιπλανήθηκε σὲ πολλὰ μέρη, κατέληξε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία εἶχε ἀνακτηθεῖ ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς τὸ 1261. Προσκολλήθηκε στὸν ἅγιο Πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο (1364-1376) καὶ ἔγινε μέλος τῆς Μεγάλης Συνόδου. Ἐνστερνίστηκε τὴν ἡσυχαστικὴ διδασκαλία, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1296-1359), γενόμενος ὑποστηρικτὴς τοῦ ἡσυχαστικοῦ κινήματος καὶ ἀγωνιζόμενος μὲ σθένος κατὰ τῶν αἱρετικῶν ἀντιησυχαστῶν.
Στὰ 1363 ἔγινε στὴν Κρήτη ἡ γνωστὴ Ἐπανάσταση τοῦ Ἁγίου Τίτου, ὅπου οἱ Ὀρθόδοξοι Κρητικοὶ ξεσηκώθηκαν ἐναντίον τῶν τυράννων κατακτητῶν Ἑνετῶν, τοὺς ὁποίους νίκησαν καὶ ἀνακήρυξαν τὸ Ἀνεξάρτητο Κράτος τῆς Κρήτης. Παράλληλα οἱ ἐπαναστάτες ὅρισαν ὡς ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους τὴν «ἱεροτάτη τῶν ἰθαγενῶν γραικική», δηλαδὴ τὴν Ὀρθοδοξία, καταργῶντας τίς λατινικὲς ἐπισκοπές, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἀντικαταστήσει τίς ὀρθόδοξες, ὡς παράνομες. Αὐτὸ θεωρήθηκε ἀπὸ τὸν Πάπα ὡς «ἀνταρσία κατὰ τοῦ Θεοῦ» καὶ γι᾿ αὐτὸ κήρυξε κατὰ τῶν Κρητῶν «Ἱερὸ Πόλεμο». Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν οἱ Ἐνετοὶ τὰ δικά τους στρατεύματα νὰ καταστείλουν τὴν ἐπανάσταση, κάλεσαν καὶ μουσουλμάνους μισθοφόρους, οἱ ὁποῖοι προκάλεσαν ἀνήκουστες ὠμότητες στὸ νησί, μὲ τὴν ἀνοχὴ τῶν παπικῶν Ἐνετῶν, ἀλλὰ χωρὶς οὐσιαστικὸ ἀποτέλεσμα. Τὸν ἑπόμενο χρόνο σημειώθηκε ἡ ἐπανάσταση τῶν Καλλεργῶν, μὲ πρωτεργάτες τοὺς Καλλέργηδες, ἀπόγονοι τῶν Φωκάδων, τοῦ ἡρωικοῦ αὐτοκράτορα Νικηφόρου Φωκᾶ (963-969), ὁ ὁποῖος εἶχε ἀπελευθερώσει τὸ νησὶ ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους Σαρακηνούς τὸν 10ο αἰῶνα. Οἱ Φωκᾶδες εἶχαν ἀλλάξει τὸ ἐπώνυμό τους σὲ Καλλέργηδες.
Γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸ ἔργο τους οἱ ἐπαναστάτες Κρητικοί, ζήτησαν ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ τοὺς στείλει Ὀρθόδοξο Μητροπολίτη. Ζήτησαν μάλιστα
τὸν συμπατριώτη τους Ἄνθιμο. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἀνταποκρίθηκε θετικὰ στὸ αἴτημά τους καὶ στὰ 1366, ἔστειλε τὸν Ἄνθιμο στὴν Κρήτη, ὁρίζοντάς τον Μητροπολίτη Κρήτης, ἐκτιμῶντας τὴν ἁγιότητά του, τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ὁμολογιακό του φρόνημα.
τὸν συμπατριώτη τους Ἄνθιμο. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἀνταποκρίθηκε θετικὰ στὸ αἴτημά τους καὶ στὰ 1366, ἔστειλε τὸν Ἄνθιμο στὴν Κρήτη, ὁρίζοντάς τον Μητροπολίτη Κρήτης, ἐκτιμῶντας τὴν ἁγιότητά του, τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ὁμολογιακό του φρόνημα.
Ἡ ἄφιξή του στὴν Κρήτη γέμισε μὲ ἐνθουσιασμὸ τοὺς Κρητικούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν συρρεύσει στὸ λιμάνι, νὰ ὑποδεχτοῦν τὸ νέο ποιμενάρχη τους μὲ τιμὲς καὶ ἐναποθέτοντας στὸν ἡρωικὸ αὐτὸ Ἐπίσκοπο τίς ἐλπίδες τους. Πλῆθος κόσμου, κλῆρος καὶ λαός, πλούσιοι καὶ φτωχοί, μὲ λαμπάδες ἀναμμένες στὰ χέρια, τὸν ὑποδέχτηκαν, ψάλλοντας εὐχαριστήριους ὕμνους στὸ Θεό, θεωρῶντας τον ὡς θεόσταλτο δῶρο.
Ὁ δραστήριος Ἱεράρχης, μὲ φλόγα καὶ πίστη ἄσβεστη στὴν καρδιὰ καὶ πατριωτικὸ φρόνημα, ὅρισε τοὺς συνεργάτες του καὶ ἄρχισε τὴν ἀναδιοργάνωση τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία εἶχαν διαλύσει οἱ παπικοὶ Ἐνετοί. Ἀλλὰ δὲν πρόλαβε νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο του, διότι ἕνα χρόνο μετά, τὸ 1367 οἱ Ἐνετοί, μὲ τὴ βοήθεια ἄλλων δυτικῶν καὶ τὴν ἀρωγὴ τοῦ Πάπα, ἐκστράτευσαν στὴν Κρήτη, τὴν κατέλαβαν, συνέλαβαν τοὺς ἐπαναστάτες, τοὺς ὁποίους θανάτωσαν, ὕστερα ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ κατέλυσαν τὸ νεαρὸ κρητικὸ ἐλεύθερο κράτος. Ἄρχισε μιὰ νέα περίοδο τῆς Ἐνετοκρατίας στὴν Κρήτη. Ἡ ζωὴ τῶν ὀρθοδόξων ἔγινε πολὺ χειρότερη ἀπὸ πρίν. Κατέλυσαν ὅλες τίς ἐλευθερίες τους καὶ φυσικὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Καθαιρέθηκαν οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι καὶ στὴ θέση τους ὁρίστηκαν Λατῖνοι. Μεταξὺ τῶν καθαιρεθέντων ἦταν καὶ ὁ Μητροπολίτης Ἄνθιμος.
Ὁ ἡρωικὸς Ἐπίσκοπος ἀνέλαβε νὰ στηρίξει τὸ μαρτυρικό του ποίμνιο. Βοηθοῦσε ποικιλότροπα τὴν ἰσχυρὴ ἀντίσταση τῶν Κρητῶν καὶ ταυτόχρονα ἀσκοῦσε ἕνα ἀνελέητο σφυροκόπημα κατὰ τῆς λατινικῆς (παπικῆς) αἱρέσεως. Σύμφωνα μὲ τὸ «Χρονικὸ» τῆς ἐποχῆς: «προέτρεπε τοὺς Κρήτας νὰ ἀπέχωνται τῆς κοινωνίας τῶν Λατίνων, ἕνεκα τῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν αὐτῶν». Κι᾿ αὐτὸ διότι ἀνάγκαζαν τοὺς πιστοὺς νὰ ὑπάγονται στοὺς Λατίνους «ἐπισκόπους» καὶ νὰ λειτουργοῦνται σὲ παπικοὺς ναοὺς καὶ «ἱερεῖς». Αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ «ἔγκλημά» του. Οἱ Ἐνετικὲς ἀρχὲς τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν σιδηροδέσμιο στὸν παπικὸ «ἐπίσκοπο» Χάνδακα (Ἡρακλείου) γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ, διότι ἐκεῖνος ἀσκοῦσε οὐσιαστικὴ ἐξουσία στὸ νησί.
Ὁ δόλιος παπικὸς «ἐπίσκοπος» σκέφτηκε, πὼς ἴσως μποροῦσε νὰ τὸν πάρει μὲ τὸ μέρος του, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ἐκλατινίσει. Ἔτσι, «θωπεῖες χρώμενος καὶ ἀγαθῶν» τὸν συμβούλεψε νὰ ἀποδεχθεῖ τὰ παπικὰ δόγματα καὶ «τὴν κοινωνίαν αὐτῶν ἀσπάσασθαι». Ὡς ἀντάλλαγμα δὲ τοῦ ὑποσχέθηκε πλοῦτο καὶ τιμές, καθὼς καὶ τὴν παραμονή του στὸν θρόνο του. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀρνήθηκε καὶ μὲ ἡρωικὸ καὶ ὁμολογιακὸ φρόνημα διακήρυξε τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τὴ μόνη σώζουσα πίστη. Τὸ «ἀγγελικὸ» πρόσωπο τοῦ παπικοῦ ὑποκριτή «ἐπισκόπου» σκοτείνιασε ἀπὸ τὴν θαρραλέα ἀπάντηση τοῦ Ἀνθίμου. Γεμᾶτος θυμὸ καὶ ἐκδικητικὴ μανία διέταξε νὰ τὸν ρίξουν σὲ ἕναν βαθὺ λάκκο, μὲ στόχο «τὸν τόνο τῆς ἐνστάσεως παραλύσει, τὴ χρονίως χαυνωθέντος κακώσει». Νὰ δειλιάσει ἀπὸ τὸ μαρτύριο αὐτὸ καὶ νὰ συμμορφωθεῖ πρὸς τίς παραινέσεις τοῦ παπικοῦ «κληρικοῦ».
Ὁ λάκκος ἦταν μιὰ στενὴ καὶ βαθειὰ φυσικὴ ὀπὴ τῆς γῆς, ὅπου γιὰ νὰ κατεβεῖ καὶ νὰ ἀνεβεῖ κάποιος ἔπρεπε νὰ δεθεῖ μὲ σχοινιά. Ἔτσι ὁ μαρτυρικὸς Ἐπίσκοπος ρίχτηκε στὸ λάκκο γυμνὸς καὶ χωρὶς ἐφόδια. Ἦταν δὲ καὶ στενός, ὥστε δὲ μποροῦσε νὰ ξαπλώσει καὶ ἦταν ἀναγκασμένος, ἢ νὰ μένει ὄρθιος ἢ γονατισμένος. Τοῦ ἔριχναν ἐλάχιστο φαγητὸ καὶ νερὸ σὲ ἀραιὰ χρονικὰ διαστήματα. Τὸ μαρτύριο ἦταν φρικτὸ καὶ ὁ ἅγιος ὑπέμεινε προσευχόμενος καὶ εὐχαριστῶντας τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος τὸν ἀξίωσε νὰ δεινοπαθήσει γιὰ τὴν ἀγάπη Του.
Στὸ λάκκο ἔμεινε ἕναν χρόνο. Ὁ παπικὸς ψευδεπίσκοπος πίστεψε ὅτι, ὕστερα ἀπὸ τὰ βάσανα αὐτὰ θὰ εἶχε καμφθεῖ καὶ θὰ ἀποδέχονταν νὰ ἐκλατινιστεῖ. Ἐπειδὴ διατηροῦσε κάποιες ἐπιφυλάξεις, σκέφτηκε μιὰ δόλια ἀπάτη. Μόλις ἔφεραν τὸν ἅγιο
μπροστά του καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε ὅτι παραμένει πιστὸς στὴν Ὀρθοδοξία, ἐφάρμοσε τὸ δαιμονικό του σχέδιο, λέγοντάς του: «Γιατί δὲν δέχεσαι τὴν πρότασή μου; Δὲν ἔμαθες πὼς ὅσο καιρὸ ἤσουν στὸ λάκκο, ἔγινε ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν; Ἐσὺ μόνος θὰ μείνεις ἀποσχισμένος;». Ὁ Ἄνθιμος κατάλαβε τὴν ἀπάτη τοῦ παπικοῦ. Τὸν ἤλεγξε γιὰ τὸ ἀπατηλὸ ψέμα καὶ τὸν διαβεβαίωσε ὅτι ποτὲ δὲ θὰ ἀρνηθεῖ τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ὁ παπικὸς «ἐπίσκοπος» ἔγινε ἔξαλλος ἀπό το θυμό του καὶ ἔδωσε διαταγὴ νὰ ριχτεῖ καὶ πάλι στὸ λάκκο.
μπροστά του καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε ὅτι παραμένει πιστὸς στὴν Ὀρθοδοξία, ἐφάρμοσε τὸ δαιμονικό του σχέδιο, λέγοντάς του: «Γιατί δὲν δέχεσαι τὴν πρότασή μου; Δὲν ἔμαθες πὼς ὅσο καιρὸ ἤσουν στὸ λάκκο, ἔγινε ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν; Ἐσὺ μόνος θὰ μείνεις ἀποσχισμένος;». Ὁ Ἄνθιμος κατάλαβε τὴν ἀπάτη τοῦ παπικοῦ. Τὸν ἤλεγξε γιὰ τὸ ἀπατηλὸ ψέμα καὶ τὸν διαβεβαίωσε ὅτι ποτὲ δὲ θὰ ἀρνηθεῖ τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ὁ παπικὸς «ἐπίσκοπος» ἔγινε ἔξαλλος ἀπό το θυμό του καὶ ἔδωσε διαταγὴ νὰ ριχτεῖ καὶ πάλι στὸ λάκκο.
Ἔμεινε ἐκεῖ τώρα δύο χρόνια καὶ πάλι τὸν ὁδήγησαν στὸν παπικὸ ψευδεπίσκοπο. Ὁ ἅγιος ἀρνήθηκε ξανὰ καὶ ἤλεγξε μὲ σφοδρότητα τίς πλάνες τοῦ παπισμοῦ. Ἔδωσε καὶ πάλι διαταγὴ νὰ τὸν ρίξουν στὸ λάκκο. Μετὰ ἀπὸ καιρό, τὴν τρίτη φορά, πῆγε ὁ παπικὸς στὸ λάκκο καὶ ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν ἀνεβάσουν ὡς τὸ στόμιο γιὰ νὰ τοῦ μιλήσει. Πίστευε πὼς ἐπιτέλους θὰ εἶχε «σωφρονιστεῖ». Ἐκεῖνος ὅμως παρέμεινε ἑδραῖος καὶ «ὥσπερ ὁ ἐμὸς πρότερον Ἰησοῦς τρὶς ἐπειράσθη κατὰ τὴν ἔρημον», ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος «τρίτον νικήσας, νομίμως στεφανωθῇ, τὴν πίστιν τηρήσας καὶ τὸν καλὸν ἀγῶνα ἠγωνισμένος»! Ὁ ἡρωικὸς ἐπίσκοπος ἡμιθανὴς ψέλλισε στὸν δαιμονικὸ παπικό, μπορῶντας νὰ κουνήσει μόνο τὴ γλῶσσα του: «καὶ ἑκατοντάδες φορὲς νὰ μὲ κλείσεις στὸ λάκκο, δὲ θὰ μὲ μεταπείσεις νὰ ἀρνηθῶ τὴν ὀρθὴ πίστη μου. Δὲ θὰ μὲ μεταπείσεις νὰ ἀλλάξω φρόνημα ἀπὸ τὰ παραδομένα δόγματα τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων Συνόδων. Διότι τὰ φυλάγουμε ὡς λόγια ἀπὸ Θεοῦ, ἐγὼ καὶ οἱ ἄλλοι χριστιανοί, καὶ ὀφείλουμε νὰ τὰ φυλᾶμε μὲ κάθε κόστος ἀπὸ τὸν καθένα»! Ὁ παπικός, πλημμυρισμένος ἀπὸ ὀργὴ καὶ βλέποντας τὸ ἀμετάπειστο τοῦ ἁγίου, ἔδωσε διαταγὴ νὰ ριχτεῖ γιὰ πάντα στὸ λάκκο καὶ νὰ μὴν ἀσχοληθεῖ πιὰ κανεὶς μαζί του.
Ἐκεῖ τελείωσε μαρτυρικὰ τὴ ζωή του τὸ 1370 ἢ τὸ 1371. Ὅμως ὁ παπικὸς «ἐπίσκοπος» δὲ μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει οὔτε μετά τὸ θάνατο τοῦ ἁγίου, διότι ὁ εὐλογημένος λάκκος, εἶχε γίνει τόπος προσκυνήματος τῶν εὐσεβῶν ὀρθοδόξων Κρητῶν. Γι᾿ αὐτὸ ἔδωσε διαταγὴ νὰ ἀνασύρουν τὸ τίμιο λείψανο καὶ νὰ τὸ ἐξαφανίσουν, ἀρνούμενος νὰ τὸ παραδώσει στοὺς Ὀρθοδόξους γιὰ ταφή. Δὲ γνωρίζουμε τὴν ἡμερομηνία τοῦ μαρτυρικοῦ του θανάτου, οὔτε τὸν τόπο, ποὺ ἔκρυψαν τὸ τίμιο λείψανό του οἱ αἱρετικοὶ παπικοί. Στὴ συνείδηση τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἔγινε ἅγιος καὶ ὁρίστηκε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη του στὶς 22 Νοεμβρίου.
Ὁ ἅγιος Ἄνθιμος, παρὰ τίς περιπέτειές του καὶ τὰ μαρτύριά του, ἔγραψε καὶ κάποια λίγα, ἀλλὰ ἀξιόλογα συγγράμματα, κυρίως ἀναιρετικὰ τῶν παπικῶν κακοδοξιῶν (Κατὰ τῆς ἐξουσίας τοῦ Πάπα, Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγο στὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, κ.α.). Ἐπίσης ἔγραψε καὶ δύο σημαντικὲς ἐπιστολὲς ἀπό τὸ λάκκο, στὸν συναγωνιστή του, γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, Ἰωσὴφ Φιλάγρη. Τὸ βίο του ἔγραψε ὁ περίφημος λόγιος Πατριάρχης ἅγιος Νεῖλος ὁ Κεραμεύς (+1388).
Ὁ ἅγιος Ἄνθιμος χαρακτηρίστηκε ὡς «Νέος Ὁμολογητής», διότι ἔδωσε τὴ μάχη καὶ μαζὶ τὴ ζωή του, γιὰ τὴν προάσπιση τῆς μόνης σώζουσας Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς παπικούς. Ἀποτελεῖ δὲ ζωντανὴ ἀπόδειξη γιὰ τίς πραγματικὲς προθέσεις τῶν παπικῶν γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ ἀξιώθηκε νὰ γίνει ἕνα ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα θύματα τοῦ παπισμοῦ, τὰ τελευταῖα χίλια χρόνια!
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου